ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 575
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3556)
30 Νοεμβρίου, 2005
[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΜΙΛΤΟΣ ΚΟΛΙΑΝΔΡΗΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ,
Εφεσίβλητου/Καθ' ου η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαραλάμπους για K. Τσιρίδη, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
___________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Το έτος 1994 το Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (στο εξής «ΣΑΠ») προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για ανέγερση των γραφείων του στη Λεμεσό. Ο αιτητής συμμετέσχε, μεταξύ άλλων, στο διαγωνισμό. Η μελέτη του όμως κρίθηκε ως άκυρη. Ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της απόφασης του ΣΑΠ και πέτυχε πρωτόδικα την ακύρωση της. Το ΣΑΠ καταχώρησε έφεση κατά της πρωτόδικης, πιο πάνω, απόφασης. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας την έφεση του ΣΑΠ (Βλέπε: Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ν. Μίλτου Κολιανδρή (200) 3 ΑΑΔ 306).
Το ΣΑΠ σε συνεδρία του την 1.11.2000, στα πλαίσια επανεξέτασης, συμμορφούμενο με το ακυρωτικό αποτέλεσμα που επέφερε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του με τις οποίες είχε θεωρηθεί ως άκυρη η μελέτη του εφεσείοντα. Ακύρωσε επίσης την επιλογή και βράβευση των τεσσάρων μελετών.
Περαιτέρω το ΣΑΠ αποφάσισε να ανακαλέσει την προκήρυξη του διαγωνισμού και έτσι δεν προχώρησε σε νέες αξιολογήσεις και νέες βραβεύσεις. Αναφέρει τα εξής το ΣΑΠ στην απόφαση του:-
«Περαιτέρω, το Συμβούλιο στα πλαίσια της επανεξέτασης του θέματος και αφού έλαβε υπόψη του:
(ι) ότι το αρμόδιο Υπουργείο (Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού) δεν συμφωνούσε πλέον με ανέγερση ιδιόκτητων γραφείων και το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση Αρ. 47.194 και ημερομηνίας 14/1/1998 δεν ενέκρινε και διέγραψε τη δαπάνη που αφορούσε τα ιδιόκτητα κτίρια, αντικείμενο του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού,
(ιι) ο Κυβερνητικός χώρος στον οποίο θα ανεγείρετο το κτίριο έχει ήδη επιστραφεί στο Υπουργείο Εσωτερικών,
(ιιι) το Συμβούλιο κατόπιν οδηγιών του αρμόδιου Υπουργείου έχει προχωρήσει στην ενοικίαση γραφείων,
αποφάσισε όπως ανακαλέσει την αρχική προκήρυξη του διαγωνισμού ως άνευ αντικειμένου και επομένως να μην προχωρήσει σε νέες αξιολογήσεις και νέες βραβεύσεις.»
Εναντίον της απόφασης αυτής ο εφεσείων καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο όμως με απόφαση του ημερ. 22.11.2002, σε πρώτο βαθμό, την απέρριψε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει και τα εξής:-
«Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι έλαβε χώρα παραβίαση των αρχών περί την επανεξέταση. Ισχυρίζεται ότι, αντί επανεξέτασης με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, το Συμβούλιο στηρίχτηκε σε νέα μεταγενέστερα δεδομένα και στοιχεία. Ακόμα, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίχτηκε αποκλειστικά σε νομικά και πραγματικά δεδομένα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι η ακυρωτική απόφαση δεν έθεσε θέμα ανάκλησης και μάλιστα με βάση δεδομένα εκτός ουσιώδους χρόνου. Τέλος ισχυρίζεται ότι έχει παραβιαστεί το δεδικασμένο.
Ούτε αυτά τα επιχειρήματα ευσταθούν. Το Συμβούλιο συμμορφώθηκε πλήρως με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού ακύρωσε την προηγούμενή του απόφαση να θεωρήσει άκυρη τη μελέτη του αιτητή. Ακύρωσε επίσης την επιλογή και τις βραβεύσεις στις οποίες είχε προβεί. Με την ακύρωση των αποτελεσμάτων του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, το Συμβούλιο έχει συμμορφωθεί πλήρως με τη δικαστική απόφαση. Πέραν όμως αυτού, ανακάλεσε την αρχική προκήρυξη του διαγωνισμού και, για τους λόγους που είδαμε πιο πάνω, αποφάσισε να μην προχωρήσει σε νέα αξιολόγηση.
Κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να ανεγείρει γραφεία. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός και όχι βέβαια η απονομή βραβείων. Από τη στιγμή που το έργο για το οποίο είχε προκηρυχθεί ο διαγωνισμός δεν μπορούσε να υλοποιηθεί για λόγους πέραν της βούλησης του Συμβουλίου, κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα ικανοποιείτο με τη συνέχισή του.
Η προκήρυξη διαγωνισμού, όπως και κάθε άλλη διοικητική πράξη, μπορεί να ανακληθεί με μονομερή πράξη του οργάνου που την εξέδωσε, κάτω από ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις (Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2961, ημερ. 5.6.2002 και Τουμαζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 408. Βλέπε ακόμα Tamassos Tobacco Suppliers & Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60).»
Ο εφεσείων καταχώρησε την υπό εκδίκαση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους δύο λόγους:-
«Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα έκρινε η Πρωτόδικη απόφαση στην περίπτωση του διαγωνισμού που είχε ολοκληρωθεί με την καταβολή των βραβείων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του εφεσίβλητου ως δήθεν επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση, η οποία μάλιστα δεν περιέλαβε πλήρη συμμόρφωση προς το δεδικασμένο, ότι δεν παραβίασε τις αρχές περί την επανεξέταση και το δεδικασμένο με το να στηρίξει την αιτιολογία της σε μεταγενέστερα και εκτός ουσιώδους χρόνου δεδομένα και στοιχεία και με το να προβεί σε ανάκληση χωρίς η προκήρυξη να έχει κριθεί πάσχουσα και με δεδομένα εκτός ουσιώδους χρόνου.
Λόγος Έφεσης 2
Η απόφαση για ανάκληση της όλης διαδικασίας μετά την ακυρωτική απόφαση που ήδη εξαφάνισε εξ' υπαρχής την πράξη, πάσχει ως παραβιάζουσα τις αρχές της ανάκλησης αλλά και επειδή έγινε ως μεθόδευση ανατροπής της υπάρχουσας αγωγής του αιτητή, μόνης δυνατής θεραπείας κατά το Άρθρο 146.5 και 6 του Συντάγματος.»
Οι πιο πάνω λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι όμως και ασαφείς ως προς το περιεχόμενο τους. Βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι οι εφεσίβλητοι προχωρώντας σε ανάκληση της προκήρυξης του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού έλαβαν υπόψη μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου γεγονότα, δεδομένα και στοιχεία. Επίσης είναι βασικό παράπονο του ότι παραβιάσθηκαν οι αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικής πράξης η οποία αποφασίστηκε με αποκλειστικό σκοπό την αχρήστευση της αγωγής του εφεσείοντα που ήγειρε σε πολιτικό Δικαστήριο για αποζημιώσεις.
Παραπονείται, στον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι με την επίδικη απόφαση τους προέβηκαν σε επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση. Το παράπονο αυτό του εφεσείοντα δεν είναι δικαιολογημένο γιατί πουθενά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε επανεξέταση. Αντίθετα, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα που έχουμε παραθέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν πλήρως με την δικαστική απόφαση αφού ακύρωσαν την προηγούμενη απόφαση τους να θεωρήσουν άκυρη τη μελέτη του εφεσείοντα ως επίσης ακύρωσαν και την επιλογή και τις βραβεύσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε επανεξέταση. Αντί δε αυτής οι εφεσίβλητοι ανακάλεσαν την προκήρυξη του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού γιατί, όπως αιτιολογικά αναφέρει, εξέλειπε ο σκοπός για τον οποίο προκηρύχθηκε.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν το δεδικασμένο. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν πλήρως με την δικαστική απόφαση αφού αναίρεσαν την προτέραν απόφαση τους προς άρση κάθε δυσμένειας προς τον εφεσείοντα.
Ισχυρίζεται ακόμα ο εφεσείων ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της επανεξέτασης και του δεδικασμένου γιατί οι εφεσίβλητοι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης έλαβαν υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου.
Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν είναι ορθή. Οι εφεσίβλητοι δεν προέβηκαν σε επανεξέταση ούτως ώστε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες της νομολογίας περί ουσιώδους χρόνου. Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι, για τους λόγους που αναφέρουν, αντί να προχωρήσουν σε νέες αξιολογήσεις και νέες βραβεύσεις στα πλαίσια επανεξέτασης, αποφάσισαν για τους λόγους που αναφέρουν, όπως ανακαλέσουν την προκήρυξη του διαγωνισμού. Η ανάκληση της διοικητικής πράξης δεν εξαρτάται μόνο από τα γεγονότα του ουσιώδους χρόνου αλλά και από γεγονότα που προέκυψαν στην πορεία και μετέβαλλαν τις πραγματικές συνθήκες επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση της. Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Το γεγονός ότι η απόφαση του Συμβουλίου για ανάκληση του διαγωνισμού στηρίχτηκε σε γεγονότα μεταγενέστερα από αυτά που οδήγησαν στην έκδοσή της, δεν επηρεάζει το κύρος της ανάκλησης.
Η διοίκηση δύναται να ανακαλεί πράξεις υποκείμενες στη διακριτική της εξουσία, αν έχουν μεταβληθεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, οι πραγματικές συνθήκες επί των οποίων στηρίχθηκε για την έκδοσή τους ή εξέλειπαν οι προϋποθέσεις επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκαν.»
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων.
Στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν αναφέρονται στοιχεία της παραβίασης των αρχών που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε εκτενή αναφορά στη νομολογία, στην απόφασή του, που διέπει το θέμα και καταλήγει ότι η επίδικη ανάκληση αιτιολογείται πλήρως από την μεταβολή των συνθηκών επί των οποίων στηρίχθηκε για την προκήρυξη του διαγωνισμού.
Φαίνεται όμως ότι το παράπονο του εφεσείοντα στηρίζεται στον ισχυρισμό του ότι «η ανάκληση έγινε ουσιαστικά μόνο ως μορφή στέρησης του δικαιώματος του αιτητή να διεκδικήσει αποζημιώσεις κατά το 146.6 του Συντάγματος» όπως αναφέρει στο περίγραμμα του δικηγόρου του. Η θέση αυτή δεν υποστηρίζεται στο περίγραμμα με οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή αναφορές σε αυθεντίες. Ούτε αναφέρεται πώς η πολιτική αγωγή που ήγειρε ο αιτητής αμέσως μετά την ανάκληση της προκήρυξης του διαγωνισμού θα επηρεασθεί. Σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 983 τίθεται ζήτημα αποζημίωσης μόνο εφόσον η ζημιά προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή προέκυψε ως άμεση συνέπεια της.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ