ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 3 ΑΑΔ 558

22 Νοεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ (ΟΠΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜAΣΤΗΚΕ ΤΗΝ 21.9.2001),

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3544)

 

Κώδικας Διαφημίσεων, Τηλεοπτικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, Κ.Δ.Π. 10/2000 ― Παράγραφος Στ.3 ― Ισχυρισμός πως είναι ultra vires των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων 1998-2001 ― Απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.

Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμοι, (1998 - (Αρ.4) του 2001) ― Άρθρο 3(2)(ζ) ― Κατά πόσο το ανώτατο όριο της κύρωσης των £5.000 αφορά στην κάθε μέρα παράβασης ή στην κάθε παράβαση ― Εφόσον οι σχετικές πρόνοιες είναι σαφείς, δεν είναι δυνατή άλλη ερμηνεία ― Δεν είναι δυνατή μεγαλύτερη κύρωση των £5.000 για κάθε μέρα.

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η πρωτόδικη απόρριψη του ισχυρισμού ότι η παράγραφος Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων είναι Ultra Vires του Νόμου και με την αντέφεση η πρωτόδικη απόφαση πως το όριο της κύρωσης επιβάλλεται για «κάθε μέρα» παράβασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την έφεση και κατά πλειοψηφία (απόφαση Αρτέμη Πρ., συμφωνούντων των Κρονίδη, Ηλιάδη, Φωτίου Δ.Δ.) να απορρίψει την αντέφεση.  Ο Δικαστής Νικολάου εξέδωσε δική του απόφαση για την αντέφεση.

1.  Για την έφεση αποφασίστηκε ότι:

     Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη νομιμότητα της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα, βασίζοντας την επιχειρηματολογία τους σε ένα μαθηματικό υπολογισμό, που, κατά την εισήγηση του συνηγόρου τους, αποδεικνύει το λάθος της πρωτόδικης απόφασης.

     Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου, που έχουν ως ακολούθως:

«33. (2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»

«34. (2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.»

     Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα προνοεί τα ακόλουθα:

«Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών, (trailers), δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3 ½ λεπτά.»

     Ήταν και είναι η θέση των εφεσειόντων ότι, ενώ ο Νόμος επιτρέπει διαφημίσεις συνολικής διάρκειας 12 λεπτών ανά ώρα (20%), το αποτέλεσμα των προνοιών της παραγράφου ΣΤ.3 είναι τέτοιο που επιτρέπει λιγότερο χρόνο από 12 λεπτά για την μετάδοση διαφημίσεων.

     Ultra vires και παράνομη είναι μία κανονιστική πράξη, η οποία έχει εκδοθεί χωρίς εξουσία προς τούτο, ή η οποία υπερβαίνει τα όρια της εξουσιοδότησης που δόθηκε με Νόμο, ή αντιβαίνει προς κάποια νομική διάταξη. Σχετικές με το τελευταίο είναι και οι πρόνοιες του Άρθρου 29(δ) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1. Στην παρούσα έφεση, η βάση της εισήγησης ερείδεται στο τελευταίο, δηλαδή στο ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα αντιβαίνει προς πρόνοιες του Νόμου.

     Ο σχετικός Νόμος είναι όρια που θέτει, τόσο όσον αφορά την αναλογία των διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας, 20% για κάθε ωρολογιακή ώρα και 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης, όσο και σε ό,τι αφορά τη συχνότητα των διακοπών ενός προγράμματος για την μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας. Και τούτο είναι μόνο επιτρεπτό, όπως προνοείται στο Άρθρο 33(1)(ε), εφόσον «δε θίγεται η αρτιότητα και η αξία των εκπομπών, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακοπών του προγράμματος, καθώς και της διάρκειας και της φύσης του και εφόσον δε θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων».

     Εν πάση όμως περιπτώσει, και πέρα από τα πιο πάνω, υποδεικνύεται ότι ο μαθηματικός υπολογισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πάσχει για δύο βασικούς λόγους:

     Πρώτον, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οποιοσδήποτε χρόνος διακοπών ενός προγράμματος που αφιερώνεται σε διαφημίσεις μπορεί να συμπληρώνεται με μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων αμέσως πριν την αρχή ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή στις ενδιάμεσες διακοπές μεταξύ δύο προγραμμάτων.

     Δεύτερον, παίρνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι η πρώτη διακοπή σε ένα πρόγραμμα μπορεί να γίνεται μόνο σε 20 τουλάχιστον λεπτά μετά την έναρξή του. Αυτό είναι λανθασμένο. Η εικοσάλεπτη περίοδος που προβλέπεται από το Νόμο αφορά το διάστημα μεταξύ δύο διακοπών και όχι μεταξύ της έναρξης του προγράμματος και της πρώτης διακοπής (ή ακόμη και το διάστημα μεταξύ της τελευταίας διακοπής του προγράμματος και του τέλους του).

     Κατά συνέπεια, θεωρείται ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η Ολομέλεια καταλήγει πως η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα δεν είναι ultra vires του Νόμου και ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

2.  Για την αντέφεση αποφασίστηκε ότι:

     Με την αντέφεση η εφεσίβλητη Αρχή προσβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώνεται η επιβολή προστίμου για κάθε παράβαση και όχι για κάθε ημέρα παράβασης. 

     Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 3(2) προνοεί τα πιο κάτω:

«(ζ) (η Αρχή) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση -

(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

. . . . . . . . . . . . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «κύρωση» περιλαμβάνει . . . . καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

(i) Μέχρι Λ.Κ.5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό.»

Μετά από προσεκτική μελέτη η Ολομέλεια κατέληξε πως, εν όψει των σχετικών προνοιών του Νόμου, η πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, είναι ορθή. Οι σχετικές πρόνοιες είναι σαφείς, και δεν μπορεί να γίνει δεχτή η θέση που εκφράστηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., αφού ο Νόμος ρητά προβλέπει ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται «για κάθε ημέρα παράβασης». Ίσως θα ήταν πιο εύκολο να υποστηριχθεί μια τέτοια θέση εάν ο Νόμος προέβλεπε την επιβολή διοικητικού προστίμου «για παράβαση κάθε ημέρας». Όπως όμως είναι η πρόνοια, εκτός εάν ερμηνευθεί όπως ερμηνεύθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, δε δικαιολογείται η αναγκαιότητα αναφοράς σε «ημέρα παράβασης». Ο Νομοθέτης θα προνοούσε  απλά την επιβολή προστίμου «για κάθε παράβαση», αν αυτό ήταν που ήθελε να πει, και θα ήταν εντελώς αχρείαστο να κάμει αναφορά σε «κάθε ημέρα».

     Κατά συνέπεια κρίνεται πως και η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. H αντέφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1096/2001, ημερ. 8.11.2002,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 555/2004, ημερ. 6.5.2005,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1261/03, ημερ. 31.5.2005,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 232/2002, ημερ. 29.11.2002,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 472/2002, ημερ. 21.5.2003,

Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 120/2002, ημερ. 28.3.2005,

 Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 594/2004, ημερ. 19.4.2005,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 362/03, ημερ. 27.2.2004,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1105/02, ημερ. 21.5.2004.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές, ιδιοκτήτες του Pαδιοφωνικού και Tηλεοπτικού Σταθμού "Aντέννα" εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 884/2001), ημερομηνίας 11/11/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της επιβολής σ'αυτούς από τους καθ' ων η αίτηση, διοικητικού προστίμου £44.500,- αφού κρίθηκαν ένοχοι για 45 συνολικά παραβάσεις του Άρθρου 33(2)(η) των περί Pαδιοφωνικών και Tηλεοπτικών Σταθμών Nόμων του 1998 και της παραγράφου Στ.3 του Kώδικα Διαφημίσεων, Tηλεοπτικών Mηνυμάτων και Προγραμμάτων Xορηγίας, K.Δ.Π. 10/2000.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση που θα δώσω είναι ομόφωνη όσον αφορά την έφεση. Όσον αφορά την αντέφεση, η απόφαση είναι κατά πλειοψηφία. Με αυτή διαφωνεί ο Νικολάου, Δ., ο οποίος θα εκδώσει τη δική του, διϊστάμενη απόφαση.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του Ραδιοφωνικού και Τηλεοπτικού Σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ. Όπως φαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, μετά από αυτεπάγγελτη διαδικασία σε βάρος τους, κρίθηκαν ένοχοι παραβάσεων του άρθρου 33(2)(η) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων του 1998 - (Αρ.4) του 2001, καθώς και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεοπτικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, Κ.Δ.Π. 10/2000. Το πιο πάνω άρθρο προνοεί πως η διακοπή προγράμματος για μετάδοση διαφημίσεων πρέπει να γίνεται σε διάστημα όχι λιγότερο των 20 λεπτών από την προηγούμενη και η παράγραφος ΣΤ.3 προνοεί ότι η διάρκεια των διαφημίσεων κατά τις διακοπές αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3½ λεπτά.  Οι παραβάσεις αυτές ήταν συνολικά 45 και επιβλήθηκε από την Αρχή διοικητικό πρόστιμο £100 για την κάθε μία, δηλαδή συνολικά £4.500.

Με την προσφυγή τους οι αιτητές προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση, προβάλλοντας τα επιχειρήματα (α) πως η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος νόμου και (β) πως η επιβολή του προστίμου για κάθε μία από τις παραβάσεις αντιβαίνει στο άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου, αφού αυτό καθορίζει πως το πρόστιμο επιβάλλεται «για κάθε ημέρα παράβασης».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις σχετικές πρόνοιες και αναφέρθηκε στα επιχειρήματα των εφεσειόντων-αιτητών, απέρριψε τη θέση τους υπό (α) ανωτέρω και έκαμε αποδεκτό τον ισχυρισμό τους υπό (β) ανωτέρω.

Με την παρούσα έφεση οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη νομιμότητα της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα, βασίζοντας την επιχειρηματολογία τους σε ένα μαθηματικό υπολογισμό, που, κατά την εισήγηση του συνηγόρου τους, αποδεικνύει το λάθος της πρωτόδικης απόφασης. Στον υπολογισμό αυτό θα επανέλθουμε αργότερα.

Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι πρόνοιες των άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου, που έχουν ως ακολούθως:

«33. (2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(η)   Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»

«34.(2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα προνοεί τα ακόλουθα:

«Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών, (trailers), δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3.½ λεπτά.»

Ήταν και είναι η θέση των εφεσειόντων ότι, ενώ ο Νόμος επιτρέπει διαφημίσεις συνολικής διάρκειας 12 λεπτών ανά ώρα (20%), το αποτέλεσμα των προνοιών της παραγράφου ΣΤ.3 είναι τέτοιο που επιτρέπει λιγότερο χρόνο από 12 λεπτά για την μετάδοση διαφημίσεων.

Ο Αρτεμίδης, Δ., (όπως ήταν τότε) απέρριψε πρωτοδίκως το πιο πάνω επιχείρημα των εφεσειόντων-αιτητών, ακολουθώντας προηγούμενη απόφασή του στη Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 1096/2001, ημερ. 8.11.2002.  Την απόφαση που εκδόθηκε στην επίδικη πρωτόδικη απόφαση υιοθέτησε επί του προκειμένου και ο Χατζηχαμπής, Δ., στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 555/2004, ημερ. 16.5.2005. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο Ηλιάδης, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 1261/03, ημερ. 31.5.2005, αναφέροντας τα ακόλουθα:

«Η ουσία είναι ότι αν δεν συμπληρωθεί ο χρόνος που σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34 δικαιούται ένας σταθμός να μεταδίδει διαφημίσεις, λόγω της εφαρμογής της παραγράφου ΣΤ.3, υπάρχει η δυνατότητα συμπλήρωσης του χρόνου κατά τη διάρκεια των διακοπών των εκπομπών, χωρίς όμως η κάθε διακοπή στο ενδιάμεσο προγράμματος να υπερβαίνει τα 3½ λεπτά. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς του άρθρου 51(2)(ζ) του Νόμου και τις πρόνοιες του εξουσιοδοτούντος Νόμου, προκύπτει ότι η παράγραφος ΣΤ.3 βρίσκεται εντός του γράμματος και του πνεύματος του εξουσιοδοτούντος Νόμου».

Αντίθετες επί του προκειμένου είναι δύο αποφάσεις του Γαβριηλίδη, Δ., στις Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 232/2002, ημερ. 29.11.2002 και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 472/2002, ημερ. 21.5.2003, όπου κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης ως συγκρουόμενη με τα άρθρα 33(2)(η) και 34(2) του σχετικού νόμου. Στην πρώτη πιο πάνω απόφαση ο Γαβριηλίδης Δ., ανέφερε και τα πιο κάτω σχετικά:

«Και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφαρμόζοντας την παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα σημαίνει ότι στα 20 λεπτά εκπομπής επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά και στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά και στα επόμενα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά. Δηλαδή, σε 1 ώρα (60 λεπτά) εκπομπής, σύμφωνα με την παράγραφο ΣΤ.3, επιτρέπονται διακοπές για διαφημίσεις μέχρι 10½ λεπτά. Αυτό συγκρούεται ευθέως με το άρθρο 34(2) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%. Δηλαδή, ενώ το άρθρο 34(2) του Νόμου επιτρέπει οι διακοπές για διαφημίσεις να είναι μέχρι 12 λεπτά την ώρα (20%), η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα απαγορεύει να είναι πέραν των 10½ λεπτών την ώρα.»

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα έφεση. 

Ultra vires και παράνομη είναι μία κανονιστική πράξη, η οποία έχει εκδοθεί χωρίς εξουσία προς τούτο, ή η οποία υπερβαίνει τα όρια της εξουσιοδότησης που δόθηκε με Νόμο, ή αντιβαίνει προς κάποια νομική διάταξη. Σχετικές με το τελευταίο είναι και οι πρόνοιες του άρθρου 29(δ) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1. Στην παρούσα έφεση, η βάση της εισήγησης ερείδεται στο τελευταίο, δηλαδή στο ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα αντιβαίνει προς πρόνοιες του Νόμου.

Είναι τώρα το κατάλληλο σημείο να παραθέσουμε το σχετικό μαθηματικό υπολογισμό του συνήγορου των εφεσειόντων, που, κατά την εισήγηση του, αποδεικνύει το εσφαλμένο της πρωτόδικης απόφασης. Ο ισχυρισμός αυτός περιέχεται, μεταξύ άλλων, στο σημείωμα που τέθηκε ενώπιόν μας μαζί με αποφάσεις στις οποίες βασίστηκαν οι εφεσείοντες:

«Με την πιο κάτω απλή μαθηματική πράξη αποδεικνύεται ότι η Παράγραφος Στ.3 του Κώδικα (Κ.Δ.Π. 10/2000), . . ., είναι ultra vires του Νόμου:-

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εφαρμόζοντας την Παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα (Κ.Δ.Π. 10/2000), ανωτέρω, αυτό σημαίνει ότι:-

(α) στα 20 λεπτά επιτρέπεται διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά

(β) στα επόμενα 20 λεπτά     »    »       »          »          »      »      »

(γ) στα επόμενα 20 λεπτά     »    »       »          »           »      »      »

                                            (20 + 3,5 + 20 +3,5 + 20 + 3,5 = 70,5)

Δηλαδή σε μια ώρα και 10½ λεπτά (70,5) εκπομπής η Παράγραφος Στ.3 του Κώδικα (Κ.Δ.Π. 10/2000) επιτρέπει διακοπές για διαφημίσεις μέχρι 10½ λεπτά.

Αυτό συγκρούεται με το άρθρο 34(2) του Νόμου (βλ. τροποποιητικό Νόμο 23(Ι)/2000) που προβλέπει (οι υπογραμμίσεις δικές μου):-

«(2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%».

Δηλαδή, ενώ ο Νόμος επιτρέπει οι διακοπές για διαφημίσεις να είναι μέχρι 12 λεπτά την ώρα (20%), η Παράγραφος Στ.3 απαγορεύει να είναι πέραν των 10½ λεπτών κάθε 70½ λεπτά. Καθαρή σύγκρουση με το Νόμο και απόδειξη ότι η Παράγραφος ΣΤ.3 είναι ultra vires του Νόμου.

Νόμος: Επιτρέπει σε 70½ λεπτά, διαφημίσεις μέχρι 14,1 λεπτά (20%)

Κανονισμός (ΣΤ.3)       «      «       «          «           «       10,5 λεπτά»

Το πρώτο πράγμα που θα θέλαμε να παρατηρήσουμε είναι ότι η εξέταση του θέματος θα έπρεπε να γίνεται σε συνάρτηση με μια ωρολογιακή ώρα και όχι με μια οποιανδήποτε χρονική διάρκεια μιας ώρας. Ωρολογιακή δε προφανώς είναι κάθε ώρα όπως καθορίζεται στο ρολόι, δηλαδή, για παράδειγμα, 4.00 - 5.00, 5.00 - 6.00, 6.00 - 7.00 κ.ο.κ.

Περαιτέρω, επισημαίνουμε πως ο σχετικός Νόμος είναι όρια που θέτει, τόσο όσον αφορά την αναλογία των διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας, 20% για κάθε ωρολογιακή ώρα και 20% του ημερήσιου χρόνου μετάδοσης, όσο και σε ότι αφορά τη συχνότητα των διακοπών ενός προγράμματος για την μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας. Και τούτο είναι μόνο επιτρεπτό, όπως προνοείται στο άρθρο 33(1)(ε), εφόσον «δε θίγεται η αρτιότητα και η αξία των εκπομπών, λαμβανομένων υπόψη των φυσικών διακοπών του προγράμματος, καθώς και της διάρκειας και της φύσης του και εφόσον δε θίγονται τα δικαιώματα των δικαιούχων».

Εν πάση όμως περιπτώσει, και πέρα από τα πιο πάνω, υποδεικνύουμε ότι ο μαθηματικός υπολογισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πάσχει για δύο βασικούς λόγους:

Πρώτον, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οποιοσδήποτε χρόνος διακοπών ενός προγράμματος που αφιερώνεται σε διαφημίσεις μπορεί να συμπληρώνεται με μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων αμέσως πριν την αρχή ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή στις ενδιάμεσες διακοπές μεταξύ δύο προγραμμάτων.

Δεύτερον, παίρνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι η πρώτη διακοπή σε ένα πρόγραμμα μπορεί να γίνεται μόνο σε 20 τουλάχιστον λεπτά μετά την έναρξή του. Αυτό είναι λανθασμένο. Η εικοσάλεπτη περίοδος που προβλέπεται από το Νόμο αφορά το διάστημα μεταξύ δύο διακοπών και όχι μεταξύ της έναρξης του προγράμματος και της πρώτης διακοπής (ή ακόμη και το διάστημα μεταξύ της τελευταίας διακοπής του προγράμματος και του τέλους του). Θα μπορεί σε κατάλληλο σημείο αμέσως μετά την έναρξη του προγράμματος, για παράδειγμα, μετά την προβολή των τίτλων, να γίνει η πρώτη διακοπή. Με αυτό τον τρόπο, σε ένα μονόωρο πρόγραμμα θα μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικά τρεις διακοπές μέσα σε μια ωρολογιακή ώρα για διαφημιστικά μηνύματα συνολικής ανώτατης διάρκειας 10½ λεπτών και ο ολικός χρόνος των 12 λεπτών κατά ωρολογιακή ώρα να συμπληρώνεται από διαφημίσεις πριν την έναρξη ή μετά το τέλος του συγκεκριμένου προγράμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα πρόγραμμα διάρκειας μισής ώρας θα μπορούσε να έχει δύο διακοπές και με την συμπλήρωση του χρόνου με διαφημίσεις στην αρχή και στο τέλος του, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να φθάνει ο χρόνος κάθε ωρολογιακής ώρας σε 12 λεπτά.  (Όσον αφορά τη μετάδοση κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεταινιών μεγάλης διάρκειας, υπάρχουν ειδικές πρόνοιες που στην παρούσα περίπτωση δεν μας αφορούν, αφού δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με αυτές).

Εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεών μας, με όλο το σεβασμό, δε συμφωνούμε με τα σχόλια και την κατάληξη στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 232/2002, ημερ. 29.11.2002, που παραθέσαμε πιο πάνω, για τους ίδιους λόγους που επισημαίνουμε πως ο μαθηματικός υπολογισμός του συνήγορου των εφεσειόντων δεν αποδεικνύει το βάσιμο του επιχειρήματός του.

Κατά συνέπεια, θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγουμε πως η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα δεν είναι ultra vires του Νόμου και ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η εφεσίβλητη Αρχή όμως έχει εγείρει και αντέφεση, με την οποία προσβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώνεται η επιβολή προστίμου για κάθε παράβαση και όχι για κάθε ημέρα παράβασης.

Η παράγραφος (ζ) του άρθρου 3(2) προνοεί τα πιο κάτω:

«(ζ) (η Αρχή) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση -

(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

. . . . . . . . . . . . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «κύρωση» περιλαμβάνει . . . . καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

(i) Μέχρι Λ.Κ.5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Και επί του θέματος αυτού υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις. Στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 362/2003, ημερ. 27.2.2004, ο Κωνσταντινίδης Δ., αποφάσισε ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται σε συνάρτηση με την παράβαση και όχι με την ημέρα κατά την οποία γίνεται η παράβαση, την δε κατάληξή του υιοθέτησε και ο Νικολάου, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 1105/2002, ημερ. 21.5.2004. Αντίθετες είναι οι αποφάσεις των Κραμβή, Δ., και Φωτίου Δ., στις Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 120/2002, ημερ. 28.3.2005 και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 594/2004, ημερ. 19.4.2005. Οι δύο τελευταίες αποφάσεις έχουν την ίδια κατάληξη με αυτή στην προσφυγή 884/01, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., ερμηνεύοντας τις πιο πάνω πρόνοιες, αναφερόμενος στην εισήγηση των καθ' ων η αίτηση πως σαφώς το πρόστιμο προβλέπεται για την κάθε συγκεκριμένη παράβαση και εφόσον η ίδια επαναλαμβάνεται για κάθε ημέρα εκδήλωσής της, ανέφερε τα ακόλουθα στην πιο πάνω απόφαση του:

«Με όλο το σεβασμό κρίνω ορθή την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση. Η ελέγχουσα έννοια είναι εκείνη της παράβασης. Πράξη ή παράλειψη επισύρει ποινή εφόσον συνιστά «παράβαση». Εν προκειμένω, κάποιας συγκεκριμένης διάταξης των Κανονισμών. Αν έχουμε μια παράβαση που η ίδια επαναλαμβάνεται σε άλλη μέρα, επιβάλλεται ποινή για κάθε μέρα παράβασης και σημειώνω πως ποινές προβλέπονται και για τις παραβάσεις όρων της άδειας που είναι δυνατό να επισύρουν ποινή για όσες μέρες διαρκούν. Ποιά θα είναι όμως η κατάσταση αν δεν έχουμε μια αλλά περισσότερες παραβάσεις την ίδια μέρα;  Θα συσσωρεύονταν καθ' ημέραν ώστε να συντεθεί η μια μέρα παράβασης και θα επιβάλλεται μια ποινή για εκείνη την ημέρα συνολικά για όλες τις παραβάσεις; Ανεξάρτητα κατ' ανάγκην και από την όποια σχέση τους ή τη συγκριτική σοβαρότητά τους; Και ποιά θα είναι η κατηγορία: Ότι κατά ορισμένη μέρα διαπράχθηκε αριθμός παραβάσεων; Με επακόλουθο την επιβολή ποινής όχι για την κάθε παράβαση αλλά κατά ημέρα;

Ας δούμε όμως το θέμα και από άλλη άποψη. Αν ένας διαπράξει μια παράβαση σε μια μέρα, θα υπόκειται σε πρόστιμο γι' αυτή μέχρι £5.000. Αν διαπράξει δυο ή εκατό που μπορεί να είναι και άσχετες μεταξύ τους ή και να έχουν διαφορετικό υπόβαθρο, θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Το μέγιστο της ποινής ως αφορούν στη «μέρα παράβασης» θα είναι μέχρι £5.000 για όλες συνολικά· αναποφεύκτως δηλαδή, στο πλαίσιο της εισήγησης των αιτητών, κάθε παράβαση θα επάγεται τη διαίρεση της προβλεπόμενης μέγιστης ποινής ως προς αυτή. Για μια παράβαση η αρχή έχει εξουσία να επιβάλει, αν το δικαιολογούν τα περιστατικά £5.000 πρόστιμο. Αν είναι δυο, το ίδιο ποσό και για τις δυο, χωρίς περιορισμό. Η διατύπωση του Νόμου θα μπορούσε να είναι καλύτερη αλλά, όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, προβλέπεται η ορισμένη κύρωση για κάθε παράβαση. Αυτή η συγκεκριμένη παράβαση μπορεί να είναι το αντικείμενο κατηγορίας και εφόσον αυτή στοιχειοθετείται επιβάλλεται ποινή γι' αυτή, με οροφή το ποσό των £5.000. Η αναφορά 'σε κάθε μέρα παράβασης' δεν στοχεύει τον περιορισμό της εξουσίας ώστε ο σταθμός να υπόκειται στο ίδιο μέγιστο διοικητικό πρόστιμο όσες παραβάσεις και αν κάμει σε μια μέρα αλλά για να είναι ξεκάθαρο πως η ίδια ποινή προβλέπεται για κάθε ημέρα εκδήλωσης της ίδιας παράβασης.»

Ο Φωτίου Δ., καταλήγοντας σε αντίθετο συμπέρασμα με τον Κωνσταντινίδη Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Πρ. Αρ. 594/2004, ημερ. 19.4.2005, αναλύει με λεπτομέρεια το θέμα, αναφέροντας τα ακόλουθα:

«Έχω εξετάσει και ο ίδιος το λεκτικό του εν λόγω άρθρου. Η δική μου ερμηνεία συνάδει με την ερμηνεία που δόθηκε από τους Αρτεμίδη, Δ. (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση αρ. 884/01 και Κραμβή, Δ., στην υπόθεση αρ. 1202/02, ημερ. 28.3.05, η οποία στηρίζεται σε άλλη υπόθεση του ιδίου δικαστή με αρ. 777/03 ημερ. 6.10.04. Ο νόμος μιλά για επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης. Είναι ο γενικός κανόνας ερμηνείας ότι εκεί που οι λέξεις ενός Νόμου είναι σαφείς ούτως ώστε να μην επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται έστω και αν καταλήγουμε σε παράλογο ή άδικο ή αυθαίρετο αποτέλεσμα. Το καθήκον του δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον κάνει λογικό (βλ. Tosoun v. Kanaris (1969) 1 C.L.R. 637, σελ. 643). Και αν ακόμα θεωρήσουμε ότι το λεκτικό του Νόμου δεν είναι σαφές (ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην 362/03 ανάφερε ότι η διατύπωση του νόμου μπορούσε να ήταν καλύτερη) τότε αν λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται περί νόμου που επιβάλλει χρηματικές ποινές, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής η αρχή ότι φορολογικοί και ποινικοί νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία να δίνεται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη (βλ. Maxwell on Interpretation of Statutes 12η έκδοση, σελ. 244-245, Ζavos v. Police (1971) 2 C.L.R. 172, 175, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, 397-398 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου (1995) 2 Α.Α.Δ. 128, 134).

Στην παρούσα περίπτωση μπορεί με την ερμηνεία που έχω δώσει να καταλήγουμε σε παράλογο αποτέλεσμα με την έννοια ότι το μέγιστο ποσό των £5.000 που μπορεί να επιβληθεί μόνο για μια παράβαση, θα ισχύει και αν έχουμε μεγάλο αριθμό παραβάσεων την ίδια ημέρα. Όμως και με την ερμηνεία που έχει δοθεί στην υπόθεση 362/03, ότι δηλαδή το μέγιστο ποσό των £5.000 μπορεί να επιβληθεί για κάθε παράβαση έστω και αν υπάρχουν πολλές παραβάσεις την ίδια ημέρα και πάλιν οδηγούμεθα σε τέτοιο αποτέλεσμα αφού θα είναι δυνατή η επιβολή απεριόριστα μεγάλου ποσού προστίμου. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση αρ. 884/01 με μια τέτοια ερμηνεία οι Σταθμοί θα εκτίθεντο σε ανεξέλεγκτες κυρώσεις. Για παράδειγμα για τις 50 παραβάσεις που έγιναν στις 22.12.02 αν υπήρχε εξουσία επιβολής προστίμου μέχρι £5.000 για κάθε παράβαση τότε το πρόστιμο θα μπορούσε να ήταν μέχρι £250.000. Είμαι της άποψης ότι για μια τέτοια εξουσία, έπρεπε το λεκτικό του νόμου να ήταν σαφώς διατυπωμένο.

Αυτό που με προβλημάτισε είναι το κατά πόσο το γεγονός ότι έχει επιβληθεί ποινή για κάθε μια από τις διάφορες παραβάσεις της ίδιας ημέρας για να καταλήξει η Αρχή στο συνολικό ποσό που επέβαλλε για κάθε ημερομηνία και το οποίο όμως ποσό ήταν μέσα στο πλαίσιο των £5.000 και δεν επέβαλε απλώς ένα πρόστιμο αναφορικά με την κάθε ημερομηνία (και ο αριθμός των διαφόρων παραβάσεων να λαμβάνετο απλώς υπόψη) είναι κάτι που οδηγεί σε ακυρότητα ή διασώζεται η απόφαση αφού δεν υπήρξε παραβίαση του ανωτάτου ορίου των £5.000.

Μετά από αρκετό προβληματισμό έχω καταλήξει να ακολουθήσω τον τρόπο ενέργειας στην προσφ. αρ. 884/01 (όπως και ο Αρτεμίδης Δ., όπως ήταν τότε), δηλαδή να δεχθώ μερικώς την προσφυγή. Προτίμησα αυτή την κατάληξη αφού όσον αφορά την ερμηνεία του σχετικού άρθρου, έχω και εγώ την άποψη ότι το πρόστιμο επιβάλλεται «για κάθε ημέρα παράβασης» και όχι για κάθε ξεχωριστή παράβαση της ίδιας ημέρας. Παρόλο που ένας μπορεί να ισχυριστεί ότι το να γίνει αναφορά σε πρόστιμο για επιμέρους παραβάσεις δυνατό τούτο να αποτελεί αιτιολογία του τελικού ποσού για κάθε ημέρα, εντούτοις τέτοια ενέργεια δε συνάδει με την ερμηνεία του άρθρου όπως την έχω δώσει. Περαιτέρω με το να επιβάλλεται μια ποινή για όλες τις παραβάσεις αποφεύγεται και το θέμα εξέτασης κατά πόσον έχει επιβληθεί ποινή για την ίδια παράβαση πέραν της μιας φοράς, κάτι που αποφεύγεται σε ποινικές υποθέσεις όπου διατυπώνονται ξεχωριστές κατηγορίες αλλά τα γεγονότα της μιας εμπεριέχονται σε αυτά της άλλης. Επιβάλλεται εκεί ποινή στη μια κατηγορία, συνήθως τη σοβαρότερη και όχι στις υπόλοιπες (βλ. Pefkos v. Republic (1961) C.L.R. 340, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385 και Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Λευκωσίας (1975) 2 Α.Α.Δ. 119).»

Μετά από προσεκτική μελέτη έχουμε καταλήξει πως, εν όψει των σχετικών προνοιών του Νόμου, η πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου, είναι ορθή. Οι σχετικές πρόνοιες είναι σαφείς, κατά την άποψή μας και δυσκολευόμαστε να δεχθούμε τη θέση που εκφράστηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., αφού ο Νόμος ρητά προβλέπει ότι το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται «για κάθε ημέρα παράβασης». Ίσως θα ήταν πιο εύκολο να υποστηριχθεί μια τέτοια θέση εάν ο Νόμος προέβλεπε την επιβολή διοικητικού προστίμου «για παράβαση κάθε ημέρας». Όπως όμως είναι η πρόνοια, εκτός εάν ερμηνευθεί όπως ερμηνεύθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, δε δικαιολογείται η αναγκαιότητα αναφοράς σε «ημέρα παράβασης». Ο Νομοθέτης θα προνοούσε απλά την επιβολή προστίμου «για κάθε παράβαση», αν αυτό ήταν που ήθελε να πει, και θα ήταν εντελώς αχρείαστο να κάμει αναφορά σε «κάθε ημέρα».

Κατά συνέπεια κρίνουμε πως και η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και αντεφεσειόντων αντίστοιχα.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ως προς την έφεση συμφωνώ με την απόφαση που ετοίμασε ο Αρτέμης, Δ.. Ως προς όμως την αντέφεση διατηρώ, με εκτίμηση, διαφορετική άποψη.

Τα δεδομένα της περίπτωσης έχουν ήδη εκτεθεί και δεν θα τα επαναλάβω. Εξουσία για την επιβολή κυρώσεων παρείχε στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου το άρθρο 3(2)(ζ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 όπως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο),* το οποίο προέβλεπε ότι:

«3(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

..........................

(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση -

  (i)  Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

 (ii)  του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii)  των όρων της άδειας·

(iv)  εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.»

Είναι σαφές από αυτό το μέρος της διάταξης ότι οι κυρώσεις συναρτόνταν αποκλειστικά με τις παραβάσεις.  Η διάταξη συνέχιζε ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου "κύρωση" περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

  (i)  Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,

 (ii)  μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,

(iii)  μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,

(iv)  μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.»

Βλέπει κανείς αμέσως πως με το δεύτερο σκέλος προσδιορίζονταν οι κυρώσεις κατά τρεις τρόπους. Πρώτο, εξειδικεύονταν τα είδη των κυρώσεων: σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας, ανάκληση άδειας και επιβολή διοικητικού προστίμου. Δεύτερο, συνδεόταν η επιβολή προστίμου με τη χρονική διάρκεια της παράβασης. Και, τρίτο, καθοριζόταν το ύψος των χρηματικών κυρώσεων με αναφορά στο είδος του σταθμού. 

Είναι, κατά την αντίληψη μου, προφανές ότι ο εν λόγω προσδιορισμός των κυρώσεων δεν μετέβαλλε την πρωταρχική συνάρτηση των κυρώσεων με τις παραβάσεις. Η σχέση τους παρέμενε η ίδια. Σ' αυτή δε τη βάση, η εξουσία της Αρχής εκτεινόταν ώστε η κύρωση για παράβαση να μπορούσε να επιβληθεί για κάθε ημέρα παράβασης. Όπως το έθεσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 362/03, ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2004, την οποία ακολούθησα στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1105/02, ημερ. 21 Μαΐου 2004, «η ελέγχουσα έννοια είναι εκείνη της παράβασης». Παραθέτω το πλήρες κείμενο της σκέψης του με την οποία συμφωνώ:

«Η ελέγχουσα έννοια είναι εκείνη της παράβασης. Πράξη ή παράλειψη επισύρει ποινή εφόσον συνιστά "παράβαση". Εν προκειμένω, κάποιας συγκεκριμένης διάταξης των Κανονισμών. Αν έχουμε μια παράβαση σε ορισμένη μέρα επιβάλλεται ποινή γι' αυτή. Αν έχουμε μια παράβαση που ίδια επαναλαμβάνεται σε άλλη μέρα, επιβάλλεται ποινή για κάθε μέρα  παράβασης  και σημειώνω πως ποινές προβλέπονται και για τις παραβάσεις όρων της άδειας που είναι δυνατό να επισύρουν ποινή για όσες μέρες διαρκούν. Ποιά θα είναι όμως η κατάσταση αν δεν έχουμε μια αλλά περισσότερες παραβάσεις την ίδια μέρα; Είτε αυτές αφορούν στην ίδια πρόνοια είτε, ακόμα χειρότερα, σε διαφορετική; Θα συσσωρεύονταν καθ'  ημέραν ώστε να συντεθεί η μια μέρα παράβασης και θα επιβάλλεται μια ποινή για εκείνη την ημέρα συνολικά για όλες τις παραβάσεις; Ανεξάρτητα κατ' ανάγκην και από την όποια σχέση τους ή τη συγκριτική σοβαρότητά τους;  Και ποιά θα είναι η κατηγορία; Ότι κατά ορισμένη μέρα διαπράχθηκε αριθμός παραβάσεων; Με επακόλουθο την επιβολή ποινής όχι για την κάθε παράβαση αλλά κατά ημέρα;

Ας δούμε όμως το θέμα και από άλλη άποψη. Αν ένας διαπράξει μια παράβαση σε μια μέρα, θα υπόκειται σε πρόστιμο γι' αυτή μέχρι £5.000. Αν διαπράξει δυο ή εκατό που μπορεί να είναι και άσχετες μεταξύ τους ή και να έχουν διαφορετικό υπόβαθρο, θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Το μέγιστο της ποινής ως αφορούν στη "μέρα παράβασης" θα είναι μέχρι £5.000 για όλες συνολικά. Αναποφεύκτως δηλαδή, στο πλαίσιο της εισήγησης των αιτητών, κάθε παράβαση θα επάγεται τη διαίρεση της προβλεπόμενης μέγιστης ποινής ως προς αυτή. Για μια παράβαση η αρχή έχει εξουσία να επιβάλει, αν το δικαιολογούν τα περιστατικά £5.000 πρόστιμο. Αν είναι δυο, το ίδιο ποσό και για τις δυο, χωρίς περιορισμό. Η διατύπωση του Νόμου θα μπορούσε να είναι καλύτερη αλλά, όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, προβλέπεται η ορισμένη κύρωση για κάθε παράβαση. Αυτή η συγκεκριμένη παράβαση μπορεί να είναι το αντικείμενο κατηγορίας και εφόσον αυτή στοιχειοθετείται επιβάλλεται ποινή γι αυτή, με οροφή το ποσό των £5.000. Η αναφορά 'σε κάθε μέρα παράβασης' δεν στοχεύει τον περιορισμό της εξουσίας ώστε ο σταθμός να υπόκειται στο ίδιο μέγιστο διοικητικό πρόστιμο όσες παραβάσεις και αν κάμει σε μια μέρα αλλά για να είναι ξεκάθαρο πως η ίδια ποινή προβλέπεται για κάθε ημέρα εκδήλωσης της ίδιας παράβασης.»

Θα επέτρεπα λοιπόν την αντέφεση.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα. H αντέφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο