ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κokos Athanasiou Motors Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 21
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 ΑΑΔ 679
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 3 ΑΑΔ 321
19 Απριλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
1. ΚΑΤΙΑ ΛΟΪΖΟΥ,
2. ΑΝΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ/ ΄Η
ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΥΠΟ ΤΗΝ
ΟΝΟΜΑΣΙΑ NARCISUS (FLOWERS)
ΚΑΙ/ ΄Η ΚΑΤΙΑΣ ΛΟΪΖΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΡΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3248)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Φόρος αυτοβεβαιούμενος ― Υποχρέωση τήρησης βιβλίων από τον φορολογούμενο ― Βεβαίωση φόρου κατά την κρίση του Εφόρου, αν σημειωθούν λάθη ή παραλείψεις.
Οι εφεσείουσες, που φορολογήθηκαν κατά την κρίση του Εφόρου, λόγω παραλείψεων στους λογαριασμούς και βιβλία που τηρούσαν, επεδίωξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος και η καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία.
Αν ο φορολογούμενος έχει παραλείψει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή αν παραλείπει να τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν κριθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλειπείς ή εσφαλμένες, ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.
Οι εφεσείουσες απέτυχαν να δικαιολογήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τις θέσεις που προβάλλουν εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, ενώ η επιχειρηματολογία τους εξαντλήθηκε για μια ακόμα φορά σε γενικότητες, αοριστίες και ασάφειες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21,
Δημοκρατία v. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679.
Έφεση.
Έφεση από τις εναγόμενες, εμπορευόμενες ως ομόρρυθμη εταιρεία είδη ανθοπωλείου και είδη γάμου εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 946/99), ημερομηνίας 7/5/2001, με την οποία απέρριψε την προσφυγή τους κατά της απόφασης ημερομηνίας 11/5/99 με την οποία ο Έφορος Φ.Π.Α. βεβαίωσε το ποσό των £32.106,45 ως οφειλόμενο από αυτές φόρο Φ.Π.Α. για την περίοδο 1/7/92 μέχρι 31/12/97.
Α. Ευτυχίου, για τις Εφεσείουσες.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες έχουν εγγεγραμμένη ομόρρυθμη εταιρεία (συνεταιρισμό). Διατηρούν στη Λεμεσό ανθοπωλείο στο οποίο μισθώνουν συνάμα νυφικά και πωλούν είδη γάμου. Στις 11.5.1999 βεβαιώθηκε από τον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής «ο Έφορος») το ποσό των £32.106,45 ως οφειλόμενος από αυτές φόρος προστιθέμενης αξίας, για την περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 31.12.1997.
Έλεγχος που είχε προηγηθεί έδειξε ότι οι εφεσείουσες δεν τηρούσαν κάποια βιβλία, στοιχεία και αρχεία, ενώ για την ίδια περίοδο είχαν παραλείψει να καταχωρήσουν στα βιβλία τους διάφορες εγγραφές, όπως την αξία και το φόρο εισροών για αγορές λουλουδιών, διακοσμήσεις κλπ.
Είχε επίσης διαπιστωθεί ότι δεν είχαν παρουσιάσει για έλεγχο σημαντικά στοιχεία της επιχείρησής τους, απαραίτητα για επαλήθευση των καταχωρήσεων των εισπράξεών τους, ενώ οι εκροές και ο φόρος εκροών που είχαν καταχωρήσει στις φορολογικές τους δηλώσεις διέφεραν σημαντικά από τα ποσά που αναφέρονταν στα βιβλία και αρχεία τους.
Για τη βεβαίωση φόρου εισροών και εκροών ο έφορος έλαβε υπ' όψιν κάποια στοιχεία για αριθμό ετών, όπως τις αγορές στεφάνων γάμου, λαμπάδων και άλλων υλικών που εντοπίστηκαν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της επιχείρησης, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε καταχώρηση στα βιβλία.
Σχετική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης απορρίφθηκε στις 7.5.2001. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών για αυθαιρεσία, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας προωθήθηκαν με τρόπο γενικό και αόριστο. Το ίδιο λέχθηκε και για τον ισχυρισμό για ελλιπή έρευνα, που επίσης απορρίφθηκε. Η επιχειρηματολογία για πλάνη, έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση αρχών καλής πίστης, ισότητας, αμεροληψίας κλπ, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, εξαντλήθηκαν σε γενικολογίες και γι' αυτό απορρίφθηκαν συνοπτικά. Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε το φάκελλο κατέληξε ότι η έρευνα που είχε διεξαχθεί ήταν ενδελεχής και ότι, αντίθετα, οι εφεσείουσες σκόπιμα προσπάθησαν κατά τον διεξαχθέντα έλεγχο να παραπλανήσουν τον Έφορο.
Το Δικαστήριο απέρριψε ακόμα διάφορους ισχυρισμούς ότι οι παρουσιασθείσες αρχικά ελλείψεις είχαν καλυφθεί από σειρά επιστολών των λογιστών των εφεσειουσών, όπως και από σημειώματα στο φάκελο, με αποτέλεσμα τα στοιχεία να έπρεπε να θεωρηθούν από τον Έφορο ως αξιόπιστα και βάσιμα.
Με την ασκηθείσα εναντίον της πρωτόδικης απόφασης έφεση, οι εφεσείουσες ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τα ίδια επιχειρήματα. Υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο Έφορος άσκησε νόμιμα τη διακριτική του ευχέρεια, αφού δεν εξέτασε επαρκώς τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του από τις εφεσείουσες και τους λογιστές τους, ενώ προέβη στην επιβολή της φορολογίας κατά τρόπο άδικο και αυθαίρετο. Επαναλαμβάνουν ακόμα τον ισχυρισμό ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν γενική, αόριστη και ασαφής και ότι ο Έφορος ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης.
Στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορού τους γίνεται αναφορά σε αριθμό επιστολών και σημειωμάτων που μπορούν να βρεθούν στο διοικητικό φάκελο, καμιά όμως από αυτές δεν φαίνεται να δικαιολογεί τα προβληθέντα επιχειρήματα. Απλώς επαναλαμβάνονται στοιχεία και συλλογισμοί που είχαν ανεπιτυχώς τεθεί και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί αν επαναλάβουμε τους λόγους για την απόρριψη των επιχειρημάτων των εφεσειουσών. Αρκεί να λεχθεί ότι όσα λέχθηκαν κατ' έφεση δεν δικαιολογούν αλλαγή της τοποθέτησης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος και η καταγραφή ή λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και πληρωμή του αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία (Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21).
Όπως έχει επισημανθεί, αν ο φορολογούμενος έχει παραλείψει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή αν παραλείπει να τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή όταν κριθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλειπείς ή εσφαλμένες, ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του (βλέπε σχετικά Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679).
Γενικά θα πρέπει να λεχθεί ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να δικαιολογήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τις θέσεις που προβάλλουν εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, ενώ η επιχειρηματολογία τους εξαντλείται για μια ακόμα φορά σε γενικότητες, αοριστίες και ασάφειες.
Η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.