ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2004) 3 ΑΑΔ 188

27 Φεβρουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

LORDOS HOTEL (HOLDINGS) LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 396/98, 481/98, 487/98, 620/98, 622/98, 623/98, 624/98, 625/98, 627/98, 629/98, 630/98, 631/98, 662/98, 663/98, 664/98, 665/98, 666/98, 668/98, 761/98, 763/98, 765/98, 766/98, 768/98, 769/98, 772/98, 773/98, 774/98, 777/98, 778/98, 815/98, 816/98, 817/98, 818/98, 819/98, 820/98, 821/98, 822/98, 823/98, 824/98, 825/98, 826/98, 827/98, 828/98, 829/98, 830/98, 831/98, 836/98, 838/98, 847/98, 848/98, 849/98, 850/98, 851/98, 852/98, 853/98, 854/98, 855/98, 856/98, 1063/98, 1064/98, 1065/98, 1066/98, 1067/98, 1068/98, 1069/98, 1070/98, 1071/98, 1122/98, 1123/98, 1124/98, 1125/98, 1126/98, 1127/98, 1128/98, 1133/98, 1134/98, 1135/98, 1136/98, 1137/98, 1138/98, 1139/98, 1140/98, 1141/98, 1142/98, 1143/98, 1145/98, 1146/98, 1147/98, 1148/98, 1149/98, 1150/98, 1151/98, 1152/98, 1153/98, 1209/98, 1210/98, 235/99, 236/99, 237/99, 238/99, 1051/99, 1052/99, 1053/99, 1214/99, 1621/99, 1622/99, 123/00, 124/00, 389/00, 390/00, 391/00, 392/00, 393/00, 394/00, 395/00, 396/00, 417/00, 421/00, 422/00, 432/00, 813/00, 814/00, 1046/00, 1048/00, 1049/00, 1054/00, 1055/00, 1056/00 1057/00, 1058/00, 1059/00, 1060/00, 1061/00, 1062/00, 1064/00, 1066/00, 1067/00, 1068/00, 1072/00, 1426/00, 1427/00, 1428/00, 1429/00)

 

Τέλη Αποχετεύσεων ― Γνωστοποίηση επιβολής τους στην Επίσημη Εφημερίδα ― Εκτελεστή διοικητική πράξη ― Η μεταγενέστερη ειδοποίηση στον καθ' ένα από τους φορολογούμενους δεν είναι εκτελεστή πράξη ― Υιοθέτηση πορισμάτων της απόφασης Kanika Hotels v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ.169 ― Προσβολή και των δύο (γνωστοποίησης και ειδοποίησης) στο αιτητικό προσφυγής, ακαδημαϊκής σημασίας.

Τέλη Αποχετεύσεων ― Συμπροσβολή τους μαζί με τα τέλη ομβρύων υδάτων ― Μη συναφείς διοικητικές πράξεις ― Βασίζονται σε διαφορετικούς κανονισμούς ― Προσφυγή παραδεκτή μόνο για την προσβολή των αποχετευτικών τελών που προτάσσονται στο δικόγραφο.

Τέλη Αποχετεύσεων ― Επιβολή τους αναδρομικά ― Δυνατή και νόμιμη η αναδρομικότητα, εφόσον επρόκειτο για επανεξέταση μετά από ανάκληση των αρχικών αποφάσεων.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Παρουσία πρακτικογράφου ― Νόμιμη εφόσον ρητά το Άρθρο 9 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (Ν. 1/71), επιβάλλει την τήρηση επακριβών πρακτικών.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Ισχυρισμός περί κακής σύνθεσης σε συνεδριάσεις όπου λήφθηκαν χρόνια πριν «προπαρασκευαστικές» αποφάσεις, παρέμειναν ατεκμηρίωτες.

Αποχετευτικά τέλη ― Αποτελούν φορολογία ― Ελαστικότητα στο νόμο για τα κριτήρια επιβολής τους ― Δυνατότητα λήψης υπόψη της φύσης των εγκαταστάσεων ― Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία να επιβάλλει την λήψη υπόψη των εγκαταστάσεων ― Θα αποτελούσε απαράδεκτη τροποποίηση της πρόνοιας 30(1)(β) του Νόμου (Ν. 1/71) ― Ισχυρισμός πως παράνομα δεν λήφθηκαν υπόψη οι σταθμοί τριτοβάθμιας επεξεργασίας λυμάτων, των αιτητών-ξενοδόχων, απορρίφθηκε.

Αποχετευτικά τέλη ― Επιβολή τους, βάσει της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου όπως αυτή καθορίστηκε, βάσει της γενικής εκτίμησης που διενεργήθηκε με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δυνάμει του Άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου (Κεφ. 224) ― Η αναθεώρηση της εκτιμημένης αξίας, βάσει των Άρθρων 66 και 67 του Κεφ. 224 δεν αφορά στην αξία που προκύπτει από τη γενική εκτίμηση ― Κανονισμοί που προέβλεπαν την λήψη υπόψη της εκτιμημένης αξίας, βάσει των Άρθρων 66 και 67 του Κεφ. 224, κρίθηκαν ultra vires του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου (Ν. 1/71, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 5(Ι)/97).

Οι υπό τους ως άνω τίτλους και αριθμούς προσφυγές, συνεκδικάστηκαν ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας λόγω κοινών νομικών σημείων. Αφορούσαν όλες σε αποφάσεις Συμβουλίων Αποχετεύσεων για επιβολή αποχετευτικών τελών αλλά και τελών ομβρίων υδάτων.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίζοντας ομόφωνα επί των προδικαστικών ζητημάτων αλλά και ζητημάτων δημοσίας τάξεως και κατά πλειοψηφία (Απόφαση Αρτεμίδη Δ., συμφωνούντων των Πική Πρ., Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Καλλή, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη και Χατζηχαμπή Δ.Δ.), αποφάσισε τα ακόλουθα:

1. Στην Kanika Hotels κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, κρίθηκε πως όμοια Γνωστοποίηση, η οποία μάλιστα είχε δημοσιευθεί ως παράρτημα των Γενικών Κανονισμών, δεν ήταν κανονιστικής φύσης αλλά συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην L' Union Nat. Ltd κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, όμοιας φύσης προδικαστική ένσταση, στη βάση της Kanika Hotels Ltd (ανωτέρω), κρίθηκε βάσιμη. Η γνωστοποίηση συνιστούσε την εκτελεστή πράξη, χωρίς ατέλεια ως προς την πληροφόρηση που περιλάμβανε. Δεν αναφερόταν το κατά περίπτωση πληρωτέο ποσό, αλλά οι σταθεροί παρονομαστές στους οποίους παρέπεμπε, καθιστούσαν εύκολο τον προσδιορισμό του. Αυτή, όπως και εν προκειμένω, ήταν η εκτιμημένη αξία όπως αυτή ήταν γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του αντίστοιχου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και το ποσοστό επ' αυτής. Είναι λανθασμένη, συνεπώς, η εισήγηση των αιτητών πως παρέχεται δυνατότητα διάσπασης ώστε να θεωρείται ότι με τη γνωστοποίηση απλώς τα ακίνητα κατατάχθηκαν σε κατηγορίες με προοπτική να ακολουθήσει, με ειδοποίηση, η πράγματι επιβολή του τέλους κατά ενάσκηση και της διακριτικής εξουσίας των Συμβουλίων για αύξηση ή μείωση σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Νόμου. Έπεται πως οι προσφυγές 396/98, 481/98 και 487/98 είναι απαράδεκτες.

    Οι επιπρόσθετες θεραπείες κατά των ειδοποιήσεων, δεν στρέφονται, βεβαίως κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και δεν προσεγγίστηκαν ως τέτοιες. Ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση των προσφυγών κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου. Υπάρχουσας όμως της πρώτης θεραπείας με την οποία εγκύρως τίθενται υπό αναθεώρηση οι σχετικές σε κάθε περίπτωση αποφάσεις, το ζήτημα απολήγει να είναι ακαδημαϊκής σημασίας.

2. Άλλη προδικαστική ένσταση αφορά στο γεγονός ότι η ίδια θεραπεία ουσιαστικά αναφέρεται σε δύο ξεχωριστές μη συναφείς διοικητικές πράξεις. Αυτό φαίνεται ορθό. Τα τέλη σε σχέση με την αποχέτευση ομβρύων υδάτων επιβλήθηκαν δυνάμει διαφορετικού κανονισμού και δεν έχουμε από την πλευρά των αιτητών οτιδήποτε που να δείχνει συνάφεια των δύο. Επομένως, παραδεκτή στις προσφυγές αυτής της ενότητας είναι μόνο η πρώτη θεραπεία όπως αυτή αναλύεται με τα υπόλοιπα στοιχεία του δικογράφου ενώ η δεύτερη θεραπεία για την αποχέτευση των ομβρύων υδάτων, ως μη συναφής, απαραδέκτως προστέθηκε και δεν θα εξεταστεί.

3. Ως προς τον ισχυρισμό των αιτητών πως τα τέλη ανεπιτρέπτως είχαν επιβληθεί αναδρομικά για τα έτη 1994-1997, η απόφαση για τα τέλη σε αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται ως ληφθείσα την ίδια μέρα, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίας του Συμβουλίου Αποχετεύσεων, στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από ανάκληση προηγούμενων. Η άποψη περί αναδρομικότητας δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη ακριβώς το γεγονός της ανάκλησης και της επανεξέτασης, απολήγουσα ατεκμηρίωτη εν τέλει.

4. Ως προς τον ισχυρισμό της παράνομης σύνθεσης, το Δικαστήριο εξέτασε τα δεδομένα και δεν κρίνει πως έπασχε η σύνθεση εξ αιτίας της παρουσίας πρακτικογράφου, και αυτό ανεξάρτητα από τα αναφερθέντα εκατέρωθεν σε σχέση με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(Ι)/99), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μεταγενεστέρως.

    Κατά το Άρθρο 9 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (Ν.1/71),

«Τηρούνται επακριβή πρακτικά εκάστης των συνεδριών του Συμβουλίου, άτινα και καταχωρούνται εις επί τούτω τηρούμενον βιβλίον. ο Πρόεδρος υπογράφει ταύτα, άμα δε τη υπογραφή των γίνονται δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία, εις πάσαν δικαστικήν διαδικασίαν, μηδόλως χρήζοντα περαιτέρω αποδείξεως.»

    Αυτής της φύσης η αυστηρή απαίτηση για επακριβή τήρηση των πρακτικών, αναφερόμενη βεβαίως σε συλλογικό όργανο, ενέχει εξουσιοδότηση για την παρουσία πρακτικογράφου.

5. Ελλείπει η τεκμηρίωση της προϋπόθεσης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η θέση των αιτητών περί κακής σύνθεσης του Συμβουλίου σε παλαιότερες αποφάσεις, ιδιαίτερα ότι εκείνες των 6.9.90, 29.3.90, 10.7.90, 21.1.91 και 29.1.91 ήταν «προπαρασκευαστικές». Ελλείπει από τους ισχυρισμούς η αναγκαία σύνδεση από αυτή την άποψη και, περαιτέρω, η ανατροπή της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς, πως αυτές ήταν στην πραγματικότητα κανονιστικής φύσης. Περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα, ενόψει και της γενικότητας που χαρακτήριζε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, δεν δικαιολογείται.

6. Διατείνονται οι δικηγόροι των αιτητών πως κατά τη θέσπιση των κανονισμών, που αφορούν στον καθορισμό των τελών, τα Συμβούλια είχαν εκ του Νόμου υποχρέωση να προβούν σε ειδική διαβάθμιση των ακινήτων που διαθέτουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, έτσι που να προνοείται για τους ιδιοκτήτες τους χαμηλότερο τέλος, έναντι αυτών που δεν διαθέτουν τέτοιες εγκαταστάσεις. Η προτεινόμενη διαβάθμιση αφορά σε ξενοδοχειακές μονάδες. Προτείνουν μάλιστα πως η ορθή εφαρμογή της σχετικής διάταξης επιβάλλει στα Συμβούλια ξεχωριστή έρευνα για την κάθε ακίνητη ιδιοκτησία, ώστε να διαπιστωθεί το όφελος που μπορεί να προκύψει σ' αυτή από το αποχετευτικό έργο.

    Διατείνονται επίσης οι δικηγόροι των αιτητών πως οι κανονισμοί, σε ό,τι αφορά τις πρόνοιες τους για την επιβολή των τελών, είναι ultra vires του Νόμου, γιατί με αυτές περιορίζεται το εύρος των καθηκόντων που έχουν τα Συμβούλια, σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 30(1)(β), που αφορά στη μείωση ή αύξηση των τελών αποχετεύσεων ανάλογα με τα νομοθετημένα κριτήρια ή στοιχεία, και συγκεκριμένα η ύπαρξη των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων στις ξενοδοχειακές μονάδες ορισμένων αιτητών.

    Είναι κοινώς παραδεκτό πως το επίμαχο τέλος είναι φορολογικής φύσης και όχι ανταποδοτικό. Εξάλλου, τούτο έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Loizou v. The Sewage Board of Nicosia (1988) C.L.R. 1, p.122. To υπό συζήτηση επίμαχο άρθρο του Νόμου παρέχει δυνητικό πλαίσιο, και υπογραμμίζεται και τονίζεται η λέξη «δυνητικό», μέσα στο οποίο μπορούν τα Συμβούλια να κινηθούν για να καθορίσουν με κανονισμούς τα τέλη. Δεν υποχρεώνονται να υιοθετήσουν συγκεκριμένα κριτήρια που περιέχει το πλαίσιο αυτό.  Και το κείμενο της νομοθεσίας, και βεβαίως η ερμηνεία που δόθηκε στην υπόθεση Κanika Hotels Ltd και Άλλοι v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15, συνάδουν με τη βασική αρχή του δικαίου πως ο νομοθέτης παρέχει σε θέματα φορολογίας ευρύτατη ελαστικότητα. Η αρχή αυτή έχει υιοθετηθεί από τη νομολογία μας. Στην υπόθεση Κanika επισημαίνεται ακριβώς αυτή η δυνητική εξουσία των Συμβουλίων στο ουσιαστικό μέρος της απόφασης. Στην πιο πάνω υπόθεση προβαλλόταν, μεταξύ άλλων, και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, ο ισχυρισμός πως η σχετική διάταξη των κανονισμών που διαφοροποιεί, για σκοπούς επιβολής τελών, τους ιδιοκτήτες ξενοδοχειακών και οργανωμένων διαμερισμάτων αφενός από τους άλλους ιδιοκτήτες αφετέρου, ήταν αντισυνταγματική γιατί προσέκρουε στο Άρθρο 28(1) του Συντάγματος. Το Δικαστήριο έχει, επομένως, ενώπιον του, και αυτό δεν αμφισβητείται, Νόμο και Κανονισμούς  που κρίθηκαν συνταγματικοί.

    Και προβάλλεται το ερώτημα. Τι ζητούν στην ουσία από το Δικαστήριο οι αιτητές; Απαντώντας στο ερώτημα το Δικαστήριο έχει τη γνώμη, πως αξιώνουν από το Δικαστήριο να απαλείψει από τη σχετική διάταξη του Νόμου τη φράση «δυνατόν να ληφθή ειδική πρόνοια», και να την αντικαταστήσει με φράση δηλώνουσα υποχρεωτική ενέργεια, έτσι που τα Συμβούλια να υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη ως στοιχείο για τον καθορισμό των τελών: «των γενομένων εγκαταστάσεων σε ακίνητη ιδιοκτησία.» Είναι περιττό βεβαίως να τονιστεί πως τέτοια εξουσία δεν έχει το Δικαστήριο.

    Κρίνεται πως τα Συμβούλια ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις εξουσίες που τους αποδίδονται από το σχετικό άρθρο του Νόμου, οι δε κανονισμοί που αφορούν στον καθορισμό των τελών συνάδουν με την πιο πάνω νομοθετική διάταξη. Τέλος, και αυτό έχει αποφασιστική σημασία, οι εισηγήσεις των δικηγόρων των αιτητών απολήγουν στη μεταβολή του χαρακτήρα του τέλους από φορολογικό σε ανταποδοτικό, σε αντίθεση με την τελεσίδικα εκφρασθείσα κρίση του δικαστηρίου που έγινε κοινώς δεκτή από τους αιτητές.

7. Η σχετική νομοθετική διάταξη, όπως αυτή περιέχεται στους Νόμους που αναφέραμε πιο πάνω, δηλαδή στους Ν.49/91, 48(1)/92, 83(1)/92 και στον τροποποιητικό Νόμο 5(1)/97 είναι ρητή. Αναφέρεται σε γενική εκτίμηση, όπως αυτή γίνεται με τη διαδικασία που προβλέπει το Άρθρο 69 του Κεφ. 224. Τα Άρθρα 66 και 67 του Κεφ. 224, που αφορούν σε εκτίμηση και επανεκτίμηση ακίνητης ιδιοκτησίας αντίστοιχα, λειτουργούν αυτοτελώς και αναφέρονται στην εξουσία του διευθυντή, ή του δικαιώματος του ιδιοκτήτη, να εκτιμηθεί ή επανεκτιμηθεί η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας του, ενώ το Άρθρο 69 αφορά στη γενική - καθολική - εκτίμηση των αξιών ακίνητης ιδιοκτησίας, μετά από διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου. Επί του ζητήματος αυτού υπάρχει σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Lordos Hotels (Holdings) Ltd v. Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας (2001) 3 Α.Α.Δ. 890.

    Αναφορικά με το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου θα πρέπει να υποδείξουμε πως η επιβολή των τελών αναφέρεται ως συντελεσθείσα δυνάμει κανονισμών, Κ.Δ.Π. 134/2000, οι οποίοι εκδόθηκαν μετά την επίμαχη τροποποίηση του βασικού νόμου με το Ν.5(1)/97. Απλή ανάγνωση του σχετικού κανονισμού, αποδεικνύει πως αυτός είναι Ultra Vires του Νόμου.

    Με τον τροποποιητικό νόμο Ν.5(1)/97 εφαρμόστηκε το εδάφιο 4 του Άρθρου 69 του Κεφ. 224 που προβλέπει πως:

«Γενική εκτίμησις ακινήτου ιδιοκτησίας δεόντως γενομένη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται είτε δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου είτε δια τους σκοπούς παντός ετέρου εν ισχύι Νόμου εκτός εάν επί τούτω νόμος  θέλει προβλέψει περί της τοιαύτης εφαρμογής.»

Ενδεχομένως οι σχετικοί νόμου να μην αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη, να υπολογίζονται δηλαδή τα τέλη στη βάση αξιών ακίνητης ιδιοκτησίας, που καθορίστηκαν στη γενική εκτίμηση με αναφορά, ως αξία, το 1980. Οι ρητές όμως και σαφείς διατάξεις του Νόμου, όπως τις παραθέτουμε πιο πάνω, πρέπει να εφαρμοστούν.

8. (α)           Οι προσφυγές 396/98, 481/98 και 487/98 απορρίπτονται ως απαράδεκτες, με έξοδα.

(β)            Όλες οι προσφυγές κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας απορρίπτονται με έξοδα και οι προσβαλλόμενες σε αυτές αποφάσεις επικυρώνονται.

(γ)            Οι προσφυγές 763/98, 765/98, 1065/98, 662/98, 663/98, 664/98, 761/98, 763/98, 768/98, 769/98, 1068/98, 1071/98, 389/00, 390/00, 815/98 μέχρι 831/98, 847/98 μέχρι 856/98, 1122/98 μέχρι 1128/98, 1133/98 μέχρι 1143/98, 1145/98 μέχρι 1153/98, 1209/98, 1210/98, 421/00, 422/00, 432/00, 813/00 και 814/00 του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας και η 1061/00 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, απορρίπτονται με έξοδα και οι προσβαλλόμενες σ' αυτές αποφάσεις επικυρώνονται.

(δ)            Όλες οι υπόλοιπες προσφυγές επιτυγχάνουν και οι σ' αυτές προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Τα έξοδα τους  επιδικάζονται υπέρ των αιτητών αλλά, δεν θα περιλαμβάνουν όσα μεσολάβησαν μετά την καταχώρησή τους και μέχρι το επανάνοιγμα των υποθέσεων από το Δικαστήριο.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Kanika Hotels κ.ά. v. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169,

L' Union Nat. Ltd. κ.ά. v. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513,

Kanika Hotels Ltd και Άλλοι v. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15,

Loizou v. The Sewage Board of Nicosia (1988) C.L.R. 1,

Kolokasides and another (1977) 3 C.L.R. 364,

Lordos Hotels (Holdings) Ltd v. Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού (2001) 3 Α.Α.Δ. 890.

Προσφυγές.

Προσφυγές των αιτητών οι οποίες εκδικάστηκαν από την πλήρη Ολομέλεια κατά της επιβολής σ' αυτούς των αποχετευτικών τελών τα οποία επιβλήθηκαν για τα έτη τα οποία προσδιορίζονται στην κάθε προσφυγή από τα Συμβούλια Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Λάρνακας, Λεμεσού - Αμαθούντας και Πάφου.

Ι. Νικολάου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 396/98, 481/98, 487/98, 620/98, 622/98-625/98, 627/98, 629/98 - 631/98, 662/98-666/98, 668/98, 761/98, 763/98, 765/98, 766/98, 768/98, 769/98, 772/98-774/98, 777/98, 778/98, 836/98, 838/98, 1063/98 - 1071/98, 235/99 - 238/99, 1051/99 - 1053/99, 1214/99, 1621/99, 1622/99, 123/2000, 124/2000, 389/2000 - 396/2000, 417/2000, 1046/2000, 1048/2000, 1049/2000, 1054/2000 - 1062/2000, 1064/2000, 1066/2000 - 1068/2000, 1072/2000, 1426/2000 - 1429/2000.

Μ. Σαββίδης για Χρ. Νικολάου, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 815/98 - 831/98, 847/98 - 856/98, 1122/98 - 1128/98, 1133/98 - 1143/98, 1145/98 - 1153/98, 1209/98, 1210/98, 421/00, 422/00, 432/00, 813/00, 814/00.

Ανδρέου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ' ων η αίτηση  - Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας.

Αλ. Κουντουρή, για τους Καθ' ων η αίτηση - Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου και για τους Καθ' ων η αίτηση - Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού.

Ρ. Καλλιγέρου για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για τους Καθ' ων η αίτηση - Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας.

Ρ. Καλλιγέρου, για τους Καθ' ων η αίτηση - Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π: Επί των θεμάτων των προδικαστικών ενστάσεων, της συνάφειας, της αναδρομικότητας και της σύνθεσης είμαστε ομόφωνοι. Η απόφαση επ' αυτών θα δοθεί από το δικαστή Κωνσταντινίδη.

Επίσης ομόφωνοι είμαστε επί του θέματος της εκτίμησης της αξίας των ακινήτων όπως αυτό επιλύεται στην απόφαση που θα εκδώσει ο δικαστής Αρτεμίδης.

Επί του θέματος του άρθρου 30 του Ν. 1/71 με την απόφαση που θα εκδώσει ο δικαστής Αρτεμίδης συμφωνούν εκτός από εμένα οι Αρτέμης, Δ., Κωνσταντινίδης, Δ., Νικολάου, Δ., Καλλής, Δ., Κρονίδης, Δ., Ηλιάδης, Δ., Κραμβής, Δ., Γαβριηλίδης, Δ. και Χατζηχαμπής Δ. ο οποίος, σε δική του απόφαση θα προσθέσει ορισμένα σχόλια. Ο δικαστής Νικολαΐδης, θα εκδώσει ξεχωριστή απόφαση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: O μεγάλος αριθμός των εκκρεμουσών υποθέσεων, η φύση των θεμάτων που εγείρονται, κατά το πλείστο κοινά, και το γεγονός της ήδη έκδοσης ορισμένων πρωτόδικων αποφάσεων με διαφορετική κατάληξη, οδήγησε στην ανάληψη της εκδίκασής τους από την πλήρη Ολομέλεια.

Οι προσφυγές αφορούν στα αποχετευτικά τέλη που επιβλήθηκαν για τα έτη που προσδιορίζονται στην κάθε προσφυγή από τα Συμβούλια Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Λάρνακας, Λεμεσού-Αμαθούντας και Πάφου και για καλύτερο χειρισμό κατατάχθηκαν σε έξι κατηγορίες. Εν τούτοις, τα πλείστα των θεμάτων, ιδίως εκείνα που αφορούν στην ουσία των υποθέσεων είναι κοινά σε όσες υποθέσεις εγείρονται και απολήγει πιο πρακτική η εξέτασή τους με αναφορά στο περιεχόμενό τους. Ως ουσία των υποθέσεων εννοούμε τα αφορώντα:

1. Στο ορθό νόημα του άρθρου 30 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (Ν. 1/71 όπως τροποποιήθηκε) και των ομώνυμων Κανονισμών για κάθε Συμβούλιο,  σε συνάρτηση και προς την αρχή της ισότητας.

2. Στην αξία της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με την οποία επιβλήθηκαν τα τέλη, ως του γνώμονα στο πλαίσιο του Νόμου.

    Αντιδιαστέλλουμε συναφώς:

(α)     Τις προδικαστικές ενστάσεις που προώθησαν οι καθ' ων η αίτηση.

(β)     Την εισήγηση των αιτητών σε αριθμό προσφυγών σε σχέση με τη σύνθεση των Συμβουλίων Αποχετεύσεως.

Ακολουθεί η απόφασή μας σε σχέση με τα θέματα (α) και (β) πιο πάνω.

Το απαράδεκτο/εκπρόθεσμο ορισμένων προσφυγών και το απαράδεκτο ορισμένων θεραπειών.

Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τις προσφυγές 396/98, 481/98 και 487/98 που αφορούν σε τέλη που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου. Στις 31.12.97 δημοσιεύθηκε η Κ.Δ.Π. 395/97. Κατά το σχετικό μέρος της, για ακίνητη περιουσία καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογίου Αμμοχώστου ως ξενοδοχείο, επιβάλλεται τέλος "6.40 τοις χιλίοις πάνω στην εκτιμημένη αξία του ακινήτου όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Αμμοχώστου και η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου". Οι πιο πάνω προσφυγές ασκήθηκαν αφού παρήλθε χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των 75 ημερών από την πιο πάνω δημοσίευση, όμως εντός 75 ημερών από την ημερομηνία λήψης ειδοποίησης στις οποίες οι αιτητές καλούνταν να καταβάλουν τα πληρωτέα ποσά. Ό,τι περιλαμβάνουν αυτές οι ειδοποιήσεις είναι αριθμητικές πράξεις. Δηλαδή το εξαγόμενο ως πληρωτέο ποσό για τα ακίνητα, στη βάση της αξίας τους και του ποσοστού 6.40 τοις χιλίοις επ' αυτής. Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως εκτελεστή ήταν η απόφαση που δημοσιεύθηκε με την Κ.Δ.Π. 395/97, πως ως προς αυτή οι προσφυγές είναι εκπρόθεσμες και πως απαραδέκτως προσβάλλονται ως εκτελεστές πράξεις οι ειδοποιήσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν μόνο πράξεις εκτέλεσης.

Στην Κanika Hotels κ.ά. ν. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμα/ντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, κρίθηκε πως όμοια Γνωστοποίηση, η οποία μάλιστα είχε δημοσιευθεί ως παράρτημα των Γενικών Κανονισμών, δεν ήταν κανονιστικής φύσης αλλά συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην L' Union Nat. Ltd κ.ά. v. Συμβ. Αποχ. Λ/σού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, όμοιας φύσης προδικαστική ένσταση, στη βάση της Kanika Hotels Ltd (ανωτέρω), κρίθηκε βάσιμη. Η γνωστοποίηση συνιστούσε την εκτελεστή πράξη, χωρίς ατέλεια ως προς την πληροφόρηση που περιλάμβανε. Δεν αναφερόταν το κατά περίπτωση πληρωτέο ποσό αλλά οι σταθεροί παρονομαστές στους οποίους παρέπεμπε, καθιστούσαν εύκολο τον προσδιορισμό του. Αυτή, όπως και εν προκειμένω, ήταν η εκτιμημένη αξία όπως αυτή ήταν γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του αντίστοιχου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και το ποσοστό επ' αυτής. Είναι λανθασμένη, συνεπώς, η εισήγηση των αιτητών πως παρέχεται δυνατότητα διάσπασης ώστε να θεωρείται ότι με τη γνωστοποίηση απλώς τα ακίνητα κατατάχθηκαν σε κατηγορίες με προοπτική να ακολουθήσει, με ειδοποίηση, η πράγματι επιβολή του τέλους κατά ενάσκηση και της διακριτικής εξουσίας των Συμβουλίων για αύξηση ή μείωση σύμφωνα με το άρθρο 30 του Νόμου. Έπεται πως οι προσφυγές 396/98, 481/98 και 487/98 είναι απαράδεκτες.

Η δεύτερη ενότητα αφορά στις προσφυγές 235/99, 236/99, 1621/99, 1622/99, 123/00 και 124/00 για τέλη που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου. Στις περιπτώσεις αυτές οι προσφυγές ασκήθηκαν εμπροθέσμως κατά της Γνωστοποίησης σε κάθε περίπτωση (βλ. Κ.Δ.Π. 305/98 και Κ.Δ.Π. 321/99) αλλά προστέθηκαν και ξεχωριστές θεραπείες με αναφορά στις ειδοποιήσεις που στάληκαν. Η προδικαστική ένσταση δεν αφορούσε βεβαίως στην εκτελεστότητα της Γνωστοποίησης. Αφορούσε στην εκτελεστότητα των υπόλοιπων θεραπειών και περιλάμβανε και τον επιπρόσθετο ισχυρισμό πως η πρώτη θεραπεία είναι ασαφής επειδή δεν εξάγονται από το περιεχόμενό της απαραίτητα στοιχεία προσδιοριστικά της προσβαλλόμενης πράξης. Και περαιτέρω ότι η προσφυγή 1621/99 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν καλύπτει το τεμάχιο 61. Οι αιτητές, σε σχέση με τις υποθέσεις αυτής της ενότητας, ανέπτυξαν ισχυρισμούς αντίθετους προς εκείνους της προηγούμενης.  Προβάλλουν την εκτελεστότητα της Γνωστοποίησης, δέχονται πως οι ειδοποιήσεις δεν είναι εκτελεστές πράξεις και διευκρινίζουν πως τις περιέλαβαν στο δικόγραφο απλώς ως αναλυτικές των στοιχείων που προσδιορίζουν την εκτελεστή πράξη που προσβάλλουν με τη πρώτη θεραπεία. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το οποίο βρίσκουμε πως λογικά προσφέρεται ως αποδίδον τα πράγματα, δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε πως οι προσφυγές αυτής της δεύτερης ενότητας, που πράγματι προσδιορίζουν την εκτελεστή πράξη κατά της οποίας στρέφονται, είναι απαράδεκτες για το λόγο που προβλήθηκε. Επίσης, δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση σε σχέση με το τεμάχιο 61 τα στοιχεία του οποίου ρητά δίδονται στη συνέχεια κατά τον ίδιο τρόπο. Επομένως, οι βασικές  προδικαστικές ενστάσεις ως προς αυτές απορρίπτονται. Οι επιπρόσθετες θεραπείες κατά των ειδοποιήσεων, δεν στρέφονται, βεβαίως, κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και δεν τις προσεγγίζουμε ως τέτοιες. Ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση των προσφυγών κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου. Υπάρχουσας όμως της πρώτης θεραπείας με την οποία εγκύρως τίθενται υπό αναθεώρηση οι σχετικές σε κάθε περίπτωση αποφάσεις, το ζήτημα απολήγει να είναι ακαδημαϊκής σημασίας.

Κατά των τελών που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου ασκήθηκαν και οι προσφυγές 237/99 και 238/99. Αυτές περιλήφθηκαν στην κατηγορία Α που αφορούσε σε υποθέσεις σε σχέση με τις οποίες αναπτύχθηκαν προδικαστικές ενστάσεις ως οι πιο πάνω. Έχουμε ελέγξει το θέμα και αυτές οι προσφυγές εμπροθέσμως στρέφονται κατά της Κ.Δ.Π. 305/98, δεν περιλαμβάνουν άλλη θεραπεία και, όπως σε μεταγενέστερο στάδιο διευκρίνησαν και τα μέρη, δεν εγείρονται ως προς αυτές οποιεσδήποτε προδικαστικές ενστάσεις.

Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τις προσφυγές 389/00, 390/00, 391/00, 392/00, 393/00, 394/00, 395/00 και 417/00. Αφορούν σε τέλη που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας. Στρέφονται όλες κατά της Γνωστοποίησης (Κ.Δ.Π. 6/00) σε σχέση με αποχετευτικά τέλη αλλά και κατά της Γνωστοποίησης (Κ.Δ.Π. 7/00) σε σχέση με τέλη αποχέτευσης ομβρύων υδάτων. Σε ξεχωριστές θεραπείες αναφέρονται οι ειδοποιήσεις με τις οποίες ζητήθηκαν ως πληρωτέα τα ποσά κατά περίπτωση.

Με την πρώτη προδικαστική ένσταση προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η πρώτη θεραπεία στην κάθε προσφυγή είναι ασαφής και πως οι πρόσθετες θεραπείες σε σχέση με τις ειδοποιήσεις δεν αφορούν σε εκτελεστή διοικητική πράξη. Όσα έχουμε πει σε σχέση με αυτά τα θέματα στο πλαίσιο της εξέτασης των προσφυγών που περιλαμβάνονται στη δεύτερη ενότητα ισχύουν και εν προκειμένω. Αυτές οι προδικαστικές ενστάσεις πρέπει να απορριφθούν.  Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά στο γεγονός ότι η ίδια θεραπεία ουσιαστικά αναφέρεται σε δυο ξεχωριστές μη συναφείς διοικητικές πράξεις. Αυτό φαίνεται ορθό. Τα τέλη σε σχέση με την αποχέτευση ομβρύων υδάτων επιβλήθηκαν δυνάμει διαφορετικού κανονισμού και δεν έχουμε από την πλευρά των αιτητών οτιδήποτε που να δείχνει συνάφεια των δυο. Επομένως, παραδεκτή στις προσφυγές αυτής της ενότητας είναι μόνο η πρώτη θεραπεία όπως αυτή αναλύεται με τα υπόλοιπα στοιχεία του δικογράφου ενώ η δεύτερη θεραπεία για την αποχέτευση των ομβρύων υδάτων, ως μη συναφής, απαραδέκτως προστέθηκε και δεν θα εξεταστεί.

Σε μεγάλο αριθμό προσφυγών προσβλήθηκαν οι αποφάσεις για τέλη που επιβλήθηκαν από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας σε σχέση με διαδοχικά έτη για τα οποία δημοσιεύτηκαν ξεχωριστές γνωστοποιήσεις. Ως προς αυτές είχαν εγερθεί ενστάσεις από τους καθ' ων η αίτηση με την εισήγηση πως οι διάφορες πράξεις που περιλήφθηκαν στο ίδιο δικόγραφο δεν ήταν συναφείς. Έχουμε παρατηρήσει πως υποβλήθηκαν αιτήσεις για διαχωρισμό δικογράφου που εγκρίθηκαν και σημειώνουμε το γεγονός ότι στους πίνακες που ετοίμασαν τα μέρη και έθεσαν ενώπιόν μας αναφέρεται πως στις πιο πάνω προσφυγές δεν εγείρεται τέτοια προδικαστική ένσταση. Αναφερόμαστε όμως στο θέμα γιατί διασυνδέεται και προς τον ισχυρισμό των αιτητών πως τα τέλη ανεπιτρέπτως είχαν επιβληθεί αναδρομικά. Η απόφαση για τα τέλη σε αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται ως ληφθείσα την ίδια μέρα, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίας του Συμβουλίου Αποχετεύσεων, στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από ανάκληση προηγούμενων. Και ενώ δεν χρειάζεται να επεκταθούμε με την παράθεση άλλων συνδετικών στοιχείων σε σχέση με το θέμα της συνάφειας ενόψει των όσων έχουμε σημειώσει προηγουμένως, προσθέτουμε πως η άποψη περί αναδρομικότητας δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη ακριβώς το γεγονός της ανάκλησης και της επανεξέτασης, απολήγουσα ατεκμηρίωτη εν τέλει.

Η σύνθεση των Συμβουλίων Αποχετεύσεως.

Η κατάληξη στην οποία έχουμε αχθεί επί του θέματος δεν δικαιολογεί ειδική αναφορά στις επιμέρους πράξεις και στις προσφυγές που τις αφορούν. Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν, όπως αποκρυσταλλώθηκαν, αφορούν σε δυο ζητήματα. Κατά το πρώτο, ήταν παράνομη η σύνθεση επειδή παρίστατο κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων πρακτικογράφος. Σημειώνουμε πως ο παράλληλος ισχυρισμός για παρουσία και άλλων είναι αβάσιμος. Απλώς στηρίζεται στην υπόθεση πως η αναφορά στα πρακτικά σε "ενημέρωση", την προϋποθέτει. Κατά το δεύτερο, ήταν παράνομη η σύνθεση γιατί παρίσταντο τρίτοι, μη μέλη, κατά τη λήψη αποφάσεων προπαρασκευαστικών, όπως τις θεωρούν οι αιτητές, που λήφθηκαν οκτώ ή και δέκα χρόνια πριν από τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

Εξετάσαμε τα δεδομένα και δεν κρίνουμε πως έπασχε η σύνθεση εξ αιτίας της παρουσίας πρακτικογράφου, και αυτό ανεξάρτητα από τα αναφερθέντα εκατέρωθεν σε σχέση με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ο οποίος τέθηκε σε ισχύ μεταγενεστέρως.

Κατά το άρθρο 9 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (Ν. 1/71),

"Τηρούνται επακριβή πρακτικά εκάστης των συνεδριών του Συμβουλίου, άτινα και καταχωρούνται εις επί τούτω τηρούμενον βιβλίον· ο Πρόεδρος υπογράφει ταύτα, άμα δε τη υπογραφή των γίνονται δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία, εις πάσαν δικαστικήν διαδικασίαν, μηδόλως χρήζοντα περαιτέρω αποδείξεως."

Αυτής της φύσης η αυστηρή απαίτηση για επακριβή τήρηση των πρακτικών, αναφερόμενη βεβαίως σε συλλογικό όργανο, ενέχει εξουσιοδότηση για την παρουσία πρακτικογράφου.

Κατά τα λοιπά, ελλείπει η τεκμηρίωση της προϋπόθεσης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η θέση των αιτητών. Αναφερόμαστε στην εισήγησή τους πως οι παλαιές αποφάσεις που λήφθηκαν χρόνια προηγουμένως, ιδιαίτερα εκείνες των 6.9.90, 29.3.90, 10.7.90, 21.1.91 και 29.1.91 ήταν "προπαρασκευαστικές". Ελλείπει από τους ισχυρισμούς η αναγκαία σύνδεση από αυτή την άποψη και, περαιτέρω, η ανατροπή της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς πως αυτές ήταν στην πραγματικότητα κανονιστικής φύσης. Περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα, ενόψει και της γενικότητας που χαρακτήριζε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, δεν δικαιολογείται.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Να προχωρήσουμε τώρα να συζητήσουμε τις εισηγήσεις των δικηγόρων των αιτητών που αφορούν στον τρόπο υπολογισμού και επιβολής των επίδικων τελών. Η επιχειρηματολογία τους επικεντρώθηκε στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 30(1)(β) του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971, έχει δε δύο σκέλη. Η πρώτη αφορά στην ερμηνεία και εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου, ενώ η δεύτερη στους σχετικούς κανονισμούς που καθορίζουν τον υπολογισμό και επιβολή των τελών. Οι δυο εισηγήσεις όμως είναι επάλληλες, γιατί το μέρος της επιχειρηματολογίας, που αφορά στον τρόπο υπολογισμού και επιβολής των τελών, στηρίζεται στην ερμηνεία που οι συνήγοροι διατείνονται πως πρέπει να αποδοθεί στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου.  Παραθέτουμε πιο κάτω τη σχετική διάταξη του άρθρου ώστε να γίνει πιο κατανοητή η θέση των δικηγόρων των αιτητών, και βεβαίως καθαρή και εύληπτη η κρίση του Δικαστηρίου.

«Έν τέλος επί των ιδιοκτητών ή κατόχων ακινήτου ιδιοκτησίας, οίτινες εξυπηρετούνται ή μέλλουν να εξυπηρετηθώσιν υπό των συστημάτων αποχετεύσεων λυμάτων ή ομβρίων υδάτων ή επωφελούνται ή μέλλουν ή δύνανται να επωφεληθώσιν εκ των τοιούτων έργων, είτε ομοιομόρφου ύψους επί εκάστης λίρας ή κλασματικού μέρους λίρας της εκτετιμημένης αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας, αναφορικώς προς την οποίαν καταβάλλεται το τέλος ή δια προοδευτικής φορολογίας εδραζομένης επί της τοιαύτης αξίας, κατά τον καθορισμόν του τοιούτου τέλους δυνατόν να ληφθή ειδική πρόνοια διά την μείωσιν ή αύξησιν του τέλους δι' ωρισμένας τάξεις ιδιοκτησίας, αναλόγως του σκοπού, δι' ον, η βαρυνομένη δια του τέλους ιδιοκτησία, χρησιμοποιείται, της φύσεως γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτην ή κάτοχον αυτής όφελος».

(οι υπογραμμίσεις δικές μας, γιατί σ' αυτές τις φράσεις του Νόμου στηρίζεται εξ' ολοκλήρου η σχετική εισήγηση).

Διατείνονται οι δικηγόροι των αιτητών πως κατά τη θέσπιση των κανονισμών, που αφορούν στον καθορισμό των τελών, τα Συμβούλια είχαν εκ του Νόμου υποχρέωση να προβούν σε ειδική διαβάθμιση των ακινήτων που διαθέτουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, έτσι που να προνοείται για τους ιδιοκτήτες τους χαμηλότερο τέλος, έναντι αυτών που δεν διαθέτουν τέτοιες εγκαταστάσεις. Η προτεινόμενη διαβάθμιση αφορά σε ξενοδοχειακές μονάδες. Προτείνουν μάλιστα πως η ορθή εφαρμογή της σχετικής διάταξης επιβάλλει στα Συμβούλια ξεχωριστή έρευνα για την κάθε ακίνητη ιδιοκτησία, ώστε να διαπιστωθεί το όφελος που μπορεί να προκύψει σ' αυτή από το αποχετευτικό έργο.

Το δεύτερο σημείο, όπως είπαμε ήδη, αφορά στον καθορισμό του τέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και τους σχετικούς κανονισμούς, όπου, στους τελευταίους ορίζεται συγκεκριμένη εκατοστιαία μονάδα σε ποσό, στη βάση της εκτιμημένης αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας. 

Ο κ. Ι. Νικολάου εισηγήθηκε επίσης, εκ μέρους των αιτητών που αντιπροσώπευε, πως τα Συμβούλια όφειλαν να καθορίσουν τα επίδικα τέλη στη βάση της αξίας των ακινήτων που καθορίστηκε και ενεγράφη στα βιβλία του κτηματολογίου με τη διαδικασία της γενικής εκτίμησης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 69 του Κεφ.224, και όχι επί εκτιμήσεων ή αναθεωρημένων εκτιμήσεων στις οποίες προέβη ο διευθυντής του κτηματολογίου βάσει των άρθρων 66 και 67 του Κεφ.224. Οι δικηγόροι των Συμβουλίων εισηγούνταν πως αυτό, σύμφωνα με το Νόμο, δεν ήταν απαραίτητο. Υποστήριξαν δε πως, όπου έγινε επανεκτίμηση-αναθεώρηση των αξιών σύμφωνα με τους κανονισμούς, αυτές θεωρούν πως είναι οι αξίες της ακίνητης ιδιοκτησίας, αναγόμενες στην ημερομηνία της γενικής εκτίμησης. Η επανεκτίμηση δηλαδή με τη διαδικασία των άρθρων 66 και 67 του κεφ.224, καθορίζει με αναγωγή την αξία, που αρχικά καθορίστηκε στη γενική εκτίμηση. Διευκρινίζουμε ότι αυτό το σημείο δεν εγείρεται στις προσφυγές 815/98 μέχρι 831/98, 847/98 μέχρι 856/98, 1122/98 μέχρι 1128/98, 1133/98 μέχρι 1143/98, 1145/98 μέχρι 1153/98, 1209/98, 1210/98, 421/00, 422/00, 432/00, 813/00 και 814/00. Όσα συζητούμε πιο κάτω αφορούν στις υπόλοιπες προσφυγές.

Διατείνονται επίσης οι δικηγόροι των αιτητών πως οι κανονισμοί, σε ό,τι αφορά τις πρόνοιες τους για την επιβολή των τελών, είναι ultra vires του Νόμου, γιατί με αυτές περιορίζεται το εύρος των καθηκόντων που έχουν τα Συμβούλια, σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30(1)(β), που αφορά στη μείωση ή αύξηση των τελών αποχετεύσεων ανάλογα με τα νομοθετημένα κριτήρια ή στοιχεία, και συγκεκριμένα η ύπαρξη των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων στις ξενοδοχειακές μονάδες ορισμένων αιτητών.

Οι δικηγόροι των Συμβουλίων διαφωνούν με τις πιο πάνω θέσεις. Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην απόφαση του Δικαστηρίου μας στην Κanika Hotels Ltd και Άλλοι, ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15. Είναι γνωστό όμως πως μεταγενέστερα εκδόθηκαν αποφάσεις από αδελφούς δικαστές που διαφοροποιήθηκαν από το κεντρικό και δεσμευτικό στοιχείο στην πιο πάνω απόφαση, σε σχέση με τα νομικά σημεία που εγείρονται στις υπό συζήτηση προσφυγές. Με τις αποφάσεις τους οι αδελφοί δικαστές έκλιναν προς τις θέσεις των αιτητών, όπως προβλήθηκαν ενώπιον μας. Άλλοι συνάδελφοι εξέφρασαν αντίθετη άποψη, υιοθετώντας δηλαδή στην ουσία την απόφαση στην Κanika. Γι' αυτό κι η Πλήρης Ολομέλεια επελήφθη απευθείας των προσφυγών.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της εισήγησης, της εφαρμογής δηλαδή και ερμηνείας του επίμαχου άρθρου 30(1)(β) του Νόμου, κρίνουμε πως η απόφαση στην Κanika το έχει επιλύσει, και υιοθετούμε το σύντομο αλλά διαυγές σκεπτικό της. Να εξηγήσουμε αμέσως τους λόγους: Είναι κοινώς παραδεκτό πως το επίμαχο τέλος είναι φορολογικής φύσης και όχι ανταποδοτικό. Εξάλλου, τούτο έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Loizou v. The Sewage Board of Nicosia (1988) C.L.R. 1, p.122. To υπό συζήτηση επίμαχο άρθρο του Νόμου παρέχει δυνητικό πλαίσιο, και υπογραμμίζουμε και τονίζουμε τη λέξη «δυνητικό», μέσα στο οποίο μπορούν τα Συμβούλια να κινηθούν για να καθορίσουν με κανονισμούς τα τέλη. Δεν υποχρεώνονται να υιοθετήσουν συγκεκριμένα κριτήρια που περιέχει το πλαίσιο αυτό.  Και το κείμενο της νομοθεσίας, και βεβαίως η ερμηνεία που δόθηκε στην υπόθεση Κanika, συνάδουν με τη βασική αρχή του δικαίου πως ο νομοθέτης παρέχει σε θέματα φορολογίας ευρύτατη ελαστικότητα. Η αρχή αυτή έχει υιοθετηθεί από τη νομολογία μας. Να παραπέμψουμε, ενδεικτικά, στην υπόθεση Kolokasides and another (1977) 3 C.L.R. 364, όπου εξηγούνται και οι λόγοι για τη νομολογιακή καθιέρωση της. Στην υπόθεση Κanika επισημαίνεται ακριβώς αυτή η δυνητική εξουσία των Συμβουλίων στο ουσιαστικό μέρος της απόφασης, όπου διαβάζουμε τα εξής:

«Η διάκριση η οποία γίνεται στους Κανονισμούς μεταξύ ιδιοκτητών ξενοδοχείων και οργανωμένων διαμερισμάτων αφενός και άλλων ακινήτων αφετέρου, έχει ως αφετηρία τις διατάξεις του Άρθρου 30(1)(β) του Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσία για τη διαφοροποίηση των τελών ανάλογα με τη φύση της ιδιοκτησίας. Επίμετρο της διάκρισης είναι οι εγγενείς διαφορές μεταξύ ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων αφενός και άλλων μορφών ιδιοκτησίας αφετέρου.»

(η υπογράμμιση δική μας)

Να σημειώσουμε εδώ πως στην πιο πάνω υπόθεση προβαλλόταν, μεταξύ άλλων, και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, ο ισχυρισμός πως η σχετική διάταξη των κανονισμών που διαφοροποιεί, για σκοπούς επιβολής τελών, τους ιδιοκτήτες ξενοδοχειακών και οργανωμένων διαμερισμάτων αφενός από τους άλλους ιδιοκτήτες αφετέρου, ήταν αντισυνταγματική γιατί προσέκρουε στο άρθρο 28(1) του Συντάγματος. Έχουμε, επομένως, ενώπιον μας, και αυτό δεν αμφισβητείται, Νόμο και Κανονισμούς που κρίθηκαν συνταγματικοί.

Και προβάλλεται το ερώτημα. Τι ζητούν στην ουσία από το Δικαστήριο οι αιτητές; Απαντώντας στο ερώτημα έχουμε τη γνώμη πως αξιώνουν από το Δικαστήριο να απαλείψει από τη σχετική διάταξη του Νόμου τη φράση «δυνατόν να ληφθή ειδική πρόνοια», και να την αντικαταστήσει με φράση δηλώνουσα υποχρεωτική ενέργεια, έτσι που τα Συμβούλια να υποχρεώνονται να λαμβάνουν υπόψη ως στοιχείο για τον καθορισμό των τελών: «των γενομένων εγκαταστάσεων σε ακίνητη ιδιοκτησία.» Είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε πως τέτοια εξουσία δεν έχει το Δικαστήριο. Και κάτι ακόμη, για σκοπούς θεωρητικής και ευρύτερης συζήτησης του θέματος μόνο, οι δικηγόροι των αιτητών θέλουν να ερμηνεύουν τη φράση «γενομένων εγκαταστάσεων» ως αυτή να αφορά μόνο σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Και ερωτάται επί του προκειμένου, γιατί να υποθέσουμε πως ο νομοθέτης είχε μόνο αυτό υπόψη;  Η δικηγόρος του συμβουλίου Λεμεσού-Αμαθούντος αντικρούοντας τέτοια ερμηνεία διερωτήθηκε: γιατί να μη θεωρούνται εγκαταστάσεις και οι λάκκοι που χρησιμοποιούνται για την απόρριψη των λυμάτων ή οποιεσδήποτε άλλες εγκαταστάσεις.

Κρίνουμε λοιπόν πως τα Συμβούλια ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις εξουσίες που τους αποδίδονται από το σχετικό άρθρο του Νόμου, οι δε κανονισμοί που αφορούν στον καθορισμό των τελών συνάδουν με την πιο πάνω νομοθετική διάταξη.  Τέλος, και αυτό έχει αποφασιστική σημασία, οι εισηγήσεις των δικηγόρων των αιτητών απολήγουν στη μεταβολή του χαρακτήρα του τέλους από φορολογικό σε ανταποδοτικό, σε αντίθεση με την τελεσίδικα εκφρασθείσα κρίση του δικαστηρίου, που, πρέπει να πούμε, έγινε κοινώς δεκτή από τους αιτητές.

Για το ίδιο θέμα, του τρόπου δηλαδή υπολογισμού και επιβολής των τελών σύμφωνα με το Νόμο, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε βασανιστικά. Αποφασίσαμε το επανάνοιγμα των υποθέσεων για παραπέρα διευκρινίσεις. Πριν από τη διαδικασία των διευκρινίσεων οι εκατέρωθεν θέσεις εμφανίζονταν συγκεχυμένες και αντιφατικές. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι διέλαθε της προσοχής των δικηγόρων όλων των μερών το πιο ουσιαστικό στοιχείο της υπόθεσης. Η τροποποίηση δηλαδή του άρθρου 32 του βασικού Νόμου από το άρθρο 3 του τροποποιητικού Νόμου, 5(1)/97, που το αντικατέστησε ολόκληρο. Έχει δε τώρα ως εξής:

«32. Για σκοπούς επιβολής οποιουδήποτε τέλους σε ακίνητη ιδιοκτησία δυνάμει του άρθρου 30(1)(β) και 30(1)(γ) του παρόντος Νόμου, θα λαμβάνεται υπόψη η εκτιμημένη αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως αυτή καθορίστηκε με βάση τη γενική εκτίμηση της ακίνητης ιδιοκτησίας που διενεργήθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου.»

Στη διαδικασία των διευκρινίσεων που ακολούθησε τα μέρη, έχοντας υπόψη τους την υπόδειξη του Δικαστηρίου, διαφοροποίησαν τις θέσεις τους, ειδικά βέβαια σε αυτό το σημείο, ως ακολούθως: Οι αιτητές αναγνώρισαν πως δεν προέκυπτε πρόβλημα στον τρόπο υπολογισμού και επιβολής των τελών από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας, σε αριθμό υποθέσεων από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας* και σε μια υπόθεση από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου**, πράγμα βεβαίως που μπορούσαν να είχαν προσέξει εξ αρχής. Και τούτο γιατί συμφώνησαν πως οι εγγεγραμμένες και καταχωρημένες αξίες της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, επί των οποίων και υπολογίστηκε το τέλος ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας της γενικής εκτίμησης που έγινε, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69 του Κεφ.224, και καθώς επιβάλλει ο τροποποιητικός Νόμος του 1997, αλλά και ειδική νομοθεσία που θεσπίστηκε για το καθένα από τα 3 Συμβούλια, δηλαδή ο 48(1)/92 για το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας, ο Ν.83(1)/92 για το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Παραλιμνίου και ο Ν.49/91 για το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού/Αμαθούντας. 

Οι καθ' ων οι αίτηση δέκτηκαν πως το περιεχόμενο των πιο πάνω Νόμων είναι σαφές. Ότι δηλαδή ο υπολογισμός των τελών γίνεται στη βάση των αξιών, αποτέλεσμα της γενικής εκτίμησης που έγινε δυνάμει του άρθρου 69 του Κεφ.224.  Εισηγήθηκαν όμως πως οι αξίες μερικών από τις ιδιοκτησίες που επανεκτιμήθηκαν ή αναθεωρήθηκαν από το διευθυντή κτηματολογίου, και τις οποίες τα Συμβούλια έλαβαν υπόψη για να υπολογιστούν τα τέλη, πρέπει να ενταχθούν στο αποτέλεσμα γενικής εκτίμησης, που έγινε βάσει του άρθρου 69 του Κεφ.224. Με δυο λόγια η εισήγηση τους απολήγει στη θέση πως οι αξίες της ακίνητης ιδιοκτησίας τις οποίες καθόρισε ο διευθυντής, και ενεγράφησαν στα βιβλία του κτηματολογίου, είναι ως να προέκυψαν μετά από τη διαδικασία γενικής εκτίμησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69 του Κεφ.224.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση, που υιοθέτησαν μερικά Συμβούλια. Η σχετική νομοθετική διάταξη, όπως αυτή περιέχεται στους Νόμους που αναφέραμε πιο πάνω, δηλαδή στους Ν.49/91, 48(1)/92, 83(1)/92 και στον τροποποιητικό Νόμο 5(1)/97 είναι ρητή. Αναφέρεται σε γενική εκτίμηση, όπως αυτή γίνεται με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 69 του Κεφ.224. α άρθρα 66 και 67 του κεφ.224, που αφορούν σε εκτίμηση και επανεκτίμηση ακίνητης ιδιοκτησίας αντίστοιχα, λειτουργούν αυτοτελώς και αναφέρονται στην εξουσία του διευθυντή, ή του δικαιώματος του ιδιοκτήτη, να εκτιμηθεί ή επανεκτιμηθεί η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας του, ενώ το άρθρο 69 αφορά στη γενική - καθολική - εκτίμηση των αξιών ακίνητης ιδιοκτησίας, μετά από διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου. Επί του ζητήματος αυτού έχουμε σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Lordos Hotels (Holdings) Ltd v. Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας (2001) 3 Α.Α.Δ. 890. Στην υπόθεση εκείνη, κατά τη γενική εκτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 69, η αξία της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων εκτιμήθηκε σε £3.500.000. Αργότερα οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα στο διευθυντή κτηματολογίου, να εφαρμόσει το άρθρο 67 και να τροποποιήσει την πιο πάνω αξία, καθορίζοντας την σε £2.400.000, αυτή δε η αξία να θεωρείται ως η εκτιμημένη αξία κατά τη γενική εκτίμηση, που ως γνωστό έγινε με αναφορά στην 1.1.80. Το Δικαστήριο είπε τα εξής απολύτως σχετικά:

«Η δική μας προσέγγιση στην υπόθεση έχει διαφορετική νομική βάση. Κατά τη γνώμη μας ορθά ερμηνευόμενο το άρθρο 67 εφαρμόζεται μετά την πάροδο 5 ετών, όπως αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, και σε βραχύτερο χρονικό διάστημα όταν λειτουργούν οι επιφυλάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ), και στις δυο περιπτώσεις όμως θα επανεκτιμηθεί η ακίνητη ιδιοκτησία με σκοπό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας της κατά το χρόνο της επανεκτίμησης και μετά, και όχι για να τροποποιηθεί η αξία που καθορίστηκε στη γενική εκτίμηση ως η ισχύουσα την 1.1.80.»

Αναφορικά με το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου θα πρέπει να υποδείξουμε πως η επιβολή των τελών αναφέρεται ως συντελεσθείσα δυνάμει κανονισμών, Κ.Δ.Π. 134/2000, οι οποίοι εκδόθηκαν μετά την επίμαχη τροποποίηση του βασικού νόμου με το Ν.5(1)/97. Απλή ανάγνωση του σχετικού κανονισμού, το σχετικό μέρος του οποίου ακολουθεί,  αποδεικνύει πως αυτός είναι Ultra Vires του Νόμου.

«........... όπως αυτή είναι γραμμένη ή καταχωρημένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου μετά από τη διενεργηθείσα γενική εκτίμηση της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας με βάση τις διατάξεις του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου και επιπροσθέτως όπου καθίσταται αναγκαίο, με βάση τις διατάξεις του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου και επιπροσθέτως όπου καθίσταται αναγκαίο, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 35 των περί Αποχετεύσεων Πάφου Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 108/99) πρόσθετο τέλος ίδιου ποσοστού ως ανωτέρω πάνω στην αναθεωρημένη εκτιμημένη αξία του ακινήτου (01.01.1980) σε περιπτώσεις ανέγερσης οικοδομών που δεν ήταν εγγεγραμμένες στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου κατά τη διενεργηθείσα Γενική Εκτίμηση και/ή δεν εγγράφηκαν εκ των υστέρων στα βιβλία του Κτηματολογίου δυνάμει εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 67 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου.»

Με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.5(1)/97 εφαρμόστηκε το εδάφιο 4 του άρθρου 69 του Κεφ. 224 που προβλέπει πως:

«Γενική εκτίμησις ακινήτου ιδιοκτησίας δεόντως γενομένη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται είτε δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου είτε δια τους σκοπούς παντός ετέρου εν ισχύι Νόμου εκτός εάν επί τούτω νόμος  θέλει προβλέψει περί της τοιαύτης εφαρμογής.»

Ενδεχομένως οι σχετικοί νόμου να μην αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό σκοπό του νομοθέτη, να υπολογίζονται δηλαδή τα τέλη στη βάση αξιών ακίνητης ιδιοκτησίας, που καθορίστηκαν στη γενική εκτίμηση με αναφορά, ως αξία, το 1980. Να σημειώσουμε δε πως πριν από τη σχετική τροποποίηση, ο βασικός νόμος θεσπίστηκε το 1971 η δε προηγούμενη γενική εκτίμηση έγινε την δεκαετία του 1920. Οι ρητές όμως και σαφείς διατάξεις του Νόμου, όπως τις παραθέτουμε πιο πάνω, πρέπει να εφαρμοστούν.

Επομένως, με την εξαίρεση των προσφυγών σε σχέση με τις οποίες οι αιτητές δέχτηκαν πως οι εκτιμήσεις έγιναν σύμφωνα με το νόμο και, βεβαίως, εκείνων στις οποίες δεν έχει εγερθεί ισχυρισμός για τέτοιο λόγο ακυρότητας, οι άλλες προσφυγές πρέπει να επιτύχουν, για το πιο πάνω λόγο. Χρειάζεται όμως μια διευκρίνηση. Η έρευνα των στοιχείων δείχνει πως ενδεχομένως και άλλες προσφυγές, των Συμβουλίων Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας και Πάφου στις οποίες έχει εγερθεί το θέμα, αφορούν σε τέλη που επιβλήθηκαν στη βάση γενικής εκτίμησης δυνάμει του άρθρου 69. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι επ' αυτού. Έχουμε διαγράψει την πορεία και το περιεχόμενο των εισηγήσεων όπως αυτές διαδοχικά αναπτύχθηκαν και θέλουμε να αποφύγουμε το πιθανό λάθος από την εκτίμηση δεδομένων που δεν προβλήθηκαν ως σχετικά, ιδίως από τα Συμβούλια. Υπενθυμίζουμε συναφώς πως η θέση των Συμβουλίων ήταν δομημένη στην αντίληψη πως, σε όσες υποθέσεις παρέμεινε ο ισχυρισμός των αιτητών, υπήρξαν επανεκτιμήσεις κατά τον τρόπο που ήδη προσδιορίσαμε. Θα εναπόκειται, λοιπόν, στο κάθε Συμβούλιο να ξεκαθαρίσει το θέμα κατά την επανεξέταση.

Καταλήγουμε ως ακολούθως:

1. Οι προσφυγές 396/98, 481/98 και 487/98 απορρίπτονται ως απαράδεκτες, με έξοδα.

2. Όλες οι προσφυγές κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας απορρίπτονται με έξοδα και οι προσβαλλόμενες σε αυτές αποφάσεις επικυρώνονται.

3. Οι προσφυγές 763/98, 765/98, 1065/98, 662/98, 663/98, 664/98, 761/98, 763/98, 768/98, 769/98, 1068/98, 1071/98, 389/00, 390/00, 815/98 μέχρι 831/98, 847/98 μέχρι 856/98, 1122/98 μέχρι 1128/98, 1133/98 μέχρι 1143/98, 1145/98 μέχρι 1153/98, 1209/98, 1210/98, 421/00, 422/00, 432/00, 813/00 και 814/00 του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας και η 1061/00 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, απορρίπτονται με έξοδα και οι προσβαλλόμενες σ' αυτές αποφάσεις επικυρώνονται.

4. Όλες οι υπόλοιπες προσφυγές επιτυγχάνουν και οι σ' αυτές προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Τα έξοδα τους επιδικάζονται υπέρ των αιτητών αλλά ενόψει της πορείας που με λεπτομέρεια διαγράφουμε στο κείμενο, που ακολούθησε μετά το επανάνοιγμα των υποθέσεων, οπόταν και τέθηκαν ενώπιον μας τα απαραίτητα στοιχεία για τη διερεύνηση τους, δεν θα περιλαμβάνουν όσα μεσολάβησαν μετά την καταχώρησή τους και μέχρι το επανάνοιγμα των υποθέσεων από το Δικαστήριο.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Εκφράζοντας τη συμφωνία μου με την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ. θεωρώ ορθό να παρατηρήσω, ως προς την απόφασή μου στις υποθέσεις Ν. Karantokis (Holdings) Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λεμεσού-Αμαθούντος, 762/98 κ.ά., 19.5.2000, ότι στις υποθέσεις εκείνες δεν ετέθη και δεν συνεζητήθη θέμα δυνητικού και όχι υποχρεωτικού των κριτηρίων του άρθρου 30(1)(β), η δε απόφαση εβασίσθη στο δεδομένο της ισχύος των εν λόγω κριτηρίων σε κάθε περίπτωση. Η ευκαιρία που εδόθη για παρουσίαση όλων των παραμέτρων του θέματος ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας στις προκείμενες υποθέσεις αναδεικνύει τη σημασία της πτυχής αυτής η οποία και οδηγεί σε υπέρβαση της επί μέρους απόψεως που εξεφράσθη στην εν λόγω απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με την ερμηνεία που δίδεται από τους ευπαίδευτους αδελφούς μου Δικαστές. Το άρθρο 30 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971, Ν.1/71, προβλέπει την εξουσία του Συμβουλίου Αποχετεύσεων να επιβάλλει και εισπράττει μέσα στα όρια της περιοχής του, δικαιώματα σύνδεσης, αλλά και από τη μια, τέλος επί των ιδιοκτητών ή των κατόχων ακίνητης περιουσίας που εξυπηρετούνται ή μέλλουν να εξυπηρετηθούν από τα συστήματα αποχέτευσης και από την άλλη, τέλος για τη χρήση των συστημάτων αποχέτευσης.

Το άρθρο 30 προνοεί:

«30.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως, εντός των ορίων της περιοχής του, επιβάλλει και εισπράττει διά τοιαύτην χρονικήν περίοδον και κατά τοιούτον τρόπον, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθεί-

(α)   εν δικαίωμα συνδέσεως επί των ιδιοκτητών ακινήτου ιδιοκτησίας διά την κάλυψιν, ολικώς ή μερικώς, της δαπάνης διά την σύνδεσιν και εγκατάστασιν υπονόμων οικοδομής διά λύματα, βιομηχανικά απορριματικά υγρά, όμβρια ύδατα ή έτερα τοιαύτα και όπως καθορίζει τους όρους και προϋποθέσεις της καταβολής του τοιούτου δικαιώματος:

Νοείται ότι εν η περιπτώσει το τοιούτο δικαίωμα συνδέσεως ήθελε καταβληθεί υπό του μισθωτού της ακινήτου ιδιοκτησίας, ούτος δικαιούται να εισπράξει τούτο παρά του ιδιοκτήτου της τοιαύτης ιδιοκτησίας.

(β)   εν τέλος επί των ιδιοκτητών ή κατόχων ακινήτου ιδιοκτησίας, οίτινες εξυπηρετούνται ή μέλλουν να εξυπηρετηθώσιν υπό των συστημάτων αποχετεύσεως λυμάτων ή ομβρίων υδάτων ή επωφελούνται ή μέλλουν ή δύνανται να επωφεληθώσιν εκ των τοιούτων έργων, είτε ομοιομόρφου ύψους επί εκάστης λίρας ή κλασματικού μέρους λίρας της εκτετιμημένης αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας, αναφορικώς προς την οποίαν καταβάλλεται το τέλος ή διά προοδευτικής φορολογίας, εδραζομένης επί της τοιαύτης αξίας. κατά τον καθορισμόν του τοιούτου τέλους δυνατόν να ληφθεί ειδική πρόνοια διά την μείωσιν ή αύξησιν του τέλους δι' ωρισμένας τάξεις ιδιοκτησίας, αναλόγως του σκοπού, δι' ον, η βαρυνομένη διά του τέλους ιδιοκτησία, χρησιμοποιείται, της φύσεως γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτην ή κάτοχον αυτής όφελος ............................................

.................................................................................................................»

Είναι η θέση των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις είναι άκυρες λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, γιατί κατά την έκδοχή τους οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπ' όψιν τα στοιχεία που περιέχονται στο άρθρο 30(1)(β), ήτοι τη φύση των εγκαταστάσεων που έγιναν και το όφελος που προκύπτει από αυτές στην ιδιοκτησία και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχό τους. Υποστηρίζουν ακόμα ότι κάτω από τις περιστάσεις δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και η ληφθείσα απόφαση στερείται αιτιολογίας.

Άποψη επί της ερμηνείας του άρθρου 30 είχα εκφράσει και παλαιότερα (Arodaphne Bay Development Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακος, Υποθ. Αρ. 981/94, ημερ. 28.11.1997 και Lordos Hotels (Holdings) v. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακος, Υποθ. 980/94, ημερ. 28.11.1997). Στην άποψη αυτή είμαι υποχρεωμένος να εμμείνω. Είχα υποστηρίξει ότι αφού το άρθρο 30 προβλέπει τη δυνατότητα μείωσης ή αύξησης του τέλους αναλόγως του σκοπού για τον οποίο χρησιμοποιείται η επιβαρυνόμενη ιδιοκτησία, της φύσης των γενομένων εγκαταστάσεων και το προκύπτον στον ιδιοκτήτη ή κάτοχό της όφελος, οι καθ' ων η αίτηση υποχρεούνται σε σχετική έρευνα και δεν νομιμοποιούνται να επιβάλλουν τέλη με ενιαίο τρόπο.

Είναι ορθό ότι το άρθρο 30(1)(β) αναφέρεται σε μείωση ή αύξηση του τέλους για ορισμένες τάξεις ιδιοκτησίας, όμως πιστεύω ότι η διατύπωση που ακολουθείται και η αναφορά στο σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται η περιουσία, στη φύση των γενομένων στην ιδιοκτησία εγκαταστάσεων και το προκύπτον  «εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτην ή κάτοχον αυτής όφελος», δικαιολογεί την ερμηνεία ότι ο νομοθέτης παρέχει το δικαίωμα στο Συμβούλιο να αυξάνει ή να μειώνει το τέλος σε συγκεκριμένες ιδιοκτησίες και όχι κατά τάξεις.

Ο σκοπός, για παράδειγμα, για τον οποίο χρησιμοποιείται μια ξενοδοχειακή μονάδα είναι ο ίδιος με το σκοπό οποιουδήποτε άλλου ξενοδοχείου και συνεπώς η διατύπωση του άρθρου θα κατέληγε να είναι χωρίς νόημα.

Αν ο Νόμος παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να μειώνει ή να αυξάνει το τέλος μόνο κατά τάξεις ιδιοκτησίας και όχι σε συγκεκριμένες ιδιοκτησίες, τότε δεν θα είχε νόημα η αναφορά στη φύση των γενομένων εγκαταστάσεων, μια και όλα τα υποστατικά της ίδιας τάξης έχουν, κατά τεκμήριο, εγκαταστάσεις της ίδιας φύσης. Πολύ περισσότερο χωρίς νόημα θα ήταν η αναφορά στο όφελος που προκύπτει «εις την τοιαύτην ιδιοκτησίαν και τον ιδιοκτήτην ή κάτοχον αυτής». Σε όλες τις μονάδες της συγκεκριμένης τάξης, όπως για παράδειγμα στα ξενοδοχεία, το όφελος που προκύπτει από τη δημιουργία του συστήματος αποχέτευσης δεν διαφέρει από υποστατικό σε υποστατικό και συνεπώς δεν θα έμεναν περιθώρια να ληφθεί αυτό υπ' όψιν ως κριτήριο για την αύξηση ή μείωση του τέλους. Νομίζω πως και η αναφορά στο όφελος ακόμα και του απλού κατόχου της συγκεκριμένης ιδιοκτησίας ενισχύει την πιο πάνω αντιμετώπιση.

Το άρθρο 30(1)(β) παρέχει την εξουσία για διαφοροποίηση των τελών ανάλογα με τη φύση της ιδιοκτησίας, όμως, με όλο το σεβασμό στην άποψη που εκφράστηκε στην υπόθεση Kanika Hotels Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1997) 3 Α.Α.Δ. 15, επίμετρο της διάκρισης δεν είναι οι εγγενείς διαφορές μεταξύ ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων αφ' ενός και άλλων μορφών ιδιοκτησίας αφ' ετέρου, γιατί αν έτσι είχαν τα πράγματα δεν θα είχε έννοια η αναφορά του άρθρου 30 στο όφελος που προκύπτει στον ιδιοκτήτη ή κάτοχο, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι όλοι οι ιδιοκτήτες υποστατικών ξενοδοχειακών μονάδων για παράδειγμα, από τη σύνδεσή τους με το αποχετευτικό σύστημα έχουν, λίγο πολύ, το ίδιο όφελος.

Ούτε το γεγονός ότι το άρθρο 30 παρέχει απλώς τη δυνατότητα να ληφθεί κατά τον καθορισμό του τέλους ειδική πρόνοια για μείωση ή αύξηση του τέλους για ορισμένες τάξεις ιδιοκτησίας, μεταβάλλει την όλη κατάσταση. Το Συμβούλιο αφού έχει τη διακριτική ευχέρεια να αυξήσει ή μειώσει, ανάλογα με την περίπτωση, το τέλος, θα έπρεπε πριν ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, να προβεί σε έρευνα ως προς τα δεδομένα, ακόμα δε και να αιτιολογήσει την όποια απόφασή του.

Έτσι καταλήγω ότι η απόφαση είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας αλλά και πλάνης γιατί το Συμβούλιο παρερμήνευσε το άρθρο 30. Οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν, ως όφειλαν, συγκεκριμένες παραμέτρους οι οποίες δυνατόν να επηρέαζαν το ύψος του τέλους που θα επιβαλλόταν σε ορισμένα υποστατικά. Ακόμα και η τυχόν απόφαση να μην ασκηθεί η δυνητική αυτή εξουσία για αύξηση ή μείωση του τέλους, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί. Κι αυτό ιδιαίτερα εν όψει της έλλειψης οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου πάνω στην οποία εδράζεται ο υπολογισμός του τέλους και του οφέλους του ιδιοκτήτη ή του κατόχου του υποστατικού που προκύπτει από τη σύνδεσή του με το αποχετευτικό.

Εν όψει όλων των πιο πάνω θα κατέληγα ότι οι προσφυγές θα πρέπει να επιτύχουν με έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο