ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414
Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστάκη Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Μιχαήλ Αντωνίου και Άλλης (2001) 3 ΑΑΔ 921
Κυριάκου Κώστας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 ΑΑΔ 83
Παπανδρέου Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 225
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2006) 3 ΑΑΔ 102
15 Μαρτίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3882)
ΛΕΛΛΑ Χ"ΝΕΣΤΩΡΟΣ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3883)
ΚΑΤΙΑ ΠΙΡΙΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3882, 3883)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Απαιτούμενη πείρα «σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών» ― Κατά πόσο ορθά αναζητήθηκε η κατοχή της πείρας αυτής με αναφορά στα καθήκοντα που προνοούντο στα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων.
Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Πρακτικό Συνεδρίασης ― Εκ λάθους αναφορά στο ότι λήφθηκε υπόψη και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ δεν λειτούργησε τέτοια Επιτροπή ― Δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης από τέτοιο λάθος, λόγω ανυπαρξίας τέτοιας έκθεσης.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Παρουσία και αξιολόγηση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις από το Γενικό Διευθυντή ― Επιτρεπτή, βάσει και της απόφασης της Ολομέλειας στην Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 83.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής και όρια επέμβασης του Δικαστηρίου στην τελική κρίση της ΕΔΥ στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου ― Εύλογη η απόφαση επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους, που είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, υπερείχε στις συνεντεύξεις και σε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά υστερούσε σε αρχαιότητα ― Η θέση ψηλά στην ιεραρχία ― Ευρύτερη η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ.
Οι εφεσείουσες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, με την οποία προήχθη στη θέση Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί των ιδίων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Το πρώτο θέμα αφορά τη θέση των Εφεσειουσών, ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν κατείχε το απαιτούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας προσόν της τριετούς πείρας "σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών". Εσφαλμένα, παραπονούνται οι Εφεσείουσες, απεφασίσθη ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το προσόν αυτό, με αναφορά στα καθήκοντα που προνοούνται στα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων που κατείχε, δηλαδή του Πρώτου Λειτουργού, του Ανώτερου Αρχιφοροθέτη και του Αρχιφοροθέτη, χωρίς να ερευνηθεί από την ΕΔΥ αν όντως το Ενδιαφερόμενο Μέρος απέκτησε την απαιτούμενη πείρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στις θέσεις αυτές. Και τούτο διότι δεν υπήρχε πλήρης σύμπτωση μεταξύ των καθηκόντων της επίδικης θέσης και των καθηκόντων των προηγούμενων θέσεων.
Οι εισηγήσεις αυτές παραγνωρίζουν την ουσία του πράγματος που είναι, ότι η ερμηνεία της απαίτησης του σχεδίου υπηρεσίας για την εν λόγω πείρα, που ήταν αρμοδιότητα της ΕΔΥ, ήταν ευλόγως επιτρεπτή στο σύνολο των ενώπιον της δεδομένων. Η ΕΔΥ μπορούσε νόμιμα να απευθυνθεί στις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων, έστω και αν αυτές δεν ήσαν ταυτόσημες με εκείνες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, αφού το ζητούμενο για την ΕΔΥ ήταν η ουσιαστική κρίση ως προς το τι συνιστούσε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, που να περιλάμβαναν τα περαιτέρω προνοούμενα. Δεν είναι λοιπόν η ταύτιση των λέξεων στα σχέδια υπηρεσίας, αλλά η αντιστοιχία ουσίας καθηκόντων με αναφορά στην απαίτηση αυτή που είχε σημασία. Και είναι στα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων, που ακριβώς θα αναμένετο από την ΕΔΥ να απευθυνθεί, για να καταλήξει στην κρίση της.
2. Η Εφεσείουσα στην Εφεση Aρ. 3883 θέτει και το θέμα που εξετάσθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του (σ.4), με το οποίο η Ολομέλεια συμφωνεί απόλυτα, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο:
"Ένα προφανές λάθος της ΕΔΥ προκάλεσε το επόμενο, κατά τη σειρά των πραγμάτων, επιχείρημα των αιτητριών. Η ΕΔΥ αναφέρει πως έλαβε υπόψη και την έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ δεν λειτούργησε τέτοια Επιτροπή στην περίπτωση. Αναμφιβόλως δικαιολογείται αρνητικό σχόλιο για την παρείσφρυση, όπως την αντιλαμβάνομαι, τέτοιας παραγράφου στα πρακτικά αλλά δεν θεωρώ ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Η ΕΔΥ, συγκεκριμενοποίησε στη συνέχεια όσα συνυπολόγισε από την άποψη των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, με αναφορά στα υπαρκτά στοιχεία κρίσης και δεν προκύπτει πως το λάθος επέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο."
Να προστεθεί μόνο, ότι δεν είναι αντιληπτό, πως η Εφεσείουσα μπορεί να ισχυρίζεται, όπως κάνει στο σχετικό λόγο έφεσης, ότι δεν είναι βέβαιο αν το εν λόγω ανύπαρκτο στοιχείο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής επέδρασε στην κρίση της ΕΔΥ, αφού εκ των πραγμάτων στοιχείο που είναι ανύπαρκτο δεν μπορεί να έχει επίδραση, και δεν υπάρχει εισήγηση ότι η ΕΔΥ έλαβε υπ' όψη οτιδήποτε συγκεκριμένο, που θα μπορούσε πεπλανημένα να υπέθετε, ότι υπήρχε σε ανύπαρκτη έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής.
3. Παραπονούνται έπειτα οι Εφεσείουσες ότι κακώς απερρίφθη εισήγηση τους, περί απαράδεκτης εμπλοκής του Γενικού Διευθυντή στις προφορικές συνεντεύξεις με δική του αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην οποία ενδεχομένως να εβασίσθη η ΕΔΥ. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 83, συνιστά πλήρη απάντηση στην εισήγηση βρίσκει την Ολομέλεια απόλυτα σύμφωνη και δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφοροποίηση, όπως γίνεται εισήγηση, της προκειμένης από την υπόθεση εκείνη.
4. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης και στις δύο εφέσεις αφορούν την τελική κρίση της ΕΔΥ. Η κεντρική εισήγηση, με μακρά επιχειρηματολογία, είναι ότι εδόθη υπερβολική βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, και μάλιστα ότι η κρίση της ΕΔΥ για τη συνέντευξη ήταν αναιτιολόγητη. Το ίδιο λέχθηκε και για τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους, εις τρόπον ώστε να παραγνωρίζετο η υπεροχή των Εφεσειουσών σε αρχαιότητα, πείρα και αξία. Και τούτο σε αναφορά με το σκεπτικό της ΕΔΥ.
Να παρατηρηθεί σχετικά, ότι και οι τρεις ήσαν ισοδύναμοι σε αξία ως προς τις ετήσιες αξιολογήσεις, οι Εφεσείουσες όμως υπερείχαν του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αρχαιότητα κατά πέραν των πέντε ετών, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος διέθετε μεταπτυχιακό (ΜΒΑ). Παρατίθεται αυτούσιο, το απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή στο οποίο επιλαμβάνεται όλων αυτών των θεμάτων που ετέθησαν και ενώπιον του (σελίδες 8-9), με το οποίο η Ολομέλεια συμφωνεί:
"Η σύσταση, που δεν απαιτείται από το νόμο να είναι αιτιολογημένη, οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση και τα ακαδημαϊκά προσόντα όσο και αν αυτά δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, συνιστούν νόμιμα στοιχεία κρίσης. Και τα τρία αναδείκνυαν καταλληλότερο τον ενδιαφερόμενο και δεν μπορεί να τίθεται βασίμως ζήτημα υπέρμετρης βαρύτητας του ενός ή του άλλου ενόψει της αρχαιότητας των αιτητριών. Το καθήκον της επιλογής ανήκει στην ΕΔΥ. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας, εν προκειμένω ακραίων ορίων. Η θέση ήταν η πιο ψηλή στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ήταν ευρεία και δεν τεκμηριώνεται η άποψη, στην οποία εν τέλει συμπυκνώνονται τα επιχειρήματα των αιτητριών, πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό να μην καθορίσει το αποτέλεσμα η υπέρτερη αρχαιότητά τους.
Ως προς τα επί μέρους, οι ισχυρισμοί για σύγκρουση της σύστασης προς τα στοιχεία των φακέλων υποβάλλονται υπό το πρίσμα της αντίληψης αναφορικά με το ποιός υπερέχει με γνώμονα το περιεχόμενό τους. Δεν είναι όμως ορθή η εντύπωση πως από το περιεχόμενο των φακέλων προέκυπτε υπεροχή των αιτητριών ως προς την αξία. Ο συναφής ισχυρισμός πως διαφορετική θα έπρεπε να ήταν η βαρύτητα των αξιολογήσεων των αιτητριών, επειδή αυτές αφορούσαν σε ψηλότερες θέσεις, είναι ευθέως αντίθετη προς τη νομολογία.
Ως προς το κύρος της προφορικής εξέτασης ως στοιχείου κρίσης, από την άποψη της αιτιολογίας της, είναι λανθασμένη η παραγνώριση της ουσίας του θέματος, δηλαδή πως ακριβώς πρόκειται για παραδεκτή υποκειμενική κρίση του αρμόδιου συλλογικού οργάνου σε σχέση με θέματα σαφώς εντός πλαισίου. Οι εντυπώσεις συναρτώνται από την ορισμένη απόδοση και δεν αφορούν αφ' εαυτών όσα υπέρ των υποψηφίων προκύπτουν από τους φακέλους. Αυτά, βεβαίως, παραμένουν σχετικά ως προς τη βαρύτητά τους.»
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 83.
Εφέσεις.
Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1161/2002 και 1260/2002), ημερ. 3/9/2004.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα στην Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3882.
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Aναθεωρητικές Eφέσεις.
Μ. Καλλιγέρου με Σ. Νικολάου εκ μέρους Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος και στις δύο Aναθεωρητικές Eφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείουσες προσβάλλουν απόφαση αδελφού μας Δικαστή με την οποία απερρίφθησαν αντίστοιχες προσφυγές τους εναντίον απόφασης της ΕΔΥ για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, τόσο όμως οι Εφεσείουσες όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχαν την αμέσως κατώτερη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εσωτερικών Προσόδων.
Στις εφέσεις ετέθησαν τα ίδια θέματα τα οποία ετέθησαν και ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή. Το πρώτο αφορά τη θέση των Εφεσειουσών ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν κατείχε το απαιτούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας προσόν της τριετούς πείρας "σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών". Εσφαλμένα, παραπονούνται οι Εφεσείουσες, απεφασίσθη ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το προσόν αυτό με αναφορά στα καθήκοντα που προνοούνται στα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων που κατείχε, δηλαδή του Πρώτου Λειτουργού, του Ανώτερου Αρχιφοροθέτη και του Αρχιφοροθέτη, χωρίς να ερευνηθεί από την ΕΔΥ αν όντως το Ενδιαφερόμενο Μέρος απέκτησε την απαιτούμενη πείρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στις θέσεις αυτές. Και τούτο διότι δεν υπήρχε πλήρης σύμπτωση μεταξύ των καθηκόντων της επίδικης θέσης και των καθηκόντων των προηγούμενων θέσεων.
Φρονούμε ότι οι εισηγήσεις αυτές παραγνωρίζουν την ουσία του πράγματος που είναι όπως ακριβώς το είχε ο αδελφός μας Δικαστής, ότι δηλαδή η ερμηνεία της απαίτησης του σχεδίου υπηρεσίας για την εν λόγω πείρα, που ήταν αρμοδιότητα της ΕΔΥ, ήταν ευλόγως επιτρεπτή στο σύνολο των ενώπιον της δεδομένων. Η ΕΔΥ μπορούσε νόμιμα να απευθυνθεί στις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων έστω και αν αυτές δεν ήσαν ταυτόσημες με εκείνες του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης αφού το ζητούμενο για την ΕΔΥ ήταν η ουσιαστική κρίση ως προς το τι συνιστούσε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, που να περιλάμβαναν τα περαιτέρω προνοούμενα. Δεν είναι λοιπόν η ταύτιση των λέξεων στα σχέδια υπηρεσίας αλλά η αντιστοιχία ουσίας καθηκόντων με αναφορά στην απαίτηση αυτή που είχε σημασία. Και είναι στα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων που ακριβώς θα αναμένετο από την ΕΔΥ να απευθυνθεί για να καταλήξει στην κρίση της.
Η Εφεσείουσα στην έφεση 3883 θέτει και το θέμα που εξετάσθηκε από τον αδελφό μας Δικαστή στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του (σ.4), με το οποίο συμφωνούμε απόλυτα, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο:
"Ένα προφανές λάθος της ΕΔΥ προκάλεσε το επόμενο, κατά τη σειρά των πραγμάτων, επιχείρημα των αιτητριών. Η ΕΔΥ αναφέρει πως έλαβε υπόψη και την έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ δεν λειτούργησε τέτοια Επιτροπή στην περίπτωση. Αναμφιβόλως δικαιολογείται αρνητικό σχόλιο για την παρείσφρυση, όπως την αντιλαμβάνομαι, τέτοιας παραγράφου στα πρακτικά αλλά δεν θεωρώ ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Η ΕΔΥ, συγκεκριμενοποίησε στη συνέχεια όσα συνυπολόγισε από την άποψη των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, με αναφορά στα υπαρκτά στοιχεία κρίσης και δεν προκύπτει πως το λάθος επέδρασε με οποιοδήποτε τρόπο."
Να προσθέσουμε μόνο ότι δεν βλέπουμε πως η Εφεσείουσα μπορεί να ισχυρίζεται, όπως κάνει στο σχετικό λόγο έφεσης, ότι δεν είναι βέβαιο αν το εν λόγω ανύπαρκτο στοιχείο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής επέδρασε στην κρίση της ΕΔΥ, αφού εκ των πραγμάτων στοιχείο που είναι ανύπαρκτο δεν μπορεί να έχει επίδραση, και δεν υπάρχει εισήγηση ότι η ΕΔΥ έλαβε υπ' όψη οτιδήποτε συγκεκριμένο, που θα μπορούσε πεπλανημένα να υπέθετε, ότι υπήρχε σε ανύπαρκτη έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Παραπονούνται έπειτα οι Εφεσείουσες ότι κακώς απερρίφθη εισήγηση τους περί απαράδεκτης εμπλοκής του Γενικού Διευθυντή στις προφορικές συνεντεύξεις με δική του αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην οποία ενδεχομένως να εβασίσθη η ΕΔΥ. Να πούμε βέβαια πρώτα ότι ο αδελφός μας Δικαστής υπέδειξε ότι η Εφεσείουσα στην έφεση 3882 είχε εγκαταλείψει ενώπιον του την εισήγηση αυτή ώστε να μην μπορεί να προωθηθεί κατ' έφεση. Και έτσι όμως, η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 A.A.Δ. 83, συνιστά πλήρη απάντηση στην εισήγηση ως προς την άλλη ενώπιον του προσφυγή, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και δεν βλέπουμε οποιαδήποτε διαφοροποίηση, όπως γίνεται εισήγηση, της προκειμένης από την υπόθεση εκείνη.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης και στις δύο εφέσεις αφορούν την τελική κρίση της ΕΔΥ. Η κεντρική εισήγηση, με μακρά επιχειρηματολογία, είναι ότι εδόθη υπερβολική βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, και μάλιστα ότι η κρίση της ΕΔΥ για τη συνέντευξη ήταν αναιτιολόγητη. Το ίδιο λέχθηκε και για τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους, εις τρόπον ώστε να παραγνωρίζετο η υπεροχή των Εφεσειουσών σε αρχαιότητα, πείρα και αξία. Και τούτο σε αναφορά με το σκεπτικό της ΕΔΥ που είχε ως εξής:
"Επιλέγοντας τον Πούφο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, δηλαδή ψηλότερα από τους μη επιλεγέντες, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Πούφος διαθέτει, πέραν του επαγγελματικού προσόντος, τόσο πτυχίο όσο και μεταπτυχιακό τίτλο που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
...................................................................................................
Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς υστερεί σε αρχαιότητα αριθμού υποψηφίων, στον παράγοντα όμως αρχαιότητα δόθηκε σχετικά περιορισμένη σημασία, καθότι πρόκειται για διευθυντική θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και ως εκ τούτου η εν λόγω αρχαιότητα δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος έναντι των λοιπών υποψηφίων."
Να παρατηρήσουμε σχετικά ότι και οι τρεις ήσαν ισοδύναμοι σε αξία ως προς τις ετήσιες αξιολογήσεις, οι Εφεσείουσες όμως υπερείχαν του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αρχαιότητα κατά πέραν των πέντε ετών, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος διέθετε μεταπτυχιακό (ΜΒΑ). Οι Εφεσείουσες υποστήριξαν όμως ότι είχαν υπέρτερη αξία καθ' όσον (1) είχαν αξιολογηθεί για πέντε χρόνια στη θέση Πρώτου Λειτουργού ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν αξιολογήθηκε στη θέση εκείνη αφού προάχθηκε σε αυτή πολύ λίγο πριν από την προκήρυξη της επίδικης θέσης, (2) είχαν υπέρτερη πείρα, ως εκ της αρχαιότητάς τους, στην αμέσως προηγούμενη θέση η οποία προσέθετε στην αξία τους. Δεν μπορούσε, κατέληξαν, αυτή η υπεροχή τους να διαγραφεί με μια μη αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή, μια αναιτιολόγητη κρίση της ΕΔΥ για την προφορική συνέντευξη και ένα ελάχιστης σημασίας μεταπτυχιακό προσόν του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Παραθέτουμε αυτούσιο, αφού δεν θα είχαμε να προσθέσουμε οτιδήποτε πλην της συμφωνίας μας, το απόσπασμα από την απόφαση του αδελφού μας Δικαστή στο οποίο επιλαμβάνεται όλων αυτών των θεμάτων που ετέθησαν και ενώπιον του (σελίδες 8-9):
"Η σύσταση, που δεν απαιτείται από το νόμο να είναι αιτιολογημένη, οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση και τα ακαδημαϊκά προσόντα όσο και αν αυτά δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, συνιστούν νόμιμα στοιχεία κρίσης. Και τα τρία αναδείκνυαν καταλληλότερο τον ενδιαφερόμενο και δεν μπορεί να τίθεται βασίμως ζήτημα υπέρμετρης βαρύτητας του ενός ή του άλλου ενόψει της αρχαιότητας των αιτητριών. Το καθήκον της επιλογής ανήκει στην ΕΔΥ. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας, εν προκειμένω ακραίων ορίων. Η θέση ήταν η πιο ψηλή στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ήταν ευρεία και δεν τεκμηριώνεται η άποψη, στην οποία εν τέλει συμπυκνώνονται τα επιχειρήματα των αιτητριών, πως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό να μην καθορίσει το αποτέλεσμα η υπέρτερη αρχαιότητά τους.
Ως προς τα επί μέρους, οι ισχυρισμοί για σύγκρουση της σύστασης προς τα στοιχεία των φακέλων υποβάλλονται υπό το πρίσμα της αντίληψης αναφορικά με το ποιός υπερέχει με γνώμονα το περιεχόμενό τους. Δεν είναι όμως ορθή η εντύπωση πως από το περιεχόμενο των φακέλων προέκυπτε υπεροχή των αιτητριών ως προς την αξία. Ο συναφής ισχυρισμός πως διαφορετική θα έπρεπε να ήταν η βαρύτητα των αξιολογήσεων των αιτητριών επειδή αυτές αφορούσαν σε ψηλότερες θέσεις, είναι ευθέως αντίθετη προς τη νομολογία. [Βλ. Χαραλαμπίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αδάμου Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153 και Δρ. Ανδρέας Παπανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 A.A.Δ. 225]. Αντίθετα, είναι σαφές πως ο ενδιαφερόμενος υπερτερούσε ως προς τα προσόντα και, αφήνοντας τον πανεπιστημιακό του τίτλο, σημειώνω τα δυο μεταπτυχιακά του (Master of Business Administration, New Port University, ΗΠΑ και Master in Public Administration, Harvard University, ΗΠΑ).
Ως προς το κύρος της προφορικής εξέτασης ως στοιχείου κρίσης, από την άποψη της αιτιολογίας της, είναι λανθασμένη η παραγνώριση της ουσίας του θέματος, δηλαδή πως ακριβώς πρόκειται για παραδεκτή υποκειμενική κρίση του αρμόδιου συλλογικού οργάνου σε σχέση με θέματα σαφώς εντός πλαισίου. Οι εντυπώσεις συναρτώνται από την ορισμένη απόδοση και δεν αφορούν αφ' εαυτών όσα υπέρ των υποψηφίων προκύπτουν από τους φακέλους. Αυτά, βεβαίως, παραμένουν σχετικά ως προς τη βαρύτητά τους. Στην Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 374, προβλήθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί για εντυπώσεις συγκρίσιμης δομής και περιεχομένου. Η Ολομέλεια αναφέρθηκε σε έκταση στη νομολογία, και τις έκρινε ως επαρκώς αιτιολογημένες, με την πρόσθετη επισήμανση από τη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485 πως "το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους". Για να καταλήξει πως δεν ήταν εκτός ορίων το ότι αυτές οι εντυπώσεις έκλιναν την πλάστιγγα. Έχω υπόψη μου και την Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 A.A.Δ. 921. Εκεί η Ολομέλεια έκρινε πως δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση, αφού ο ενδιαφερόμενος υστερούσε κατά δέκα χρόνια σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή, οι εξαίρετες αξιολογήσεις του οποίου ήταν και έστω οριακά καλύτερες. Εδώ, όπως έχω σημειώσει, δεν ήταν μόνο η συνέντευξη που ευνοούσε τον ενδιαφερόμενο και δεν χρειάζεται να επεκταθώ."
Οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Οι Εφεσείουσες θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας και του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.