ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 688
3 Δεκεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
VARNAVAS HADJIPANAYIS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3337)
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Αρχές από τη νομολογία ― Η διάκριση μεταξύ πλάνης περί τα πράγματα και διαφορετικής εκτίμησης ως προς τη σημασία τους ― Στην τελευταία περίπτωση δεν υφίστανται παρανομία της διοικητικής απόφασης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες θεωρήθηκε εσφαλμένα παράνομη η δασμολογική κατάταξη προϊόντος στην κριθείσα περίπτωση.
Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της ανάκλησης της προηγηθείσας δασμολογικής ταξινόμησης προϊόντος που επί μακρόν εισήγαγε με ταυτόχρονη διαφοροποίηση της κατάταξής του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η προσφυγή, με την οποία οι εφεσείοντες προσέβαλαν την επίδικη ανάκληση, απορρίφθηκε. Θεωρήθηκε ότι οι ανακληθείσες δασμολογικές αποφάσεις ήταν παράνομες.
Η άποψη αυτή προϋποθέτει ότι οι ανακληθείσες αποφάσεις εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, πλάνης η οποία απολήγει σε παρανομία.
2. Εν προκειμένω όμως δεν εμφιλοχώρησε τέτοιου είδους πλάνη. Εκείνο που συνέβηκε ήταν ότι, με δεδομένα πάντοτε τα ίδια ακριβώς στοιχεία, η διοίκηση σε κάποιο στάδιο τα εκτίμησε διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως. Αυτό δεν καθιστούσε παράνομες τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στη βάση της προηγούμενης αντίληψης.
Έτσι άλλωστε είναι που η ίδια η διοίκηση φαίνεται να είχε στην ουσία ανικρύσει το θέμα αφού δεν ανακάλεσε και τις δασμολογικές αποφάσεις της περιόδου μεταξύ 1988 και 1995, οι οποίες δεν διέφεραν από τις μεταγενέστερες, της περιόδου 1996-1997. Αν ήταν παράνομες οι δεύτερες, το ίδιο παράνομες ήταν και οι πρώτες. Ίσχυαν για όλες τα ίδια. Η διοίκηση προέβη σε διάκριση μεταξύ τους με αναφορά στην επιστολή του 1995, η οποία εδώ ούτως ή άλλως θεωρήθηκε μη ληφθείσα. Η αλλαγή πλεύσης της διοίκησης παρέμεινε εσωτερική εξέλιξη που όχι μόνο δεν εξωτερικεύτηκε το 1995 αλλά ούτε και κατά την εκάστοτε τελώνιση. Δεν συνέτρεχαν οι περιστάσεις που η Δημοκρατία επικαλέστηκε ως έρεισμα για να υποστηρίξει την προσβληθείσα απόφαση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Yiangou and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 101,
Δημοκρατία v. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 673/98), ημερομηνίας 19/10/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της ανάκλησης της κατάταξης εισαγόμενου από αυτούς προϊόντος σαμπουάν από τη δασμολογική κλάση των φαρμάκων στη δασμολογική κλάση σαμπουάν και της επακόλουθης επιβολής σ' αυτούς διαφοράς δασμών και φόρων ύψους £21.594.
Α. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατά το 1988, όταν οι εφεσείοντες επρόκειτο να εισαγάγουν στην Κύπρο κάποιο σαμπουάν - το «Nizoral Shampoo» - ζήτησαν από τον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων να προβεί σε ταξινόμηση του προϊόντος σε δασμολογική κλάση, ώστε να γνωρίζουνγνωρίζουν εκ του ασφαλούς τι να δηλώνουνδηλώνουν στις διασαφήσεις εισαγωγής. Προβλεπόταν, γι' αυτό ακριβώς το σκοπό, ειδικός μηχανισμός τον οποίο οι αιτητές χρησιμοποίησαν. Το αίτημα υποβλήθηκε στις 17 Μαΐου 1988 με το τελωνειακό έντυπο «Application for Tariff Informations, Form C 180». Εκτίθεντο, όπως απαιτείτο, πλήρη στοιχεία του προϊόντοςσκευάσματος και δόθηκε δείγμα του. Η απάντηση του Διευθυντή, ημερ. 21 Μαΐου 1988, στο ίδιο έντυπο, κάτω από την επικεφαλίδα, «Notification of Tariff Information», ήταν πως το πσκροϊόνεύασμα κατατασσόταν σε κλάση για φάρμακα. Περιλαμβανόταν και αριθμητική εξειδίκευση του δασμού. Προστίθετο όμως και η τυποποιημένη επιφύλαξη, την οποία παραθέτουμε πιο κάτω, ότι η πληροφορία που παρεχόταν με την εν λόγω γνωστοποίηση υπέκειτο σε τροποποίηση, οπότε θα έπαυε να ισχύει:
"It is to be clearly understood that this information is given without prejudice to the lawful interests of the Government of Cyprus and may be subject to amendment. Further, it shall cease to have effect in the event of any amendment to the Customs Tariff in a manner affecting this information."
Υπήρχε στο τέλος σημείωση ότι ήταν ανάγκη να παρουσιάζεται η εν λόγω γνωστοποίηση στο Τελωνείο κατά τον χρόνο εισαγωγής και ακολουθούσε η προειδοποίηση ότι η παράλειψη θα επέφερε σοβαρές επιπτώσεις:
"This notification is to be produced to Customs at the time of entry of the goods in question and failure to do so may involve serious consequences."
Οι εφεσείοντες συμμορφώθηκαν. Από το 1988 μέχρι που εμφανίστηκε το πρόβλημα, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, προέβαιναν σε εκτελωνίσεις του προϊόντος σύμφωνα με ό,τι ο Διευθυντής είχε καθορίσει. Περί της ύπαρξης προβλήματος οι εφεσείοντες πληροφορήθηκαν στις αρχές Μαΐου του 1998. Τους λέχθηκε τότε ότι είχε μεταβληθεί η ταξινόμηση και ότι τους είχε επ' αυτού σταλείτους στάληκε επιστολή του Διευθυντή, ημερ. 15 Νοεμβρίου 1995, με το εξής περιεχόμενο:
«Αναφέρομαι στο θέμα της ταξινόμησης του προϊόντος "Nizoral Shampoo" και σας πληροφορώ ότι μετά από επανεξέταση τούτο θα κατατάσσεται στην δασμολογική κλάση 3305 10 00 90 @ 51,5%-76% κατ' αξία προτιμησιακό και γενικό συντελεστή δασμού αντίστοιχα.
Η απόφαση μου αρ. 30.04 ημερομηνίας 17 Μαίου 1988 ακυρώνεται.»
Επακόλουθα δε, ο Διευθυντής τους γνωστοποίησε, με διπλοσυστημένη επιστολή ημερ. 25 Μαΐου 1998, ότι σε πέντε περιπτώσεις, - από 2 Απριλίου 1996 μέχρι 20 Ιουνίου 1997, - λανθασμένα κατέταξαν το προϊόν ως φάρμακο αντί ως σαμπουάν και ως εκ τούτου προέκυπτε διαφορά δασμών και φόρων, συνολικού ύψους £21.596,00 - διορθώθηκε μεταγενέστερα σε £21.5946,00 - που έπρεπε να πληρωθεί μέσα σε 21 ημέρες μέσα σε 21 ημέρες. Το ουσιώδες, ως προς την ευθύνη μέρος, είχε ως εξής:
«...... μετά από έρευνα που έγινε, έχει διαπιστωθεί ότι σε πέντε περιπτώσεις έχετε καταθέσει τελωνειακά έγγραφα εισαγωγής για τον τελωνισμό του προϊόντος NIZORAL, το οποίο, παρά την επιστολή μου με ημερομηνία 15.11.95, κατατάξατε λανθασμένα στη δασμολογική κλάση 3004 90 19 90 ως φάρμακο, αντί στην ορθή δασμολογική κλάση 3305 10 00 90 ως σαμπουάν.»
Από την πρώτη στιγμή οι εφεσείοντες εξήγησαν στο Διευθυντή ότι ουδέποτε είχαν πάρειέλαβαν την επιστολή του 1995 και δεν είχαν πλπληροφορηθείηροφορήθηκαν για τη μεταβολή. Αυτό, ας σημειωθεί, η Δημοκρατία δεν το αμφισβήτησε. Γι' αυτό και συνέχισαν όπως και πριν να δηλώνουν το προϊόν ως φάρμακο. Πρόσθεσαν ότι αν γνώριζαν δεν θα είχαν λόγο να μη συμμορφωθούν. Επεσήμαναν σχετικά πως με την ταξινόμηση του σε φάρμακο, το προϊόν διατίθετο μόνο από φαρμακεία και το κέρδος ήταν ελεγχόμενο ενώ με τη νέα ταξινόμηση δεν ήταν και θα μπορούσε να πωληθείθα πωλείτο ελεύθερα σε τιμή που νθα λάμβανε υπόψη τον ανάλογοκαι τι πληρώθηκε για δασμό και φόρο. Παραπονέθηκαν ότι η εκ των υστέρων ανατροπή των οικονομικών δεδομένων, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, απέβαινε άδικη γιατί τους προκαλούσε ζημία ίση με ό,τι επιπροσθέτως εκαλούντο να πληρώσουν. Ας σημειωθεί ότι η Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε πως η εν λόγω επιστολή δεν είχε ληφθεί.
Η προσφυγή, με την οποία οι εφεσείοντες προσέβαλαν την εν λόγω ανάκληση, απορρίφθηκε. Θεωρήθηκε ότι οι ανακληθείσες δασμολογικές αποφάσεις ήταν παράνομες. Στο νόμο δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόνοια για ανάκληση. Σύμφωνα με τη νομολογία, - οι παράνομες, ακόμα και ευμενείς για τον διοικούμενο αποφάσεις, ανακαλούνται ελεύθερα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ακόμα και όταν είναι ευμενείς για τον διοικούμενο, αλλά χρονικός περιορισμός δεν υπάρχει όπου συντρέχει δόλος και όπου λόγοι δημοσίου συμφέροντος το επιβάλλουν. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Σ.τ.Ε. 3027/1967 υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στη Nicolas Yiangou and Another v. Republic (Minister of Commerce and Industry) (1976) 3 C.L.R. 101 (στη σελ. 105):
«..... η ανάκλησις, και παρανόμου έτι διοικητικής πράξεως δεν είναι επιτρεπτή μετά την πάροδον ευλόγου χρόνου, κρινομένου κατά τας εκάστοτε συνθήκας, εάν εξ αυτής παρήχθη πραγματική κατάστασις προστατευτέα εν όψει των αρχών της χρηστής Διοικήσεως, πλήν εάν αύτη προεκλήθη δι' απατηλής ενεργείας του ενδιαφερομένου ή δεν ετηρήθη υπ' αυτού όρος τεθείς εν αυτή με την επιφύλαξιν της ανακλήσεως ή συντρέχη λόγος δημοσίου συμφέροντος.»
Η Δημοκρατία προώθησε την άποψη, πρώτο, ότι οι ανακληθείσες αποφάσεις ήταν παράνομες και, δεύτερο, ότι η φύση τους επέβαλλε την ανάκληση τους λόγω δημοσίου συμφέροντος. Η πρώτη άποψη προφανώς προϋποθέτει ότι οι ανακληθείσες αποφάσεις εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, πλάνης η πουοποία βέβαια απολήγει σε παρανομία.
Μας φαίνεται όμως πως εν προκειμένω δεν εμφιλοχώρησε τέτοιου είδους πλάνη. Εκείνο που συνέβηκε ήταν ότι, με δεδομένα πάντοτε τα ίδια ακριβώς στοιχεία, η διοίκηση σε κάποιο στάδιο τα εκτίμησε διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως. Αυτό δεν καθιστούσε παράνομες τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στη βάση της προηγούμενης αντίληψης. Οι βασικές επί του θέματος αρχές συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από τα «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας» 1929-1959, σελ. 201:
«Ως παράνομοι χαρακτηρίζονται ου μόνον αι κατά παράβασιν διατάξεων του νόμου εκδοθείσαι πράξεις, αλλά και αι εκδοθείσαι κατά πλάνην περί τα πράγματα: 10(41), 1914 (53), 287 (57), ουχί όμως και εκείναι δι' άς η Διοίκησις διεπίστωσεν απλώς εσφαλμένη εκτίμησιν περί του πράγματι υποστατού των πραγματικών προϋποθέσεων της εκδόσεώς των: 808 (55), 148 (57) .....................................................................................................»
Τη διάκριση μεταξύ της πλάνης περί τα πράγματα και της διαφορετικής εκτίμησης ως προς τη σημασία τους τη σημειώνει και η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αλμπέρτο Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Έτσι άλλωστε είναι που και η ίδια η διοίκηση φαίνεται να είχε στην ουσία αντικρύσει το θέμα αφού δεν ανακάλεσε και τις δασμολογικές αποφάσεις της περιόδου μεταξύ 1988 και 1995, οι οποίες δεν διέφεραν από τις μεταγενέστερες, της περιόδου 1996-1997. Αν ήταν παράνομες οι δεύτερες, το ίδιο παράνομες ήταν και οι πρώτες. και θα ίσχυαν για όλες τα ίδια. Σημειωτέον ότι η ανάκληση παράνομων αποφάσεων λειτουργεί ex tunc, όχι ex nunc όπως για τις νόμιμες. Η διοίκηση προέβη σε διάκριση μεταξύ τους με αναφορά στην επιστολή του 1995. Με τις εν γένει επιπτώσεις τέτοιας επιστολής δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε αφού εδώ ούτως ή άλλως θεωρήθηκε μη ληφθείσα. η οποία όμως θεωρήθηκε μη ληφθείσα και επομένως Ηη αλλαγή πλεύσης της διοίκησης παρέμεινε εσωτερική εξέλιξη που όχι μόνο δεν εξωτερικεύτηκε το 1995 αλλά ούτε και κατά την τελώνιση στις περιπτώσεις που συζητούμε. Καταλήγουμε λοιπόν ότι δεν συνέτρεχαν οι περιστάσεις που η Δημοκρατία επικαλέστηκε ως έρεισμα για να υποστηρίξει την προσβληθείσα ανακλητική απόφαση. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβληθείσα διοικητική απόφασηπράξη ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Έξοδα, πρωτόδικα και έφεσης, υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.