ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2004) 3 ΑΑΔ 253

12 Mαρτίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,

v.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΣΑΜΑΡΑ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3207)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Τελικός κατάλογος από Ε.Ε.Υ. ― Εξουσίες της Επιτροπής, βάσει του Άρθρου 35Β (8), όπως τροποποιήθηκε ― Εξέταση νομιμότητας αξιολογήσεων μόνο αφού ζητηθεί στην ένσταση κατά του καταλόγου της Συμβουλευτικής.

Η εφεσείουσα Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αμφισβήτησε κατ' έφεση την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του εφεσίβλητου είχε επιτύχει.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το ερώτημα στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι κατά πόσο η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή πρώτα καταρτίζοντας τον κατάλογο υποψηφίων είχε υποχρέωση να εξετάσει και το ζήτημα της αξιολόγησης - βαθμολογίας του εφεσίβλητου για την περίοδο 1997-1998. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε ένα τέτοιο καθήκον.  Η βαθμολογία των υποψηφίων έρχεται στο προσκήνιο όταν η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζει την αξία των υποψηφίων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35Β (4).

    Δεν συνάγεται βάσει του άρθρου, ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εκτός από το να υπολογίσει την αξία όπως καθορίζεται στη βάση της βαθμολογίας έχει καθήκον να πάει πέραν από τα τεθέντα ενώπιον της στοιχεία και να κάμει έρευνα αν καλώς ή κακώς κάποιος υποψήφιος έχει μια συγκεκριμένη βαθμολογία.

    Επομένως ούτε η Επιτροπή εξετάζοντας αν η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε νόμιμα είχε υποχρέωση αυτεπάγγελτα να εξετάσει ένα τέτοιο ζήτημα.  Θα μπορούσε να το κάμει αλλά μόνον αν της εζητείτο ύστερα από ρητή ένσταση επί τούτου από τον ενδιαφερόμενο. Η Επιτροπή θεώρησε την επιστολή του εφεσίβλητου ημερ. 24/6/99 σαν ένσταση και την εξέτασε. Όμως σ' αυτήν δεν εγειρόταν ένα τέτοιο ειδικό ζήτημα. Την εξέτασε και την αποφάσισε στη βάση των όσων η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει.

2. Ο δεύτερος λόγος που προβλήθηκε είναι ότι «η απόφαση της Ε.Ε.Υ. είναι αναιτιολόγητη». Στην ουσία όμως η επιχειρηματολογία γι αυτό το λόγο περιστρέφεται και πάλιν γύρω από την αξιολόγηση του 1997-98.

    Στην ουσία επομένως το Δικαστήριο καλείτο να αποφασίσει το ίδιο ζήτημα κατά πόσο δηλαδή, η Επιτροπή είχε υποχρέωση λόγω της επιστολής του εφεσίβλητου, ημερ. 24/6/99, να εξετάσει αν ήταν ορθή ή όχι η αξιολόγηση/βαθμολογία του 1997-98. Το ζήτημα ήδη αποφασίστηκε.

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53.

Έφεση.

Έφεση από την Kαθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1356/99), ημερομηνίας 16/2/2001, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή, Kαθηγητή Σωματικής Aγωγής και ακυρώθηκε η προαγωγή από 1/9/1999 των πέντε ενδιαφερομένων μερών στη θέση Bοηθού Διευθυντή Σχολείων Mέσης Γενικής Eκπαίδευσης για τη Φυσική Aγωγή, θέση προαγωγής.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Αρέστης.

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι καθηγητής σωματικής αγωγής. Μετά που αξιολογήθηκε για το έτος 1997-98 υπέβαλε ένσταση προς το Γενικό Επιθεωρητή Εκπαίδευσης στις 28/10/98 θεωρώντας την αξιολόγηση λανθασμένη. Η ένσταση μελετήθηκε από κλιμάκιο επιθεωρητών στις 20/1/99 και το πόρισμα της μελέτης παραπέμφθηκε στο Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης με την εισήγηση ότι ο εφεσίβλητος «ορθά βαθμολογήθηκε». Ο Διευθυντής αποδεχόμενος το πόρισμα πληροφόρησε τον εφεσίβλητο μ' επιστολή του ημερ. 29/1/99 για το αποτέλεσμα. Αυτή είναι η πρώτη σειρά των σχετικών γεγονότων.

Στις 17/5/99 προκηρύχθηκαν πέντε θέσεις Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για τη Φυσική Αγωγή που είναι θέσεις προαγωγής. Υποβλήθηκαν 32 αιτήσεις. Συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρ. 35Β (1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, (ο Νόμος) η οποία μελέτησε τις αιτήσεις των υποψηφίων και ετοίμασε κατάλογο από 15 με πρόταση για προαγωγή. Μεταξύ αυτών δεν ήταν ο εφεσίβλητος, περιλαμβάνονταν όμως τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

Κατόπιν αυτού μ' επιστολή ημερ. 24/6/99 ο εφεσίβλητος ζήτησε από την εφεσείουσα να ενημερωθεί για τους λόγους «που δεν επέτρεψαν να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων Βοηθών Διευθυντών (Μέσης Εκπαίδευσης)».

Η εφεσείουσα θεωρώντας την πιο πάνω επιστολή ως ένσταση την εξέτασε στις 6/7/99 με βάση το άρθρ. 35Β (8) του νόμου και την απέρριψε καταρτίζοντας τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων στον οποίο περιλαμβάνονταν τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη. Σαν λόγος απόρριψης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή προβάλλεται η χαμηλή συνολική βαθμολογία του (193.10 μονάδες) ενώ ο τελευταίος προτεινόμενος υποψήφιος είχε βαθμολογία 210.60 μονάδες.

Ακολούθησαν προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων του τελικού καταλόγου και με απόφαση ημερ. 22/7/99 η εφεσείουσα προήγαγε τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην επίδικη θέση από 1/9/99. Ήταν αυτή η απόφαση που υπήρξε αντικείμενο της προσφυγής και η οποία ακυρώθηκε πρωτόδικα. Η ακύρωση ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να εξετάσει την εγκυρότητα της αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1997-98 και επομένως δεν υπήρξε «δέουσα έρευνα αν ορθά ή εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή της 28/10/98 αναφορικά με την αξιολόγηση του για το έτος 1997-98».

Πιστεύουμε ότι γίνονται καλύτερα κατανοητά τα θέματα που καλούμαστε να αποφασίσουμε κατ' έφεση παραθέτοντας αυτούσιο το καταληκτικό μέρος της απόφασης του αδελφού μας δικαστή. Αναφέρει:

«Η εισήγηση της δικηγόρου της καθής η αίτηση ότι αφ' ης στιγμής το ζήτημα δεν εγειρόταν με την ένσταση του αιτητή της 24/6/99, όπως και δεν εγειρόταν, η καθ' ης η αίτηση δεν είχε υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, να εξετάσει την εγκυρότητα της αξιολόγησης του για το 1997-1998, θα ήταν, κατά την άποψη μου, ορθή αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί πριν τις 17.5.99, όταν το εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου, όπως μάλιστα ερμηνεύθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία και Άλλοι ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, στις σελ. 57 έως 58, είχε ως εξής:

«(8) Η επιτροπή, εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατόν και στη συνέχεια καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»

Όμως, με τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 3) Νόμο του 1999, που τέθηκε σε ισχύ στις 17.5.1999, (Νόμος 44(1)/99), το εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου τροποποιήθηκε και έχει ως εξής:

«(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.»

(Υπογράμμιση δική μου)

Από το πιο πάνω νέο εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β, που σημειωτέον, ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προκύπτει, κατά την άποψη μου, με σαφήνεια, ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί, και τι είδους ή περιεχομένου, ενστάσεις, να εξετάζει τη νομιμότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, προτού η ίδια καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, και ανεξάρτητα από την ένσταση της 24.6.1999, η καθ' ης η αίτηση είχε την υποχρέωση, μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της νομιμότητας του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να εξετάσει και το κατά πόσο ορθά ή εσφαλμένα ο Διευθυντής Μέσης εκπαίδευσης απέρριψε την ένσταση του αιτητή της 28.10.1998, ήτοι την ένσταση του κατά της αξιολόγησης (βαθμολογίας) του στην Ειδική έκθεση για το έτος 1997-1998. Είναι πρόδηλο ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Αφού, μετά που εξέτασε την ένσταση της 24.6.1999, αποφάσισε να πληροφορήσει τον αιτητή για τον λόγο για τον οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν τον είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή, θεώρησε, στη συνέχεια, τον εαυτό της δεσμευμένο να επιλέξει τους καταλληλότερους υποψήφιους από τον κατάλογο που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, χωρίς, προηγουμένως, να εξετάσει τη νομιμότητα του, κάτι που περιλάμβανε και την εξέταση της εγκυρότητας της αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1997-1998. Τούτο σημαίνει ότι πράγματι η τελική απόφαση της καθ' ης η αίτηση πάσχει ως προϊόν μη δέουσας έρευνας κατά πόσο ορθά ή εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση του αιτητή της 28.19.1998 αναφορικά με την αξιολόγηση του για το έτος 1997-1998.

Περιττό να σημειώσω ότι, εφόσον το ζήτημα της ορθότητας της αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 1997-1998 δεν ερευνήθηκε δεόντως από την καθ' ης η αίτηση, όπως αυτή είχε υποχρέωση σύμφωνα με το νέο εδάφιο (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου, δεν είναι της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να το διερευνήσει και να αποφανθεί, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, όπως έχει εισηγηθεί, διαζευκτικά, η δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση.»

Προσβάλλεται σαν λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ανεξάρτητα από την ένσταση της 24/6/99 η εφεσείουσα είχε υποχρέωση στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας του καταλόγου της συμβουλευτικής Επιτροπής να εξετάσει την ορθότητα της απόρριψης της ένστασης του εφεσίβλητου κατά της αξιολόγησης του για το έτος 1997-98. Με βάση τους κανονισμούς αξιολόγησης (Κ.Δ.Π. 233/76), το επιχείρημα συνεχίζει, η εφεσείουσα δεν έχει αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο και η τροποποίηση του εδ. (8) του άρθρου 35 Β του Νόμου δεν επηρεάζει τους εν λόγω κανονισμούς.

Πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να αρχίσουμε την εξέταση του εγειρομένου θέματος από τις πρόνοιες των κανονισμών στους οποίους η συνήγορος της εφεσείουσας μας παραπέμπει.  Θέλουμε όμως να παρατηρήσουμε ότι η γενική και αόριστη επίκληση κανονισμών χωρίς την ειδική αναφορά στις πρόνοιες του συγκεκριμένου κανονισμού στον οποίο το επιχείρημα στηρίζεται δεν είναι καθόλου βοηθητική. Επιπλέον σημειώνουμε ότι δεν πρόκειται για την Κ.Δ.Π. 233/76 αλλά την Κ.Δ.Π. 223/76, πράγμα βεβαίως που ούτε ο συνήγορος του εφεσίβλητου έχει επισημάνει. Τούτων λεχθέντων και αφού μελετήσαμε με προσοχή τους σχετικούς κανονισμούς δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της συνηγόρου. Δεν μπορεί κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα που εισηγείται. Σε κανένα σημείο των κανονισμών δεν υπάρχει τέτοια ρητή ή εξυπακουόμενη πρόνοια. Επομένως το ζήτημα αφήνεται να αποφασισθεί με βάση όσα προνοούνται στο νόμο. Πρωτόδικα το ζήτημα αποφασίστηκε στη βάση των προνοιών του τροποποιηθέντος άρθρ. 35 (Β) 8. Ο αδελφός μας δικαστής δέχθηκε ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου αυτού στη μορφή που είχε πριν την τροποποίηση, όπως αυτό μάλιστα ερμηνεύθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53, η εφεσείουσα δεν είχε αυτεπάγγελτα υποχρέωση να εξετάσει την εγκυρότητα της αξιολόγησης για το έτος 1997-98. Ερμήνευσε όμως τις πρόνοιες του νέου άρθρου κατά διαφορετικό τρόπο αντλώντας καθοδήγηση προς τούτο από όσα νέα εισήχθησαν στο σχετικό άρθρο. Τόσο το αρχικό όσο και το τροποποιημένο άρθρο παρατίθενται αυτούσια στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης πιο πάνω.

Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (ανωτέρω) το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής (σελ. 57-58):

«Σύμφωνα με το άρθρο 35 Β (3) του Νόμου, ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των εξειδικευμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία που καλύπτει η υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), ο κατάλογος αυτός δεν είναι τελικός. Και πάλιν, όμως δεν έχει η Ε.Ε.Υ. πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα. Το άρθρο 35Β(8) της αναγνωρίζει εξουσία για διαμόρφωση τελικού καταλόγου, στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται. Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο, και η επιλογή του καλυτέρου θα πρέπει να γίνει από υποψηφίους που περιέχονται σ' αυτόν. (βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 861/91, ημερομηνίας 12 Ιουνίου, 1992, Κωνσταντίνος Μεταξάς και άλλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 717/90 και άλλη ημερομηνίας 29 Οκτωβρίου 1992).»

Το κρίσιμο στην υπόθεση ερώτημα είναι κατά πόσον η προσθήκη των όσων εισήχθησαν με την τροποποίηση δικαιολογεί την ερμηνεία που έδωσε ο αδελφός μας δικαστής και αν η διαφοροποίηση από την πιο πάνω απόφαση είναι ορθή. Στην πράξη το ερώτημα αφορά το κατά πόσον η εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου εξικνείται μέχρι του σημείου εξέτασης της κανονικότητας της βαθμολογίας που προηγήθηκε. Θα σημειώσουμε εν πρώτοις ότι η αξιολόγηση-βαθμολογία του 1997-98 δεν θα μπορούσε να προσβληθεί και ελεγχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς. Είναι ορθή επί τούτου η επισήμανση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Ο προβληματισμός μας και η ανάλυση που θ' ακολουθήσει χρειάζεται να αρχίσει από τους λόγους που επέβαλαν την τροποποίηση του άρθρ. 35Β (8). Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το σχετικό νομοσχέδιο αναφέρονται τα πιο κάτω:

««............ Ειδικότερα, στις πιο βασικές διατάξεις του Νομοσχεδίου προνοείται -

........................................................................................................

(ε) Η τροποποίηση του λεκτικού της διάταξης του εδαφίου (8) του άρθρου 35Β του βασικού νόμου κατά τρόπο που να καθιστά σαφές ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δικαιούται και υποχρεούται να εξετάζει τη νομιμότητα του καταλόγου που της υποβάλλει η Συμβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από τις υποβληθείσες ενστάσεις. Η τροποποίηση αυτή καθίσταται αναγκαία ύστερα από την ερμηνεία που έδωκε στην υφιστάμενη διάταξη η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Αφορμή για την τροποποίηση έδωσε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει προφανώς να είχαν υπόψη οι συντάκτες του νομοσχεδίου την υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (ανωτέρω). Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση αναγνωρίζετο στην Επιτροπή με βάση το τότε ισχύον καθεστώς η ευχέρεια να προχωρήσει στη διαμόρφωση του τελικού καταλόγου υποψηφίων όχι όμως με δική της πρωτοβουλία αλλά μόνο ύστερα από υποβολή ενστάσεων. Ο νομοθέτης θέλησε να δώσει περισσότερη ελευθερία στην Επιτροπή κατά τη διαμόρφωση του τελικού καταλόγου και της έδωσε τέτοια εξουσία ώστε χωρίς ενστάσεις να εξετάζει θέματα που άπτονται της νομιμότητας του καταλόγου. Όμως η εξουσία της Επιτροπής εκτείνεται και στην εξέταση θεμάτων πέραν της νομιμότητας. Αν η εξουσία της Επιτροπής ήταν να εξετάζει θέματα που έχουν σχέση μόνο με τη νομιμότητα τότε δε θα υπήρχε ανάγκη ρητής πρόνοιας για τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων. Όπως τώρα έχει διαμορφωθεί το άρθρ. 35Β (8) δίδεται εξουσία στην Επιτροπή να κάμει τον τελικό κατάλογο αφού λάβει υπόψη δύο πράγματα. Πρώτο αφού εξετάσει έστω και χωρίς ενστάσεις τη νομιμότητα του καταλόγου και δεύτερο αφού εξετάσει και τις τυχόν υπάρχουσες ενστάσεις. Αυτές οι ενστάσεις δυνατό ν' αφορούν θέματα νομιμότητας αλλά και άλλα που είναι πέραν αυτής και που η Επιτροπή μόνον κατόπιν ένστασης μπορεί να εξετάσει. Και ερχόμαστε και πάλιν στο κρίσιμο ερώτημα. Τι υποχρεούται από μόνη της στο πλαίσιο έρευνας της νομιμότητας του καταλόγου να εξετάσει;  Είναι κατά την άποψη μας όσα η ίδια μπορεί ν' αντιληφθεί με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. Στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει της επικείμενης προαγωγής. Και αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να είναι άλλα απ' αυτά που η Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση τις ρητές πρόνοιες του άρθρ. 35Β παραγρ. 1 έως 6 έπρεπε η ίδια να εξετάσει και τηρήσει.  Όσα άλλα θέματα είναι πέραν αυτών για να εξετασθούν και ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση του καταλόγου χρειάζεται να τεθούν υπόψη της Επιτροπής με ένσταση. Η Επιτροπή δηλαδή εξετάζει αν η Συμβουλευτική Επιτροπή εξετέλεσε νόμιμα και ορθά το έργο της με βάση όσα οι πρόνοιες των παραγράφων 1 μέχρι 6 του άρθρ. 35 Β της επιβάλλουν.

Το ερώτημα επομένως στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι κατά πόσο η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή πρώτα καταρτίζοντας τον κατάλογο υποψηφίων είχε υποχρέωση να εξετάσει και το ζήτημα της αξιολόγησης - βαθμολογίας του εφεσίβλητου για την περίοδο 1997-1998. Πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε από μόνη της να μελετήσει, αξιολογήσει και κρίνει αν ήταν ορθά όσα περιγράψαμε στην αρχή της απόφασης μας που ήταν γεγονότα χωριστά απ' όσα είχαν άμεση σχέση με την προαγωγή. Μας φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε ένα τέτοιο καθήκον. Η βαθμολογία των υποψηφίων έρχεται στο προσκήνιο όταν η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίζει την αξία των υποψηφίων.  Οι σχετικές πρόνοιες του άρθρ. 35Β (4) έχουν ως εξής:

«(α) αξία:

το σύνολο των μονάδων που προκύπτει από την πρόσθεση του τετραπλασίου του μέσου όρου των τελευταίων δύο βαθμολογιών και του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας των τελευταίων δέκα ετών υπηρεσίας στη θέση ή, προκειμένου για υποψηφίους με υπηρεσία λιγότερη από δέκα έτη στη θέση, του μέσου όρου της συνολικής βαθμολογίας στη θέση. ......................................................................................................»

Δεν συνάγεται από τα πιο πάνω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή εκτός από το να υπολογίσει την αξία όπως καθορίζεται στη βάση της βαθμολογίας έχει καθήκον να πάει πέραν από τα τεθέντα ενώπιον της στοιχεία και να κάμει έρευνα αν καλώς ή κακώς κάποιος υποψήφιος έχει μια συγκεκριμένη βαθμολογία.

Επομένως ούτε η Επιτροπή εξετάζοντας αν η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε νόμιμα είχε υποχρέωση αυτεπάγγελτα να εξετάσει ένα τέτοιο ζήτημα. Θα μπορούσε να το κάμει αλλά μόνον αν της εζητείτο ύστερα από ρητή ένσταση επί τούτου από τον ενδιαφερόμενο. Η Επιτροπή θεώρησε την επιστολή του εφεσίβλητου ημερ. 24/6/99 σαν ένσταση και την εξέτασε. Όμως σ' αυτήν δεν εγειρόταν ένα τέτοιο ειδικό ζήτημα. Την εξέτασε και την αποφάσισε στη βάση των όσων η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει όπως πιο πάνω εξηγήσαμε.

Επομένως βρίσκουμε ότι ήταν λανθασμένη η διασταλτική ερμηνεία που έδωσε ο ευπαίδευτος συνάδελφος μας ώστε να περιλάβει στη νομιμότητα του καταλόγου και ζητήματα εγκυρότητας της βαθμολογίας που προηγήθηκε. Λέμε δε ότι είναι και μια ερμηνεία επικίνδυνη γιατί θέτει επί των ώμων της Επιτροπής υπέρμετρο βάρος να έχει κάθε φορά να εξετάσει ζητήματα που δυνατό να προέκυψαν πολύ πριν υπάρξει προοπτική για προαγωγή του ενδιαφερομένου χωρίς να τής ζητείται ειδικά να κάμει κάτι τέτοιο.

Όσον αφορά την ορθή επισήμανση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η απόφαση για την αξιολόγηση-βαθμολογία δε θα μπορούσε να προσβληθεί και ελεγχθεί δικαστικά αυτοτελώς λέμε ότι αυτό δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα προς την ερμηνεία που δόθηκε πρωτόδικα αφού παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα πρόκλησης εξέτασης της από την Επιτροπή κατόπιν ειδικής επί τούτου ένστασης οπότε και θα μπορεί πλέον να είναι αντικείμενο δικαστικού ελέγχου σαν μέρος της τελικής απόφασης της Επιτροπής.

Είναι επομένως η απόφαση μας ότι η πρωτόδικη απόφαση δε θα μπορούσε ν' ανατραπεί για το λόγο για τον οποίο αυτό έγινε πρωτόδικα. Η έφεση επιτυγχάνει σ' αυτό το σημείο.

Υπήρχαν στην προσφυγή και άλλοι λόγοι ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα. Είναι υποχρέωση μας στο πλαίσιο εξέτασης της νομιμότητας της επίδικης απόφασης να το πράξουμε και έχουμε κληθεί από το συνήγορο του εφεσίβλητου για τούτο.  Ενώ στην προσφυγή καταγράφεται μια μεγάλη σειρά λόγων ακύρωσης ο εφεσίβλητος με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του τούς περιόρισε σε δύο. Σαν πρώτος λόγος αναπτύχθηκε το επιχείρημα ότι «πάσχει η αξιολόγηση (βαθμολογία) του αιτητή για το έτος 1997-98». Είναι πάνω σ' αυτόν τον λόγο που πέτυχε η προσφυγή πρωτόδικα. Το αποτέλεσμα κατ' έφεση είναι γνωστό.

Ο δεύτερος λόγος που προβλήθηκε είναι ότι «η απόφαση της Ε.Ε.Υ. είναι αναιτιολόγητη». Στην ουσία όμως η επιχειρηματολογία γιαυτό το λόγο περιστρέφεται και πάλιν γύρω από την αξιολόγηση του 1997-98. Είναι γιαυτό το λόγο που δεν καλέσαμε τα μέρη ν' αγορεύσουν ενώπιόν μας όπως κανονικά θα έπρεπε να είχαμε κάμει. Παραθέτουμε αυτούσιο το κρίσιμο σημείο της αγόρευσης του κ. Αγγελίδη στην πρωτόδικη διαδικασία:

«Η Ε.Ε.Υ. απέρριψε αναιτιολόγητα και υπό πλάνη την ένσταση του αιτητή.

Δεν έπραξε τίποτε άλλο παρά μόνο δέσμια, επικαλέστηκε το ότι δεν περιέλαβε η Συμβουλευτική λόγο μονάδων του αιτητή στον πίνακα των άλλων που σύστησε.

Η διαφορά όμως συνίστατο στο εάν ήταν νόμιμη ή όχι η αξιολόγηση του για το 1997/98.

Κρίση για πάσχουσα ενδιάμεση πράξη οδηγεί σε ακύρωση την τελική.»

Στην ουσία επομένως το Δικαστήριο καλείτο να αποφασίσει το ίδιο ζήτημα κατά πόσο δηλαδή, η Επιτροπή είχε υποχρέωση λόγω της επιστολής του εφεσίβλητου, ημερ. 24/6/99, να εξετάσει αν ήταν ορθή ή όχι η αξιολόγηση/βαθμολογία του 1997-98. Το ζήτημα ήδη αποφασίστηκε και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.  Όσον αφορά τα έξοδα δε θα κάμουμε οποιαδήποτε διαταγή ενόψει του ότι εγείρετο θέμα ερμηνείας του νέου άρθρου 35 Β (8) επί του οποίου δεν υπήρχε μέχρι σήμερα απόφαση. Η διαταγή για έξοδα στην πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και αντικαθίσταται με την ίδια διαταγή όπως κατ' έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο