ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 3 ΑΑΔ 333

16 Iουνίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

PETROLINA (HOLDINGS) LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3732)

 

Ο περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 1999 (Ν. 22(Ι)/99) ― Απόφαση συγκέντρωσης εταιρειών υπό όρους, εκδοθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από εισήγηση της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού ― Νόμιμοι οι όροι που τέθηκαν και ειδικότερα ο όρος για παραχώρηση δεκαπέντε πρατηρίων σε εταιρεία που δεν δραστηριοποιείτο στη Κυπριακή αγορά ― Σύμφωνος και με το Άρθρο 10 του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 1999 (Ν.22(Ι)/99).

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης κρίθηκε πως ασκήθηκε πλήρως.

Ο περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 1999 (Ν. 22(Ι)/99) ― Άρθρα 38 και 39 ― Δεν περιορίζεται ο αρμόδιος Υπουργός Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού να εκφράσει τις εισηγήσεις του, όταν παραπέμπει την υπόθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Ελέγχεται η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης και όχι η σκοπιμότητά της ― Ισχυρισμοί παρανομίας που αφορούν τη σκοπιμότητα και την ουσία της απόφασης απορρίφθηκαν.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία τέθηκαν όροι στην απόφαση για έγκριση αίτησης για συγκέντρωση των εταιρειών BP Cyprus Ltd και Mobil Oil Cyprus Ltd.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Σε κάποιο σημείο της απόφασης το Δικαστήριο παρατηρεί ότι είναι ορθή η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι από τη μελέτη της έκθεσης της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού προκύπτει ότι, όχι μόνο ήταν δικαιολογημένη η έγκριση της παραχώρησης των πρατηρίων σε εταιρεία που δεν δραστηριοποιείται στην Κύπρο, αλλά επιβαλλόταν. Διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, και συγκεκριμένα παραχώρηση των πρατηρίων στην αιτήτρια, θα δημιουργούσε δεσπόζουσα θέση σ' αυτή.

    Είναι η παρατήρηση αυτή που έδωσε έναυσμα στον πρώτο λόγο έφεσης. Υποστηρίζεται ότι η πιο πάνω θέση είναι νομικά και πραγματικά εσφαλμένη, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε σε κανένα σημείο της διαδικασίας από τους εφεσίβλητους και προβλήθηκε για πρώτη φορά από τη δικηγόρο τους κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Η θέση αυτή, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, αποτελούσε απλό ισχυρισμό της δικηγόρου που χειρίστηκε πρωτόδικα την υπόθεση και όχι διαπίστωση των εφεσιβλήτων. Πέραν όμως αυτού προβάλλεται ότι δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, νόμιμο λόγο αποκλεισμού των εφεσειόντων από τη δυνατότητα διεκδίκησης των συγκεκριμένων πρατηρίων, το ότι αυτοί θα αποκτούσαν έτσι δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Εκείνο που απαγορεύεται με βάση τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και τις πρόνοιες του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89, όπως αυτός τροποποιήθηκε, είναι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και όχι η απόκτηση και κατοχή της.

    Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι ακόμα κι' αν το συγκεκριμένο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένο, θεωρείται ότι δεν επηρεάζει τη συλλογιστική, αλλά ούτε και το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης. Κρίνεται ότι πρόκειται περί μίας παρατήρησης που γίνεται εν παρόδω και η οποία, εκείνο που πραγματικά προωθεί είναι την επιβεβαίωση της ανάλυσης που φαίνεται στην έκθεση αξιολόγησης της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (παράρτημα 5 της ένστασης), σύμφωνα με την οποία κατά την ελευθεροποίηση της αγοράς πετρελαιοειδών είναι δυνατό να υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις στην αγορά λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης του υπάρχοντος ολιγοπωλίου και της ισχυρής δύναμης που θα συγκεντρώσουν οι τρεις εταιρείες που θα παραμείνουν. Μια από τις εταιρείες αυτές είναι βέβαια και οι εφεσείοντες. Και το Άρθρο 10 του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 1999, Ν.22(Ι)/99, προβλέπει ότι συγκέντρωση η οποία δημιουργεί ή ενισχύει δεσπόζουσα θέση στις επηρεαζόμενες αγορές στη Δημοκρατία κηρύσσεται ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς.

    Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη στην υφιστάμενη δομή των εφεσειόντων άλλων δεκαπέντε πρατηρίων πώλησης πετρελαιοειδών, θα ενίσχυε σε σημαντικό βαθμό το μερίδιο της συγκεκριμένης εταιρείας στην αγορά πώλησης πετρελαιοειδών. Αυτό ουσιαστικά ήθελε να τονίσει το πρωτόδικο δικαστήριο.

2. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι σε σύσκεψη που έγινε στις 11.6.2001 τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους για το θέμα της συγχώνευσης. Υποστηρίζουν ότι η σύσκεψη είχε ως αντικείμενο τη συγχώνευση των δύο εταιρειών, αλλά όχι τη συγκεκριμένη απόφαση για την παραχώρηση των πρατηρίων.

    Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου και συγκεκριμένα των Άρθρων 38 και 39. Ασφαλώς και θέμα της σύσκεψης ήταν η συγχώνευση. Οι εφεσείοντες κλήθηκαν να εκφράσουν την άποψή τους. Μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν και το γεγονός ότι ίσως δεν φαίνεται να συζητήθηκε το θέμα της παραχώρησης πρατηρίων δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της διαδικασίας. Στο σημείο αυτό σημειώνεται η δυνητική διατύπωση του Άρθρου 27, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, να προβαίνει σε διαπραγματεύσεις, ακροάσεις ή συζητήσεις με οποιονδήποτε από τους ενδιαφερόμενους ή άλλα πρόσωπα.

3. Το Άρθρο 38 του Ν.22(Ι)/99, δεν περιορίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τον Υπουργό από του να προβάλει και τις δικές του εισηγήσεις όταν παραπέμπει την περίπτωση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στο Άρθρο 39 σαφώς αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει αν θα εγκρίνει τη συγκέντρωση και υπό ποίους όρους. Θα ήταν αδιανότητο να τεθεί το θέμα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου και ο αρμόδιος υπουργός να μην έχει το δικαίωμα να υποβάλει και σχετικές εισηγήσεις. Εξ άλλου, ας μη ξεχνούμε ότι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού είναι μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά τη συνεδρία ασφαλώς και είχε κάθε δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του και να προβεί σε οιανδήποτε εισήγηση επιθυμούσε.

4.       Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε συγκεκριμένες θέσεις τους, όπως τον ισχυρισμό ότι ο επίδικος όρος δεν επιβλήθηκε προς προστασία του καταναλωτή και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού προς υποστήριξή του. Επίσης ότι δεν εξετάστηκε η θέση τους ότι δεν παρατέθηκαν από τους εφεσίβλητους οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκαν οι εφεσείοντες από τη διαδικασία διεκδίκησης των νέων πρατηρίων και ότι οι εφεσίβλητοι τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με την αναγκαιότητα καθορισμού της γεωγραφικής αγοράς.

    Τα δύο πρώτα σημεία απαντούνται στην ανάλυση της Υπηρεσίας της Επιτροπής από την οποία είναι πρόδηλο ότι είχαν ληφθεί υπ' όψιν και σταθμιστεί όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση υγιούς ανταγωνισμού της αγοράς. Ως προς δε το επιχείρημα περί γεωγραφικής αγοράς και πάλι από την ανάλυση της Υπηρεσίας φαίνεται ότι η γεωγραφική αγορά δεν καθορίστηκε ανά επαρχία, αλλά ελήφθη υπ' όψιν η ενιαία αγορά. Εν πάση περιπτώσει, σκοπός του αναθεωρητικού ελέγχου δεν είναι η εξέταση της σκοπιμότητας της διοικητικής απόφασης, αλλά η νομιμότητά της, και η Ολομέλεια δεν συμφωνεί ότι η νομιμότητα αυτή έχει παραβιαστεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 924/2001), ημερ. 24/10/2003.

Αλ. Κουντουρή, για τους Εφεσείοντες.

Β. Χριστοφόρου, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Π. Πολυβίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα ενέκρινε τη συγκέντρωση των εταιρειών BP Cyprus Ltd και Mobil Oil Cyprus Ltd, κάτω από συγκεκριμένους όρους. Ένας από αυτούς ήταν και η αποδοχή της εισήγησης του αρμόδιου υπουργού για παραχώρηση, μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δεκαπέντε πρατηρίων από τις δύο εταιρείες, σε εταιρεία η οποία δεν δραστηριοποιείται στην κυπριακή αγορά.

Το διάταγμα αυτό προσβλήθηκε από τους εφεσείοντες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο, στις 24.10.2003, απέρριψε την προσφυγή αφού κατέληξε ότι κανένας από τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθούσε.

Σε κάποιο σημείο της απόφασης το Δικαστήριο παρατηρεί ότι είναι ορθή η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι από τη μελέτη της έκθεσης της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού προκύπτει ότι, όχι μόνο ήταν δικαιολογημένη η έγκριση της παραχώρησης των πρατηρίων σε εταιρεία που δεν δραστηριοποιείται στην Κύπρο, αλλά επιβαλλόταν. Διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, σημειώνει ο αδελφός Δικαστής και συγκεκριμένα παραχώρηση των πρατηρίων στην αιτήτρια, θα δημιουργούσε δεσπόζουσα θέση σ' αυτή.

Είναι η παρατήρηση αυτή που έδωσε έναυσμα στον πρώτο λόγο έφεσης. Υποστηρίζεται ότι η πιο πάνω θέση είναι νομικά και πραγματικά εσφαλμένη, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρθηκε σε κανένα σημείο της διαδικασίας από τους εφεσίβλητους και προβλήθηκε για πρώτη φορά από τη δικηγόρο τους κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Η θέση αυτή, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, αποτελούσε απλό ισχυρισμό της δικηγόρου που χειρίστηκε πρωτόδικα την υπόθεση και όχι διαπίστωση των εφεσιβλήτων. Πέραν όμως αυτού προβάλλεται ότι δεν αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, νόμιμο λόγο αποκλεισμού των εφεσειόντων από τη δυνατότητα διεκδίκησης των συγκεκριμένων πρατηρίων, το ότι αυτοί θα αποκτούσαν έτσι δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Εκείνο που απαγορεύεται με βάση τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και τις πρόνοιες του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89, όπως αυτός τροποποιήθηκε, είναι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και όχι η απόκτηση και κατοχή της.

Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι ακόμα κι' αν το συγκεκριμένο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένο, θεωρούμε ότι δεν επηρεάζει τη συλλογιστική, αλλά ούτε και το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης. Κρίνουμε ότι πρόκειται περί μίας παρατήρησης που γίνεται εν παρόδω και η οποία, εκείνο που πραγματικά προωθεί είναι την επιβεβαίωση της ανάλυσης που φαίνεται στην έκθεση αξιολόγησης της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (παράρτημα 5 της ένστασης), σύμφωνα με την οποία κατά την ελευθεροποίηση της αγοράς πετρελαιοειδών είναι δυνατό να υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις στην αγορά λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης του υπάρχοντος ολιγοπωλίου και της ισχυρής δύναμης που θα συγκεντρώσουν οι τρεις εταιρείες που θα παραμείνουν. Μια από τις εταιρείες αυτές είναι βέβαια και οι εφεσείοντες. Και το άρθρο 10 του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 1999, Ν.22(Ι)/99, προβλέπει ότι συγκέντρωση η οποία δημιουργεί ή ενισχύει δεσπόζουσα θέση στις επηρεαζόμενες αγορές στη Δημοκρατία κηρύσσεται ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη στην υφιστάμενη δομή των εφεσειόντων άλλων δεκαπέντε πρατηρίων πώλησης πετρελαιοειδών, θα ενίσχυε σε σημαντικό βαθμό το μερίδιο της συγκεκριμένης εταιρείας στην αγορά πώλησης πετρελαιοειδών. Αυτό ουσιαστικά ήθελε να τονίσει το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο λόγος της αναγκαιότητας διάθεσης των δεκαπέντε πρατηρίων σε νέα εταιρεία είναι προφανής. Είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού με την εισαγωγή της δυνατότητας σε μια νέα εταιρεία να εισέλθει στην κυπριακή αγορά. Μια τέτοια κίνηση ενισχύει ασφαλώς τον υφιστάμενο ανταγωνισμό.

Ενώ βρισκόμαστε ακόμα στον πρώτο λόγο έφεσης, θα θέλαμε να σχολιάσουμε τον ισχυρισμό ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υπήρχαν τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσε να διακριβωθεί η νομιμότητα της επίδικης απόφασης. Όσα λέγονται για να υποστηρίξουν το επιχείρημα αυτό δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά αμφισβήτηση της ορθότητας της ληφθείσας απόφασης και όχι της νομιμότητάς της. Δεν έχει τεθεί θέμα έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης και συνεπώς όσα λέγονται για τα πιθανά κριτήρια που υιοθετήθηκαν και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι τα πρατήρια έπρεπε να δοθούν σε νέα εταιρεία και όχι στους εφεσείοντες, κείνται εκτός των πλαισίων της παρούσας διαδικασίας.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι σε σύσκεψη που έγινε στις 11.6.2001 τους δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους για το θέμα της συγχώνευσης. Υποστηρίζουν ότι η σύσκεψη είχε ως αντικείμενο τη συγχώνευση των δύο εταιρειών, αλλά όχι τη συγκεκριμένη απόφαση για την παραχώρηση των πρατηρίων.

Ούτε το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου και συγκεκριμένα των άρθρων 38 και 39. Ασφαλώς και θέμα της σύσκεψης ήταν η συγχώνευση. Οι εφεσείοντες κλήθηκαν να εκφράσουν την άποψή τους. Μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν και το γεγονός ότι ίσως δεν φαίνεται να συζητήθηκε το θέμα της παραχώρησης πρατηρίων δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της διαδικασίας. Στο σημείο αυτό σημειώνουμε τη δυνητική διατύπωση του άρθρου 27, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, να προβαίνει σε διαπραγματεύσεις, ακροάσεις ή συζητήσεις με οποιονδήποτε από τους ενδιαφερόμενους ή άλλα πρόσωπα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι ο Υπουργός διαφώνησε με την απόφαση της Επιτροπής και παρέπεμψε το θέμα για εξέταση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι το άρθρο 38(β) δεν τον εμπόδιζε να αναφέρει τη διαφωνία του με τους όρους που έθεσε η Επιτροπή για την οποία παρίσταται ανάγκη για παραπομπή των όρων στο Υπουργικό Συμβούλιο. Οι εξουσίες του Υπουργού βάσει του άρθρου 38 είναι, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, περιορισμένες. Ο Υπουργός έχει εξουσία, είτε να δηλώσει ότι δεν ενίσταται στη σχετική απόφαση, είτε να παραπέμψει τους όρους της απόφασης της Επιτροπής στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν είχε το δικαίωμα να διαμορφώσει δική του εισήγηση υποβάλλοντας νέους όρους.

Ούτε με την εισήγηση αυτή συμφωνούμε. Το άρθρο 38 του Ν.22(Ι)/99, δεν περιορίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο τον Υπουργό από του να προβάλει και τις δικές του εισηγήσεις όταν παραπέμπει την περίπτωση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Στο άρθρο 39 σαφώς αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει αν θα εγκρίνει τη συγκέντρωση και υπό ποίους όρους. Θα ήταν αδιανότητο να τεθεί το θέμα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου και ο αρμόδιος υπουργός να μην έχει το δικαίωμα να υποβάλει και σχετικές εισηγήσεις. Εξ άλλου, ας μη ξεχνούμε ότι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού είναι μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και κατά τη συνεδρία ασφαλώς και είχε κάθε δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του και να προβεί σε οιανδήποτε εισήγηση επιθυμούσε.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε συγκεκριμένες θέσεις τους, όπως τον ισχυρισμό ότι ο επίδικος όρος δεν επιβλήθηκε προς προστασία του καταναλωτή και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού προς υποστήριξή του. Επίσης ότι δεν εξετάστηκε η θέση τους ότι δεν παρατέθηκαν από τους εφεσίβλητους οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκαν οι εφεσείοντες από τη διαδικασία διεκδίκησης των νέων πρατηρίων και ότι οι εφεσίβλητοι τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με την αναγκαιότητα καθορισμού της γεωγραφικής αγοράς.

Τα δύο πρώτα σημεία απαντούνται στην ανάλυση της Υπηρεσίας της Επιτροπής από την οποία είναι πρόδηλο ότι είχαν ληφθεί υπ' όψιν και σταθμιστεί όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διατήρηση υγιούς ανταγωνισμού της αγοράς. Ως προς δε το επιχείρημα περί γεωγραφικής αγοράς και πάλι από την ανάλυση της Υπηρεσίας φαίνεται ότι η γεωγραφική αγορά δεν καθορίστηκε ανά επαρχία, αλλά ελήφθη υπ' όψιν η ενιαία αγορά. Εν πάση περιπτώσει, σκοπός του αναθεωρητικού ελέγχου δεν είναι η εξέταση της σκοπιμότητας της διοικητικής απόφασης, αλλά η νομιμότητά της, και δεν συμφωνούμε ότι η νομιμότητα αυτή έχει παραβιαστεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

H έφεση απορρίπτεται με εξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο