ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 3 ΑΑΔ 71

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3409)

28 Φεβρουαρίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΜΙΛΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Η εφεσείουσα προσλήφθηκε στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ως στενοδακτυλογράφος τρίτης τάξης (κλίμακα Α7) το Φεβρουάριο του 1968. Τον Ιούλιο του 1969 προήχθη στη θέση στενοδακτυλογράφου δεύτερης τάξης και τον Ιούλιο του 1978 σε στενοδακτυλογράφο πρώτης τάξης.

 

 

 

 

Η συλλογική σύμβαση που επιτεύχθηκε μεταξύ της Αρχής και των Συντεχνιών για την αναθεώρηση της συλλογικής σύμβασης για την περίοδο 1995-1997 έδωσε την ευκαιρία (σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 7(2)(γ) της Σύμβασης) σε υπαλλήλους που κατείχαν τις συνδυασμένες θέσεις 2ης και 1ης τάξης στις κλίμακες Α2-Α5/Α7 να επιλέξουν την "Προσωπική Ρύθμιση" για να ενταχθούν στη μισθοδοτική κλίμακα της άμεσα ανώτερης θέσης της Ανώτερης Στενογράφου και να παίρνουν τις ετήσιες προσαυξήσεις. Η ανέλιξη θα γινόταν πάνω σε προσωπική βάση και θα εξακολουθούσαν να θεωρούνται "υπάλληλοι κατέχοντες θέση 1ης τάξεως".

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 7(β) της Σύμβασης είχε συμφωνηθεί ότι οι επηρεαζόμενοι με γραπτή δήλωση τους

"(i) Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προαγωγή ή για υποψηφιότητα σε κρίση για προαγωγή στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους

  1. Θα παραιτηθούν από κάθε δικαίωμα για προσβολή της προαγωγής οποιουδήποτε συναδέλφου τους στην ανώτερη θέση της κατηγορίας τους."

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για την επίδικη θέση σε διαδικασία που γνωστοποιήθηκε το 1995, για την οποία μάλιστα είχε θεωρηθεί ως μια από τις τρεις επικρατέστερες. Τελικά όμως απέσυρε οικειοθελώς την υποψηφιότητά της.

Στις 30/6/97 η εφεσείουσα, για να επωφεληθεί των όρων της Σύμβασης και να ενταχθεί στη συνδυασμένη κλίμακα Α8-Α9 υπέγραψε σχετικό έντυπο, αποδεχόμενη ότι

"....... η παρούσα επιλογή μου είναι οριστική και αμετάκλητη και είναι δεσμευτική για την Αρχή μόνο αν πληρώ όλα τα κριτήρια της παραγράφου 7 της Συμφωνίας για αναθεώρηση της Συλλογικής Σύμβασης 1.1.1995 - 31.12.1997, που καθορίζουν τους δικαιούχους της επιλογής αυτής."

 

Τρία χρόνια αργότερα, στις 16/3/99, έγινε τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης της Ανώτερης Στενογράφου. Με σχετική σημείωση επρονοείτο ότι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στην Αρχή κατά την ημερομηνία έγκρισης του τροποποιημένου σχεδίου, θα θεωρούνταν ότι πληρούσαν τα προσόντα, νοουμένου ότι είχαν την ικανότητα στενογράφησης και αποστενογράφησης στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα.

Η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για την πλήρωση της επίδικης θέσης αλλά αποκλείστηκε λόγω της έγγραφης αποδοχής της των όρων της "Προσωπικής Ρύθμισης" της Σύμβασης. Η Αρχή ακολούθως προέβη στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις 30/12/99 επιτεύχθηκε νέα συμφωνία για ανανέωση της Συλλογικής Σύμβασης για την περίοδο 1/1/1998 - 31/12/2000. Προβλεπόταν και πάλι η ειδική προσωπική ρύθμιση που ίσχυε κατά την προηγούμενη Σύμβαση, τροποποιημένη όμως, με την αφαίρεση των προνοιών για την παραίτηση από τα προαγωγικά δικαιώματα τυχόν ενδιαφερομένων, και την εισαγωγή ειδικής πρόνοιας 5(δ) για την αποκοπή των καταβληθέντων ποσών υπαλλήλων που ωφελήθηκαν ως αποτέλεσμα της "Προσωπικής Ρύθμισης" και έτυχαν στη συνέχεια προαγωγής σε θέση, η κλίμακα της οποίας είναι η ίδια με τον προσωπικό μισθό τους λόγω άσκησης του δικαιώματος για προσωπική ρύθμιση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε πρωτοδίκως ότι η εφεσείουσα εστερείτο εννόμου συμφέροντος λόγω της επιλογής της να ενταχθεί στην "Προσωπική Ρύθμιση" της Σύμβασης και απέρριψε την προσφυγή της.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ως κύριο λόγο τον ισχυρισμό ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι εστερείτο εννόμου συμφέροντος είναι λανθασμένη.

Τόσο η εφεσείουσα όσο και η εφεσίβλητη και το ενδιαφερόμενο μέρος επικαλέσθηκαν την απόφαση Παπαγιώργης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ((1996) 3 ΑΑΔ 563) στην οποία εξετάσθηκε το ερώτημα αν απαίτηση του εφεσείοντος για υπερωριακή αμοιβή μπορούσε να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα λόγω καθυστερημένης υποβολής της. Στην πιο πάνω υπόθεση ο εφεσείων διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου από την 1/12/1980 έως την 1/3/1990. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ο εφεσείων παρακάθησε σε αριθμό συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και διαφόρων Υποεπιτροπών, εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας του. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Κανονισμού ο εφεσείων θα μπορούσε να απαιτήσει την καταβολή υπερωριακής αμοιβής για τις συμμετοχές του στις διάφορες συνεδριάσεις. Ο εφεσείων, μια μέρα πριν από την αφυπηρέτησή του, υπέβαλε κατάλογο των υπερωριών του από τις αρχές του 1987 και ζήτησε όπως ελεγχθεί ο κατάλογος και γίνει ο ορθός υπολογισμός της αμοιβής του. Ο Διευθυντής Προσωπικού τον πληροφόρησε στις 9/3/1990 ότι η υπερωριακή αμοιβή από την 1/1/87 μέχρι την αφυπηρέτηση του ανερχόταν σε £7.475,38. Ο εφεσείων ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας 8/5/1990 την καταβολή του πιο πάνω ποσού. Το πιο πάνω αίτημα απορρίφθηκε από την εφεσίβλητη Αρχή στις 20/9/1990.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε πράγματι προσφέρει υπερωριακές υπηρεσίες για τις οποίες εδικαιούτο όπως αμειφθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 42 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (ΚΔΠ 291/86). Όμως η παράλειψη του για τρία χρόνια να απαιτήσει την καταβολή της αμοιβής για τις πιο πάνω υπερωρίες, δεν άφηνε αμφιβολίες ότι δεν είχε πρόθεση να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Συνακόλουθα δεν είχε έννομο συμφέρον να προωθήσει την προσφυγή του για την ακύρωση της απόφασης της εφεσίβλητης Αρχής να απορρίψει το αίτημα του για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε ανατρεπτική προθεσμία για την υποβολή αιτήματος για υπερωριακή αμοιβή και ότι το δικαίωμα ενός υπαλλήλου για το μισθό και τα υπόλοιπα ωφελήματα τα οποία δικαιούται, αναγνωρίζεται ως δημόσιο δικαίωμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά κανόνα δεν επιτρέπεται η ρητή ή σιωπηρή εγκατάλειψη δημόσιου δικαιώματος που θα οδηγεί στην εξαφάνιση του έννομου συμφέροντος. Προς υποστήριξη της πιο πάνω προσέγγισης το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την αναφορά του Κυριακόπουλου στο σύγγραμμά του "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" Β΄ Γενικό Μέρος, 4η Έκδοση, σελ. 289 ότι

"Γενική παραίτησις από δικαιώματος προς λήψιν μισθού ή συντάξεως ή προαγωγής εις ανώτερον βαθμόν του δημοσίου υπαλλήλου, ή βοηθήματος ασφαλείας του εργάτου κ.ο.κ. είναι ανίσχυρος."

 

Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε να διατυπώσει τη θέση ότι είναι "δυνατή όμως ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", σημειώνοντας ότι οι αρχές που διέπουν την παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα, αναφέρονται στην κυπριακή νομολογία (βλ. Myrianthis v. The Republic (1977) 3 CLR 165, Andreas Hadjiconstantinou v. Republic (1980) 3 CLR 184 και Μέλπω Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας, Προσφυγή 541/86 της 12/9/1991) και επίσης καθορίζονται με σαφήνεια από την ελληνική νομολογία και βιβλιογραφία.

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα επέλεξε την "Προσωπική Ρύθμιση", με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί στην κλίμακα Α8 με πιθανότητα να φθάσει στην κλίμακα Α9 στο 60ο έτος της ηλικίας της. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επιλογής και τοποθέτησής της η εφεσείουσα λάμβανε το μισθό της κλίμακας Α8 και της δόθηκαν δύο προσαυξήσεις. Εγείρεται το ερώτημα αν η εκ μέρους της εφεσείουσας αποδοχή των νέων απολαβών και των σχετικών ωφελημάτων οδηγούν στην αποστέρηση του έννομου συμφέροντος της να διεκδικήσει την προαγωγή της στη θέση της Ανώτερης Στενογράφου.

Αναμφίβολα ο "νομικοκοινωνικός χαρακτήρας" του προαγωγικού δικαιώματος έχει πολλές προεκτάσεις και μεταξύ άλλων επηρεάζει το δημόσιο συμφέρον. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Χ. Φθενάκη "Η Πολιτεία και το Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων" 2000, σ. 140,

"Το προαγωγικό δικαίωμα των υπαλλήλων, σύμμεικτο κατά την εννοιολογική του σημασία, έχει ιδιαίτερη νομική σχέση στη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, γιατί από τη μια μεριά τίθεται το δίλημμα στη Διοίκηση για την καταξίωσή της, αναφορικά με την αμερόληπτη άσκηση του δικαιώματος της προαγωγής και από την άλλη έχει ιδιαίτερη σημασία για την άνοδο του κοινωνικονομικού επιπέδου των προαγόμενων υπαλλήλων. Παράλληλα δε από τη μεριά του υπαλλήλου, σηματοδοτεί τη μετακίνησή του σε ανώτερη βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας και την ανάληψη συνήθως νέων καθηκόντων στη θέση που προάγεται. Αυτό όμως κατά τη γενικότερη αντίληψη σημαίνει και εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Δημοσίου, γιατί αυτόματα προάγεται και η υπηρεσία του, με την άσκηση των νέων καθηκόντων της θέσης του, με αναγκαία κατάληξη την ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου."

 

Η σταδιακή εξέλιξη των υπαλλήλων με την προαγωγή τους σε ανώτερες θέσεις ή κλίμακες της κατηγορίας τους, συνιστά ένα βασικό παράγοντα της σταδιοδρομίας στο δημόσιο τομέα που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αφού διασφαλίζει την προώθηση των καλύτερων υπαλλήλων. Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι το δικαίωμα αυτό της προαγωγής δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο απεμπόλησης από τον υπάλληλο εκείνο που κατέχει τα απαραίτητα προσόντα για να διεκδικήσει προαγωγή σε ανώτερη θέση στην κατηγορία του.

Η εγκατάλειψη του δικαιώματος προαγωγής έχει απασχολήσει σοβαρά τη νομολογία και τους Έλληνες ακαδημαϊκούς. Ο Ε. Σπηλιωτόπουλος στο σύγγραμμά του "Βασικοί Θεσμοί του Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου" Εκδόσεις Σάκκουλα, 1984, στη σελ. 77 τονίζει ότι

"93. Τα δικαιώματα των δημόσιων υπαλλήλων έχουν χαρακτήρα δημόσιου δικαιώματος και πηγάζουν απευθείας από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία. Προηγούμενη παραίτηση από τα δικαιώματα αυτά δεν επιτρέπεται και δεν έχει ισχύ. Είναι όμως δυνατή η έμμεση παραίτηση με την αποδοχή της πράξης που τα βλάπτει ή με τη μη άσκησή τους."

 

Aναφορικά με το ίδιο θέμα της παραίτησης ο Α.Ι. Τάχος σημειώνει στο σύγγραμμά του "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" 2000, σ. 441+444 ότι

"Ο δ ι ο ι κ ο ύ μ ε ν ο ς, μπορεί να παραιτηθεί ρ η τ ά, κατ' αρχή, από δικαίωμα του διοικητικού δικαίου (λ.χ. ο δικαιούχος άδειας ίδρυσης Κλινικής μπορεί να παραιτηθεί εγγράφως απ' αυτήν, άρθρο 7 § 2, ΠΔ 247/1991), εκτός από τα ακόλουθα:

    1. Εκείνα τα οποία συνταγματικώς ορίσθηκαν ως α π ρ ό σ β λ η τ α (λ.χ. ουδεμία ποινή επιβάλλεται «χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης», άρθρο 7 §1, Συντ.).
    2. Εκείνα τα οποία αναγνωρίσθηκαν όχι μόνο χάριν του ατομικού συμφέροντος αλλά κ α ι χ ά ρ ι ν τ ο υ δ η μ ό σ ι ο υ (λ.χ. παραίτηση δημόσιου υπαλλήλου από τον μισθό του, δεν επιτρέπεται, διότι έχει ως «σκοπό την αξιοπρεπή διαβίωση του υπαλλήλου», άρθρο 41 § 1, ΥΚ, ή παραίτηση καταναλωτή από τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος, είναι άκυρη, άρθρο 3 § 3, Ν 1961/1991)."

 

Η θέση ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί κατά κανόνα να εγκαταλείψει το δικαίωμα προαγωγής του υποστηρίζεται και από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως αναφέρεται στα "Πορίσματα Νομολογίας" 1929-1959, σελ. 349

"Ως προς το ζήτημα εάν προκαταβολική δήλωσις του υπαλλήλου ότι δεν θέλει αποδεχθή την προαγωγήν δύναται να επηρεάση την κρίσιν του γνωμοδοτούντος υπηρεσιακού συμβουλίου, εκρίθη ότι τοιαύτη δήλωσις ουδεμίαν κέκτηται νομικήν σημασίαν. Διότι τα υπό του νόμου παρεχόμενα και εκ της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως απορρέοντα δικαιώματα είναι δημόσια δικαιώματα, ιδρυόμενα ουχί χάριν των υπαλλήλων, αλλά χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ως τοιαύτα δε είναι ανεπίδεκτα παραιτήσεως: 326 (48) ίδε και 380 (34). Εγένετο, επίσης, δεκτόν ότι αι προαγωγαί των δημοσίων υπαλλήλων δεν σκοπούσι μόνον την προσωπικήν αυτών ικανοποίησιν, αλλ' ενεργούνται εν τω συμφέροντι της δημοσίας υπηρεσίας εις ο πρωτίστως αποβλέπουσιν. Όθεν, οσάκις αι προαγωγαί ενεργούνται άνευ της υποβολής αιτήσεως εκ μέρους υποψηφίων, το υπηρεσιακόν συμβούλιον οφείλει να κρίνη πάντας τους κεκτημένους τα τυπικά προσόντα. 2292 (52), 866 (47)."

 

Στον πιο πάνω κανόνα βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις. Όπως το θέτει το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι δυνατό κατά την προαγωγική διαδικασία να ληφθεί υπόψη και η επιθυμία του υπαλλήλου που αν και κατέχει τα προσόντα, δεν επιθυμεί να προαχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιθυμία αυτή δεν προσκρούει ουσιωδώς στο δημόσιο συμφέρον και η επιθυμία του είναι ρητή, σαφής και ανεπίδεκτη αμφισβήτησης.

 

"Και δύναται μέν κατ' εξαίρεσιν να λάβη υπ' όψιν και την επιθυμίαν τινός εκ των ευμενώς κριθέντων περί μη προαγωγής, αν εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ή επιθυμία αύτη δεν προσκρούη ουσιωδώς εις το δημόσιον συμφέρον, αλλ' η τοιαύτη επιθυμία δέον να ή ρητή, σαφής και ανεπίδεκτος αμφισβητήσεως και συνεπώς είναι αναγκαίον να διατυπώται δι' εγγράφου δηλώσεως: 2292 (52), 866 (47)."

 

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα παραιτήθηκε οικειοθελώς του προαγωγικού της δικαιώματος στις 30/6/1997. Όταν στις 19/3/1999 γνωστοποιήθηκε η πλήρωση της επίδικης θέσης, η εφεσείουσα η οποία διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα δεν μπορούσε να την διεκδικήσει. Η παραίτηση της που προηγήθηκε ήταν ρητή, σαφής και ανεπίδεκτης αμφισβήτησης. Χωρίς να παραγνωρίζεται ο νομικοκοινωνικός χαρακτήρας της προαγωγής, όπως έχει σημειωθεί πιο πάνω, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κρίνουμε ότι η εκούσια εγκατάλειψη του δικαιώματος προαγωγής από την εφεσείουσα της αποστέρησε το έννομο συμφέρον να διεκδικήσει τη συγκεκριμένη θέση προαγωγής.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο