ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 3 ΑΑΔ 146
24 Μαρτίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
2. ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ Δ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ,
3. ΝΙΚΟΣ Γ. ΚΑΝΝΑΒΑΣ,
4. ΜΑΡΙΑ (ΜΑΡΟΥΛΛΑ) ΚΑΝΝΑΒΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΚΑΝΝΑΒΑ,
5. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΝΑΒΑΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΚΑΝΝΑΒΑ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ Ή
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3700)
Διοικητική πράξη ― Πληροφοριακή ― Τέτοια η επίδικη επιστολή που πληροφορούσε απλά για τη διαπίστωση για το τι έλαβε χώρα, ως προς το τμήμα γης που ανήκε στους εφεσείοντες ― Εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους, παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η προσβληθείσα με προσφυγή «απόφαση» των εφεσιβλήτων, ήταν πράξη πληροφοριακή, εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι αιτητές είχαν προσβάλει, αποκλειστικά και μόνο, απόφαση απόρριψης αιτήματος για μη εφαρμογή της ρυμοτομίας, και αναφορικά με αυτό το ζήτημα ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε πως η προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 18.2.2002 δεν έχει χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά το περιεχόμενό της είναι απλά πληροφοριακού χαρακτήρα, εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με την προαναφερόμενη επιστολή οι εφεσείοντες είχαν πληροφορηθεί απλά για τη «διαπίστωση» των εφεσιβλήτων αναφορικά με το προαναφερόμενο τμήμα γης και η διαπίστωση εκείνη αναφέρεται στα όσα ήδη είχαν διαμορφωθεί. Όπως έκρινε πρωτοβάθμια ο πρωτόδικος Δικαστής, η προαναφερόμενη διαπίστωση δεν περιλάμβανε οποιαδήποτε νέα ρύθμιση αλλά ήταν μόνο πληροφοριακή, σε σχέση με το τι ήδη είχε λάβει χώραν. Με αυτό το σκεπτικό ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή, ως απαράδεχτη, καθότι με αυτή δεν εγειρόταν θέμα που εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Η Ολομέλεια συμφωνεί απόλυτα με τον πρωτόδικο Δικαστή που επιλήφθηκε πρωτοβάθμια της προσφυγής, ότι η προσβαλλόμενη «απόφαση» δεν συνιστά απόφαση απόρριψης αιτήματος για μη εφαρμογή (χαλάρωση) της ρυμοτομίας, που είναι και το μόνο εγειρόμενο θέμα, αλλά είναι απλά επικοινωνία πληροφοριακού χαρακτήρα, εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω η Ολομέλεια συμφωνεί και κατά το ότι, στη βάση των επιχειρημάτων των αιτητών-εφεσειόντων, προέκυπτε ζήτημα δικαιοδοτικής φύσης, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η διαφορά συνίστατο στο μέγεθος της έκτασης της γης που κάλυπτε η επιβληθείσα ρυμοτομία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 264/2002), ημερ. 2/9/2003.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Στυλιανού, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους, οι εφεσείοντες ζητούσαν δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των εφεσιβλήτων, η οποία τους γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 18.2.2002 και με την οποία οι εφεσίβλητοι απέρριψαν το αίτημα των εφεσειόντων «για μη εφαρμογή ρυμοτομίας επί τμήματος 970 τ.μ.» του ακινήτου των εφεσειόντων με αρ. εγγραφής 04-971 τεμάχιο 110 στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Στην επιστολή των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες ημερ. 18.2.2002 αναφερόταν ότι μετά από διερεύνηση «έχει διαπιστωθεί ότι το τμήμα γης στο οποίο αναφέρεσθε και βρίσκεται στα βόρεια του τεμαχίου με αρ. 110, στον Άγιο Τύχωνα, είναι εγγεγραμμένο ως δημόσιος δρόμος μετά την εφαρμογή δεσμευτικής ρυμοτομίας κατά την χορήγηση της άδειας οικοδομής του ακινήτου που βρίσκεται επί της αναφερόμενης ιδιοκτησίας και δεν αποτελεί εγκεκριμένο χώρο στάθμευσης της ιδίας ιδιοκτησίας όπως υποστηρίζετε».
Η θέση των εφεσειόντων, η οποία προβλήθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, ήταν ότι το 1979 εξασφάλισαν άδεια οικοδομής κτιριακού συγκροτήματος υπό τον όρο της παραχώρησης του τμήματος του τεμαχίου που επηρεαζόταν από τη ρυμοτομία, σύμφωνα με τα ρυμοτομικά σχέδια που είχαν δημοσιευθεί το 1978. Παραχώρησαν μέρος της γης τους για την προβλεπόμενη ρυμοτομία και ανήγειραν οικοδομή δυνάμει της αδείας τους, διαμορφώνοντας και υπαίθριους χώρους στάθμευσης. Μετά από 20 περίπου χρόνια αντιμετώπισαν επέμβαση της Δημοκρατίας στους προαναφερόμενους χώρους στάθμευσης, στο πλαίσιο κατασκευαστικών έργων που άρχισαν να γίνονται στην περιοχή. Οι εφεσείοντες θεωρούν πως εφαρμόστηκε πλήρως η ρυμοτομία και πως, κατά συνέπεια, η πρόσφατη επέμβαση των εφεσιβλήτων συνιστά καταπάτηση της νόμιμα αναπτυγμένης ιδιοκτησίας τους, δηλαδή της ιδιοκτησίας τους όσον αφορά τους χώρους στάθμευσης που ήταν «εκτός πάσης ρυμοτομίας». Προς επίρρωση αυτής της θέσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επέσυρε την προσοχή μας σε επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς την Επίτροπο Διοικήσεως, ημερ. 14.10.2001, με την οποία εκφράζονταν αμφιβολίες αναφορικά με το κατά πόσο ο επίμαχος χώρος σταθμεύσεως καλυπτόταν από τη ρυμοτομία, καθώς και πρόθεση της Διοίκησης για απαλλοτρίωσή του. Οι εφεσείοντες αποδίδουν σε υστεροβουλία της Διοίκησης, προς αποφυγή καταβολής αποζημίωσης, την τελική διεκδίκηση του επίμαχου χώρου των 970 τ.μ., από τους εφεσίβλητους, ως χώρου που καλυπτόταν από τη ρυμοτομία.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν, ενώπιον του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, πως η επίδικη επιστολή της 18.2.2002 ήταν απλά πληροφοριακή και ότι ο επίμαχος χώρος σταθμεύσεως καλυπτόταν από τη ρυμοτομία, είχε ήδη παραχωρηθεί στους εφεσίβλητους και μάλιστα είχε εγγραφεί και ως δημόσιος δρόμος.
Ο αδελφός Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων των αιτητών-εφεσειόντων, προέκυπτε ζήτημα δικαιοδοτικής φύσης. Με δεδομένη τη θέση πως για τη Διοίκηση δεν υπήρχε υπόβαθρο άλλο από τη ρυμοτομία του 1978, κατέληξε πως συνιστά διαφορά ιδιωτικού δικαίου το ζήτημα του χώρου τον οποίο, στην πραγματικότητα, καλύπτει εκείνη η ρυμοτομία. Συνεπώς αν η Διοίκηση επεμβαίνει σε χώρο που εξακολουθεί να βρίσκεται στην κυριότητα των αιτητών-εφεσειόντων, ως μη καλυπτόμενος από τη ρυμοτομία ή το δημόσιο δρόμο που φέρεται να ενεγράφη ως συνέπεια της ρυμοτομίας, αυτό συνιστά διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης και εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Όμως αυτή η θέση διατυπώθηκε, από τον αδελφό Δικαστή, υποθετικά καθότι, όπως σημείωσε, το αντικείμενο της προσφυγής προσδιοριζόταν σε άλλη βάση. Οι αιτητές είχαν προσβάλει, αποκλειστικά και μόνο, απόφαση απόρριψης αιτήματος για μή εφαρμογή της ρυμοτομίας, και αναφορικά με αυτό το ζήτημα ο αδελφός Δικαστής έκρινε πως η προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 18.2.2002 δεν έχει χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά το περιεχόμενο της είναι απλά πληροφοριακού χαρακτήρα, εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με την προαναφερόμενη επιστολή οι εφεσείοντες είχαν πληροφορηθεί απλά για τη «διαπίστωση» των εφεσιβλήτων αναφορικά με το προαναφερόμενο τμήμα γης και η διαπίστωση εκείνη αναφέρεται στα όσα ήδη είχαν διαμορφωθεί. Όπως έκρινε πρωτοβάθμια ο αδελφός Δικαστής η προαναφερόμενη διαπίστωση δεν περιλάμβανε οποιαδήποτε νέα ρύθμιση αλλά ήταν μόνο πληροφοριακή, σε σχέση με το τι ήδη είχε λάβει χώραν. Με αυτό το σκεπτικό ο αδελφός Δικαστής απέρριψε την προσφυγή, ως απαράδεχτη, καθότι με αυτή δεν εγειρόταν θέμα που εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Συμφωνούμε απόλυτα με τον αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε πρωτοβάθμια της προσφυγής, ότι η προσβαλλόμενη «απόφαση» δεν συνιστά απόφαση απόρριψης αιτήματος για μη εφαρμογή (χαλάρωση) της ρυμοτομίας, που είναι και το μόνο εγειρόμενο θέμα, αλλά είναι απλά επικοινωνία πληροφοριακού χαρακτήρα, εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή και κατά το ότι, στη βάση των επιχειρημάτων των αιτητών-εφεσειόντων, προέκυπτε ζήτημα δικαιοδοτικής φύσης, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η διαφορά συνίστατο στο μέγεθος της έκτασης της γης που κάλυπτε η επιβληθείσα ρυμοτομία.
Εν όψει των προαναφερομένων η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.