ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παναγίδης Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 1101
Κωνσταντίνου Θεόδωρος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 212
Βενιζέλου Χρύσανθος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 211, ECLI:CY:AD:2015:C360
Ψαράς Ανδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 594
Λεμονιάτης Γεώργιος και Άλλος ν. Δήμου Λεμεσού (2005) 4 ΑΑΔ 869
Αριστοτέλους Στέλιος και Άλλος ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2008) 3 ΑΑΔ 124
Χρυσοστόμου Αντώνης και Άλλος ν. Δήμου Λεμεσού (2005) 4 ΑΑΔ 618
Παπαγεωργίου Σάββας ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2008) 4 ΑΑΔ 131
ΣΤΑΥΡΟΣ Λ. ΤΙΛΛΕΥ ν. ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ, Υπόθεση Αρ. 140/2006, 3 Σεπτεμβρίου 2007
ΣΑΒΒΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, Υπόθεση αρ. 1581/2006, 5 Μαρτίου 2008
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΜΟΝΙΑΤΗΣ κ.α ν. ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, Υπόθεση Αρ. 707/2004, 11 Νοεμβρίου 2005
ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ν. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1719/2009, 4/9/2013
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΙΤΑ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπoθεση Αρ. 32/2010, 21/9/2012
(2004) 3 ΑΑΔ 577
4 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/ Ή
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3365)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Έννοια του όρου, βάσει του Άρθρου 122 του Συντάγματος ― Κριτήρια που καθιερώθηκαν νομολογιακά ― Στην κάθε περίπτωση το θέμα είναι θέμα κρίσεως, επί του συνόλου των γεγονότων που τη συνθέτουν ― Ορθά κρίθηκε πως οι ωρομίσθιοι εργάτες στο Αεροδρόμιο δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι ― Η σχέση τους ήταν ιδιωτικού δικαίου.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε πως η προσφυγή τους ήταν απαράδεκτη, εφόσον το επίδικο θέμα αναγόταν στο ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
O πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι το σύνολο των σχετικών περιστάσεων καταδείκνυε ότι η εργοδότηση δεν ανάγετο σε δημόσια υπηρεσία. Επρόκειτο κατ' αρχή για πρόσωπα των οποίων η αμοιβή υπολογίζεται πάνω σε ημερήσια βάση. Έπειτα, οι όροι εργασίας και η μισθοδοσία τους καθορίσθησαν από συλλογική σύμβαση εργασίας, που δεν ενσωματώθηκε σε δευτερογενή νομοθεσία. Ομοίως και η προαγωγική διαδικασία που εφαρμόζετο περιείχετο σε κανονισμούς που αποκαλούντο έτσι, χωρίς όμως να τους έχει δοθεί κανονιστική νομοθετική υπόσταση. Παρέπεμψε μάλιστα σε πρόνοια των εν λόγων κανονισμών που ρύθμιζε την απόλυση για λόγους πλεονασμού ως χαρακτηριστικού όρου σχέσης ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Και παρατήρησε ότι η υπηρεσία, ακόμα και για μακρό χρονικό διάστημα, δεν διαφοροποιεί το χαρακτήρα της υφιστάμενης σχέσης.
Είναι το μακρό και τακτικό της εργοδότησης τους σε μόνιμο έργο της Δημοκρατίας που οι Εφεσείοντες επικαλούνται για να υποστηρίξουν ότι καλύπτονται ευθέως από την αναφορά στο Άρθρο 122 οι εργάτες, που απασχολούνται τακτικά σε μόνιμα έργα της Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, είναι η θέση τους, μόνο τούτο είναι σχετικό, καθ' όσον το ίδιο το Σύνταγμα δεν θέτει άλλους όρους για υπαγωγή των εργασιών στη δημόσια υπηρεσία. Με δεδομένο ότι το Αεροδρόμιο Πάφου είναι μόνιμο έργο της Δημοκρατίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι οι όροι απασχόλησης τους είναι τέτοιοι, ιδιαιτέρως ως προς τη διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησής τους και την καταβολή του μισθού τους μηνιαίως, αλλά και ως προς τη ρύθμιση των ωφελημάτων τους και των διαδικασιών ανέλιξης τους, που να καταδεικνύουν το τακτικό της απασχόλησης τους και να καθιστούν τη φύση της χαρακτηριστική της δημόσιας υπηρεσίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, και έτσι έχει αντικρυσθεί το θέμα στη νομολογία, ότι το σημείο αναχώρησης είναι το Άρθρο 122, καθ΄όσον είναι η υπαγωγή του Αιτητή στη δημόσια υπηρεσία που καθιστά τη διαφορά που προκύπτει από τέτοια υπηρεσία θέμα δημοσίου δικαίου εντασσόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι κάθε πρόσωπο που απασχολείται στο δημόσιο υπάγεται και στη δημόσια υπηρεσία. Στην περίπτωση των εργατών αυτό είναι καθαρό από το ίδιο το Άρθρο 122, το οποίο ρητά τους εξαιρεί εκτός αν συντρέχουν οι όροι τους οποίους θέτει. Αλλά και στην περίπτωση άλλων προσώπων, μη εργατών, που απασχολούνται στη δημόσια υπηρεσία, η διερεύνηση δεν εξαντλείται στο γεγονός αυτό καθ' αυτό της τέτοιας απασχόλησής τους. Παραμένει η ανάγκη διαπίστωσης κατά πόσο η απασχόληση τους εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου, ή εντάσσεται μάλλον στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου.
Από όσα έχουν ήδη λεχθεί, προκύπτει, ότι δεν τίθεται θέμα δεσμευτικού προηγούμενου ή κατηγοριοποίησης απασχόλησης, αφού στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα είναι θέμα κρίσεως, επί του συνόλου των γεγονότων που τη συνθέτουν, ούτε βεβαίως μπορεί να γίνεται λόγος για διάσταση στη νομολογία, η αρχή της οποίας είναι σαφής και δεν έχει διαφοροποιηθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο αδυνατεί να διαπιστώσει έρεισμα στην εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση ή κρίση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα στοιχεία στα οποία εβασίσθη το Δικαστήριο ήσαν τέτοια που δικαιολογούσαν την άποψη του για το θέμα. Δεν μπορούσε να απομονωθεί το γεγονός, και να του δοθεί βαρύνουσα σημασία, σημαντικό και αν ήταν, ότι οι Εφεσείοντες απασχολούντο συνεχώς για χρόνια στο Αεροδρόμιο. Η διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησης αφ΄εαυτής δεν απαντούν το ερώτημα, ούτε είναι ταυτόσημες οι έννοιες "απασχολούνται τακτικώς" και "απασχολούνται συνεχώς και επί μακρό". Είναι η ίδια η φύση της απασχόλησης τους που ήταν το ζητούμενο. Και, ως προς τούτο, τα "εξωτερικά γνωρίσματα" ή η "λειτουργική σχέση" της απασχόλησης τους, όπως το έθεσε ο πρωτόδικος Δικαστής, δεν καταδείκνυαν σχέση δημόσιας υπηρεσίας. Η όλη δομή, όσο και οι επί μέρους πρόνοιες των μη θεσμοθετημένων κανονισμών που αφορούσαν την απασχόληση τους ως ωρομίσθιοι κυβερνητικοί εργάτες, είχε ως βάση και ως επίκεντρο συλλογική σύμβαση εργασίας, που προσιδιάζει στο ιδιωτικό δίκαιο, και υπόκειται μάλιστα κάθε τόσο σε επαναδιαπραγμάτευση και ανανέωση. Δεν υπάρχει συσχετισμός της απασχόλησης των ωρομίσθιων εργατών στο Αεροδρόμιο, όπως οι Εφεσείοντες, στη βάση των έτσι διαμορφωθέντων και μη θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, προς την απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία στη βάση των νόμων και των θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της ως "δημόσια υπηρεσία". Είναι προς την απασχόληση βάσει σχέσης ιδιωτικού δικαίου που προσιδιάζει η απασχόληση των Εφεσειόντων, με το κράτος ως εργοδότη προς εξασφάλιση χειρονακτικής εργασίας και όχι ως υπεύθυνο της λειτουργίας της κυβερνητικής μηχανής αυτής καθ' αυτής. Η πρόσληψη, υπηρεσία και απόλυση τους, όπως και ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, το Ταμείο Προνοίας και το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης και Ευημερίας που ισχύουν, με έντονο το στοιχείο της συντεχνιακής διάστασης, διέπονται από την αντίληψη σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημόσια υπηρεσία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Loizou et al v. C.I.T.A., 4 R.S.C.C. 48,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 329/97, 826/97, 441/97, ημερ. 29/5/1998,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 908/99, ημερ. 27/11/2000,
Androkli v. Republic (1985) 3 C.L.R. 11,
Pantelidou v. Republic (1963) 4 R.S.C.C. 100,
Pascalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297,
Papakyriakou v. The Health Services (1970) 3 C.L.R. 351.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές ωρομίσθιους εργάτες, χαρακτηριζόμενους ως Eργάτες Aερολιμένα B΄ (Aχθοφόρους) στο Aεροδρόμιο Πάφου εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 939/2000), ημερομηνίας 28/11/2001, με την οποία απορρίφθηκε, ως μη αφορώσα θέμα δημοσίου δικαίου, η προσφυγή τους κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Kαθαριστή Aεροσκαφών.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι δύο Εφεσείοντες, όπως και τα έξι Ενδιαφερόμενα Μέρη, είναι ωρομίσθιοι εργάτες, χαρακτηριζόμενοι ως Εργάτες Αερολιμένα Β (Αχθοφόροι), στο Αεροδρόμιο Πάφου, ο μεν Εφεσείων 1 από 23.12.1992 ο δε Εφεσείων 2 από 7.12.1989. Στις 9.5.2000 επιτροπή, καλούμενη Τμηματική Επιτροπή, συσταθείσα από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων στα πλαίσια μη θεσμοθετημένων κανονισμών, αποφάσισε να προαγάγει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη σε Καθαριστές Αεροσκαφών. Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής. Ο αδελφός μας Δικαστής ενώπιον του οποίου αυτή ήχθη την απέρριψε, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορούσε θέμα δημοσίου δικαίου. Όπως παρατήρησε, αναφερόμενος στην προδικαστική ένσταση:
"Υποστηρίχθηκε ότι η διαφορά κινείται στον κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου και δεν ανήκει στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως έγινε δεκτό από τη νομολογία δε δημιουργείται ακυρωτική διαφορά, κατά το άρθρ. 146 του Συντάγματος, από κάθε πράξη που φέρει τα γνωρίσματα μονομερούς πράξης της διοίκησης, από την οποία προκύπτουν έννομες συνέπειες. Από τις πράξεις αυτές εκτελεστές (και άρα προσβλητές), είναι εκείνες οι οποίες, στο πλαίσιο των νόμων και των κανονισμών, κατευθύνουν τη διοικητική λειτουργία, επιδιώκοντας δημόσιο σκοπό. Οι υπόλοιπες πράξεις δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά αποτελούν διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων."
Η διερεύνηση του θέματος, όπως υπέδειξε, έχει ως αφετηρία το Άρθρο 122 του Συντάγματος το οποίο εντάσσεται στο Μέρος VII που αφορά τη Δημόσια Υπηρεσία και την επ΄αυτής αρμοδιότητα της ΕΔΥ και το οποίο ορίζει τον όρο "δημόσια υπηρεσία", η υπαγωγή στην οποία, όπως προφανώς θεώρησε, χαρακτηρίζει τη σχέση ως σχέση δημοσίου δικαίου, ως εξής:
"Ο όρος «δημόσια υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσίαν υπαγομένην εις την Δημοκρατίαν, ... δεν περιλαμβάνει όμως .. υπηρεσίαν εργατών, εκτός εάν ούτοι απασχολούνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ...."
Ας σημειωθεί ότι είναι στα πλαίσια των περιορισμών του ορισμού αυτού βεβαίως που πρέπει να κρίνεται και η εμβέλεια του ορισμού του όρου "δημόσια υπηρεσία" στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, Ν. 1/90.
Κατέληξε δε ο αδελφός μας Δικαστής ότι:
"Η υπηρεσία τους (και των αιτητών ιδιαίτερα) δεν έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα ή τη λειτουργική σχέση με βάση την οποία αυτή θα μπορούσε να αναβαθμισθεί σε "δημόσια υπηρεσία" μέσα στο πνεύμα και το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων ή των ερμηνευτικών διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90."
Αναφερόμενος στην υπόθεση Loizou a.ο. v. CΥ.T.A., 4 R.S.C.C. 48, η οποία επίσης αφορούσε εργάτες, ο αδελφός μας Δικαστής παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου (από τη σ. 51):
"The Court is of the opinion that the issue whether a particular workman is regularly employed, as above, is an issue of fact to be determined in each case on the basis of all relevant circumstances. The period of his service, the security of tenure, the nature of the duties, the view taken of the status of such workman by his employing authority, are all relevant matters to be weighed, together with other pertinent factors, in order to arrive at a proper conclusion."
Και στην προκειμένη περίπτωση, ο αδελφός μας Δικαστής θεώρησε ότι το σύνολο των σχετικών περιστάσεων καταδείκνυε ότι η εργοδότηση δεν ανάγετο σε δημόσια υπηρεσία. Επρόκειτο κατ' αρχή για πρόσωπα των οποίων η αμοιβή υπολογίζεται πάνω σε ημερήσια βάση. Έπειτα, οι όροι εργασίας και η μισθοδοσία τους καθορίσθησαν από συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν ενσωματώθηκε σε δευτερογενή νομοθεσία. Ομοίως και η προαγωγική διαδικασία που εφαρμόζετο περιείχετο σε κανονισμούς που αποκαλούντο έτσι χωρίς όμως να τους έχει δοθεί κανονιστική νομοθετική υπόσταση. Παρέπεμψε μάλιστα σε πρόνοια των εν λόγων κανονισμών που ρύθμιζε την απόλυση για λόγους πλεονασμού ως χαρακτηριστικού όρου σχέσης ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Και παρατήρησε ότι η υπηρεσία, ακόμα και για μακρό χρονικό διάστημα, δεν διαφοροποιεί το χαρακτήρα της υφιστάμενης σχέσης.
Ενίσχυση για την κατάληξη του εντόπισε στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, 329/97, 826/97, 441/97, 29.5.1998, που ακριβώς όπως η προκειμένη αφορούσε ωρομίσθιους εργάτες στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, παραθέτοντας με επιδοκιμασία το ακόλουθο απόσπασμα:
"Ο αερολιμένας Λάρνακας λειτουργεί μεν ως ένα μόνιμο, και ασφαλώς σοβαρότατο έργο, που υπάγεται στο αρμόδιο τμήμα της δημόσιας διοίκησης, αλλά όσοι εργάζονται σ' αυτό για χρονικό διάστημα που ανανεώνεται κατά διαστήματα, με κοινή συμφωνία, δεν έχουν την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Η ιδιότητα αυτή συναρτάται από πολλούς παράγοντες που άπτονται των λεπτομερειών της εργοδότησης. Διαφορετικά όποιος εργάζεται στο χώρο του αεροδρομίου, ανεξάρτητα από τους όρους εργοδότησης του, θα εθεωρείτο δημόσιος υπάλληλος, μέσα στην έννοια του άρθρου 122 του Συντάγματος.
Εκείνο όμως, μεταξύ άλλων, που είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο σοβαρός παράγοντας που λειτουργεί ενάντια στην εισήγηση των αιτητών είναι η φράση που βρίσκουμε στην υπόθεση Doloros Loizou, "the view taken of the status of such workman by his employing authority". Βέβαια, η ύπαρξη του παράγοντα αυτού καταδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από τις περιστάσεις της υπόθεσης και όχι την απλή εισήγηση του εργοδότη για τις προθέσεις του. Φρονώ, λοιπόν, επί του σημείου τούτου πως διαπιστώνεται αντικειμενικά, και σύμφωνα με τα γεγονότα που εκθέτω πιο πάνω, πως η πρόθεση της κυβέρνησης, αλλά και των αιτητών μέσω των συντεχνιών τους, ήταν να λειτουργεί η εργοδότηση στη βάση ιδιωτικής διευθέτησης, έξω από τα πλαίσια του δημοσίου δικαίου."
Είναι ακριβώς το μακρό και τακτικό της εργοδότησης τους σε μόνιμο έργο της Δημοκρατίας που οι Εφεσείοντες επικαλούνται για να υποστηρίξουν ότι καλύπτονται ευθέως από την αναφορά στο Άρθρο 122 οι εργάτες που απασχολούνται τακτικά σε μόνιμα έργα της Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, είναι η θέση τους, μόνο τούτο είναι σχετικό, καθ' όσον το ίδιο το Σύνταγμα δεν θέτει άλλους όρους για υπαγωγή των εργασιών στη δημόσια υπηρεσία. Με δεδομένο ότι το Αεροδρόμιο Πάφου είναι μόνιμο έργο της Δημοκρατίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγείται ότι οι όροι απασχόλησης τους είναι τέτοιοι, ιδιαιτέρως ως προς τη διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησής τους και την καταβολή του μισθού τους μηνιαίως, αλλά και ως προς τη ρύθμιση των ωφελημάτων τους και των διαδικασιών ανέλιξης τους, που να καταδεικνύουν το τακτικό της απασχόλησης τους και να καθιστούν τη φύση της χαρακτηριστική της δημόσιας υπηρεσίας.
Οι Εφεσείοντες μας παρέπεμψαν και στην απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, 908/99, 27.11.2000, στην οποία είχε κριθεί ότι η απασχόληση ήταν απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία, επιχειρηματολογώντας ότι η απόφαση αυτή και όχι η άλλη απόφαση Κωνσταντίνου θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί. Να πούμε βεβαίως ότι το θέμα δεν είναι το ποία απόφαση πρέπει να ακολουθηθεί, αφού η κάθε απόφαση βασίζεται στα δικά της πραγματικά στοιχεία, αλλά ακριβώς η εφαρμογή της ισχύουσας αρχής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση στη βάση των εν λόγω στοιχείων της.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, και έτσι έχει αντικρυσθεί το θέμα στη νομολογία, ότι το σημείο αναχώρησης είναι το Άρθρο 122, καθ' όσον είναι η υπαγωγή του Αιτητή στη δημόσια υπηρεσία που καθιστά τη διαφορά που προκύπτει από τέτοια υπηρεσία θέμα δημοσίου δικαίου εντασσόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Στη Loizou a.ο. v. CΥ.T.A. (ανωτέρω), αυτό ήταν καθαρό. Όπως το έθεσε το Δικαστήριο (σελίδες 50-51):
"The main issue to be determined in this Case is whether Applicants at the material time were workmen regularly employed in connection with permanent works of Respondent, in the sense of the definition of "public service" in Article 122. If they were so, then the termination of their employment as effected by the Respondent was made without competence because the competent organ in the matter would be the Public Service Commission."
Έτσι ετέθη το θέμα και από τον Αρτεμίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω:
"Η νομική βάση της υπόθεσης καλύπτεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του άρθρου 122 του Συντάγματος, όπου καθορίζονται οι όροι 'δημόσιος υπάλληλος' και 'δημόσια υπηρεσία'."
Το πράγμα είχε προσεγγισθεί σε αυτή τη βάση και στην Androkli v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 11, η οποία αναφέρεται στην Κωνσταντίνου, ανωτέρω, όπως και στην άλλη απόφαση Κωνσταντίνου, ανωτέρω.
Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι κάθε πρόσωπο που απασχολείται στο δημόσιο υπάγεται και στη δημόσια υπηρεσία. Στην περίπτωση των εργατών αυτό είναι καθαρό από το ίδιο το Άρθρο 122 το οποίο ρητά τους εξαιρεί εκτός αν συντρέχουν οι όροι τους οποίους θέτει. Αλλά και στην περίπτωση άλλων προσώπων, μη εργατών, που απασχολούνται στη δημόσια υπηρεσία, η διερεύνηση δεν εξαντλείται στο γεγονός αυτό καθ' αυτό της τέτοιας απασχόλησής τους. Παραμένει η ανάγκη διαπίστωσης κατά πόσο η απασχόληση τους εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου, ή εντάσσεται μάλλον στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Έτσι εξετάσθηκε το θέμα στην Pantelidou v. The Republic (1963) 4 R.S.C.C. 100, στην περίπτωση βοηθού γραφέα απασχολούμενης από μήνα σε μήνα, στην Pascalidou v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 297, στην περίπτωση νηπιαγωγού απασχολούμενης δυνάμει σύμβασης απροσδιόριστης διάρκειας, και στην Papakyriakou v. The Health Services (1970) 3 C.L.R. 351, στην περίπτωση μαίας απασχολούμενης σε ημερομίσθια βάση. Στην Pantelidou εκρίθη ως αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι η απασχόληση έγινε δυνάμει νόμου, υπόκειτο στους περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους, και ήταν προς ικανοποίηση των συνήθων αναγκών της εκπαιδευτικής υπηρεσίας ως μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, έστω και αν είχε συμβατική πηγή.
Από όσα έχουν ήδη λεχθεί, προκύπτει, όπως ήδη υποδείξαμε, ότι δεν τίθεται θέμα δεσμευτικού προηγούμενου ή κατηγοριοποίησης απασχόλησης, αφού στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα είναι θέμα κρίσεως επί του συνόλου των γεγονότων που τη συνθέτουν, ούτε βεβαίως μπορεί να γίνεται λόγος για διάσταση στη νομολογία, η αρχή της οποίας είναι σαφής και δεν έχει διαφοροποιηθεί αφ' ότου διατυπώθηκε στη Loizou a.o. v. CY.T.A.. Και δεν είναι μόνο το ότι δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός της σημασίας οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου για κάθε περίπτωση, αφού είναι ο ποικίλων συνδυασμός και η ποικίλουσα σημασία των στοιχείων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εξεταζόμενη στο χρόνο της, που διαμορφώνει, στο τέλος της ημέρας, την καλή κρίση του δικαστηρίου ως προς την έτσι αναδυόμενη πραγματική φύση της απασχόλησης. Ιδιαιτέρως σε μια εποχή που ο ρόλος των πολιτειακών δραστηριοτήτων έχει εξέλθει από τα στερεότυπα πλαίσια του παραδοσιακού κράτους και διακλαδωθεί σε πολύμορφα και διαρκώς αναπτυσσόμενα πεδία που δεν επιτρέπουν δογματικές ή ανελαστικές αντικρύσεις παρά μάλλον μια λειτουργική και πραγματιστική προσέγγιση στο πλαίσιο της κοινής λογικής και των αναγκών και αντιλήψεων της εποχής.
Στην προκειμένη περίπτωση αδυνατούμε να διαπιστώσουμε έρεισμα στην εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση ή κρίση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα στοιχεία στα οποία εβασίσθη το Δικαστήριο ήσαν τέτοια που δικαιολογούσαν την άποψη του για το θέμα. Δεν μπορούσε να απομονωθεί το γεγονός, και να του δοθεί βαρύνουσα σημασία, σημαντικό και αν ήταν, ότι οι Εφεσείοντες απασχολούντο συνεχώς για χρόνια στο Αεροδρόμιο. Η διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησης αφ' εαυτής δεν απαντούν το ερώτημα, ούτε είναι ταυτόσημες οι έννοιες "απασχολούνται τακτικώς" και "απασχολούνται συνεχώς και επί μακρό". Είναι η ίδια η φύση της απασχόλησης τους που ήταν το ζητούμενο. Και, ως προς τούτο, τα "εξωτερικά γνωρίσματα" ή η "λειτουργική σχέση" της απασχόλησης τους, όπως το έθεσε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν καταδείκνυαν σχέση δημόσιας υπηρεσίας. Η όλη δομή, όσο και οι επί μέρους πρόνοιες των μη θεσμοθετημένων κανονισμών που αφορούσαν την απασχόληση τους ως ωρομίσθιοι κυβερνητικοί εργάτες είχε ως βάση και ως επίκεντρο συλλογική σύμβαση εργασίας, που προσιδιάζει στο ιδιωτικό δίκαιο, και υπόκειται μάλιστα κάθε τόσο σε επαναδιαπραγμάτευση και ανανέωση. Δεν υπάρχει συσχετισμός της απασχόλησης των ωρομίσθιων εργατών στο Αεροδρόμιο, όπως οι Εφεσείοντες, στη βάση των έτσι διαμορφωθέντων και μη θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, προς την απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία στη βάση των νόμων και των θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της ως "δημόσια υπηρεσία". Είναι προς την απασχόληση βάσει σχέσης ιδιωτικού δικαίου που προσιδιάζει η απασχόληση των Εφεσειόντων, με το κράτος ως εργοδότη προς εξασφάλιση χειρονακτικής εργασίας και όχι ως υπεύθυνο της λειτουργίας της κυβερνητικής μηχανής αυτής καθ' αυτής. Η πρόσληψη, υπηρεσία και απόλυση τους, όπως και ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, το Ταμείο Προνοίας και το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης και Ευημερίας που ισχύουν, με έντονο το στοιχείο της συντεχνιακής διάστασης, διέπονται από την αντίληψη σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημόσια υπηρεσία.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.