ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 3 ΑΑΔ 446

11 Ιουνίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

SHENER LEVENT,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ

     ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3821)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Πρώτα εξετάζεται το ζήτημα της δικαιοδοσίας ως προδικαστικό ζήτημα ― Οι λόγοι ακυρώσεως ακολουθούν.

Εκλογοδικείο ― Ενστάσεις κατά εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας αλλά και δυσμενείς αποφάσεις του Εφόρου Εκλογών, εξετάζονται βάσει του Άρθρου 21 του Ν.10(1)/2004 από το Εκλογοδικείο με Εκλογική Αίτηση.

Ο εφεσείων του οποίου η προσφυγή απορρίφθηκε, επεδίωξε και κατ' έφεση να πετύχει ακύρωση στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, της απόφασης του Γενικού Εφόρου Εκλογών για τα Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία αρνήθηκε την υποβολή της υποψηφιότητάς του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των Άρθρων 3 και 82 του Συντάγματος αλλά και του Άρθρου 2 του Περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988 (Ν.67/88) προκύπτει πως ο Ν.10(1)/2004, ως αφορών σε εκλογές τις οποίες επίσημα κλήθηκαν να συμμετάσχουν οι Τουρκοκύπριοι, ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Οπότε, με το Δικαστήριο αδέσμευτο από τις πρόνοιες του, προκύπτει αρμοδιότητα κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

    Επιχειρήματα σε σχέση με το σκέλος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο επισημάνθηκε το αντινομικό της εισήγησης, δεν αναπτύχθηκαν από τον εφεσείοντα.  Το υπέμνησε ο κ. Βασιλειάδης και επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, σε σχέση με το ανεπίτρεπτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Ο εφεσείων είναι ενόψη και κατ' επίκληση των ουσιαστικών προνοιών του Ν.10(1)/2004 και στο πλαίσιο τους που επιδίωξε, ως πολίτης της Δημοκρατίας, να υποβάλει υποψηφιότητα.  Υποστήριξε επίσης ο κ. Βασιλειάδης πως ορθά έκρινε το Δικαστήριο πως «το ζήτημα δεν μπορεί να συναρτηθεί με το προδικαστικό ερώτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου».

    Ούτως η άλλως, σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία και αν εντάσσεται το ζήτημα, προϋποτίθεται η ύπαρξη εκλογικού Νόμου και, συνεπώς, ορθά κρίθηκε πως το ζήτημα που αφορά στη γλώσσα δεν μπορεί να συναρτηθεί προς το προδικαστικό ζήτημα που κατέληξε με την απόρριψη της προσφυγής.

2. Στο επίκεντρο της εισήγησης του εφεσείοντα, βρίσκεται η άποψη πως για να λειτουργήσει το Άρθρο 21 του Ν.10(1)/2004, θα έπρεπε πρώτα να είχαν γίνει δεκτά τα έγγραφα που υπέβαλε και να είχε ανακηρυχθεί υποψήφιος. Αυτό, αφού μόνο τότε, στο πλαίσιο της Νόμου, θα ήταν δυνατό να υποβληθεί ένσταση την οποία θεωρεί ως προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων.  Συναφώς, αφού δεν θα ενομιμοποιείτο στην υποβολή εκλογικής αίτησης εφόσον, ως μη υποψήφιος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται σε όσους κατά το Άρθρο 57(2) του Ν.72/79 θα ήταν δυνατό να υποβάλλουν εκλογική αίτηση.

    Το Άρθρο 21 του Ν.72/79 δεν εξαντλείται στις πρόνοιες των παραγράφων (1), (2) και (3) περί των ενστάσεων που είναι δυνατό να υποβληθούν και περί την απόφαση του Εφόρου επ' αυτών.  Περιλαμβάνει και την περαιτέρω πρόνοια της παραγράφου 4, σύμφωνα με την οποία «ο Έφορος δύναται να κηρύξει ως άκυρα οιαδήποτε έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας δι' ους λόγους εκτίθενται εις το εδαφιον (1) και πληροφορεί περί τούτου τον υποψήφιον». Στο δε Άρθρο 58 του Ν.72/79, με το οποίο καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους η εκλογή μπορεί να κηρυχθεί και εν συνόλω ως άκυρη, με την παράγραφο (στ) ξεκάθαρα διαχωρίζεται η περίπτωση απόφασης επί ενστάσεως, από την κήρυξη των εγγράφων ως ακύρων, δυνάμει του Άρθρου 21.

    Στους λόγους για τους οποίους ο Έφορος μπορεί να κηρύξει τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας άκυρα, περιλαμβάνεται και η περίπτωση της παραγράφου (1)(γ) του Άρθρου 21 Ν.72/79, όταν δηλαδή «είναι προφανές εκ του περιεχομένου των εγγράφων τούτων, ότι ο προτεινόμενος υποψήφιος δεν δύναται να εκλεγή». Αμφισβήτηση περί την υπαγωγή της περίπτωσης σε αυτή την πρόνοια δεν υπάρχει, αφού ήταν άλλωστε πάντοτε παραδεκτό πως, εφόσον ο εφεσείων δεν περιλαμβανόταν στους εκλογικούς καταλόγους, υπό το πρίσμα των προνοιών του Νόμου, καταφανώς δεν ήταν δυνατό να εκλεγεί. Ανεξάρτητα από αυτό, δεν αμφισβητήθηκε, ώστε να απασχολήσει ιδιαιτέρως ως θέμα της έφεσης, ότι η απόφαση του Εφόρου, ως «δυσμενής», θα εντασόταν εν πάση περιπτώσει στο Άρθρο 21 του Ν.72/79 δυνάμει του Άρθρου 21 του Ν.10(1)/2004, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, ευθέως αναγνώρισε ο κ. Δράκος πως το Άρθρο 21 του Ν.10(1)/2004 προσθέτει στο Άρθρο 21 του Ν.72/79 και πως, πράγματι, αν είχαν γίνει δεκτά τα έγγραφα και στη συνέχεια ο Έφορος ακύρωνε την υποψηφιότητα, μετά από ένσταση, η απόφαση του μόνο με εκλογική ένσταση θα μπορούσε να προσβληθεί. Παραγνωρίζοντας πως και υπό αυτή τη θεώρηση δεν συναρτάται η εξουσία του Εφόρου προς ένσταση ώστε να έχει οποιοδήποτε έρεισμα η πρόταση πως απόφαση του Εφόρου αποκλείουσα ορισμένη υποψηφιότητα εντάσσεται στη μία ή στην άλλη δικαιοδοσία, απλώς ανάλογα με το κατά πόσο υποβλήθηκε ένσταση.

    Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 21 του Ν.72/79 πως «οιαδήποτε απόφασις του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί δι' Εκλογικής Αιτήσεως», το θέμα ουσιαστικά εξαντλείται. Σημειώνεται, συναφώς, πως τουλάχιστον δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως το Άρθρο 57(2) του Ν.72/79, το οποίο αναφέρεται και σε πρόσωπο ισχυριζόμενο ότι υπήρξε υποψήφιος κατά την εκλογή, είναι αναιρετικό αυτής της σαφούς πρόνοιας. Και, περαιτέρω, πως το Άρθρο 57(1) εντάσσει στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου «παν θέμα όπερ δύναται να προκύψει εν σχέσει προς το δικαίωμα προσώπου να γίνη ή να παραμείνη βουλευτής», εν προκειμένω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και εδώ έχουμε ακριβώς τέτοιο θέμα. Το Άρθρο δε 58(στ), ιδωμένο στο συνολικό πλαίσιο του Νόμου, ακριβώς εναρμονίζεται προς στην πιο πάνω θεώρηση του θέματος. Ακολουθώντας το Άρθρο 57, εντάσσει στους λόγους ακύρωσης εκλογής και κάθε απόφαση ληφθείσα δυνάμει του Άρθρου 21, τελούντος βεβαίως και υπό την ειδική πρόνοια για τους σκοπούς εκλογής για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3. Η δεύτερη θέση του εφεσείοντα είναι διαζευκτική προς την πρώτη.  Τελεί υπό την προϋπόθεση πως υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων, η περίπτωση εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου και όχι του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Υποστηρίζει ο εφεσείων μας, σε τέτοια περίπτωση, τα άρθρα των Νόμων παραβιάζουν τα Άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τα Άρθρα 6 και 31 και τα Άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με τον Ν.39/62, σε συνδυασμό με το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 και το Άρθρο 14. Αυτά, υπό την κεντρική σκέψη πως η διαδικασία ενώπιον του Εκλογοδικείου δεν αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

    Εκείνο που διαφεύγει σ' αυτή την εναλλακτική εισήγηση είναι η προϋπόθεση υπό την οποία τέθηκε. Εφόσον η εισήγηση υποβάλλεται υπό το δεδομένο της ένταξης της περίπτωσης υπό την δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου, δεν μπορεί να είναι ζήτημα που θα μπορούσε να απασχολήσει σ' αυτή τη διαδικασία.

Η έφεση απορρίπτεται.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,

Στυλιανού-Κόρακα v. Γεωργίου κ.ά. (2004) 1 A.A.Δ. 281.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή, Kύπριο πολίτη, τουρκικής καταγωγής εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 606/2004), ημερομηνίας 7/6/2004, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της απόφασης του Γενικού Eφόρου Eκλογών Mελών του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου, με την οποία ο Έφορος αρνήθηκε την υποβολή υποψηφιότητας για Eυρωβουλευτής στις επερχόμενες εκλογές της 13ης Iουνίου, 2004, επειδή, όπως κρίθηκε, η περίπτωση εντάσσεται όχι στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Aνωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά στη δικαιοδοσία του Eκλογοδικείου.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Βασιλειάδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση, ως εκτελεστής διοικητικής πράξης, στο πλαίσιο του άρθρου 146 του Συντάγματος, της απόφασης του Γενικού Εφόρου Εκλογών Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία αρνήθηκε "την υποβολή της υποψηφιότητας του για Ευρωβουλευτής στις επερχόμενες εκλογές της 13ης Ιουνίου 2004".

Κατά τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίκτηκε η προσφυγή, ο εφεσείων, ως Κύπριος πολίτης, τουρκικής καταγωγής, Μέλος της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, διαμένων μονίμως στο κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας που ελέγχεται από τα τουρκικά στρατεύματα, στις 20.5.2004 "υπέβαλε την υποψηφιότητά του, κανονικά, συμπληρώνοντας στην τουρκική γλώσσα τα σχετικά έντυπα .........". Εφόσον, όμως, όπως δέκτηκε και ο ίδιος, δεν ήταν εγγεγραμμένος στους Εκλογικούς Καταλόγους, οι "αρχές" αρνήθηκαν  "να αποδεκτούν τα συμπληρωμένα έντυπα με αποτέλεσμα ...... να μην μπορέσει να υποβάλει την υποψηφιότητά του". Επεσύναψε, συναφώς, επιστολή ημερομηνίας 21.5.2004 εκ μέρους του Γενικού Έφορου Εκλογών, με την οποία πληροφορήθηκε ότι "τα έγγραφα που υποβάλατε δεν έχουν γίνει αποδεκτά επειδή, όπως σας έχω ενημερώσει και διά ζώσης, δεν είσαστε εγγεγραμμένος στον Εκλογικό Κατάλογο, όπως προνοεί η σχετική Νομοθεσία".

Στις 4.6.2004 ο εφεσείων υπέβαλε μονομερή αίτηση πρώτα για "αναστολή της επίδικης διοικητικής πράξης και/ή απόφασης" μέχρι την πλήρη εκδίκαση της προσφυγής. Αυτό, παρά το γεγονός ότι προσδιορίζεται ως προσβαλλόμενη, διοικητική απόφαση με αρνητικό περιεχόμενο. Μετά, για "αναστολή διεξαγωγής των ευρωεκλογών που θα γίνουν  στις 13.6.2004", μέχρι την πλήρη εκδίκαση της προσφυγής. Τρίτο αίτημα αφορούσε στην γρήγορη εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης αλλά και της προσφυγής.

Η ενδιάμεση αίτηση εκδικάστηκε στις 7.6.2004 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε αυθημερόν. Διαπιστώθηκε έλλειψη δικαιοδοσίας αφού, όπως κρίθηκε, η περίπτωση εντάσσεται όχι στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου. Επομένως, απορρίφθηκε η προσφυγή και συνακολούθως η ενδιάμεση αίτηση. Ασκήθηκε έφεση και μπορέσαμε να την ακούσουμε χθες. Οι λόγοι της έφεσης επαναφέρουν, κατά βάση, όσα συζητήθηκαν πρωτοδίκως και θα παραθέσουμε πρώτα το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:

"Ήγειρα στον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή το ερώτημα κατά πόσο οι ζητούμενες από τον αιτητή θεραπείες εμπίπτουν στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος στην οποία, δικαιοδοσία, στηρίζεται η προσφυγή, όπως και η μονομερής αίτηση, ή κατά πόσο αυτές εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου ενόψει του άρθρου 21 των περί Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμων του 2004 (Ν.10(I)/2004 όπως τροποποιήθηκε) σε συνδυασμό με το άρθρο 21 των περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων. Ο κ. Δράκος υποστήριξε ότι η παραπομπή στο άρθρο 21 των περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων, όπως γίνεται από το άρθρο 21 του Ν.10(I)/2004, όπως τροποποιήθηκε, αφορά μόνο την περίπτωση "ενστάσεων κατά εγγράφων υποβολής υποψηφιότητος" υποβαλλόμενων "υφ' οιουδήποτε εκλογέως" και, επομένως, δεν αφορά την περίπτωση του αιτητή ο οποίος διεκδίκησε δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας, χωρίς επιτυχία, αφού ο Έφορος Εκλογών απέρριψε σχετική αίτησή του.

Η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή δε με βρίσκει σύμφωνο.   Το άρθρο 21 του Νόμου 10(I)/2004 έχει ως εξής:

"21.   Οι διατάξεις του άρθρου 21 των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, για ενστάσεις κατά εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας, καθώς επίσης και κατά δυσμενών αποφάσεων του Εφόρου Εκλογών."

Θεωρώ ότι η φράση "καθώς επίσης και κατά δυσμενών αποφάσεων του Εφόρου Εκλογών" σκοπό έχει να καλύψει, και καλύπτει, κάθε είδους απόφαση του Εφόρου Εκλογών, δυσμενή για τον ενδιαφερόμενο, είτε αυτός είναι εκλογέας, είτε υποψήφιος για εκλογή. Εφόσον, επομένως, ο αιτητής είχε παράπονο από την απόφαση του Εφόρου να απορρίψει την υποψηφιότητά του στις Ευρωεκλογές, όφειλε να απευθυνθεί στο Εκλογοδικείο με Εκλογική Αίτηση. Και τούτο κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρου 21(5) των περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων, σύμφωνα με το οποίο "οιαδήποτε απόφασις του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθή δι' Εκλογικής Αιτήσεως".

Όσον αφορά το ότι ο Νόμος 10(I)/2004, όπως και οι τροποποιήσεις του, δεν εκδόθηκαν και στην Τουρκική γλώσσα, θέμα το οποίο ήγειρε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, στηριζόμενος στο άρθρο 3 του Συντάγματος, παρατηρώ ότι αυτό δε μπορεί να συναρτηθεί με το προδικαστικό ερώτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί, κατά την άποψή μου, αντινομία για τον αιτητή, αφενός να ισχυρίζεται ότι ο εν λόγω Νόμος, εφόσον δεν εκδόθηκε και στην Τουρκική γλώσσα, δεν έχει εφαρμογή στο πρόσωπό του, ως Τουρκοκύπριου, και, αφετέρου, να ζητά την ακύρωση αποφάσεως η οποία λήφθηκε, ύστερα από δικό του αίτημα, κατ' εφαρμογή του ίδιου Νόμου."

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατέθεσε γραπτή αγόρευση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία αγόρευσε προφορικά και ο κ. Δράκος απάντησε. Τα θέματα που εγείρονται είναι ευκρινώς προσδιορισμένα.

Το πρώτο περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ο Ν.10(I)/2004 δεν έχει δημοσιευθεί και στην τουρκική γλώσσα.   Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 και 82 του Συντάγματος αλλά και του άρθρου 2 του Περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988 (Ν.67/88) προκύπτει πως ο Ν.10(I)/2004, ως αφορών σε  εκλογές στις οποίες επίσημα κλήθηκαν να συμμετάσχουν  οι Τουρκοκύπριοι, ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Οπότε, με το Δικαστήριο αδέσμευτο από τις πρόνοιες του, προκύπτει  αρμοδιότητα κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Επιχειρήματα σε σχέση με το σκέλος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο επισημάνθηκε το αντινομικό της εισήγησης, δεν αναπτύχθηκαν από τον εφεσείοντα. Το υπέμνησε ο κ. Βασιλειάδης και επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, σε σχέση με το ανεπίτρεπτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Ο εφεσείων είναι ενόψει και κατ' επίκληση των ουσιαστικών προνοιών του Ν.10(I)/2004 και στο πλαίσιο τους που επιδίωξε, ως πολίτης της Δημοκρατίας, να υποβάλει υποψηφιότητα. Υποστήριξε επίσης ο κ. Βασιλειάδης πως ορθά έκρινε το Δικαστήριο πως "το ζήτημα δεν μπορεί να συναρτηθεί με το προδικαστικό ερώτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου".

Ούτως ή άλλως, σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία και αν εντάσσεται το ζήτημα, προϋποτίθεται η ύπαρξη εκλογικού Νόμου και, συνεπώς, ορθά κρίθηκε πως το ζήτημα που αφορά στη γλώσσα δεν μπορεί να συναρτηθεί προς το προδικαστικό ζήτημα που κατέληξε με την απόρριψη της προσφυγής.  

Επί της ουσίας, της ορθής δηλαδή ταξινόμησης της επιδιωκόμενης θεραπείας για σκοπούς δικαιοδοσίας, ο εφεσείων προώθησε δύο θέσεις. Η πρώτη θέση προωθήθηκε υπό την παραδεκτή διασύνδεση του άρθρου 21 του Ν.10(I)/2004 με το άρθρο 21 του Ν.72/79. Κατά το άρθρο 27 του Ν.10(I)/2004 "για ότι δεν προβλέπεται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται, κατ' αναλογία,  οι διατάξεις των εκλογικών νόμων", στους οποίους οι ερμηνευτικές διατάξεις περιλαμβάνουν και τον Ν.72/79. Και κατά το άρθρο 21 του Ν.10(I)/2004 "οι διατάξεις του άρθρου 21 του Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, για ενστάσεις εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας, καθώς επίσης και κατά δυσμενών αποφάσεων του Εφόρου Εκλογών". Περαιτέρω, χωρίς να αμφισβητηθεί πως η απόφαση του Γενικού Εφόρου είναι, πράγματι, "δυσμενής απόφαση" με την έννοια του άρθρου 21 του Ν.10(I)/2004.

Στο επίκεντρο της εισήγησης του εφεσείοντα, βρίσκεται η άποψη πως για να λειτουργήσει το άρθρο 21 του Ν.10(I)/2004, θα έπρεπε πρώτα να είχαν γίνει δεκτά τα έγγραφα που υπέβαλε και να είχε ανακηρυχθεί υποψήφιος. Αυτό, αφού μόνο τότε, στο πλαίσιο του Νόμου, θα ήταν δυνατό να υποβληθεί ένσταση την οποία θεωρεί ως προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων. Συναφώς, αφού δεν θα ενομιμοποιείτο στην υποβολή εκλογικής αίτησης εφόσον, ως μη υποψήφιος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται σε όσους κατά το άρθρο 57(2) του Ν.72/79 θα ήταν δυνατό να υποβάλουν εκλογική αίτηση.

Το άρθρο 21 του Ν.72/79 δεν εξαντλείται στις πρόνοιες των παραγράφων (1), (2) και (3) περί των ενστάσεων που είναι δυνατό να υποβληθούν και περί την απόφαση του Εφόρου επ΄ αυτών. Περιλαμβάνει και την περαιτέρω πρόνοια της παραγράφου 4, σύμφωνα με την οποία "ο Έφορος δύναται να κηρύξει ως άκυρα οιαδήποτε έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας δι' ους λόγους εκτίθενται  εις το εδάφιον (1) και πληροφορεί περί τούτου τον υποψήφιον". Στο δε άρθρο 58 του Ν.72/79, με το οποίο καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους η εκλογή μπορεί να κηρυχθεί και εν συνόλω ως άκυρη, με την παράγραφο (στ) ξεκάθαρα διαχωρίζεται η περίπτωση απόφασης επί ενστάσεως, από την κήρυξη των εγγράφων ως ακύρων, δυνάμει του άρθρου 21.

Στους λόγους για τους οποίους ο Έφορος μπορεί να κηρύξει τα έγγραφα υποβολής υποψηφιότητας άκυρα, περιλαμβάνεται και η περίπτωση της παραγράφου (1)(γ) του άρθρου 21 Ν.72/79, όταν δηλαδή "είναι προφανές εκ του περιεχομένου των εγγράφων τούτων, ότι ο προτεινόμενος υποψήφιος δεν δύναται να εκλεγή". Αμφισβήτηση περί την υπαγωγή της περίπτωσης σε αυτή την πρόνοια δεν υπάρχει, αφού ήταν άλλωστε πάντοτε παραδεκτό πως, εφόσον ο εφεσείων δεν περιλαμβανόταν στους εκλογικούς καταλόγους, υπό το πρίσμα των προνοιών του Νόμου, στον οποίον τώρα αναφερόμαστε μόνο για τις ανάγκες της υπόθεσης, καταφανώς δεν ήταν δυνατό να εκλεγεί. Ανεξάρτητα από αυτό, έχουμε ήδη σημειώσει πως δεν αμφισβητήθηκε, ώστε να μας απασχολήσει ιδιαιτέρως ως θέμα της έφεσης, ότι η απόφαση του Εφόρου, ως "δυσμενής", θα εντασσόταν εν πάση περιπτώσει στο άρθρο 21 του Ν.72/79 δυνάμει του άρθρου 21 του Ν.10(I)/2004, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, ευθέως αναγνώρισε ο κ. Δράκος πως το άρθρο 21 του Ν.10(I)/2004 προσθέτει στο άρθρο 21 του Ν.72/79 και πως, πράγματι, αν είχαν γίνει δεκτά τα έγγραφα και στη συνέχεια ο Έφορος ακύρωνε την υποψηφιότητα, μετά από ένσταση, η απόφαση του μόνο με εκλογική ένσταση θα μπορούσε να προσβληθεί. Παραγνωρίζοντας πως και υπό αυτή τη θεώρηση δεν συναρτάται η εξουσία του Εφόρου προς ένσταση ώστε να έχει οποιοδήποτε έρεισμα η πρόταση πως απόφαση του Εφόρου αποκλείουσα ορισμένη υποψηφιότητα εντάσσεται στη μια ή στην άλλη δικαιοδοσία, απλώς ανάλογα με το κατά πόσο υποβλήθηκε ένσταση.

Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι ρητά προβλέπεται στο άρθρο 21 του Ν.72/79 πως "οιαδήποτε απόφασις του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί δι' Εκλογικής Αιτήσεως", το θέμα ουσιαστικά εξαντλείται. Σημειώνουμε, συναφώς, πως τουλάχιστον δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί πως το άρθρο 57(2) του Ν.72/79, το οποίο αναφέρεται και σε πρόσωπο ισχυριζόμενο ότι υπήρξε υποψήφιος κατά την εκλογή, είναι αναιρετικό αυτής της σαφούς πρόνοιας. Και, περαιτέρω, πως το άρθρο 57(1) εντάσσει στην δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου "παν θέμα όπερ δύναται να προκύψει εν σχέσει  προς το δικαίωμα προσώπου να γίνη ή να παραμείνη βουλευτής", εν προκειμένω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και εδώ έχουμε ακριβώς τέτοιο θέμα. (Βλ. συναφώς την Μιχάλης Στυλιανού - Κόρακα ν. Αγαθάγγελου (Άγγελου) Γεωργίου κ.ά. (2004) 1 A.A.Δ. 281). Το άρθρο δε 58(στ), στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, ιδωμένο στο συνολικό πλαίσιο του Νόμου, ακριβώς εναρμονίζεται προς στην πιο πάνω θεώρηση του θέματος. Ακολουθώντας το άρθρο 57, εντάσσει στους λόγους ακύρωσης εκλογής και κάθε απόφαση ληφθείσα δυνάμει του άρθρου 21, τελούντος βεβαίως και υπό την ειδική πρόνοια για τους σκοπούς εκλογής για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η δεύτερη θέση του εφεσείοντα είναι διαζευκτική προς την πρώτη. Τελεί υπό την προϋπόθεση πως υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων, η περίπτωση εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου και όχι του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 146 του Συντάγματος. Υποστηρίζει ο εφεσείων πως, σε τέτοια περίπτωση, τα άρθρα των Νόμων παραβιάζουν τα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τα άρθρα 6 και 31 και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με τον Ν.39/62, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 και το άρθρο 14. Αυτά, υπό την κεντρική σκέψη πως η διαδικασία ενώπιον του Εκλογοδικείου δεν αποτελεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

Εκείνο που διαφεύγει σ' αυτή την εναλλακτική εισήγηση είναι η προϋπόθεση υπό την οποία τέθηκε. Εφόσον η εισήγηση υποβάλλεται υπό το δεδομένο της ένταξης της περίπτωσης υπό την δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου, δεν μπορεί να είναι ζήτημα που θα μπορούσε να μας απασχολήσει σ' αυτή τη διαδικασία.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο