ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
VASSILIOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 220
Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω E.Δ.Y. (Aρ. 2) (1995) 3 ΑΑΔ 317
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Γιαγκουλλής Όθωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481
Hλιόπουλος Kωνσταντίνος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 3 ΑΑΔ 438
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 12/2006, 14 Ιανουαρίου 2008
Παπασάββα Ευανθία ν. Toύλας Κούλουμου και Άλλης (2005) 3 ΑΑΔ 235
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ ν. ΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3390, 15 Ιουνίου 2005
Γρουτίδης Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 915
Γρηγορίου (Mιχαηλίδου) Πολυξένη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 275
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΑΝΝΑΒΙΔΗΣ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Προσφυγή αρ. 429/2003, 29 Ιουλίου 2005
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 816/2004, 7 Αυγούστου 2006
(2004) 3 ΑΑΔ 510
8 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3358)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν ― Δεν μπορεί να αγνοείται ― Εφόσον κρίνεται σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης πρέπει να του αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα ― Η κρίση περί την σχετικότητα του πρόσθετου προσόντος ανήκει στη διοίκηση ― Ελλείψει τέτοιας κρίσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει πρωτογενή κρίση περί τούτου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας ― Αναιτιολόγητη η απόφαση του διοικητικού οργάνου.
Ο εφεσείων επεδίωξε ανεπιτυχώς πρωτόδικα την ακύρωση της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σε πρώτο στάδιο έπρεπε το θέμα της σχετικότητας του πρόσθετου προσόντος να διερευνηθεί και αποφασιστεί από τον καθού η αίτηση-εφεσίβλητο και η κρίση αυτή να αναθεωρηθεί από το δικαστήριο και όχι να γίνει πρωτογενής εξέταση τούτου. Αυτό προκύπτει από την υπόθεση Όθωνας Γιαγκουλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 481, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα.
Το γεγονός ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτο να αγνοείται αν είναι τέτοιο που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης και που προσθέτει στα προσόντα κάποιου.
Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την κατάληξη ότι όλοι οι υποψήφιοι ήσαν «περίπου ισοδύναμοι» και η περί αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή ιδιαίτερα σε αυτή την περίπτωση που η αρχαιότητα του αιτητή ήταν μόνο ένας μήνας. Η ανεπάρκεια της αιτιολόγησης οφείλεται και στο ότι δε φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε έρευνα ή έστω και απόφαση αν το δίπλωμα του αιτητή-εφεσείοντα είχε ή όχι σχέση με τη θέση ούτως ώστε να του δίνεται και η ανάλογη βαρύτητα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πετεινός κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1223/03 κ.ά., ημερ. 4/6/2004,
Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,
Γιαγκουλής v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 481,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1223/98, ημερ. 18/12/2000,
Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 A.A.Δ. 374,
Παπαντωνίου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ., Υποθ. Αρ. 833/02 κ.ά., ημερ. 1/7/2004,
Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 3/03, ημερ. 9/1/2004.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 46/2001), ημερομηνίας 30/11/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησε εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους σε μία κενή θέση Χειριστή Τεχνικών Συσκευών 2ης Τάξης στο Ρ.Ι.Κ., αντί του ιδίου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τον Εφεσίβλητο-Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα (αρ. 46/01) κατά της απόφασης του εφεσίβλητου με την οποία προήγαγε τον Μίκη Χριστοφόρου στη θέση του Χειριστή Τεχνικών Συσκευών 2ης τάξης από 31/12/00 αντί του αιτητή-εφεσείοντα.
Ο εφεσείων προβάλλει 4 λόγους έφεσης τους οποίους και παραθέτουμε αυτούσιους:
«Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι καλώς δεν ελήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων από το 1990 ως μη συνταχθείσες κατά τον Ν. 155/90.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί ουδέποτε πριν τη διοικητική απόφαση κρίθηκαν άκυρες δικαστικά οι υπηρεσιακές εκθέσεις ή ότι υπάγετο το ΡΙΚ στις πρόνοιες του Νόμου 155/90. Πρόσθετα εάν ήσαν πάσχουσες οι υπηρεσιακές εκθέσεις μπορούσε να αντικατασταθεί η κρίση για 10 ετών υπηρεσία και με άλλους νόμιμους τρόπους που δεν διερευνήθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ. Τούτο δεν το αντιμετώπισε το Διοικητικό Συμβούλιο και ούτε το παρέπεμψε στα αρμόδια για αξιολόγηση όργανα.
Η Νομολογία είναι σαφής πλέον περί τούτου.
Λόγος Έφεσης 2
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι καλώς δεν ελήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων από το 1990 εσφαλμένα και υπό πλάνη δεν ερεύνησε και δεν εξέτασε περαιτέρω ποία αξία των υποψηφίων εννοούσε ο Προϊστάμενος κ. Θεοδοσίου κατά τη σύσταση του αλλά και ποία αξία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο αναφέροντας ότι έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας των προσόντων και της αρχαιότητας.
Αιτιολογία
Αφού δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις θα έπρεπε να εξετάσει η Πρωτόδικη απόφαση τι εσήμαινε η αναφορά των Εφεσιβλήτων ότι «έλαβαν υπόψη την αξία» όπως επίσης τι εσήμαινε η αναφορά των Προϊσταμένων ότι ήσαν «ισοδύναμοι» σε αξία.
Η μόνη αξία που μπορούσαν να λάβουν υπόψη ήταν αυτή των υπηρεσιακών εκθέσεων την οποία όμως δεν λήφθηκε υπόψη.
Άρα η πρωτόδικη απόφαση θα έπρεπε να διαγνώσει ότι η αναφορά στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου ότι έλαβαν υπόψη και το κριτήριο αξία είναι αντιφατική (δεν λαμβάνουμε υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις αλλά λαμβάνουμε υπόψη την αξία την οποία τονίζω όμως ότι οι αιτητής υπερέχει) ή ότι δημιούργησαν και διαμόρφωσαν οι ίδιοι αναερμόδια με δική τους υποκειμενική κρίση έξω και πέραν από τις υπηρεσιακές εκθέσεις πράγμα το οποίο ΔΕΝ επιτρέπεται κατά το ΝΟΜΟ και τη Νομολογία.
Λόγος Έφεσης 3
Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι δεν έλαβαν υπόψη τα σαφώς υπέρτερα προσόντα του αιτητή-εφεσείοντα και ιδιαίτερα το πανεπιστημιακό του προσόν με την εσφαλμένα κρίση ότι τούτο δε συνιστούσε απαίτηση ή καν πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας ούτε, κρίνοντας από τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό.
Αιτιολογία
Οι εφεσίβλητοι όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν στάθμισαν δεόντως τα υπέρτερα και απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή και δεν αιτιολόγησαν γιατί προτίμησαν έναν υποψήφιο με λιγότερα προσόντα, αφού η μόνη αναφορά τους είναι ότι:
«Το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε τα προσόντα ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ενώπιον του σχετικά με τους υποψηφίους, αλλά έκρινε ότι όλοι περίπου ήταν ισοδύναμοι»
Πώς έκρινε ότι ήσαν ισοδύναμοι στα προσόντα αφού δεν ήσαν;
Είναι εκ των πραγμάτων και εξ' αντικειμένου εσφαλμένη η κρίση των εφεσιβλήτων περί δήθεν ισοδυναμίας προσόντων, δεδομένου ότι ισοπεδωτικά εξομοίωσαν το Δίπλωμα ΜΑ του αιτητή Telecommunication Technique που είναι απόλυτα σχετικό συνυφασμένο και άρρηκτα συνδεδεμένο με τα καθήκοντα της θέσης με το απολυτήριο Γυμνασίου του ενδιαφερομένου προσώπου.
Άρα οι καθ' ων - εφεσίβλητοι δεν έλαβαν υπόψη τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή και εσφαλμένα έκρινε επί του αντιθέτου η πρωτόδικη απόφαση, όπως επίσης εσφαλμένα έκρινε ότι το πανεπιστημιακό προσόν του αιτητή «δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό κρίνονταν από τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας».
Όμως τα καθήκοντα της θέσης κατά το σχέδιο υπηρεσίας είναι απόλυτα συνυφασμένα άμεσα σχετικά και άρρηκτα συνδεδεμένα με το πανεπιστημιακό πτυχίο του αιτητή δεδομένου ότι το πτυχίο του είναι στις Τεχνικές Τηλεπικοινωνίες και τα καθήκοντα της θέσης αφορούν απόλυτα την Τεχνική της Τηλεπικοινωνίας.
Λόγος Έφεσης 4
Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι δεν ήταν πεπλανημένη και αναιτιολόγητη αλλά αντίθετα ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση των καθών-εφεσιβλήτων για την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου μόνον λόγω της πολύ μικρής αρχαιότητα του έναντι του αιτητή.
Αιτιολογία
Η κρίση αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ ήταν και πεπλανημένη και αναιτιολόγητη και μη εύλογα επιτρεπτή.
Ο αιτητής υπερείχε σε αξία και τούτο υπήρχε ως ουσιαστικό και αδιαμφισβήτητο γεγονός που έπρεπε να συνυπολογιστεί στην κρίση των καθ' ων εφεσιβλήτων έστω και εάν δεν άλαβαν τυπικά υπόψη τις υπηρεσιακές εκθέσεις αφού μάλιστα έκαναν αναφορά ότι έλαβαν υπόψη τους το κριτήριο της αξίας.
Πρόσθετα ο αιτητής υπερείχε και σε ακαδημαϊκά προσόντα όχι μάλιστα σε ένα οποιοδήποτε μη σχετικό προσόν αλλά αντίθετα σε πανεπιστημιακό πτυχίο το οποίο ήταν απόλυτα εναρμονισμένο και άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Όλα τα πιο πάνω δεν μπορεί να επηρεασθούν και να εξαφανιστούν από μία υπεροχή σε αρχαιότητα μόλις 30 ημερών στην έναρξη της σταδιοδρομίας τους, που είναι όχι μόνον πολύ μικρή όπως δέχθηκαν και οι καθ' ων- εφεσίβλητοι, αλλά κυριολεκτικά άνευ ουδεμίας σημασίας και αξίας.»
Κατά την έναρξη της διαδικασίας ο πρώτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε. Έτσι τόσο η γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα όσο και τα όσα ανάφερε προφορικά ενώπιον μας, θεωρούνται ότι καλύπτουν τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Ουσιαστικά ο κ. Αγγελίδης επανέλαβε τα όσα φαίνονται στους λόγους έφεσης.
Για σκοπούς ευκολότερης αναφοράς και εξέτασης των λόγων έφεσης προτιμούμε να παραθέσουμε αυτούσια την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ρ.Ι.Κ. (καθού η αίτηση), η οποία έχει ως ακολούθως:
«345 Πλήρωση μιας θέσης Χειριστης Τεχνικών Συσκευών 2ης τάξης
Ο Νομικός Σύμβουλος απεχώρησε από τη συνεδρία πριν την οποιαδήποτε εξέταση ή συζήτηση του πιο πάνω θέματος.
Κατά τη μελέτη του θέματος το Συμβούλιο είχε ενώπιον του τα πιο κάτω έγγραφα
1. Την εγκύκλιο-προκήρυξη της θέσης ημερ. 20.12.2000
2. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης
3. Τις αιτήσεις των υποψηφίων
4. Βιογραφικά Σημειώματα των υποψηφίων
5. Πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ημερ. 28.12.2000
6. Τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων
7. Τις υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που περιέχουν τη βαθμολογία καθώς και την αξιολόγηση γενικά της απόδοσης του για το σύνολο της υπηρεσίας τους στο ΡΙΚ
Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά τα προσόντα των υποψηφίων, όπως περιέχονται στα ενώπιον του έγγραφα και φακέλους, σε σύγκριση με το περιεχόμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθέτησε την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, ότι και οι 7 υποψήφιοι πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση.
Στη συνέχεια κλήθηκε και προσήλθε στη συνεδρία ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας Θαλάμων κ. Άκης Θεοδοσίου, από τον οποίο ζητήθηκε να κάμει σύσταση για τον καταλληλότερο από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση.
Ο κ. Α. Θεοδοσίου παρέθεσε στη συνέχεια τα ακόλουθα:
Όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι και κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης. Συστήνω όμως τον Χριστοφόρου Μίκη λόγω αρχαιότητας. Ο Χριστοφόρου Μίκης είναι αρχαιότερος όλων των άλλων υποψηφίων λόγω ηλικίας, εκτός από τον Κουκουνίδη Παναγιώτη έναντι του οποίου έχει πολύ μικρό προβάδισμα ως προς την αρχαιότητα. Συμπερασματικά, εν όψει των πιο πάνω, συστήνω τον Χριστοφόρου Μίκη λόγω της πολύ μικρής του αρχαιότητας.
Ο Αν. Γενικός Διευθυντής συμφώνησε με τα όσα ανέφερε ο κ. Α. Θεοδοσίου.
Στο σημείο αυτό αποχώρησαν από τη συνεδρία ο Αν. Γενικός Διευθυντής και ο κ. Α. Θεοδοσίου.
Το Συμβούλιο προχώρησε στην αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου χωριστά και σε σύγκριση με τον κάθε ένα από τους άλλους υποψηφίους. Το Συμβούλιο εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από τους φακέλους των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Θαλάμων κ. Α. Θεοδοσίου, με την οποία είχε συμφωνήσει ο Αν. Γενικός Διευθυντής. Αγνόησε το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων της περιόδου μετά το 1990, γιατί συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου 155/90.
Το Συμβούλιο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθέτησε τη σύσταση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Θαλάμων και τα δικαιολογητικά της και έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, ότι ο καταλληλότερος για προαγωγή είναι ο Χριστοφόρου Μίκης και αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή του στη θέση «Χειριστής Τεχνικών Συσκευών 2ας Τάξης» από τις 31.12.2000.
Το Συμβούλιο αποφάσισε, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, ότι ο Χριστοφόρου Μίκης έπρεπε να προαχθεί λόγω της πολύ μικρής του αρχαιότητας, εν όψει του ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι.
Το Συμβούλιο δεν παρεγνώρισε τα προσόντα ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ενώπιον του σχετικά με τους υποψηφίους, αλλά έκρινε ότι όλοι περίπου ήσαν ισοδύναμοι και κατάλληλοι για προαγωγή στην υπό κρίση θέση. Επομένως το Συμβούλιο κατ' ανάγκη, προσέφυγε στο κριτήριο της αρχαιότητας, όσο πολύ μικρή και να ήταν η αρχαιότητα του Χριστοφόρου Μίκη σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους.»
(η υπογράμμιση είναι δική μας)
Όπως ήδη φάνηκε από τα πιο πάνω η ουσία των τριών λόγων έφεσης (2ος, 3ος, και 4ος) είναι ότι ο καθού η αίτηση δεν έδωσε λόγους γιατί θεώρησε τους υποψήφιους ως «περίπου ισοδύναμους» για να καταλήξει και να δεχθεί τη σύσταση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Θαλαμών κ. Α. Θεοδοσιου (με την οποία είχε συμφωνήσει και ο Αν. Διευθυντής) να προάξει τον Μ. Χριστοφόρου (ε.μ.) λόγω της πολύ μικρής του αρχαιότητας.
Κατά την ακρόαση ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθού η αίτηση ότι υπάρχει αιτιολογία γιατί θεώρησε ο καθού η αίτηση τους υποψηφίους (συμπεριλαμβανομένου του αιτητή και ε.μ.) ισοδύναμους σε αξία, καθότι αυτή συμπληρώνεται και από τους φακέλους και άλλα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο καθού-εφεσίβλητος.
Το τι έλαβε υπόψη ο εφεσίβλητος φαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 28/12/00 κατά τα οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση και τα οποία ήδη παραθέσαμε πιο πάνω. Προσέχουμε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ είχε ενώπιον του 7 στοιχεία όπως αυτά εκεί απαριθμούνται. Όσον αφορά το 7ο «Υπηρεσιακές Εκθέσεις» αυτό τελικά δε λήφθηκε υπόψη και παρόλο ότι τούτο αποτελούσε αντικείμενο έφεσης (1ος λόγος) τελικά εγκαταλείφθηκε.
Το ερώτημα είναι αν με το να προβεί σε γενική αναφορά πρώτα ο κ. Α. Θεοδοσίου και στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ ότι «έχει μελετήσει και λάβει υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων της υπηρεσίας και ότι προκύπτει ότι όλοι είναι περίπου ισοδύναμοι» αυτό αποτελεί επαρκή αιτιολογία.
Εξετάσαμε το θέμα με προσοχή και κάτω από το φως σχετικής νομολογίας ότι η αιτιολόγηση μιας απόφασης μπορεί να προκύπτει και/ή συμπληρώνεται από το φάκελο της διοίκησης. Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου».
Τα πιο πάνω υποστηρίζονται από την πρόσφατη απόφαση του Καλλή Δ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 272, 273.
Στη σελ. 20 της υπόθεσης Χαράλαμπος Πετεινός πιο πάνω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία «η εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267(45), 1144(46) (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185-186). Βλ. και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438:
«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:
«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου «για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλειπή αιτιολογία λογικά εφικτή». (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Στην εν λόγω υπόθεση η κατάληξη του δικαστηρίου ήταν ότι η αιτιολογία δεν μπορούσε να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο των φακέλων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κ. Αγγελίδη ότι ο εφεσίβλητος δεν έδωσε καλό λόγο γιατί να παραγνωρίσει το προαναφερθέν Δίπλωμα του αιτητή μέσα στο πλαίσιο εξέτασης των προσόντων του, το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα εξής:
«Ότι ο κ. Κουκουνίδης, σε αντίθεση με τον κ. Χριστοφόρου, είχε πανεπιστημιακό προσόν είναι γεγονός. Τούτο όμως δεν συνιστούσε απαίτηση ή καν πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας ούτε, κρίνοντας από τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό. Εν πάση περιπτώσει, το Διοικητικό Συμβούλιο αναφέρθηκε στους υποψηφίους ως περίπου ισοδύναμους στο σύνολο και όχι επί μέρους, και δεν μπορεί να λεχθεί ότι, λαμβανομένου υπ' όψη και του εν λόγω προσόντος του κ. Κουκουνίδη, η άποψη αυτή ήταν πεπλανημένη, έχοντας πάντοτε υπ' όψη τη συνάρτηση των λεχθέντων προς τα προσόντα και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.»
Ούτε ο κ. Θεοδοσίου ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Θαλάμων που ήταν αρμόδιος ανάφερε οτιδήποτε για τη σχετικότητα του προαναφερθέντος διπλώματος του αιτητή, ούτε και ο εφεσίβλητος. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ ορθά παρατήρησε ότι τούτο δε συνιστούσε απαίτηση ή πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας, προχώρησε και ανάφερε ότι κρίνοντας από τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας δε θα μπορούσε το πανεπιστημιακό αυτό προσόν του αιτητή να θεωρηθεί ιδιαίτερα σημαντικό.
Είμαστε της άποψης ότι σε πρώτο στάδιο έπρεπε το θέμα αυτό της σχετικότητας να διερευνηθεί και αποφασιστεί από τον καθού η αίτηση-εφεσίβλητο και η κρίση αυτή να αναθεωρηθεί από το δικαστήριο και όχι να γίνει πρωτογενής εξέταση τούτου. Αυτό προκύπτει από την υπόθεση Όθωνας Γιαγκουλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ.(1999) 3 Α.Α.Δ. 481, που μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα όπου στη σελ. 484 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο εφεσείων υποστήριξε πως τα επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα του συσχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης και του προσδίδουν σαφή υπεροχή στον τομέα αυτό έναντι κάθε άλλου ανθυποψηφίου του. Η Επιτροπή όμως, κατά την εισήγηση του, τα παρέβλεψε χωρίς να διερευνήσει το θέμα. Απαντώντας σχετικά η δικηγόρος της Δημοκρατίας είπε ότι το πρόσθετο προσόν, που προβλέπει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, είχαν, όπως ορθά διέγνωσε η ΕΔΥ, όλοι οι υποψήφιοι. Οι επιπρόσθετοι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών του εφεσείοντα δεν περιλαμβάνονταν στα προαπαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας είτε ως επιπρόσθετο προσόν είτε ως πλεονέκτημα. Επομένως, κατέληξε, όπως επαναβεβαίωσε η Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 317, 321, τα προσόντα αυτά «είναι παράγοντας οριακής σημασίας ο οποίος δεν επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή.
Η ΕΔΥ εδώ είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα και να μην το παρακάμψει λέγοντας απλώς ότι λήφθηκαν υπόψη επίσης τα προσόντα των υποψηφίων. Δεν εξέτασε η ΕΔΥ - σ' αυτήν ανήκει η αρμοδιότητα και όχι στο δικαστήριο - αν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης. Οπόταν υπήρχε πιθανότητα μεταβολής της γενικής εικόνας. Αν στο ερώτημα η απάντηση ήταν καταφατική θα διαμορφωνόταν ίσως ευνοϊκότερη κατάσταση για τον εφεσείοντα που κρίθηκε ότι ήταν, στο τομέα αυτό, σε ίση περίπου μοίρα με το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αρχή της διαφάνειας επέβαλλε έρευνα η οποία δεν έγινε. Η επίδικη πράξη είναι, για το λόγο αυτό τρωτή.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Το γεγονός ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτο να αγνοείται αν είναι τέτοιο που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης και που προσθέτει στα προσόντα κάποιου. Στην υπόθεση Χρίστος Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., 1223/98, ημερ. 18/12/00, ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), έκρινε ότι ορθά προήχθηκαν οι διαθέτοντες υπέρτερα προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και μη αποτελούντα πλεονέκτημα, σχετιζόμενα όμως με τα καθήκοντα της θέσης και δεν προήχθη ο υπερέχων κατά 1 χρόνο και 2 μήνες σε αρχαιότητα όσον αφορά το ένα ε.μ. και 1 χρόνο και 6 μήνες όσον αφορά το άλλο ε.μ.
Το ίδιο θέμα εξετάστηκε και στην Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 374, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Νικολάου, Δ.:
«Πάντως, η ασυμφωνία της Θρασυβούλου και της Κουκκουρή (ανωτέρω) με την καθιερωθείσα νομολογιακή επί του ζητήματος γραμμή, δεν εξασθενίζει το λόγο των προηγούμενων αποφάσεων αλλά ούτε και μας φαίνεται να απέβλεπε σε αυτό. Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής. και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»
Πολύ πρόσφατα (1/7/04) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 833/02 και 843/02, Σταύρος Παπαντωνίου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. ο Γαβριηλίδης, Δ. ακύρωσε απόφαση του καθού η αίτηση λόγω ανεπάρκειας αιτιολόγησης και δέουσας έρευνας αναφέροντας τα ακόλουθα:
«(γ) Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μάριος Σκορδής «έχει ευρεία πείρα και πολυμερή γνώση της τεχνικής παραγωγής και μετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων». Ούτε επεξηγεί τι σχέση έχει η ιδιότητα του «υπεύθυνου» για το Διαγωνισμό Γουροβίζιον με την απαιτούμενη «εμπειρία» στην παραγωγή και μετάδοση τηλεοπτικών μουσικών προγραμμάτων. Δε διευκρινίζει, επίσης, τι εννοεί το Διοικητικό Συμβούλιο με την αναφορά σε «όλα τα συναφή θέματα» με το Διαγωνισμό Γιουροβίζιον. Γενικά η αιτιολογία που δίδεται για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους ως του καταλληλότερου για την επίδικη θέση πάσχει από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία.
(δ) Δε γίνεται οποιαδήποτε ουσιαστική αντιπαραβολή και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους ώστε να διαφαίνονται οι λόγοι της προτίμησης του ενδιαφερόμενου μέρους Μάριου Σκορδή.»
Τέλος στην Υπόθεση 3/03, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 9/1/04, ο Χατζηχαμπής, Δ. ακυρώνοντας την προαγωγή του ε.μ. μεταξύ άλλων ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό των ακαδημαϊκών προσόντων και ανέφερε τα εξής:
«Ο Διευθυντής λοιπόν σχολίασε κατά κύριο λόγο εκείνα από τα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζηχάννα που δεν αφορούσαν ακαδημαϊκές σπουδές αλλά δραστηριότητες επιμορφωτικής φύσης και που ανάλογα είχε και ο κ. Παπανδρέου. Αυτό όμως δεν ήταν το ζητούμενο. Ο Διευθυντής δεν σχολίασε καθόλου το Master in Public Administration το οποίο ήταν και το ουσιαστικό πρόσθετο προσόν του κ. Χατζηχάννα αλλά και απόλυτα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και ιδιαιτέρως ως προς τις διευθυντικές δυνατότητες του κ. Χατζηχάννα. Η παράλειψη αυτή καθίσταται πιο σημαντική αν ληφθεί υπόψη ότι ο Διευθυντής δεν παρέλειψε να εντοπίσει την πολύ οριακή υπεροχή του κ. Παπανδρέου σε βαθμολογημένη αξία στο στοιχείο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» ...................... Προκειμένου περί δύο υπαλλήλων με τόσο οριακή διαφορά σε βαθμολογημένη αξία και σε αρχαιότητα αναγόμενη μόνο σε προηγούμενη θέση, και καθαρή υπεροχή σε πρόσθετα προσόντα, ήταν αναγκαίο η αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων συναφών με τα καθήκοντα της θέσης να εγίνετο με ακρίβεια, ιδιαίτερη προσοχή και δέουσα αιτιολόγηση και οχι με απλή αναφορά στην κοινοτυπία ότι τα πρόσθετα προσόντα δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και έχουν ληφθεί υπόψη και συναξιολογηθεί.
Η ίδια παράλειψη εντοπίζεται και στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. ......................................................................................................»
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την κατάληξη ότι όλοι οι υποψήφιοι ήσαν «περίπου ισοδύναμοι» και η περί αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή ιδιαίτερα σε αυτή την περίπτωση που η αρχαιότητα του αιτητή ήταν μόνο ένας μήνας. Η ανεπάρκεια της αιτιολόγησης οφείλεται και στο ότι δε φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε έρευνα ή έστω και απόφαση αν το δίπλωμα του αιτητή-εφεσείοντα είχε ή όχι σχέση με τη θέση ούτως ώστε να του δίνεται και η ανάλογη βαρύτητα.
Ως αποτέλεσμα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο κατ' έφεση όσο και πρωτόδικα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.