ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 356
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3459)
20 Σεπτεμβρίου, 2005
[AΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση,
v.
SIGMA RADIO TELEVISION LTD.,
Εφεσιβλήτων/Αιτητών.
Α. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Πισιάρας, για τους Εφεσίβλητους.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
___________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, με απόφαση της, ημερομηνίας 13.9.2000, επέβαλε στους εφεσίβλητους διοικητικό πρόστιμο ύψους £1000 για παράβαση του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1)/98), όπως τροποποιήθηκε, και ειδικότερα για παράβαση της αρχής της αντικειμενικότητας.
Η διαδικασία που απέληξε στην πιο πάνω επιβολή της διοικητικής ποινής άρχισε με καταγγελία του Χαράλαμπου Καψού στις 24.8.1999 ότι συγκεκριμένοι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταξύ των οποίων και τηλεοπτικός σταθμός, ιδιοκτησίας των εφεσίβλητων, τον είχαν εκθέσει σε δελτία ειδήσεων του.
Η εφεσείουσα με επιστολή της στις 27.8.1999 ζήτησε από τους εφεσίβλητους να υποβάλουν τις παραστάσεις τους αναφορικά με τις καταγγελίες του κ. Καψού, καλώντας τους ταυτόχρονα να φυλάξουν και διατηρήσουν τις σχετικές ταινίες-κασέτες.
Ύστερα από ακροαματική διαδικασία η εφεσείουσα κατέληξε στην επιβολή της πιο πάνω διοικητικής ποινής. Εναντίον της απόφασης οι εφεσίβλητοι άσκησαν την προσφυγή αρ. 1546/2000 προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ως λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να εφαρμόσει τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000, οι οποίοι δημοσιεύθησαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 28.1.2000. Ειδικότερα οι εφεσίβλητοι ισχυρίζοντο ότι η εφεσείουσα δεν εφάρμοσε τον Κανονισμό 42(3) δυνάμει του οποίου όταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσει στην αντίληψη της Αρχής παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών, ορίζεται λειτουργός για να το διερευνήσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε νομολογία, θεώρησε ότι οι Κανονισμοί του 2000 είναι διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης και συνεπώς ότι έχουν αναδρομική ισχύ με συνέπεια η μη εφαρμογή τους σε διαδικασία που άρχισε μεν πριν τη θέσπιση τους αλλά τελειώθηκε οκτώ σχεδόν μήνες μετά που τέθηκαν σε ισχύ, να επιφέρει την ακύρωση της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:-
«Εγείρεται το επιχείρημα που προβλήθηκε και στην Υπόθ., Αρ, 1545/2000, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., ημερ. 30.5.2002. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό η Αρχή όφειλε να εφαρμόσει τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000, Κ.Δ.Π. 10/2000, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 28.1.2000.
Όπως έχει λεχθεί στην πιο πάνω υπόθεση η Κ.Δ.Π. 10/2000, είναι διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης και συνεπώς έχει αναδρομική ισχύ (Βλέπε επίσης Antenna TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1352/2000, ημερ. 20.7.2001, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, 337 και Constantinou v. C.Y.T.A. (1980) 3 C.L.R. 243, 255. Βλέπε επίσης Μ. Στασινόπουλου, Το Δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 189 και 190).
Κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί αν επαναλάβω όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., ανωτέρω. Απλώς αρκεί να λεχθεί ότι ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η Κ.Δ.Π. 10/2000 θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί, αφού οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται όχι μόνο στις διαδικασίες που κινούνται μετά την έναρξη της ισχύος τους, αλλά και στις διαδικασίες που έχουν ήδη κινηθεί πριν από αυτή, οι οποίες όμως κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί.»
Στην υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1545/2000, ημερ. 30.5.2002, αναφέρθησαν τα εξής:-
"Όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου, Το Δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 189 και 190, εφαρμοστέες εκάστοτε είναι οι περί τύπων και διαδικασίας διατάξεις που βρίσκονται εν ισχύϊ κατά την ημερομηνία κατά την οποία τελειούται η διοικητική πράξη και όχι αυτές που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε από τον ενδιαφερόμενο η έκδοσή της. Η τελική εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους τύπους και τη διαδικασία που θεσπίζει ο κατά την τελείωση της πράξης ισχύον νόμος. Τονίζεται ακόμα ότι οι διέποντες το δικαίωμα της υπεράσπισης γενικώς, έχει, κατά ένα τρόπο, ισχύν επίσης ιδιορρύθμως αναδρομική. Εφαρμόζεται δηλαδή όχι μόνο στις διαδικασίες που κινούνται μετά την έναρξη της ισχύος του, αλλά και στις διαδικασίες που έχουν ήδη κινηθεί πριν από αυτή, οι οποίες όμως κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, δεν έχουν ακόμα τερματιστεί (βλέπε Antenna TV Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά., ανωτέρω).»
Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, ότι λανθασμένα ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση γιατί, όπως αναφέρεται στο εφετήριο:-
«(α) Ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα αποφάνθηκε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί είχαν αναδρομική ισχύ, ως Κανονισμοί «διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης», ενώ οι εν λόγω Κανονισμοί περιέχουν διατάξεις που είναι ουσιαστικής φύσης.
(β) Διαζευκτικά, αν γίνει αποδεκτό ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί είχαν αναδρομική ισχύ και έπρεπε να εφαρμοστούν, ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη και ή δεν αποδέχτηκε το επιχείρημα ότι δεν έγινε παράβαση ουσιώδους τύπου διότι όλες οι διατάξεις του Κανονισμού 42 που αφορούν την ενώπιον της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης διαδικασία και, ειδικά, οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα ακρόασης των ενδιαφερομένων, τηρήθηκαν και ότι ο μη διορισμός ερευνώντα λειτουργού, στο στάδιο που βρισκόταν η διαδικασία, δεν μπορούσε να γίνει και ούτε επηρέασε τα δικαιώματα των Αιτητών και Εφεσίβλητων.»
Οι υπό εξέταση Κανονισμοί είναι πρόδηλα διαδικαστικής ή δικονομικής φύσης και ως τέτοιοι έχουν κατά γενικό κανόνα αναδρομική ισχύ. Ειδικότερα οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του Κανονισμού 42 είναι δικονομικής φύσης και έπρεπε η εφεσείουσα να τους εφαρμόσει, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Οι παράγραφοι αυτοί έχουν ως εξής:-
«(3) Όταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσουν στην αντίληψη της Αρχής παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών, η Αρχή για κάθε παράπονο ή παράβαση ορίζει λειτουργό για τη διερεύνηση του.
(4) Ο λειτουργός έχει αρμοδιότητα να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες και να πάρει γραπτές καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία οφείλουν να δώσουν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχεία.
(5) Μετά το πέρας της έρευνας ο λειτουργός εκθέτει το πόρισμα του στην Αρχή, πλήρως αιτιολογημένο, συνυποβάλλοντας όλα τα σχετικά στοιχεία.»
Σαφώς οι πιο πάνω παράγραφοι του Κανονισμού 42 είναι δικονομικής φύσης και έχουν ως εκ τούτου αναδρομική ισχύ, ως η νομολογία έχει καθιερώσει, όπως αναφέρεται πιο πάνω στην επίδικη πρωτόδικη απόφαση.
Με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε παράβαση ουσιώδους τύπου διότι οι διατάξεις που αφορούν το δικαίωμα ακρόασης των ενδιαφερομένων έχουν τηρηθεί και έτσι δεν έχουν επηρεασθεί τα δικαιώματα των εφεσιβλήτων.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Θεωρούμε ως δεδομένο και δεν έχει αμφισβητηθεί ότι δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του Κανονισμού 42. Οι διατάξεις αυτές θεωρούμε ότι είναι ουσιώδεις. Προβλέπουν για διορισμό ερευνώντα λειτουργού που έχει αρμοδιότητα να ακούει μάρτυρες και λαμβάνει καταθέσεις από εμπλεκόμενα πρόσωπα τα οποία οφείλουν να δίδουν πληροφορίες και στοιχεία και τελικά να υποβάλλει πόρισμα πλήρως αιτιολογημένο.
Οι διατάξεις αυτές δεν τηρήθηκαν από την εφεσείουσα. Η μη εφαρμογή τους οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης γιατί προδήλως ήταν ουσιώδεις. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι δεν επηρεάστηκαν τα δικαιώματα και η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο περαιτέρω ισχυρισμός, που προβλήθηκε κατά την προφορική ακρόαση ενώπιον μας ότι η εφεσείουσα διόρισε ερευνώντα λειτουργό, δεν προβάλλεται στο λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί. Αλλά τονίζουμε ότι η απλή αναφορά ότι ανατέθηκε σε λειτουργό η διερεύνηση της υπόθεσης, όχι προδήλως στη βάση του Κανονισμού 42, χωρίς αυτός να τηρήσει τις πρόνοιες των παραγράφων 3, 4 και 5 του Κανονισμού 42 δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο λειτουργός δεν έλαβε γραπτές καταθέσεις από τους εμπλεκομένους ούτε επέβαλε αιτιολογημένο πόρισμα.
Έχουμε καταλήξει ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ