ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 610
22 Δεκεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΤΩΝΗΣ Π. ΚΑΝΕΛΛΗΣ,
2. ΜΑΡΟΥΛΑ Α. ΤΗΛΛΥΡΟΥ,
3. ΑΝΔΡΟΥΛΑ Α. ΜΑΛΛΙΑΡΑΚΗ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΛΑΙΟΜΕΤΟΧΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3619)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Κατά πόσο το Κοινοτικό Συμβούλιο ήταν αρμόδιο όργανο για την έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης για κοινοτικό νεκροταφείο ― Ο περί Ταφής Νόμος, Κεφ. 247 προϋπήρχε του Συντάγματος και συνεχίζει βάσει του Άρθρου 188 να ισχύει στο μέτρο που δεν είναι αντίθετος με τις Συνταγματικές διατάξεις ― Το Σύνταγμα, Άρθρο 23.4 προβλέπει για την αναγκαστική απαλλοτρίωση για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, μεταξύ αυτών και η δημιουργία τόπων ταφής ― Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος και ο περί Κοινοτήτων Νόμος είναι νόμοι μεταγενέστεροι του Συντάγματος και πλησιέστεροι προς τις πρόνοιες του ― Το Κοινοτικό Συμβούλιο ήταν αρμόδιο για την έκδοση του Διατάγματος.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα για την επιλογή του καταλληλότερου ακινήτου για τη δημιουργία νεκροταφείου ― Υπό τις περιστάσεις κρίθηκε πως διεξήχθη ― Επικυρώθηκε η απόφαση.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους για τη δημιουργία νεκροταφείου. Κατ' έφεση τέθηκε ζήτημα ως προς την αρμοδιότητα του Κοινοτικού Συμβουλίου να εκδώσει το επίδικο Διάταγμα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Κατά την ακρόαση της έφεσης, η αρμοδιότητα του Κοινοτικού Συμβουλίου να διενεργήσει την απαλλοτρίωση, αποτέλεσε το πρώτο θέμα της συζήτησης. Προέχει η σύντομη περιγραφή του θέματος. Καθόλο τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν σε ισχύ ο περί Ταφής Νόμος Κεφ. 247 ο οποίος καταργήθηκε μεταγενέστερα. Με βάση τις πρόνοιες των Άρθρων 2, 3 και 4 του περί Ταφής Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο διέτασσε αρμοδίως και ανάλογα με την ανάγκη που παρουσιαζόταν, την παραχώρηση νέου ή πρόσθετου νεκροταφείου για την ταφή των νεκρών στις πόλεις ή τα χωριά της Κύπρου. Αν η περίπτωση αφορούσε χωριό, ο Διοικητής της Επαρχίας, με τη συμβουλή και βοήθεια του Κοινοτάρχη, ήταν αρμόδιος για την επιλογή «ορθής και κατάλληλης» τοποθεσίας για την ίδρυση του νεκροταφείου και τον υπολογισμό της δαπάνης της περίφραξης με κατάλληλο φράκτη ή τοίχο. Το Άρθρο 4 του πιο πάνω νόμου προνοούσε την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη της επιλεγείσας γης.
Το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου, ως η Απαλλοτριούσα Αρχή, κατ' επίκληση του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, εξέδωσε σύμφωνα με το Άρθρο 6 του εν λόγω νόμου, το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των εφεσειόντων που περιγράφεται στη δημοσιευθείσα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης για τους αναφερόμενους σ' αυτή σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες πως η αρχή Generalia Specialibus non derogant, τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής καθότι ο περί Ταφής Νόμος, ως ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει τα θέματα ταφής των νεκρών, υπερισχύει του γενικού νόμου περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως και ενόψει τούτου το αρμόδιο όργανο για την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους για το συγκεκριμένο σκοπό, δεν ήταν το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου εφόσον ο περί Ταφής Νόμος δεν παρέχει στα Κοινοτικά Συμβούλια τέτοια αρμοδιότητα.
Ο περί Ταφής Νόμος Κεφ. 247 προϋπήρχε του Συντάγματος και σύμφωνα με το Άρθρο 188 (του Συντάγματος), αυτός ερμηνεύεται και εφαρμόζεται προσαρμοζόμενος, κατά το αναγκαίο μέτρο, προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος η αναγκαστική απαλλοτρίωση κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας γίνεται δυνάμει εξουσιοδοτικού νόμου προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, ειδικώς καθοριζόμενου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου κλπ.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2)(ρ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) η δημιουργία τόπων ταφής συμπεριλαμβάνεται στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού παρέχεται εξουσία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων, καθηκόντων και εξουσιών του εφεσίβλητου Κοινοτικού Συμβουλίου είναι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 82(2)(κγ) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 και η ίδρυση κοιμητηρίων, είτε εντός είτε εκτός των ορίων της κοινότητας κλπ. ενώ με βάση το Άρθρο 63 του ιδίου νόμου, παρέχεται στο Κοινοτικό Συμβούλιο δικαίωμα/εξουσία απαλλοτριώσεως ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπει η σχετική διάταξη και οι οποίες έχουν εν προκειμένω τηρηθεί.
Ο περί Ταφής Νόμος, Κεφ. 247 περιέχει διατάξεις οι οποίες, κατά τρόπο γενικό, προβλέπουν την παραχώρηση νεκροταφείου και την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη της παραχωρηθείσας γης για το συγκεκριμένο σκοπό. Οι σχετικές διατάξεις δεν είναι οι πλησιέστερες προς τις σχετικές επί του θέματος πρόνοιες του Συντάγματος και οπωσδήποτε αντανακλούν την προ του Συντάγματος επικρατούσα νομική κατάσταση. Από την άλλη, η εφαρμογή των προαναφερόμενων προνοιών του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου και εκείνων του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 σε συνδυασμό, μπορούν να θεωρηθούν ότι ρυθμίζουν το θέμα της απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας για το συγκεκριμένο σκοπό κατά τρόπο συνάδοντα προς τις σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν στις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για νομοθεσίες πολύ νεώτερες του περί Ταφής Νόμου ο οποίος, καθώς αναφέραμε, έχει ήδη καταργηθεί, και οι οποίες ως νεώτερες αλλά και λόγω των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπουν σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα έναντι των γενικών (ρυθμίσεων) του περί Ταφής Νόμου, επικρατούν και συνεπώς ορθά έτυχαν εν προκειμένω εφαρμογής. Το καθ' ου η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο είχε αρμοδιότητα να προβεί, ως Απαλλοτριούσα Αρχή, στην απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των εφεσειόντων.
2. Όλοι οι πιο σχετικοί παράγοντες λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Κοινοτικό Συμβούλιο προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο απέρριψε την εναλλακτική λύση επέκτασης του νεκροταφείου στο παρακείμενο κτήμα της εκκλησίας κατά τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, εφόσον εύλογα θεωρήθηκε ότι η επέκταση του υφιστάμενου νεκροταφείου θα προκαλούσε οχληρία στους περίοικους. Η λύση που τελικά προτιμήθηκε ήταν το προϊόν συνεκτίμησης σχετικών παραγόντων που αφορούσαν μεταξύ άλλων και θέματα τεχνικής φύσης τα οποία σύμφωνα με πάγια νομολογία εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η έρευνα στην οποία προέβη το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο ήταν η δέουσα και η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Κατά τη λήψη της δεν εμφιλοχώρησε πλάνη όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν της Ολομέλειας το οποίο να κλονίζει το βάσιμο των διαπιστώσεων του δικαστηρίου ως προς την επάρκεια της έρευνας, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,
Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 909/2001), ημερομηνίας 31/3/2003, με την οποία απορρίφθηκε απαλλοτρίωση ενός κτήματός τους στο Παλιομέτοχο προς το σκοπό δημιουργίας νέου κοιμητηρίου επειδή το υφιστάμενο θεωρήθηκε ως υπερπλήρες, σύμφωνα με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.
Λ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κρ. Παπαλοΐζου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το καθ' ου η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου, απαλλοτρίωσε γη των εφεσειόντων στο Παλιομέτοχο για σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή, για τη δημιουργία νέου κοιμητηρίου επειδή το υφιστάμενο, «είναι υπερπλήρες» όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης.
Οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν ένσταση μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών που έτασσε η γνωστοποίηση. Ωστόσο, η εκπρόθεσμη ένσταση τους εξετάστηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο προτού απορριφθεί. Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης για απαλλοτρίωση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ισχυρίστηκαν ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο επέλεξε το δυσμενέστερο γι' αυτούς τρόπο για την πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας καθότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιοκτητών κτημάτων, παρακείμενων του νεκροταφείου.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο, αντέταξε πως η απόφαση για την απαλλοτρίωση ήταν εύλογη και ότι η λύση που προτιμήθηκε αποτελούσε τεχνικής φύσεως ζήτημα, εκφεύγον του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι λόγοι ακύρωσης κρίθηκαν αβάσιμοι και η προσφυγή απορρίφθηκε. Η έφεση, στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η επιλογή του χώρου για το νέο κοιμητήριο ανάγεται καθαρά στη διακριτική ευχέρεια του Κοινοτικού Συμβουλίου και δεν είναι ζήτημα τεχνικό ώστε να εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(β) Το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν άσκησε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια και κατά το λιγότερο επαχθή τρόπο για την υλοποίηση του σκοπού στον οποίο απέβλεπε η διοικητική ενέργεια. Αναφέρεται συναφώς ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο, παρέλειψε να προβεί στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας για εντοπισμό του κατάλληλου χώρου παρότι υπήρχε κατάλληλη κρατική γη.
(γ) Απορρίφθηκε ευνοϊκή πρόταση της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Παλιομετόχου για επέκταση του υφιστάμενου κοιμητηρίου σε γη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής με την αβάσιμη δικαιολογία ότι η επέκταση θα προκαλούσε οχληρία στην περιοχή γεγονός το οποίο υποδηλώνει πλάνη περί τα πράγματα.
(δ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περιουσία τους ήταν γεωργική. Το συγκεκριμένο κτήμα άνκαι εμπίπτει στη γεωργική ζώνη Γ3 εντούτοις είναι κοντά στο χωριό όπου κτίζονται σπίτια και είναι εφικτή η ανέγερση σ' αυτό διώροφης οικίας.
Στα πλαίσια της έφεσης, οι εφεσείοντες ζήτησαν άδεια για τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε να προστεθεί λόγος έφεσης ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είχε αρμοδιότητα να προβαίνει σε απαλλοτρίωση αντίθετα με το εκληφθέν ως δεδομένο από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έχει τέτοια αρμοδιότητα. Καθώς διαπιστώθηκε, το θέμα δεν ηγέρθη στην προσφυγή, η οποία προχώρησε στη βάση λόγων ακύρωσης που αφορούσαν στην άσκηση μη αμφισβητούμενης αρμοδιότητας του Κοινοτικού Συμβουλίου. Κρίθηκε ότι το ζήτημα αφορούσε θέμα δημόσιας τάξης και ότι η νομολογία*, παρέχει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός τέτοιου θέματος πρωτοδίκως ή κατ' έφεση. Θεωρήθηκε πως η αρμοδιότητα του εφεσίβλητου Κοινοτικού Συμβουλίου να προβαίνει σε απαλλοτρίωση είναι τόσο θεμελιακή, ως το αναγκαίο υπόβαθρο για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να επιβάλλεται η εξέταση του συγκεκριμένου θέματος κατά την έφεση έστω και αν αυτό δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως. Ενόψει τούτου, το Εφετείο αποφάσισε πως επιβαλλόταν να τεθεί το θέμα απ' ευθείας ενώπιον του προς αυτεπάγγελτη εξέταση και μάλιστα πρώτο στη σειρά, αντί διά τροποποιήσεως των λόγων έφεσης.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, η αρμοδιότητα του Κοινοτικού Συμβουλίου να διενεργήσει την απαλλοτρίωση, αποτέλεσε το πρώτο θέμα της συζήτησης. Προέχει η σύντομη περιγραφή του θέματος. Καθόλο τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν σε ισχύ ο περί Ταφής Νόμος Κεφ. 247 ο οποίος καταργήθηκε μεταγενέστερα. Με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 2, 3 και 4 του περί Ταφής Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο διέτασσε αρμοδίως και ανάλογα με την ανάγκη που παρουσιαζόταν, την παραχώρηση νέου ή πρόσθετου νεκροταφείου για την ταφή των νεκρών στις πόλεις ή τα χωριά της Κύπρου. Αν η περίπτωση αφορούσε χωριό, ο Διοικητής της Επαρχίας, με τη συμβουλή και βοήθεια του Κοινοτάρχη, ήταν αρμόδιος για την επιλογή «ορθής και κατάλληλης» τοποθεσίας για την ίδρυση του νεκροταφείου και τον υπολογισμό της δαπάνης της περίφραξης με κατάλληλο φράκτη ή τοίχο. Το άρθρο 4 του πιο πάνω νόμου προνοούσε την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη της επιλεγείσας γης είτε
«(α) Στο ύψος που συμφωνείται μεταξύ αυτού και του Δήμου ή του κοινοτάρχη και της Επιτροπής της πόλης, του χωριού ή της ενορίας, ανάλογα με την περίπτωση, ή
(β) σε περίπτωση που η αποζημίωση δεν δύναται να υπολογιστεί με συμφωνία, η αποζημίωση αυτή αποφασίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου, που ισχύει εκάστοτε και προνοεί για την απαλλοτρίωση γης για δημόσιους σκοπούς.»
Καθώς έχει προαναφερθεί, το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου, ως η Απαλλοτριούσα Αρχή, κατ' επίκληση του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, εξέδωσε σύμφωνα με το άρθρο 6 του εν λόγω νόμου, το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας των εφεσειόντων που περιγράφεται στη δημοσιευθείσα γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης για τους αναφερόμενους σ' αυτή σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες πως η αρχή Generalia Specialibus non derogant, τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής καθότι ο περί Ταφής Νόμος, ως ο ειδικός νόμος που ρυθμίζει τα θέματα ταφής των νεκρών, υπερισχύει του γενικού νόμου περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως και ενόψει τούτου το αρμόδιο όργανο για την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους για το συγκεκριμένο σκοπό, δεν ήταν το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο Παλιομετόχου εφόσον ο περί Ταφής Νόμος δεν παρέχει στα Κοινοτικά Συμβούλια τέτοια αρμοδιότητα.
Ο περί ταφής Νόμος Κεφ. 247 προϋπήρχε του Συντάγματος και σύμφωνα με το άρθρο 188 (του Συντάγματος), αυτός ερμηνεύεται και εφαρμόζεται προσαρμοζόμενος, κατά το αναγκαίο μέτρο, προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με το άρθρο 23.4 του Συντάγματος η αναγκαστική απαλλοτρίωση κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας γίνεται δυνάμει εξουσιοδοτικού νόμου προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, ειδικώς καθοριζόμενου διά γενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου κλπ.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ρ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) η δημιουργία τόπων ταφής συμπεριλαμβάνεται στους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας και για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού παρέχεται εξουσία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων, καθηκόντων και εξουσιών του εφεσίβλητου Κοινοτικού Συμβουλίου είναι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 82(2)(κγ) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 και η ίδρυση κοιμητηρίων, είτε εντός είτε εκτός των ορίων της κοινότητας κλπ. ενώ με βάση το άρθρο 63 του ιδίου νόμου, παρέχεται στο Κοινοτικό Συμβούλιο δικαίωμα/εξουσία απαλλοτριώσεως ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπει η σχετική διάταξη και οι οποίες έχουν εν προκειμένω τηρηθεί.
Ο περί Ταφής Νόμος Κεφ. 247 περιέχει διατάξεις οι οποίες, κατά τρόπο γενικό, προβλέπουν την παραχώρηση νεκροταφείου και την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη της παραχωρηθείσας γης για το συγκεκριμένο σκοπό. Οι σχετικές διατάξεις δεν είναι οι πλησιέστερες προς τις σχετικές επί του θέματος πρόνοιες του Συντάγματος και οπωσδήποτε αντανακλούν την προ του Συντάγματος επικρατούσα νομική κατάσταση. Από την άλλη, η εφαρμογή των προαναφερόμενων προνοιών του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου και εκείνων του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 σε συνδυασμό, μπορούν να θεωρηθούν ότι ρυθμίζουν το θέμα της απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας για το συγκεκριμένο σκοπό κατά τρόπο συνάδοντα προς τις σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν στις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για νομοθεσίες πολύ νεώτερες του περί Ταφής Νόμου ο οποίος, καθώς αναφέραμε, έχει ήδη καταργηθεί, και οι οποίες ως νεώτερες αλλά και λόγω των ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπουν σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα έναντι των γενικών (ρυθμίσεων) του περί Ταφής Νόμου, επικρατούν και συνεπώς ορθά έτυχαν εν προκειμένω εφαρμογής. Καταλήγουμε ότι το καθ' ου η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο είχε αρμοδιότητα να προβεί, ως Απαλλοτριούσα Αρχή, στην απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των εφεσειόντων.
Το παρακείμενο προς το νεκροταφείο κτήμα της εκκλησίας που η εκκλησιαστική επιτροπή εμφανίστηκε πρόθυμη να παραχωρήσει υπό όρους για την επέκταση του νεκροταφείου, κρίθηκε πως δεν εξυπηρετούσε τον επιδιωκόμενο σκοπό και αυτό φαίνεται στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου που λήφθηκε κατά την εξέταση της ένστασης των εφεσειόντων. Εξηγείται ότι η επέκταση του υφιστάμενου νεκροταφείου θα δημιουργούσε σοβαρή οχληρία στους περίοικους εφόσον το νεκροταφείο βρίσκεται εντός της οικιστικής περιοχής ενώ αντίθετα το κτήμα των εφεσειόντων είναι μακριά από την κατοικημένη περιοχή του χωριού με εύκολη πρόσβαση γεγονός που καθιστά απομακρυσμένη την πρόκληση πιθανής οχληρίας από τη λειτουργία του κοιμητηρίου. Το εν λόγω κτήμα των εφεσειόντων βρίσκεται σε γεωργική ζώνη και συνεπώς η οικιστική ανάπτυξή του είναι περιορισμένη. Έρευνα του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης και του Πρώτου Ιατρικού Λειτουργού κατέδειξε ότι το έδαφος του εν λόγω κτήματος είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο σκοπό.
Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Κοινοτικό Συμβούλιο προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο απέρριψε την εναλλακτική λύση επέκτασης του νεκροταφείου στο παρακείμενο κτήμα της εκκλησίας κατά τρόπο έμμεσο αλλά σαφή εφόσον εύλογα θεωρήθηκε ότι η επέκταση του υφιστάμενου νεκροταφείου θα προκαλούσε οχληρία στους περίοικους. Η λύση που τελικά προτιμήθηκε ήταν το προϊόν συνεκτίμησης σχετικών παραγόντων που αφορούσαν μεταξύ άλλων και θέματα τεχνικής φύσης τα οποία σύμφωνα με πάγια νομολογία εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η έρευνα στην οποία προέβη το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο ήταν η δέουσα και η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις. Κατά τη λήψη της δεν εμφιλοχώρησε πλάνη όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μας το οποίο να κλονίζει το βάσιμο των διαπιστώσεων του δικαστηρίου ως προς την επάρκεια της έρευνας ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.