ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 471

7 Ιουλίου, 2006

[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΕΤΤΕΝΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΙ/ ΄Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3477)

 

Στρατός της Δημοκρατίας ― Προαγωγές ― Βαθμολόγηση ουσιαστικών προσόντων ― Παράνομη η βαθμολόγηση των επί μέρους στοιχείων του κάθε προσόντος ― Υιοθέτηση της απόφασης της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 456.

Μετά την επιτυχία της έφεσης του εφεσείοντος, με την απόφαση της οποίας κρίθηκε πως είχε έννομο συμφέρον προσβολής της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, ακολούθησε η εξέταση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Μετά την προσεχτική μελέτη της γραπτής αγόρευσης έχουν εντοπιστεί, τρεις λόγοι ακύρωσης που αναπτύσσονται στην αγόρευση. Οι εξής:-

(α)    Ότι ήταν παράνομη η επί μέρους βαθμολόγηση των ουσιαστικών προσόντων για το έτος 1990 και παράνομα, ως εκ τούτου λήφθηκε υπόψη.

(β)    Ότι ήταν άδικη η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο Αξιολόγησης για να παραγνωρίσει την δεκαδική βαθμολογία, και

(γ)      ότι ήταν παράνομος ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους.

     Για τους δύο πιο πάνω λόγους (α και β) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ήδη δώσει τις απαντήσεις της στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 456.

     Υιοθετώντας την πιο πάνω νομολογία η Ολομέλεια έχει καταλήξει ότι οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής-εφεσείων ευσταθούν και ως εκ τούτου οδηγούν την επίδικη πράξη σε ακύρωση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κεττένης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 501/2001, ημερ. 11.6.2002,

Κεττένης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 279,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 456,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Διάκου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 19,

Σολωμού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 503/2001 κ.ά., ημερ. 4.9.2002,

Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 502/2001 κ.ά., ημερ. 30.10.2002,

Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 536/2001, ημερ. 27.9.2002.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 501/2001), ημερ. 11/6/2002.

Σ. Οικονομίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αρ. 501/2001 που καταχώρησε ο εφεσείων-αιτητής απορρίφθηκε από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρωτόδικα, γιατί ο πρώτος δεν είχε έννομο συμφέρον, απαραίτητο στοιχείο για να διεκδικήσει ακύρωση διοικητικής πράξης δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε: Κεττένης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 501/2001, ημερ. 11.6.2002). Εναντίον αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σχετική απόφαση της ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση αποφαινόμενη ότι ο εφεσείων διατηρούσε το έννομο συμφέρον του με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Βλέπε: Κεττένης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 279).

Επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ουσία της προσφυγής, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, ως είθισται και σύμφωνα με τη νομολογία του, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής και των λόγων ακυρότητας της διοικητικής απόφασης που προβάλλει ο εφεσείων.

Τα γεγονότα της υπόθεσης περιγράφονται στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας (Κεττένης ν. Δημοκρατίας) στις σελίδες 280-281 ως ακολούθως:-

«Ο εφεσείων - αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι μόνιμοι Αξιωματικοί του Κυπριακού Στρατού, φέρουν δε και οι δύο, από 27/12/1999, το βαθμό του Λοχαγού. Τόσο κατά τον αρχικό διορισμό τους σε Ανθυπολοχαγούς - (30/12/1992) - όσο και κατά την προαγωγή τους σε Υπολοχαγούς - (15/12/1995) - και την προαγωγή τους σε Λοχαγούς κατά την αξιολόγηση του 1999, ο εφεσείων - αιτητής ήταν αρχαιότερος από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σωμάτων του Στρατού Ξηράς, στην οποία και οι δύο είναι εντεταγμένοι. Το 1991, αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μεταξύ των Υπαξιωματικών που αξιολογήθηκαν με σκοπό το διορισμό 16 Ανθυπολοχαγών. Δε διορίστηκαν όμως, γιατί δεν ήταν μεταξύ των 16 πρώτων στη σειρά του Πίνακα. Εναντίον των πιο πάνω διορισμών ασκήθηκαν προσφυγές και, στις 21/12/1998, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Οδυσσέως κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 894, ακύρωσε το διορισμό δύο μόνο ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στον Κυπριακό Στρατό, με ισχύ από 2/12/1991.

Η Διοίκηση, στη συνέχεια, ως είχε υποχρέωση, προχώρησε στην επανεξέταση του διορισμού των Υπαξιωματικών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, με σκοπό την πλήρωση του κενού που δημιουργήθηκε με την ακυρωτική απόφαση. Συνήλθε το Συμβούλιο Αξιολόγησης και προέβη σε αξιολογήσεις όσων υποψηφίων το 1991 εδικαιούντο να διορισθούν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, εκτός εκείνων που ο διορισμός τους επικυρώθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατέταξε τους υποψηφίους σε Πίνακα, με βάση τη σειρά της τελικής βαθμολογίας τους, όπως καθορίζεται στις Διατάξεις του Μέρους VII των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1990. Μεταξύ των αξιολογηθέντων, ήταν ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν 31ος  στον Πίνακα Αξιολογήσεων, δεν επιλέγηκε. Επιλέγηκε, όμως, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το οποίο ήταν 2ο στον Πίνακα.»

Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πολυσέλιδη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή-εφεσείοντα. Έχουμε εντοπίσει, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση-εφεσιβλήτων, τρεις λόγους ακύρωσης που αναπτύσσονται στην αγόρευση. Τους εξής:-

(α)   Ότι ήταν παράνομη η επί μέρους βαθμολόγηση των ουσιαστικών προσόντων για το έτος 1990 και παράνομα, ως εκ τούτου λήφθηκε υπόψη.

(β)   Ότι ήταν άδικη η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο Αξιολόγησης για να παραγνωρίσει την δεκαδική βαθμολογία, και

(γ)   ότι ήταν παράνομος ο αναδρομικός διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους.

Για τους δύο πιο πάνω λόγους (α και β) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ήδη δώσει τις απαντήσεις της στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Λόττα (1997) 3 Α.Α.Δ. 456. Στη σελίδα 462 περιλαμβάνεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ.:

«Κατά την άποψή μας, ακόμα και με μόνο τη γραμματική ερμηνεία των Κανονισμών, δεν παρέχεται δυνατότητα για βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων με δεκαδικό αριθμό σε περιπτώσεις όπου αυτή υπερβαίνει το 8 όσο και αν το αποτέλεσμα προκύπτει μόνο έμμεσα. Επισημαίνουμε κατ' αρχήν ότι η μορφή του εντύπου δεν καθορίζεται στους Κανονισμούς. Η κατάρτιση του εν χρήσει εντύπου με τρόπο που εξυπονοεί τη ξεχωριστή βαθμολογία επί μέρους στοιχείων δε συνάδει με τον Κανονισμό 30(1). Διότι η πρόνοια εκεί ότι «βαθμολογούνται τα ουσιαστικά προσόντα» ενώ «επισημαίνονται οι αδυναμίες και τα ελαττώματα» συναρτά άμεσα τη βαθμολογία με τα ουσιαστικά προσόντα ιδωμένα στην ολότητα τους στον κάθε τομέα στον οποίο αναφέρονται. Δε διαλαμβάνεται βαθμολογία των επί μέρους. Μας φαίνεται ότι τα επί μέρους εξειδικεύονται στους Κανονισμούς ώστε αφενός να προσδιορίσουν το προσόν και αφετέρου να διευκολύνουν τυχόν επισημάνσεις για αδυναμίες και ελαττώματα. Έπειτα, το ότι πέραν του βαθμού 8 δεν προσφέρεται δυνατότητα για δεκαδικό αριθμό προκύπτει από την κλίμακα που προβλέπεται στον Κανονισμό 30(5). Κι αυτό διότι ενώ από το «καλός» και πιο κάτω παρέχεται δυνατότητα βαθμολογίας μεταξύ δύο αριθμών (7 έως 8, 4 έως 6 και 1 έως 3), το «πολύ καλός» και το «εξαίρετος» συσχετίζονται αποκλειστικά με τους αριθμούς 9 και 10 αντίστοιχα, ενώ, ας σημειωθεί πρόσθετα, το «καλός» δεν μπορεί να υπερβεί το βαθμό 8. Καταλήγουμε λοιπόν ότι η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ορθή.»

(Βλέπε επίσης: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Διάκου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 19).

Όπως έχουμε αναφέρει στην αρχή της απόφασης μας το Συμβούλιο Αξιολόγησης προέβη σε αξιολογήσεις και κατέταξε τους υποψηφίους σε Πίνακα με βάση τη σειρά της τελικής βαθμολογίας τους.

Η κατάταξη στον Πίνακα έγινε με βάση τις βαθμολογίες των μερών στα ουσιαστικά προσόντα στις Εκθέσεις Ικανότητας των τελευταίων προ του 1991 πέντε ετών.

Όμως οι βαθμολογίες που αφορούσαν το έτος 1990 ήταν εξ υπαρχής άκυρες γιατί, με βάση το εν χρήσει έντυπο, βαθμολογήθηκαν ξεχωριστά τα επιμέρους στοιχεία στα οποία αναφέρετο το κάθε ουσιαστικό προσόν κατά παράβαση του Κανονισμού 30(1), όπως απεφάνθη η Ολομέλεια στις αποφάσεις Λόττα και Διάκου (πιο πάνω). Όπως ορθά παρατηρεί ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην απόφαση του στην Α. Σολωμού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Aρ. 503/2001 και 553/2001, ημερ. 4.9.2002:-

«Η τελική βαθμολογία του ουσιαστικού προσόντος που περιλάμβανε και δεκαδικό αριθμό, δεν ήταν αυτοτελής. Ήταν ο μέσος όρος άλλων βαθμολογιών, εκείνων για τα επιμέρους στοιχεία του κάθε προσόντος. Η ξεχωριστή βαθμολόγηση των επιμέρους στοιχείων που οδήγησε στους δεκαδικούς αριθμούς, κρίθηκε πως ήταν παράνομη ως μη συνάδουσα προς τους Κανονισμούς και δεν είναι δυνατό να είναι νόμιμο οποιοδήποτε μέρος της συνολικής βαθμολογίας όταν ήταν παράνομη στο σύνολό της η επιμέρους βαθμολογία από την οποία αυτή προέκυψε.»

Ο Αρτέμης, Δ. στην απόφαση του Φοίβος Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Aρ. 502/2001 και 504/2001, ημερ. 30.10.2002, αναφέρει τα εξής καθοριστικά:-

«Είναι σωστή η θέση του δικηγόρου του αιτητή πως ο Κανονισμός 21(1) των Κανονισμών που αναφέρονται στη βαθμολογία των ουσιαστικών προσόντων των Υπαξιωματικών (Κ.Δ.Π. 91/90) είναι αντίστοιχος με τον Κανονισμό 30(1) που αναφέρονται στους Αξιωματικούς (Κ.Δ.Π. 90/90).

Ο Κανονισμός 21(1) προνοεί τα ακόλουθα:

«Οι εκθέσεις ικανότητας είναι έντυπα στα οποία φαίνονται και βαθμολογούνται τα ουσιαστικά προσόντα του Υπαξιωματικού και επισημαίνονται οι αδυναμίες και τα ελαττώματά του.»

Υιοθετώ όσα λέχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λόττα (ανωτέρω). Κρίθηκε σ' αυτή πως η ξεχωριστή βαθμολογία επί μέρους στοιχείων των ουσιαστικών προσόντων δεν συνάδει με τον Κανονισμό 30(1). Καθώς και ότι τα επί μέρους εξειδικεύονται στους Κανονισμούς αφενός για να προσδιορίσουν το προσόν και αφετέρου για να διευκολύνουν τυχόν επισημάνσεις για αδυναμίες και ελαττώματα. Επεσήμανε το Εφετείο πως η κατάρτιση του εντύπου με τρόπο που εξυπονοεί τη ξεχωριστή βαθμολογία επί μέρους στοιχείων δεν συνάδει με τον Κανονισμό 30(1).

Τα ΕΜ και οι αιτητές βαθμολογήθηκαν στα επιμέρους στοιχεία των ουσιαστικών προσόντων στις εκθέσεις ικανότητας των ετών 1990 και 1991. Το έντυπο των εκθέσεων ικανότητας και οι βαθμολογίες των επί μέρους δεν συνάδει με τον Κανονισμό 21(1) (Κ.Δ.Π. 91/90) που ίσχυε στην περίπτωση τους.

Κρίνω ότι οι βαθμολογίες πάσχουν, επειδή έγιναν με τρόπο αντίθετο με τον Κανονισμό 21(1) και επομένως είναι άκυρες.  Συνεπώς ο επίδικος Πίνακας αξιολόγησης που ο καταρτισμός του στηρίχθηκε στις εκθέσεις ικανότητας των ετών 1990 και 1991 πάσχει για το λόγο αυτό.

Όσον αφορά την απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης να αγνοήσει το δεκαδικό αριθμό των βαθμολογιών των αξιολογηθέντων Υπαξιωματικών και να λάβει υπόψη τον υπολειπόμενο ακέραιο αριθμό για τον υπολογισμό της βαθμολογίας των ουσιαστικών προσόντων, κρίνω ότι αυτή πάσχει. Το Συμβούλιο δεν είχε εξουσία να τροποποιήσει τις βαθμολογίες, όπως έπραξε.

Οι βαθμολογίες όπως προέκυπταν από τις εκθέσεις ικανότητας αποτέλεσαν το μοναδικό κριτήριο για την κατάρτιση του Πίνακα και τον καθορισμό της σειράς καταλληλότητας των αξιολογηθέντων.»

(Βλέπε επίσης: Ανδρέας Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Aρ. 536/2001, ημερ. 27.9.2002 του Γαβριηλίδη, Δ.).

Υιοθετώντας την πιο πάνω νομολογία έχουμε καταλήξει ότι οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής-εφεσείων ευσταθούν και ως εκ τούτου οδηγούν την επίδικη πράξη σε ακύρωση.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να επιληφθούμε και του τρίτου λόγου ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής-εφεσείων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο