ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 225
8 Μαρτίου, 2004
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3232)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Κριτήρια ― Αιτιολογία ― Άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ― Πλήρης αιτιολογία της εντύπωσης της Επιτροπής.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετα ακαδημαϊκά ― Συνεκτιμούνται μαζί με τα άλλα στοιχεία κρίσης εφόσον είναι σχετικά ― Δεν αποτελούν πλεονέκτημα.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξία ― Μεταξύ ίσων σε βαθμολογίες εύλογα θεωρήθηκε πως υπερείχε σε αξία αυτός που αξιολογήθηκε στη συνέντευξη καλύτερα ― Θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Τα κριτήρια όπως η «ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα», «προσωπικότητα», «αποτελεσματικότητα επικοινωνίας» και «επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων» και «γλωσσικής επάρκειας» είναι άμεσα σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Η δε εκτεταμένη αιτιολογία της κρίσης της Ε.Ε.Υ. κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, επιβεβαιώνει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αιτιολογία της Ε.Ε.Υ. είναι ορθή και επαρκής.
2. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη θέση του ότι η Ε.Ε.Υ. δεν αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα του και ότι ήσαν σχετικά με την επίδικη θέση.
Δεν συμφωνούμε με το λόγο αυτό της έφεσης. Όχι μόνο το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό αλλά και η ίδια η Ε.Ε.Υ., όπως φαίνεται από τα πρακτικά, ενδιέτριψε σ΄ αυτό.
Επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, δεν συνιστούν πλεονέκτημα, αλλά αποτελούν παράγοντα που συνεκτιμάται με τα άλλα στοιχεία κρίσης.
3. Ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης 3 και 5 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπερείχε σε αξία ο αιτητής και επίσης ότι εσφαλμένα έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η αρχαιότητα δεν μπορούσε να υπερκαλύψει την υπεροχή σε αξία.
Οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε έκταση στο θέμα και επεσήμανε, ως ορθή, τη διαπίστωση της Ε.Ε.Υ. ότι, με βάση τις εμπιστευτικές εκθέσεις, στην αξία τόσο αιτητής όσο και το Ε/Μ ήταν ισάξιοι. Η Ε.Ε.Υ. όμως θεώρησε ότι η υπεροχή του Ε/Μ στην προφορική συνέντευξη πρόσθεσε στο κριτήριο της αξίας υπέρ του Ε/Μ το οποίο παρουσιάζετο να υπερέχει. Ο εφεσείων διατείνεται ότι η Ε.Ε.Υ. προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί. Με βάση τις αρχές που έθεσε η νομολογία σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και ιδιαίτερα για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η απόδοση των υποψηφίων έχει ιδιαίτερο βάρος γιατί σε τέτοιες θέσεις απαιτείται σε ανώτερο βαθμό να συντρέχουν ικανότητες διευθυντικές και ανάλογη προσωπικότητα. Δεν φαίνεται να δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη και εν πάση περιπτώσει ορθά λήφθηκε υπόψη με αποτέλεσμα να προσθέσει στην αξία του Ε/Μ.
Ο περαιτέρω ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι αυτός ήταν σε ανώτερη κλίμακα από το Ε/Μ και κατά συνέπεια η βαθμολογία του στις εμπιστευτικές εκθέσεις έπρεπε να θεωρηθεί ότι υπερείχε αυτής του Ε/Μ δεν επιβεβαιώνεται από τη νομολογία. Τέτοια θέση, κατά τη νομολογία είναι έκδηλα εσφαλμένη.
4. Προβάλλει ακόμα ο εφεσείων ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και πείρα.
Ο εφεσείων, όπως και η ίδια η Ε.Ε.Υ. παραδέχεται, υπερέχει του Ε/Μ σε αρχαιότητα. Η αρχαιότητα αυτή όμως είναι σχετικά οριακή, δεν είναι σημαντική. Η Ε.Ε.Υ. συνεκτίμησε την αρχαιότητα και αποφάσισε ότι αυτή δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή σε αξία του Ε/Μ.
Η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία και το διοικητικό όργανο έχει καθήκον να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψήφιου.
5. Δικαίωμα αναθεώρησης της βαθμολογίας είχε μόνο η Ομάδα Αξιολόγησης του εφεσείοντα. Η Ε.Ε.Υ. δεν είχε εξουσία ή δικαίωμα επέμβασης στο θέμα.
Δεν ευσταθεί επίσης ο ισχυρισμός ότι στην Ομάδα Αξιολόγησης έλαβε μέρος και ο Φρίξος Δημητριάδης, κατώτερος από τον εφεσείοντα στην ιεραρχία, αφού αυτός είχε προαχθεί αναδρομικά από την 1.12.1997 σε θέση ιεραρχικά ανώτερη απ΄ αυτήν που κατείχε ο εφεσείων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 125,
Πούρος κ.ά. ν. ΕΔΥ (2001) 3 A.A.Δ. 374,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316,
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390,
Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,
Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Δημοκρατία ν. Νεοφύτου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 303.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1634/99), ημερομηνίας 10/4/2001, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της απόφασης ημερομηνίας 6/10/99 με την οποία η Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Aντωνίας Προδρόμου, στη θέση Eπιθεωρητή A΄ (Mέση Eκπαίδευση) για τα Aγγλικά από τις 11/10/1999, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.
Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Α. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) σε συνεδρία της ημερ. 6.10.1999 αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους (Ε/Μ), Αντωνίας Προδρόμου, στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα Αγγλικά από την 11.10.1999. Η θέση είναι στην κλίμακα Α13, ψηλά στην ιεραρχία και είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.
Μετά την προκήρυξη της θέσης η διαδικασία πλήρωσης της θέσης άρχισε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία σύστησε τόσο τον εφεσείοντα όσο και το Ε/Μ.
Η Ε.Ε.Υ. κάλεσε τους υποψηφίους μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και το Ε/Μ σε προσωπική συνέντευξη. Προέβηκε δε σε αξιολόγηση της απόδοσης τους χαρακτηρίζοντας τον εφεσείοντα «πολύ καλό» και το Ε/Μ ως «σχεδόν εξαίρετο».
Η Ε.Ε.Υ. αφού έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και την εντύπωση που αποκόμισε κατά την προσωπική συνέντευξη, κατέληξε στην επίδικη απόφαση της αναφέροντας τα εξής:-
«Είναι νομολογημένο ότι για υψηλόβαθμες θέσεις η αξία και η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικά στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Διορίζον Όργανο όταν κρίνει την προσωπικότητα και τις διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες των υποψηφίων (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316). Η επίδικη θέση ευρίσκεται υψηλά στην ιεραρχία της Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης. Είναι η Τρίτη κατά σειρά μετά το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης και τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης. Η άσκηση των καθηκόντων απαιτεί άτομο με ισχυρή προσωπικότητα και ουσιαστικές διοικητικές και ηγετικές δεξιότητες. Από τη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων, η Επιτροπή κρίνει ότι επικρατέστερη υποψήφια για τη θέση είναι η κα Αντωνία Προδρόμου. Η υποψηφία αυτή υπερέχει σε αξία, και διαθέτει πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης στοιχεία τα οποία επιτρέπουν σ' αυτήν να αναλάβει καθοδηγητικό και εποπτικό έργο, όπως προνοούν τα σχέδια υπηρεσίας για τη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση). Η υπεροχή σε αρχαιότητα και προσόντα του υποψηφίου Ανδρέα Παπανδρέου δεν παρέχει σ' αυτόν προβάδισμα ενόψει του γεγονότος ότι υστέρησε σε αξία. Η υπεροχή της υποψήφιας Κούλας Αφροδίση σε προσόντα επίσης δεν δίνει σ' αυτήν προβάδισμα αφού η Αντωνία Προδρόμου υπερτερεί σε αξία.»
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης της Ε.Ε.Υ. προβάλλοντας διάφορους λόγους ακύρωσης. Αδελφός Δικαστής που εξέτασε την προσφυγή δεν δέχτηκε τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης ότι ευσταθούσαν και την απέρριψε.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προβάλλει ακριβώς τους ίδιους λόγους που πρόβαλε πρωτοδίκως και οι οποίοι, όπως έχουμε αναφέρει, απερρίφθησαν.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι εξέτασαν και αξιολόγησαν ορθά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη και ότι δεν δόθηκε αιτιολογία από την Ε.Ε.Υ. η οποία αιτιολογία εν πάση περιπτώσει βασίστηκε σε εξωγενή στοιχεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τον πιο πάνω λόγο έφεσης. Απεφάνθη ότι τα κριτήρια που έθεσε η Ε.Ε.Υ. για την αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προσωπική συνέντευξη δεν ήταν εξωγενή αλλά απόλυτα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Κατέληξε δε ότι η κρίση της Ε.Ε.Υ. επί των συνεντεύξεων ήταν αιτιολογημένη.
Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα κριτήρια όπως η «ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα», «προσωπικότητα», «αποτελεσματικότητα επικοινωνίας» και «επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων» και «γλωσσικής επάρκειας» είναι άμεσα σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης. Η δε εκτεταμένη αιτιολογία της κρίσης της Ε.Ε.Υ. κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, την οποίαν έχουμε διεξέλθει, επιβεβαιώνει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αιτιολογία της Ε.Ε.Υ. είναι ορθή και επαρκής. (Βλέπε: Ιωάννα Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 125.)
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη θέση του ότι η Ε.Ε.Υ. δεν αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα του και ότι ήσαν σχετικά με την επίδικη θέση.
Δεν συμφωνούμε με το λόγο αυτό της έφεσης. Όχι μόνο το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό αλλά και η ίδια η Ε.Ε.Υ., όπως φαίνεται από τα πρακτικά, ενδιέτριψε σ΄ αυτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφαση του, τα οποία και επικροτούμε:-
«Ο αιτητής ισχυρίστηκε υπεροχή σε προσόντα και μάλιστα έκδηλη. Πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, κατέχει διδακτορικό (Doctor of Education). Παρέπεμψε σε νομολογία στην οποία κρίθηκε ότι το διοικητικό όργανο δεν εξέτασε αν τα προσόντα των υποψηφίων μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα της θέσης. Στην κρινόμενη περίπτωση δεν προκύπτει αυτό. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Ε.Υ. ημερομηνίας 6.10.99 φαίνεται ότι η Ε.Ε.Υ. εξέτασε το πιο πάνω προσόν του αιτητή, διαπίστωσε ότι είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ανέφερε ότι θα λαμβανόταν υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των νόμιμων κριτηρίων. Αναφέρθηκε ότι πρόσθετα προσόντα δεν συνιστούν έκδηλη υπεροχή.»
Επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, δεν συνιστούν πλεονέκτημα, αλλά αποτελούν παράγοντα που συνεκτιμάται με τα άλλα στοιχεία κρίσης. (Βλέπε Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. ΕΔΥ (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.)
Ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης 3 και 5 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπερείχε σε αξία ο αιτητής και επίσης ότι εσφαλμένα έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η αρχαιότητα δεν μπορούσε να υπερκαλύψει την υπεροχή σε αξία.
Οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε έκταση στο θέμα και επεσήμανε, ως ορθή, τη διαπίστωση της Ε.Ε.Υ. ότι, με βάση τις εμπιστευτικές εκθέσεις, στην αξία τόσο αιτητής όσο και το Ε/Μ ήταν ισάξιοι. Η Ε.Ε.Υ. όμως θεώρησε ότι η υπεροχή του Ε/Μ στην προφορική συνέντευξη πρόσθεσε στο κριτήριο της αξίας υπέρ του Ε/Μ το οποίο παρουσιάζετο να υπερέχει. Ο εφεσείων διατείνεται ότι η Ε.Ε.Υ. προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί. Με βάση τις αρχές που έθεσε η νομολογία σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και ιδιαίτερα για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η απόδοση των υποψηφίων έχει ιδιαίτερο βάρος γιατί σε τέτοιες θέσεις απαιτείται σε ανώτερο βαθμό να συντρέχουν ικανότητες διευθυντικές και ανάλογη προσωπικότητα (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316 και Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390). Δεν φαίνεται να δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη και εν πάση περιπτώσει ορθά λήφθηκε υπόψη με αποτέλεσμα να προσθέσει στην αξία του Ε/Μ.
Ο περαιτέρω ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι αυτός ήταν σε ανώτερη κλίμακα από το Ε/Μ και κατά συνέπεια η βαθμολογία του στις εμπιστευτικές εκθέσεις έπρεπε να θεωρηθεί ότι υπερείχε αυτής του Ε/Μ δεν επιβεβαιώνεται από τη νομολογία. Τέτοια θέση, κατά τη νομολογία είναι έκδηλα εσφαλμένη (Βλέπε: Αντώνιος Α. Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).
Προβάλλει ακόμα ο εφεσείων ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και πείρα.
Έχουμε εξετάσει το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Ο εφεσείων, όπως και η ίδια η Ε.Ε.Υ. παραδέχεται, υπερέχει του Ε/Μ σε αρχαιότητα. Η αρχαιότητα αυτή όμως είναι σχετικά οριακή, δεν είναι σημαντική. Η Ε.Ε.Υ. συνεκτίμησε την αρχαιότητα και αποφάσισε ότι αυτή δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή σε αξία του Ε/Μ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση του ανέφερε τα εξής, τα οποία και επικροτούμε:-
«Πρόβαλε περαιτέρω την υπεροχή του σε αρχαιότητα. Η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψη την αρχαιότητα του αιτητή στην οποία έκαμε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως ορθά, ότι δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία για πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία και το διοικητικό όργανο έχει καθήκον να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψήφιου. (Βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54). Η Ε.Ε.Υ. τονίζοντας ότι η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία ανέφερε ότι είναι η Τρίτη κατά σειρά μετά τη θέση του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης και του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.»
Ο λόγος 4 της έφεσης είναι ο εξής:-
«Εσφαλμένα η πρωτόδικη Απόφαση δεν προχώρησε στο να διαπιστώσει ότι πάσχει η υπηρεσιακή έκθεση του Εφεσείοντα για το 1998, και εσφαλμένα έκρινε ότι δεν θα αποκτούσε οποιοδήποτε όφελος ή δεν θα επέρχετο οποιαδήποτε διαφοροποίηση που να επηρεάζει την Απόφαση της Επιτροπής εάν αποκαθίστατο η νομιμότητα για την αξιολόγηση του 1998.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε στο διοικητικό φάκελο το αποτέλεσμα της ένστασης του εφεσείοντα για τη βαθμολογία του το έτος 1998. Εν τούτοις κατέληξε ότι κανένα όφελος δεν θα προέκυπτε για τον εφεσείοντα αφού είχε χαρακτηριστεί σ' αυτή ως εξαίρετος.
Αφού εξετάσαμε το διοικητικό φάκελο αποδείχθηκε ότι η τότε υποβληθείσα ένσταση του εφεσείοντα στην Ομάδα Αξιολόγησης του απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία μάλιστα αποστάληκε σ' αυτόν με επιστολή ημερ. 10.4.2000.
Δικαίωμα αναθεώρησης της βαθμολογίας είχε μόνο η Ομάδα Αξιολόγησης του εφεσείοντα. Η Ε.Ε.Υ. δεν είχε εξουσία ή δικαίωμα επέμβασης στο θέμα. (Βλέπε: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αμαρυλλίδας Νεοφύτου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 303).
Δεν ευσταθεί επίσης ο ισχυρισμός ότι στην Ομάδα Αξιολόγησης έλαβε μέρος και ο Φρίξος Δημητριάδης, κατώτερος από τον εφεσείοντα στην ιεραρχία, αφού αυτός είχε προαχθεί αναδρομικά από την 1.12.1997 σε θέση ιεραρχικά ανώτερη απ΄ αυτήν που κατείχε ο εφεσείων.
Έχουμε καταλήξει ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν είναι δυνατό να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.