ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 66
21 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ADBOARD LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3415)
Προσφορές ― Ανανέωση συμβολαίου χωρίς προκήρυξη νέων προσφορών ― Προσβολή με προσφυγή της απόφασης ― Απόφαση μη προσβλητή εφόσον εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Η εφεσείουσα προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την απόφαση του εφεσίβλητου, να μην προχωρήσει σε προκήρυξη προσφορών αλλά να παραχωρήσει την άδεια εκμετάλλευσης, για εγκατάσταση/τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων στα όρια του Δήμου, στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η προσβαλλόμενη πράξη της ανανέωσης της σύμβασης μεταξύ του Δήμου και του Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη που εμπίπτει στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά ενέργεια μεταγενέστερη του καταρτισμού της σύμβασης ημερομηνίας 16.9.1992 και συνιστά μερική τροποποίηση και επέκταση της αρχικής συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυθραιώτης κ.ά. v. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 118,
Γεωργίου v. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 191/2001), ημερομηνίας 8/3/2002, με την οποία απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, η προσφυγή της κατά της απόφασης ημερ. 7/12/2000, με την οποία υπογράφτηκε νέα συμφωνία, η οποία παρέτεινε την άδεια που είχε δοθεί στις 16/10/92 με την οποία ο Δήμος ανελάμβανε την υποχρέωση να χορηγήσει άδεια στο Ενδιαφερόμενο μέρος να τοποθετεί για 10 χρόνια 100 διαφημιστικές πινακίδες σε χώρους που ο Δήμος θα υποδείκνυε.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Χ. Χρίστου για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.
Καμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία με την προσφυγή της ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Δήμου Λεμεσού «να προχωρήσει χωρίς διαδικασία προσφορών σε μονοπωλιακή χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης στην εταιρεία Polytropo Advertising Ltd για την εγκατάσταση/τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων στα όρια του Δήμου».
Αντικείμενο του πιο πάνω παραπόνου ήταν η συμφωνία ημερομηνίας 7.12.2000 μεταξύ του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση Δήμου και της εταιρείας Polytropo, ενδιαφερομένου μέρους, που είχε σαν υπόβαθρο την προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των ιδίων ημερομηνίας 16.10.1992, που ήταν αποτέλεσμα κατακύρωσης προσφοράς, με την οποία ο Δήμος ανελάμβανε την υποχρέωση να χορηγήσει άδεια στο ενδιαφερόμενο μέρος να τοποθετεί για 10 χρόνια 100 διαφημιστικές πινακίδες σε χώρους που ο Δήμος θα υποδείκνυε. Μετά από μεγάλη καθυστέρηση του Δήμου για την υλοποίηση των υποχρεώσεών του, στις 26.9.2000, ο εφεσίβλητος και το ενδιαφερόμενο μέρος συμφώνησαν πως θα γινόταν εισήγηση στο Δημοτικό Συμβούλιο για παράταση της συμφωνίας κατά 6½ χρόνια, καθώς και άλλες τροποποιήσεις που έτυχαν επαναδιαπραγμάτευσης. Τελικά αποφασίστηκε η παράταση και τροποποίηση της συμφωνίας και στις 7.12.2000 υπογράφτηκε η νέα συμφωνία, η οποία παρέτεινε την άδεια που είχε δοθεί στην Polytropo και τροποποιούσε διάφορους όρους της πρώτης συμφωνίας, που κατά τα άλλα συνέχιζε σε ισχύ.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας πως η συνομολόγηση της συμφωνίας στις 7.12.2000, χωρίς την προκήρυξη προσφορών, δεν ήταν νόμιμη. Ο εφεσίβλητος Δήμος κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήγειρε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, βασική των οποίων ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη που ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού δεν είχε τον χαρακτήρα της μονομερούς νομικής ρύθμισης μέσα από την έκφραση της βούλησης της διοίκησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την πιο πάνω ένσταση και απέρριψε την προσφυγή. Παραθέτουμε τις επί του προκειμένου παρατηρήσεις του:
«Η εισήγηση αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Η συμφωνία της 7.12.2000 δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως διοικητική πράξη, ούτε καν ως πράξη εκτελέσεως, παρά μόνο ως αντικείμενο ιδιωτικού δικαίου. Και είναι η ίδια η συμφωνία αυτή που προσβάλλεται με την προσφυγή. Το αιτητικό μιλά ασαφώς και αορίστως για την «απόφαση του Δήμου να προχωρήσει χωρίς διαδικασία προσφορών σε μονοπωλιακή χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης», χωρίς να προσδιορίζει την εν λόγω απόφαση. Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή όμως κάνουν σαφή και μόνη αναφορά στο ότι «οι καθ' ων η αίτηση υπέγραψαν συμφωνία διάρκειας και/ή ανανέωσαν συμφωνία 15 ετών με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δυνάμει της οποίας . . .» Αλλά και η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Adboard στην αγόρευση του επικεντρώνεται στην ίδια τη συμφωνία ως το αντικείμενο της προσφυγής.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και πέρα από τη θέση αυτή, κρίνοντας πως, έστω και αν ήταν διατεθειμένο να θεωρήσει ότι μέσω της προσβολής της σύναψης της συμφωνίας της 7.12.2000 προσβαλλόταν η απόφαση του Δήμου της 2.11.2000 να προβεί στην υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, θα ευσταθούσε και πάλι η προδικαστική ένσταση, αφού κατά την κρίση του, η όλη επαναδιαπραγμάτευση της αρχικής συμφωνίας ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου «ως ακόλουθη των αναγκών που προέκυψαν κατά την εφαρμογή της αρχικής συμφωνίας». Προχώρησε περαιτέρω και θεώρησε πως εν πάση περιπτώσει και υπό τέτοιες συνθήκες, έστω και αν η απόφαση της 2.11.2000 κρινόταν ως εκτελεστή διοικητική πράξη, η προσφυγή θα ήταν ενδεχομένως εκπρόθεσμη και θα έπρεπε και πάλι να απορριφθεί.
Είναι προφανές ότι πέραν της κατάληξής του, οι επιπρόσθετες παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως τις εκθέσαμε αμέσως πιο πάνω, δεν συνιστούν μέρος του σκεπτικού της απόφασης, αλλά αποτελούν obiter dicta.
Με την έφεσή της η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα τόσο της κατάληξης του Δικαστηρίου με το σκεπτικό που παραθέσαμε όσο και της θέσης που εκφράστηκε obiter.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το θέμα που εγείρεται ενώπιόν μας, καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.
Στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 2η Έκδοση, στην παράγραφο 426, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ούτω, τόσον αι συμβάσεις εις τας οποίας το Κράτος ή το δημόσιον νομικόν πρόσωπον είναι συμβαλλόμενον, όσον και αι πράξεις των οργάνων του συμβαλλομένου Κράτους ή άλλου δημοσίου νομικού προσώπου, αι αφορώσαι την ερμηνείαν ή την εκτέλεσιν, εφαρμογήν και λύσιν αυτών, δεν προσβάλλονται δι' αιτήσεως ακυρώσεως υπό του αντισυμβαλλομένου εν πάση περιπτώσει και κατ' αρχήν υπό των τρίτων μη συμβαλλομένων (ΣΕ 146/1977). Αι προηγηθείσαι της συμβάσεως πράξεις (διακηρύξεις, εγκρίσεις, κατακυρώσεις), εφ' όσον εξεδόθησαν βάσει ειδικών κανόνων του διοικητικού δικαίου, αποσπώμεναι εκ της συμβάσεως έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξεως και προσβάλλονται παραδεκτώς δι' αιτήσεως ακυρώσεως (ΣΕ 1265/1964, 2410/1965).»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Στην Κυθραιώτης κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 118, στη σελ. 123 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Όμως κάθε ενέργεια ή πράξη που είναι μεταγενέστερη του καταρτισμού της σύμβασης και σχετίζεται με την εκτέλεσή της δεν αφορά το δημόσιο δίκαιο, αλλά ρυθμίζεται από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια το αναθεωρητικό δικαστήριο είναι αναρμόδιο να επιληφθεί θέματος εγειρομένου μετά τη σύναψη της σύμβασης. Η επίλυσή του ανήκει στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων σαν θέματος πλέον ιδιωτικού δικαίου.»
Τέλος, στην Δρ. Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, στη σελ. 436, στην απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ακόμα αποφασίστηκε ότι άνκαι η διαδικασία που οδηγεί στην κατακύρωση σχετικού συμβολαίου προσφορών στο ενδιαφερόμενο μέρος είναι σύνθετη διοικητική πράξη που ανήκει στον τομέα του δημόσιου δικαίου, οποιαδήποτε ενέργεια που πραγματοποιείται μετά την υπογραφή της σύμβασης, ανήκει στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος (βλ. George P. Zachariades Ltd v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 68)".
Eφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη που εμπίπτει στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά ενέργεια μεταγενέστερη του καταρτισμού της σύμβασης ημερομηνίας 16.9.1992 και συνιστά μερική τροποποίηση και επέκταση της αρχικής συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.