ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 114
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3438
21 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΔΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ,
Εφεσείoντ ας-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση.
― ― ― ―
Α.Σ. Αγγελίδης, για εφεσείοντα
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους
Μ. Κωνσταντίνου (κα), για ΕΜ.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Μετά από προηγούμενη ακυρωτική απόφαση η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέβη σε επανεξέταση και προήγαγε ξανά το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) Αικατερίνη Λοϊζίδου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός), Οδοντιατρικές Υπηρεσίες.
Ο εφεσείων-αιτητής προσέβαλε και πάλι την προαγωγή του ΕΜ με βάση την εισήγηση ότι η προαγωγή έγινε χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία και συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι ενώ το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε μεταπτυχιακή εκπαίδευση ή ειδίκευση, το ΕΜ είχε παρακολουθήσει μόνο τρίμηνα εκπαιδευτικά μαθήματα στην Παιδοντολογία και δεν αιτιολογήθηκε πώς θεωρήθηκε η παρακολούθηση αυτών των μαθημάτων ως μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Περαιτέρω, πρόβαλε και πάλι ότι η σύσταση της νέας Διευθύντριας έπασχε ως γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη και ότι αυτή δεν συμμορφώθηκε με τα όσα η προηγούμενη ακυρωτική απόφαση διαπίστωσε για την προηγούμενη σύσταση, παραβιάζοντας έτσι και το δεδικασμένο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας σχετικά με τα προσόντα, κρίνοντας πως το θέμα καλυπτόταν από δεδικασμένο, αφού θα μπορούσε να είχε εγερθεί στην προηγούμενη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων και κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αναφέρθηκε δε επί του προκειμένου στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.
Όσον αφορά τη νέα σύσταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτή έμοιαζε σε αρκετά σημεία με τη σύσταση του Διευθυντή στην ακυρωθείσα διαδικασία, αλλά με πολλή σκέψη κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν παραβίαζε το δεδικασμένο γιατί «παρά τις ομοιότητες της, στερείται των στοιχείων εκείνων που καθιστούσαν τη σύσταση στην προηγούμενη περίπτωση τρωτή».
Με την έφεση του ο εφεσείων αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επί των δύο πιο πάνω θεμάτων.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά τα προσόντα, προβάλλει πως, ασχέτως του ότι το θέμα θα μπορούσε να εγερθεί στην προηγούμενη διαδικασία, εντούτοις το ότι δεν ηγέρθη δεν καλύπτεται από δεδικασμένο, αφού το Δικαστήριο δεν πρέπει να επικυρώσει προαγωγή προσώπου, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα. Επί του προκειμένου ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης στην Παπαδόπουλος (πιο πάνω), που ήταν απόφαση Πενταμελούς Αναθεωρητικού Εφετείου, ούτε μας ζήτησε να αποστούμε απ΄αυτή.
Θεωρούμε το λόγο αυτό της έφεσης αβάσιμο. Η υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης είναι σαφής επί του θέματος και δεν χωρεί αμφισβήτησή της. Πέρα από τη γενική ανάλυση και αναφορά στη νομολογία, που αφορά το δεδικασμένο, λέχθηκαν τα πιο κάτω επί του προκειμένου στις σελίδες 611 - 613 της απόφασης:
«Η απόφαση του δικαστηρίου να μην ασχοληθεί με τα νέα θέματα προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης. Η θέση είναι ότι ήταν νόμιμη η ανακίνηση και εξέταση νέων ερεισμάτων ακύρωσης, που δεν περιλήφθηκαν στις προηγούμενες προσφυγές. Είναι νομικά τρωτή η παράλειψη αυτή του πρωτόδικου δικαστή διότι 'η διοίκηση έχει διαρκή υποχρέωση να προβαίνει σε συνολική και εις βάθος διερεύνηση της νομιμότητας όλων των στοιχείων που συναποτελούν τις βάσεις όπου θα στηρίξει την απόφαση της'.
Παρά τη μεγαλόπνοη φραστική διακήρυξη που περιέχει αυτό το τελευταίο επιχείρημα, θα παρατηρούσαμε εντούτοις ότι στερείται πρακτικής αξίας. Το δικαιοδοτικό πλέγμα στο οποίο στηρίζει το δικαστήριο τις ενέργειες του καθορίζεται εξειδικευμένα από την αίτηση και δεν μπορεί η δραστηριότητα αυτή να περιπλανάται προς όλες τις κατευθύνσεις. Με την εξαίρεση φυσικά θεμάτων δημόσιας τάξης, που η νομολογία δέχεται ότι μπορεί να ελεγχθούν αυτεπάγγελτα.
Προσβάλλεται και η κρίση για ύπαρξη δεδικασμένου γιατί, όπως αναγνώρισε και ο πρωτόδικος δικαστής, τα θέματα ήταν καινούργια με την έννοια πως δεν τέθηκαν στις προηγούμενες αποφάσεις. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο συνήγορος εξέφρασε τις ανησυχίες του πως αν εμπεδωθεί η θέση του πρωτόδικου δικαστή και αποκλεισθεί η έρευνα νέων ζητημάτων, οι παρανομούντες θα διαφεύγουν τον έλεγχο και οι αδικούμενοι θα στερούνται της δυνατότητας υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους κατ΄αντίθεση προς τους κανόνες που θέτει η χρηστή διοίκηση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αναφέρθηκε σε νομολογία για να υποστηρίξει οποιεσδήποτε από τις νομικές του εισηγήσεις. Η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή. Δεν υπάρχει ίχνος τέτοιας νομολογίας. Οι προτάσεις του κ. Αγγελίδη είναι εκτός της καθιερωμένης γραπτής πλεύσης σε θέματα επανεξέτασης, όπως τις εκθέσαμε στην αρχή της απόφασης. Οι κανόνες αυτοί έχουν αντέξει στο χρόνο γιατί εξυπηρετούν καλύτερα τις ανάγκες της διοικητικής δικαιοσύνης και τα συμφέροντα των διαδίκων στην ολότητας τους.
Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφ. αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκειμένη περίπτωση όλα τα 'νέα θέματα' θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. αρ. 545/91.»
Καταλήγοντας επί του πρώτου λόγου έφεσης παρατηρούμε πως το θέμα των προσόντων, όπως τίθεται τώρα ενώπιον μας, θα μπορούσε να είχε τεθεί στην πρώτη διαδικασία, με την οποία είχε προσβληθεί η προαγωγή του ΕΜ και να εξετασθεί από το Δικαστήριο. Η αποτυχία να εγερθεί το θέμα αυτό τότε, με βάση τις αρχές στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω, καθιστά το θέμα καλυπτόμενο από δεδικασμένο και τούτο δεν μπορεί να τεθεί ξανά υπό δικαστική κρίση.
Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο έφεσης, που αφορά τη σύσταση της Διευθύντριας. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πως με τη σύσταση έγινε και πάλι μία προσπάθεια ανατροπής των δεδομένων που αφορούν την αξία των διαδίκων, όπως προκύπτουν από τις αξιολογήσεις τους, προσδίδοντας στο ΕΜ ιδιότητες που καλύπτονται από τις πιο πάνω αξιολογήσεις, στις οποίες έχουν και οι δύο ήδη βαθμολογηθεί. Εισηγείται πως και η σύσταση αυτή πάσχει, όπως κρίθηκε ότι έπασχε και η προηγούμενη σύσταση, αφού στην ουσία αυτή είναι αντιγραφή ή επανάληψη της πρώτης, που κρίθηκε ως μη αιτιολογημένη. Με τη νέα σύσταση αποδίδονται στο ΕΜ μεθοδικότητα, ψυχραιμία και αποτελεσματική αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, καθώς και ικανότητα αντιμετώπισης κρίσιμων καταστάσεων. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση (Σταυρινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145) λέχθηκαν τα ακόλουθα για την πρώτη σύσταση:
«Όλες οι ιδιότητες που αποδόθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως χαρίσματα που δικαιολογούν την επιλογή της σε σύγκριση πάντα με τον εφεσείοντα, περιέχονται στις διάφορες κατηγορίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η επιστημονική κατάρτιση, η απόδοση, το ενδιαφέρον, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία, οι σχέσεις με τους προϊσταμένους και το κοινό και η διευθυντική ικανότητα βαθμολογούνται στις εκθέσεις. Από τις εκθέσεις δεν προκύπτει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί την προτίμηση του Διευθυντή προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε η σύσταση περιέχει οποιοδήποτε σχόλιο που να αιτιολογεί την προτίμηση προς το ενδιαφερόμενο μέρος.»
Όπως έχει τονισθεί στην Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25.10.02 η σύσταση του προϊσταμένου δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, όπως αυτή εμφανίζεται στους φακέλους. Καθήκον του Διευθυντή είναι με τη σύστασή του, με βάση την αξιολόγησή του επί των αποδεκτών κριτηρίων, να γνωματεύσει ποιος από τους υποψηφίους θεωρείται ο καταλληλότερος με βάση αυτή την αξιολόγηση για την προτεινόμενη θέση. Είναι ανεπίτρεπτο, όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί σε πληθώρα αποφάσεων, να αναπλάθεται η εικόνα υπέρ κάποιου υποψηφίου εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν τον εμφανίζουν να υπερέχει και να διαμορφώνεται έτσι εκ των υστέρων νέα κατάσταση, αναφορικά με την ήδη αξιολογηθείσα ποιότητα των υποψηφίων. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626).
Έχοντας εξετάσει τη νέα σύσταση, καταλήγουμε πως αυτή είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη σύσταση στην ακυρωθείσα διαδικασία και πάσχει για τους ίδιους λόγους που κρίθηκε ότι έπασχε και η πρώτη σύσταση.
Εν όψει των προαναφερθέντων, ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο δεύτερος λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός.
Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Η πρωτόδικη διαταγή για
έξοδα ακυρώνεται και εκδίδεται διαταγή για έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και στην έφεση υπέρ του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π