ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 56
14 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
1. ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ ΚΑΙ/ ΄H
ΤΟΥ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ
ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ
ΔΑΠΑΝΩΝ ΤΟΥ ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/ Ή ΩΣ ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΄Η/ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟ ΕΠ' ΑΥΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3405)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Εφόσον η εφεσείουσα είχε αποταθεί για διορισμό δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητεί τις πράξεις σύστασης του οργάνου.
Διοικητικά Όργανα ― Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου ― Συστήθηκε ως Ίδρυμα ― Οι πράξεις του εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου δικαίου, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του κράτους στη σύστασή του ως ίδρυμα ― Στον διορισμό που έγινε από το Ίδρυμα, καμία συμμετοχή δεν είχε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την προσβολή της νομιμότητας της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γενικού Διευθυντή του Ογκολογικού Κέντρου της Τράπεζας Κύπρου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η νομιμότητα των συμφωνιών με βάση τις οποίες συστάθηκε το Κέντρο. Βέβαια ισχυρισμοί περί του παράνομου της σύστασης του Κέντρου περιέχονται, διασκορπισμένα, και στους υπόλοιπους λόγους έφεσης με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η νομική υπόσταση του Κέντρου ήταν τέτοια που οι πράξεις και αποφάσεις του ενέπιπταν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου με αποτέλεσμα να μη τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Αμφότεροι οι εφεσίβλητοι, με ξεχωριστά περιγράμματα αγορεύσεων, υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι δηλαδή το εν λόγω Κέντρο (εφεσίβλητος αρ. 1) (α) έχει συσταθεί νομότυπα και (β) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του οποίου οι πράξεις δεν ελέγχονται με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης η απάντηση υπάρχει στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ότι δηλαδή δεν μπορεί η εφεσείουσα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα. Είτε θεωρεί τη σύσταση του Κέντρου νόμιμη και ζητά να εργοδοτηθεί από αυτό, είτε τούτο είναι παράνομο οπότε δε θα έπρεπε να αποταθεί σ' αυτό για εργοδότηση. Κρίνεται ορθή αυτή η αντιμετώπιση από το πρωτόδικο δικαστήριο.
2. Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, υιοθετείται πλήρως η πρωτόδικη απόφαση.
Σημειώνεται ότι αναφορικά με την εξουσία του Κέντρου να αποφασίζει την πρόσληψη προσωπικού, αυτή προβλέπεται ρητά από την παράγραφο 19 του σχετικού εμπιστεύματος που κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 12 του Κεφ. 41.
Εξετάστηκαν και από την Ολομέλεια οι αυθεντίες και αποφάσεις στις οποίες βασίστηκε ο πρωτόδικος δικαστής.
Εδώ η σύσταση του Κέντρου έγινε με βάση τις πρόνοιες του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41. Οι συνδυασμένες πρόνοιες των Άρθρων 2 και 3 δείχνουν ότι με την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού σύστασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, το Ίδρυμα αποτελεί νομικό πρόσωπο με ξεχωριστή οντότητα από τους συμβαλλόμενους, δηλαδή Κυπριακή Δημοκρατία και Ιατρικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου.
Όλη η σχετική νομολογία, της οποίας έγινε επίκληση, απαντά στην όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας (λόγοι 2-9 της έφεσης) η οποία ουσιαστικά συνίστατο στο ότι, επειδή το Κράτος έχει μια ευρεία και ποικιλόμορφη συμμετοχή στο Κέντρο (κτισμένο σε κρατική γή, δαπάνη για τη λειτουργία του από το Κράτος, ο τρόπος διεξαγωγής αναλύσεων των ασθενών ότι δηλαδή ήταν με δαπάνη του Κράτους, ο τρόπος παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ασθενών και εκπροσώπηση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης) θα έπρεπε τα γεγονότα αυτά να οδηγούν σε απόφαση ότι το Κέντρο ασκεί εξουσία που εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Καθιστούν δηλαδή την όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας αβάσιμη. Επομένως και οι λόγοι 2-9 της έφεσης επίσης απορρίπτονται.
3. Αναφορικά με τη συνένωση του εφεσίβλητου 2 Κυπριακής Δημοκρατίας, ενόψει της κατάληξης μας ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν πρόσωπο, όργανο ή Αρχή με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατ' επέκταση και η Κυπριακή Δημοκρατία με τη μορφή και ρόλο που καθίσταται διάδικος δε θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη έναντι της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1999) 3 Α.Α.Δ. 735,
Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22,
Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244,
Bank of Cyprus (Holdings) Ltd v. Republic (1983) 3 C.L.R. 636,
Bank of Cyprus (Holdings) Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1883,
Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 521/2000), ημερομηνίας 14/2/2002, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή της κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Γενικού Διευθυντή του καθ' ου η αίτηση 1.
Α. Πετρίδης, για την Εφεσείουσα.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους Αρ. 1.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη Αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Το Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου (εφεσίβλητος 1) είναι αγαθοεργό ίδρυμα το οποίο ιδρύθηκε και συστάθηκε με συστατική πράξη που έγινε στη Λευκωσία στις 16/5/97 με βάση δήλωση εμπιστεύματος ημερ. 3/1/95 και για το οποίο εκδόθηκε σχετικό Πιστοποιητικό Ιδρύσεως Νομικού Προσώπου από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 20/8/97 σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου Κεφ. 41.
Οι Επίτροποι του Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου με σχετική αγγελία τους στην εφημερίδα «Η Σημερινή» ημερ. 23/5/99 πληροφορούσαν το κοινό ότι δέχονται αιτήσεις για την πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή. Η εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 25/5/99 την οποία απηύθυνε προς τον «Κύριον Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη, Πρόεδρον των Επιτρόπων, Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου» εξέφρασε το ενδιαφέρον της για την εν λόγω θέση και ζήτησε να περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων. Την επιστολή της συνόδευε σχετικό βιογραφικό σημείωμα και συστατική επιστολή από τον Δρα Βάσο Πύργο, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.
Ο καθού η αίτηση Οργανισμός (εφεσίβλητος 1 στην παρούσα) επέλεξε για διορισμό, άλλο πρόσωπο, τον Αλέκο Σταμάτη, αντί της αιτήτριας με αποτέλεσμα αυτή να καταχωρήσει την προσφυγή 521/00 τόσο εναντίον του Ογκολογικού Κέντρου (εφεσίβλητου 1) όσο και εναντίον της «Κυπριακής Δημοκρατίας ως Ιδιοκτήτη και Χρηματοδότη των Ετήσιων Λειτουργικών Δαπανών του Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου και/ή ως Ασκούντος Εποπτεία ή/και Έλεγχο επ' αυτού» (εφεσίβλητου 2).
Οι καθών η αίτηση με τις ενστάσεις τους ήγειραν μεταξύ άλλων και την προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσίβλητος 1 Οργανισμός δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και/ή πρόσωπο ή οργανισμό ή αρχή που εμπίπτει εντός του χώρου του δημοσίου δικαίου ούτως ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μια ενδελεχή εξέταση του θέματος, κατάληξε ότι «η σύσταση του Κέντρου ήταν σαφώς το αποτέλεσμα ιδιωτικών συμφωνιών οι οποίες και βρίσκονται στη ρίζα του και κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.» Έτσι απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει την ουσία της, δηλαδή αν ορθά επελέγη ο Αλέκος Σταμάτης και χωρίς να αποφασίσει αν ορθά συνενώθηκε ο εφεσίβλητος 2, Κυπριακή Δημοκρατία, όπως διατυπώνεται στον τίτλο.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση. Προέβαλλε αρχικά τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι όμως με σχετική τροποποίηση έγιναν εννέα. Καλύπτουν 5 σελίδες οι οποίες έχουν μάλλον μορφή αγόρευσης. Τους λόγους αυτούς ανέπτυξε περαιτέρω η εφεσείουσα με το περίγραμμα αγόρευσης της καθώς και με τα όσα ανέφερε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος κατά την ακρόαση της έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η νομιμότητα των συμφωνιών με βάση τις οποίες συστάθηκε το Κέντρο. Βέβαια ισχυρισμοί περί του παράνομου της σύστασης του Κέντρου περιέχονται, διασκορπισμένα, και στους υπόλοιπους λόγους έφεσης με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η νομική υπόσταση του Κέντρου ήταν τέτοια που οι πράξεις και αποφάσεις του ενέπιπταν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου με αποτέλεσμα να μη τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Αμφότεροι οι εφεσίβλητοι, με ξεχωριστά περιγράμματα αγορεύσεων, υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι δηλαδή το εν λόγω Κέντρο (εφεσίβλητος αρ. 1) (α) έχει συσταθεί νομότυπα και (β) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του οποίου οι πράξεις δεν ελέγχονται με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα ο εφεσίβλητος 2 προβάλλει τη θέση ότι δεν θα έπρεπε να ήταν διάδικος.
Εξετάσαμε με την μέγιστη δυνατή προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις καθώς και το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Σημειώνουμε ότι ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε το θέμα πολύ ενδελεχώς και υποστήριξε την κατάληξη του με αριθμό αυθεντιών και αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης (όπως αυτός αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης) η απάντηση υπάρχει στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ότι δηλαδή δεν μπορεί η εφεσείουσα να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα. Είτε θεωρεί τη σύσταση του Κέντρου νόμιμη και ζητά να εργοδοτηθεί από αυτό, είτε τούτο είναι παράνομο οπότε δε θα έπρεπε να αποταθεί σ' αυτό για εργοδότηση. Κρίνουμε ορθή αυτή την αντιμετώπιση από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, παρόλο που θα μπορούσαμε να πούμε απλώς ότι υιοθετούμε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση (την οποία ήδη χαρακτηρίσαμε ως πολύ εμπεριστατωμένη), χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω, προτιμούμε, για σκοπούς ευκολότερης αναφοράς στο σκεπτικό αυτής, να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα της απόφασης.
Στις σελ. 4 και 5 της απόφασης φαίνονται οι συνθήκες σύστασης του Κέντρου που έχουν ως ακολούθως:
«Στις 6/11/92 συνάφθηκε σύμβαση μεταξύ του Ιατρικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου και της Δημοκρατίας, δυνάμει της οποίας: το ίδρυμα θα διέθετε ως δωρεά το ποσό των τριών εκατομμυρίων λιρών πλέον τους ανάλογους τόκους για τη δημιουργία ογκολογικού κέντρου που θα παρείχε διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Σε αντάλλαγμα η Δημοκρατία θα παραχωρούσε δωρεάν χώρο της εγκρίσεως του Ιδρύματος για την ανέγερση κτιρίων που θα στέγαζαν το Κέντρο και θα κάλυπτε τις ετήσιες λειτουργικές του δαπάνες στο διηνεκές με ετησίως καθοριζόμενη χορηγία στον κρατικό προϋπολογισμό. Πριν τη συμπλήρωση του Κέντρου οι συμβαλλόμενοι θα ίδρυαν από κοινού αγαθοεργό ίδρυμα που θα εγγραφόταν δυνάμει του Κεφ. 41, υπό την επωνυμία Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου, με προσωπικότητα ανεξάρτητη των συμβαλλομένων ιδρυτών του. Στο Κέντρο θα απέληγαν οι δωρεές, στην περίπτωση του χώρου με μακροχρόνια ενοικίαση τουλάχιστον 99 ετών. Το Κέντρο, μεταξύ άλλων, θα είχε πλήρη εξουσία κατά την απόλυτη κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του να αποφασίζει την οργανική του διάρθρωση και να προσλαμβάνει προσωπικό.
......................................................................................................»
Σημειώνουμε εδώ ότι αναφορικά με την εξουσία του Κέντρου να αποφασίζει την πρόσληψη προσωπικού, αυτή προβλέπεται ρητά από την παράγραφο 19 του σχετικού εμπιστεύματος που κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κεφ. 41 η οποία έχει ως εξής:
«(29) Οι Επίτροποι θα έχουν πλήρη εξουσία κατά την απόλυτη κρίση τους να αποφασίζουν την Οργανική διάρθρωση του Ογκολογικού Κέντρου και να προσλαμβάνουν για την εκπλήρωση των σκοπών του Καταπιστεύματος προσωπικό όλων των ειδικοτήτων είτε από τον ιδιωτικό είτε από τον δημόσιο τομέα. Η αμοιβή, απολαβές και άλλα ωφελήματα των εν λόγω υπαλλήλων θα αποφασίζονται από τους Επιτρόπους κατά την κρίση τους.»
Στη σελ. 6 της πρωτόδικης απόφασης διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Το κρίσιμο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο το Κέντρο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Εφόσον είναι ιδιωτικού δικαίου δεν θα έχουμε αρχή, όργανο ή πρόσωπο με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Και οι πράξεις τους δεν θα υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου αυτού. Όπως στις Elias Petrou and Others v. The New Co-operative Credit Society of Karpashia 3 R.S.C.C. 58 και Premier Chemical Co Ltd v. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1994) 4 Α.Α.Δ. 458, σε σχέση με τις συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ. Αλλά και στην Papacharalambous and Others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, σε σχέση με το Δικηγορικό Σύλλογο Λευκωσίας και Papacharalambous and Another v. Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 σε σχέση με τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο. Και περαιτέρω στην J.N. Christofides Trading Ltd v. Δήμου Λευκωσίας και άλλων (1989) 3 Α.Α.Δ. 1015, σε σχέση με την Ένωση Δήμων Κύπρου. Σε τέτοια περίπτωση η μορφή και η έκταση της συμμετοχής του Κράτους δεν θα αλλοιώνει τη φύση της δράσης του ως fiscus.»
Στη συνέχεια ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στις Aναφορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1999) 3 Α.Α.Δ. 735, οι οποίες έκρινε ότι βοηθούν το θέμα που εξετάζουμε. Προκύπτει από τις εν λόγω υποθέσεις ότι παρόλο που υπήρχαν εταιρείες οι οποίες καθορίζονταν ως «κυβερνητικές εταιρείες» και με συμμετοχή της Δημοκρατίας σ' αυτές ή στις εγγυήσεις των Κεφαλαίων ή στην εποπτεία της διοίκησης τους ή ακόμη και στο δικαίωμα της Δημοκρατίας να διορίζει την πλειονότητα των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου, τίποτε από αυτά δεν ήταν ικανό να αποχαρακτηρίσει αυτές τις εταιρείες ως ιδιωτικού δικαίου αφού είχαν συσταθεί και λειτουργούσαν δυνάμει του Κεφ. 113.
Αφού στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το Κέντρο έχει συσταθεί, στις σελ. 8 και 9 καταλήγει ως ακολούθως:
«Η σύσταση του Κέντρου ήταν σαφώς το αποτέλεσμα ιδιωτικών συμφωνιών οι οποίες και βρίσκονται στη ρίζα του. Η εγγραφή δε αγαθοεργού ιδρύματος, ως νομικού προσώπου δυνάμει του Κεφ. 41 απολήγει στη δημιουργία νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Το οποίο προκαλούν, δυνητικώς, οι εκάστοτε Επίτροποι του εμπιστεύματος οι οποίοι μπορεί να είναι οποιοιδήποτε, από την άποψη της ιδιότητάς τους. Το νομικό πρόσωπο που προκύπτει από την εφαρμογή του Κεφ. 41 δεν ασκεί δημόσια εξουσία ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμμετέχει στο εμπίστευμα το Κράτος. Σε σχέση δε με καθοριζόμενα θέματα υπόκειται στην εξουσία και δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 13 του Κεφ. 41. Εξουσία και δικαιοδοσία, ας σημειωθεί, την οποία επανειλημμένα άσκησε το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι βεβαίως μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. μεταξύ άλλων Mitsis Lemythou Commercial School v. The Republic (1964) C.L.R. σελ. 1, The Orphanage and Training School, Demetrakis G. Gianellos v. The Republic (1977) 1 C.L.R. 302, Archbishop of Cyprus and Others v. The Republic (1981) 1 C.L.R. 629. Παρεμβάλλω πως η υπόθεση Χρίστος Μαυρομμάτης ν. Αγγλικής Σχολής, Προσφ. Αρ. 467/98 - 7.7.99, την οποία επικαλέστηκε η αιτήτρια, διακρίνεται. Εκεί θεσπίστηκε ειδικός νόμος (Κεφ. 167) και ολόκληρη η κινητή και ακίνητη περιουσία της Σχολής ανήκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο είχε και την υποχρέωση συνέχισης της λειτουργίας της αλλά και την εξουσία να αποφασίζει τη διάλυση της.
Σε συμφωνία με την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.»
Εξετάσαμε και εμείς τις αυθεντίες και αποφάσεις στις οποίες βασίστηκε ο πρωτόδικος δικαστής. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36, εξετάστηκαν οι πρόνοιες του περί Δημοσίων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμου του 1996 με κύριο ερώτημα τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος τη ελευθερίας του «συμβάλλεσθαι» βάσει του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος. Το δικαστήριο (11 δικαστές) ομόφωνα γνωμάτευσε ότι ο Νόμος ήταν ασύμφωνος και αντίθετος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κρίθηκε αντισυνταγματικός. Τονίζεται στην απόφαση ότι «εταιρεία η οποία έχει τα χαρακτηριστικά που προβλέπει ο νόμος, δεν αποβάλλει, όπως και κάθε άλλη εταιρεία που συστήνεται βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το χαρακτήρα νομικού προσώπου του ιδιωτικού δικαίου. Οι σκοποί και οι κανόνες λειτουργίας της εταιρείας, η οποία εγγράφεται βάσει του Κεφ. 113, καθορίζονται από το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της, αντίστοιχα. Εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει των προνοιών του Κεφ. 113 λειτουργεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου ...........»
Στην ίδια υπόθεση γίνεται επίσης αναφορά και σε νομολογία που υποστηρίζει τη γνωστή νομική αρχή ότι μια εταιρεία που εγγράφεται με βάση των περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 έχει ξεχωριστή νομική οντότητα από τα πρόσωπα που την αποτελούν (βλ. μεταξύ άλλων Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22, Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244, Bank of Cyprus (Holdings) Ltd. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 636 και κατ' έφεση (1986) 3 C.L.R. 1883). Βέβαια εδώ η σύσταση του Κέντρου έγινε με βάση τις πρόνοιες του περί Αγαθοεργών Ιδρυμάτων Νόμου, Κεφ. 41. Οι συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 2 και 3 δείχνουν ότι με την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού σύστασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, το Ίδρυμα αποτελεί νομικό πρόσωπο με ξεχωριστή οντότητα από τους συμβαλλόμενους, δηλαδή Κυπριακή Δημοκρατία και Ιατρικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου.
Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1999) 3 Α.Α.Δ. 735 η Ολομέλεια (13 δικαστές) εξέτασε τις πρόνοιες του περί Προσφορών σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και σε Εταιρείες του Δημοσίου, Νόμου του 1999, με ιδιαίτερη αναφορά στη λειτουργία εταιρείας η οποία προσδιορίζεται ως «κυβερνητική εταιρεία». Αποφασίστηκε και εδώ (όπως και στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36) ότι «η συμμετοχή του Κράτους σε ιδιωτική επιχείρηση ανάγεται στη διαχειριστική εξουσία του Κράτους ...... παραδεκτή μεν αλλ' υποκείμενη στους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου», όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882. Τονίστηκε και εδώ (όπως και στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36) η ξεχωριστή νομική οντότητα μιας εταιρείας που εγγράφηκε με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 ανεξάρτητα από τα πρόσωπα που την αποτελούν.
Όλα τα πιο πάνω απαντούν στην όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας (λόγοι 2-9 της έφεσης) η οποία ουσιαστικά συνίστατο στο ότι, επειδή το Κράτος έχει μια ευρεία και ποικιλόμορφη συμμετοχή στο Κέντρο (κτισμένο σε κρατική γή, δαπάνη για τη λειτουργία του από το Κράτος, ο τρόπος διεξαγωγής αναλύσεων των ασθενών ότι δηλαδή ήταν με δαπάνη του Κράτους, ο τρόπος παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ασθενών και εκπροσώπηση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης) θα έπρεπε τα γεγονότα αυτά να οδηγούν σε απόφαση ότι το Κέντρο ασκεί εξουσία που εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Καθιστούν δηλαδή την όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας αβάσιμη. Επομένως και οι λόγοι 2-9 της έφεσης επίσης απορρίπτονται.
Αναφορικά με τη συνένωση του εφεσίβλητου 2 ενόψει της κατάληξης μας ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν πρόσωπο, όργανο ή Αρχή με την έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατ' επέκταση και η Κυπριακή Δημοκρατία με τη μορφή και ρόλο που καθίσταται διάδικος δε θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη έναντι της εφεσείουσας.
Με βάση τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει όπως η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.