ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3598)

 

24 Μαρτίου, 2006

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Εφεσείοντες/Καθ' ων η αίτηση,

 

ν.

 

ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΝΟΓΙΟΥ,

 

ΕφεσίβλητουΙΑιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Ο εφεσίβλητος κατείχε τη θέση του Εξεταστή Τελωνείων κλίμακας Α4 και Α7. Μέσα στα γενικά πλαίσια αναβαθμίσεων εγκρίθηκε ο περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 8(2)/96, ο οποίος καθόρισε νέες ονομασίες κλιμάκων και μισθούς για διάφορες θέσεις. Η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν προέβη στην άμεση εφαρμογή των προνοιών του πιο πάνω Νόμου, γιατί έκρινε ότι θα έπρεπε πρώτα να καθορισθούν σχέδια υπηρεσίας. Μερικοί υπάλληλοι οι οποίοι επωφελούνταν από την έγκριση του Νόμου 8(2)/96, ζήτησαν την ένταξη τους στην κλίμακα Α7, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου. Ως αποτέλεσμα της επιτυχούς έκβασης των προσφυγών 245/97, 466/97, 692/97 και 765/97, σύμφωνα με τις οποίες οι αιτητές πέτυχαν την ένταξη τους στην κλίμακα Α7 με βάση τις πρόνοιες του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμου              (αρ. 8(2)/96), ο εφεσίβλητος υπέβαλε και αυτός αίτημα για την ένταξη του στην κλίμακα Α7. Οι εφεσείοντες απέρριψαν το αίτημα του αφού θεώρησαν ότι η ένταξη περιοριζόταν στους συγκεκριμένους υπαλλήλους που είχαν δικαιωθεί με τις πιο πάνω αναφερόμενες προσφυγές και γιατί θα έπρεπε να υπερισχύσουν οι πρόνοιες του υφιστάμενου σχεδίου υπηρεσίας και όχι οι πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96. Μετά την απόρριψη των εφέσεων που είχαν καταχωρηθεί εναντίον των πρωτόδικων αποφάσεων στις πιο πάνω προσφυγές, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού την ικανοποίηση του αιτήματος του εφεσίβλητου στο βαθμό που αυτός επηρεαζόταν από την απόφαση. Η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού απέρριψε την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα γιατί, σύμφωνα με τη δική της άποψη, η ένταξη στην κλίμακα Α7 μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω τροποποίησης των σχεδίων υπηρεσίας. Σημειώνεται εδώ ότι η θέση αυτή αντίκειται στο σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο εφεσίβλητος καταχώρισε την υπ' αρ. 367/2000 προσφυγή, την οποία όμως απέσυρε μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τη διαβεβαίωση εκ μέρους των εφεσειόντων ότι θα επανεξέταζαν το θέμα. Ο εφεσίβλητος ζήτησε από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού να ενημερωθεί γιατί το αίτημα του δεν μπορούσε να ρυθμιστεί σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τον πληροφόρησε εγγράφως ότι:

 

"..... δεν είστε ένας από τους υπαλλήλους που είχαν καταχωρήσει προσφυγή η οποία εκδικάστηκε και η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας μας υπέδειξε ότι θα πρέπει στην περίπτωσή τους να υπάρξει συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

2. Στη δική σας περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Εξεταστή Τελωνείων που έχει εγκριθεί, οι οποίες διαλαμβάνουν για ανέλιξή σας από την Κλ. Α4 στην Κλ. Α7 ύστερα από υπηρεσία 9½ χρόνων στην Κλ. Α4, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η καθήλωσή σας στην κορυφή της Κλ. Α4, αφού δεν έχετε συμπληρώσει την απαιτούμενη αυτή υπηρεσία."

 

 

Ο εφεσίβλητος ακολούθως καταχώρισε την υπ' αρ. 660/02 προσφυγή με την οποία ζητούσε την κήρυξη της πιο πάνω απόφασης ως άκυρης, όπως επίσης και δήλωση για την αναβάθμιση και ένταξη του στην κλίμακα Α7. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι η μη ένταξη του εφεσίβλητου στην κλίμακα Α7 συνιστούσε σαφώς παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και εξέδωσε δήλωση σύμφωνα με την οποία η Δημοκρατία όφειλε να τον εντάξει στην κλίμακα Α7 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96.

 

 

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ισχυρίζονται ότι ο περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 8(2)/96 θέτει κατευθυντήριες γραμμές, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται από τη ψήφιση νέων σχεδίων υπηρεσίας για τις θέσεις που δημιουργούνται και έτσι δικαιολογημένα δεν προέβηκαν στην ένταξη του εφεσίβλητου στην κλίμακα Α7. Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε εκ μέρους των παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

 

(i)     Αντικατάσταση του τίτλου και της κλίμακας της επίδικης θέσης.

΄Εχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι για να εφαρμοστεί ο Νόμος 8(2)/96 έπρεπε να προηγηθεί τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας και ότι ο Νόμος 8(2)/96 δεν μπορούσε να υπερισχύσει των προνοιών του άρθρου 27 του Νόμου 1/90 και κατ' επέκταση δεν υπήρχε εκ του νόμου οφειλόμενη ενέργεια εκ μέρους των εφεσειόντων.

 

Τα σχετικά άρθρα που τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση είναι το άρθρο 2 του Νόμου 8(2)/96 και το άρθρο 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 1/90).

 

Το άρθρο 27(1) του Νόμου 1/90 προβλέπει ότι,

 

"27(1) Τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης για τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα Σχέδια Υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 87."

 

 

Το άρθρο (2) του Νόμου 8(2)/96 προβλέπει ότι,

 

"(2) Ο τίτλος και οι κλίμακες των θέσεων που φαίνονται στη δεύτερη στήλη, των οποίων ο βασικός μισθός περιλαμβάνεται στο εδάφιο του Άρθρου 100 που φαίνεται έναντι των κεφαλαίων στην πρώτη στήλη και ο αριθμός των οποίων φαίνεται στην τρίτη στήλη, αντικαθίσταται από τον τίτλο και τις κλίμακες που φαίνονται στην τέταρτη στήλη του Πίνακα."

 

 

 

Η θέση των εφεσειόντων, ότι η αντικατάσταση που προβλέπεται με το άρθρο (2) του Νόμου 8/96 συνεπάγεται τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας και κατ' επέκταση η παράλειψη της Διοίκησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Δαυϊδ Γεωργίου, Δημοκρατία ν. Καζέπη και άλλων, Δημοκρατία ν. Κώστα Κόκκαλη και άλλων και Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου και άλλων ((2001) 3 Α.Α.Δ. 603, 610), στις οποίες σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

 

"Από τη φρασεολογία του Νόμου 8(ΙΙ)/96 φαίνεται ότι ο Νόμος δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις Κλίμακες ήδη υφιστάμενων θέσεων. Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη μισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας. Με την εφαρμογή του Νόμου προέκυψε η υποχρέωση απόδοσης των δικαιωμάτων στους δικαιούχους. Η αντίληψη της διοίκησης ότι θα έπρεπε να εγκριθούν νέα σχέδια υπηρεσίας είναι λανθασμένη. Η πιο πάνω εκτίμηση σε συνδυασμό με τη σχετική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η στάση της Διοίκησης συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας."

 

 

Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι οι πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96 δεν μπορούν να υπερισχύσουν των προνοιών του Νόμου 1/90. Όπως έχει ρητά τονιστεί στις Α.Ε. 2779, 2783, 2814 και 2905 της 21/6/2001,

 

"Αναφορικά με το συσχετισμό του άρθρου 27 του Νόμου 1/90 επικροτούμε την πρωτόδικη απόφαση ότι το πιο πάνω άρθρο δεν μπορεί να συνδεθεί με τις πρόνοιες του νόμου 8(11)/96 και τούτο γιατί, όπως ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το άρθρο 27 προβλέπει τα γενικά καθήκοντα και τις ευθύνες μιας υπό πλήρωση θέσης. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι κατείχαν ήδη τις θέσεις για τις οποίες ίσχυαν συγκεκριμένα Σχέδια Υπηρεσίας."

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ότι η εφαρμογή του Νόμου επιβάλλει την απόδοση των δικαιωμάτων στους δικαιούχους, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα, ότι έκδηλα πρόκειται για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της Διοίκησης, είναι ορθό.

 

 

(ii)   Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι η Διοίκηση είχε υποχρέωση μετά την προηγηθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία διευκρίνισε οριστικά και τελεσίδικα το θέμα, να εντάξει τον εφεσίβλητο στην κλίμακα Α7 σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 8(2)/96, χωρίς περαιτέρω ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που είχαν δικαιωθεί με τις προσφυγές που είχαν καταχωρίσει.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πιο πάνω προσέγγιση ισχυριζόμενοι ότι η υποχρέωση εφαρμογής των προνοιών του Νόμου 8(2)/96 περιορίζεται σε εκείνα τα πρόσωπα που είχαν καταχωρίσει προσφυγή και είχαν δικαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Η αρχή της χρηστής διοίκησης εξυπακούει ότι τα διοικητικά όργανα θα πρέπει να συμπεριφέρονται ορθά και αμερόληπτα προς τους διοικούμενους. (Βλ. Tasmi Trading v. Republic (1988) 3 C.L.R. 782, Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη, Α.Ε. 1209 και 1210 της 10/7/96, Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589 της 18/6/96 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, 36).

 

Στην παρούσα περίπτωση η Διοίκηση δεσμευόταν από τις αρχές της χρηστής διοίκησης να εφαρμόσει τις νομοθετικές πρόνοιες προς όφελος όλων των επηρεαζόμενων υπαλλήλων και όχι μόνο προς όφελος εκείνων μόνο που είχαν επιζητήσει την εφαρμογή τους με την καταχώριση προσφυγών. Η επιλεκτική κρίση της Διοίκησης δεν αντιστρατεύεται μόνο τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αλλά επιπρόσθετα ισοδυναμεί και με άνιση μεταχείριση του εφεσίβλητου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

                                           Δ.

 

                                          

 

                                           Δ.

 

 

 

                                           Δ.

 

 

 

                                           Δ.

 

 

 

                                           Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο