ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MICHAEL DEMETRIOU ZAVOS ν. THE POLICE (1963) 1 CLR 57
THE IMPROVEMENT BOARD OF EYLENJA ν. ANDREAS CONSTANTINOU (1967) 1 CLR 167
DIAGORAS DEVELOPMENT ν. NATIONAL BANK (1985) 1 CLR 581
United Bible Societies ν. "Χ""Κακού" (1990) 1 ΑΑΔ 395
Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 ΑΑΔ 858
"PANAYIOTIS GEORGHIOU ALEXANDROU ""VRAKAS"" ""PATITOUTSIS""" ν. THE POLICE (1966) 2 CLR 77
Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 ΑΑΔ 8
Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου και Άλλος ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλης (1996) 3 ΑΑΔ 389
Stylianou Solomos ν. The Police (1962) 1 CLR 152
Ibrahim Mustafa and others ν. The Attorney-General of the Republic (1964) 1 CLR 195
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δήμος Λάρνακας ν. Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων (2013) 3 ΑΑΔ 579
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 930/2008, 17/6/2013
(2004) 3 ΑΑΔ 98
30 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 374/2001)
Οδοί και Οικοδομές ― Ο περί Οδών και Οικοδομών Νόμος, Κεφ. 96 ― Άρθρο 21 ― Διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου ― Εκδίδεται μόνο εφόσον η αρμόδια Αρχή παραλείπει να ασκήσει τις εξουσίες της ― Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή το Άρθρο 21, εφόσον ο Δήμος βρισκόταν σε διαδικασία εξέτασης αίτησης για άδεια οικοδομής και επομένως ασκούσε τις αρμοδιότητες του ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της υπόθεσης Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389.
Με την προσφυγή αυτή, που καταχωρίστηκε βάσει του Αρθρου 139 του Συντάγματος, ο Δήμος Αγίου Αθανασίου αμφισβήτησε την εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να τον διατάξει να εκδόσει την επίδικη άδεια οικοδομής βάσει του Αρθρου 21 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας το επίδικο διάταγμα, αποφάσισε ότι:
Δεν υπάρχει καμιά διαφορά στα γεγονότα της υπόθεσης Δήμος Γεροσκήπου, με αυτά της υπό συζήτηση.
Είναι γεγονός πως έγινε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό, βάσει του Άρθρου 18 του Νόμου, ο οποίος αποφασίζοντας επ' αυτής είπε τα εξής:
«...........................................................................................................
3. Διευκρινίζεται ότι με την αποδοχή της παρούσας Ιεραρχικής Προσφυγής δεν αμφισβητείται η νομιμοποίηση της αρμόδιας αρχής να απορρίψει αίτηση για άδεια οικοδομής νοουμένου ότι στηρίζει την απόρριψη της στις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και Κανονισμών.»
Η επίκληση από το Υπουργικό Συμβούλιο του Αρθρου 21 του Κεφ. 96 για να εκδώσει το επίμαχο διάταγμα είναι νομικά αστήρικτη. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη από το Δήμο. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία να εκδώσει προς αυτό το επίμαχο διάταγμα, το οποίο, και ως εκ τούτου, ακυρώνεται.
Ο Πρόεδρος Πικής εξέδωσε δική του απόφαση με την οποία κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό, εκείνο της αντισυνταγματικότητας του Αρθρου 21 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389.
Προσφυγή.
Προσφυγή του αιτητή, Δήμου Αγίου Αθανασίου, η οποία εκδικάστηκε απευθείας από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία προσβάλλεται το διάταγμα το οποίο εξέδωσε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 4/4/2001, δυνάμει του Άρθρου 21 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, με το οποίο ο Δήμος διατάζετο εντός 7 ημερών να εκδώσει στα ενδιαφερόμενα μέρη την αιτηθείσα άδεια οικοδομής για την προτεινόμενη ανάπτυξη τεμαχίου τους στα όρια του Δήμου.
Μ. Καλλίγερου, για τον Αιτητή.
Μ. Μαλαχτού Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η προσφυγή επιτυγχάνει και το επίμαχο διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου ακυρώνεται. Όλοι οι Δικαστές, εκτός από εμένα, συμφωνούν με το σκεπτικό της απόφασης που ετοίμασε ο Δικαστής Αρτεμίδης. Εγώ θα εκδώσω απόφαση με διαφορετικό σκεπτικό.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπό συζήτηση προσφυγή, που κατά κύριο λόγο βασίζεται στο άρθρο 139 του Συντάγματος, ο αιτητής, Δήμος Αγίου Αθανασίου, στα επόμενα «Ο Δήμος», αμφισβητεί την εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να τον διατάξει να προβεί στην έκδοση άδειας οικοδομής στους ενδιαφερόμενους, αναφορικά με την προτεινόμενη ανάπτυξη του κτήματος, τεμάχιο αρ. 511, Φ/Σχ. 54/51, στον Άγιο Αθανάσιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' επίκληση των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο 21 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, εξέδωσε διάταγμα στις 4.4.2001, που επιδόθηκε την επομένη στο Δήμο, και με το οποίο διατασσόταν μέσα σε διάστημα 7 ημερών να εκδώσει στους ενδιαφερόμενους την αιτηθείσα άδεια οικοδομής. Ο Δήμος δεν συμμορφώθηκε με το διάταγμα, με αποτέλεσμα να διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ως ο αρμόδιος για την έκδοση της άδειας οικοδομής, ο οποίος και την εξέδωσε στις 4.5.01. Είχε προηγηθεί από την αρμόδια αρχή η έκδοση της πολεοδομικής άδειας.
Τα γεγονότα, που θα συνοψίσουμε έτσι που να αναφερθούν μόνο τα απαραίτητα για τη συζήτηση της υπόθεσης, ακολουθούν: Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως εξέδωσε στις 2.3.2000 πολεοδομική άδεια για την προτεινόμενη ανάπτυξη. Στις 14.3.2000 υποβλήθηκε στο Δήμο αίτηση για χορήγηση άδειας οικοδομής, την οποία όμως απέρριψε στις 19.4.2000. Εναντίον αυτής της διοικητικής απόφασης καταχωρίστηκε η προσφυγή 1014/00. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ζήτησαν επανεξέταση της αίτησης τους, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου στις 9.10.2000, με αποτέλεσμα να καταχωριστεί και δεύτερη προσφυγή, η 1432/2000. Ενώ εκκρεμούσε δεύτερο αίτημα των ενδιαφερομένων για επανεξέταση, εκδόθηκε το επίμαχο διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου προς το Δήμο, ο οποίος όμως απέρριψε και πάλιν την αίτηση για χορήγηση άδειας οικοδομής στις 26.4.2001.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα η δικηγόρος του Δήμου υπέβαλε πως εφαρμόζεται πλήρως η απόφαση και το σκεπτικό της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389.
Στην υπόθεση εκείνη τα γεγονότα σε συντομία ήταν τα εξής: Ο Δήμος Γεροσκήπου απέρριψε αίτηση των ενδιαφερομένων να τους χορηγηθεί άδεια οικοδομής για ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας, παρά το γεγονός ότι είχαν εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια. Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν υποβολής παραπόνου από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξέδωσε, όπως και στην περίπτωση που εξετάζουμε, διάταγμα δυνάμει του άρθρου 21 του Κεφ. 96 προς το Δήμο Γεροσκήπου, καλώντας τον να προβεί στην έκδοση της αιτηθείσας άδειας οικοδομής μέσα σε 10 ημέρες. Ο Δήμος Γεροσκήπου αμφισβήτησε με προσφυγή, βάσει του άρθρου 139 του Συντάγματος, την εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για την έκδοση του διατάγματος. Η πλειοψηφία των δικαστών (Αρτεμίδης, Δημητριάδης, Αρτέμης, Νικολαϊδης, Νικολάου, Κρονίδης και Κωνσταντινίδη, Δ.Δ.) έκρινε πως το άρθρο 21 του Κεφ.96 αναφέρεται ρητά σε παραλείψεις της αρμόδιας αρχής να συμμορφωθεί προς διατάξεις του Νόμου ή Κανονισμών. Στην υπόθεση δε που εξεταζόταν, ο Δήμος δεν παρέλειψε να πράξει ο,τιδήποτε για να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών. Είχε αποφασίσει επί της αιτήσεως για χορήγηση άδειας οικοδομής, αρνούμενος να την εκδώσει. Κατά συνέπεια, η επίκληση του άρθρου 21 από το Υπουργικό Συμβούλιο, για να απευθύνει στο Δήμο το επίδικο διάταγμα, ήταν νομικά αστήρικτη. Ο δικαστής Καλλής με ξεχωριστή απόφαση του, στην οποία συμφώνησε και ο Κωνσταντινίδης, Δ. εξέδωσε απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα αλλά με διαφορετικό σκεπτικό. Σ' εκείνη την υπόθεση, όπως και εδώ, ηγέρθη και θέμα αντισυνταγματικότητας του επίμαχου άρθρου 21 του Κεφαλαίου 96. Η πλειοψηφία όμως των δικαστών έκρινε πως δεν ήταν απαραίτητο να το εξετάσει αφού η νομική διχογνωμία που είχε δημιουργηθεί επιλύθηκε χωρίς να υπεισέρχεται ζήτημα συνταγματικότητας ή μη του άρθρου. Επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας διαφορετική ήταν η θέση των Πική, Π., Παπαδόπουλου, Χ΄Τσαγγάρη, Χρυστοστομή και Νικήτα, Δ.Δ. Με την απόφαση που εξέδωσε ο Πρόεδρος κρίθηκε πως το άρθρο 21 του Κεφ.96, που προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας, δεν επιβίωσε του Συντάγματος, γιατί συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των άρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος, και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας προσπάθησε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα στην υπόθεση του Δήμου Γεροσκήπου με αυτά της παρούσης. Αναφέρθηκε επί του προκειμένου στο γεγονός ότι, όταν στις 9.10.2000 ο Δήμος απέρριψε για δεύτερη φορά την αίτηση για άδεια οικοδομής, η απορριπτική αυτή απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του άρθρου 18(1) του Νόμου. Η δικηγόρος υποστήριξε στη συνέχεια πως ο Υπουργός αποδέχθηκε, στις 19.12.2000, την ιεραρχική προσφυγή, η δε απόφαση αυτή ήταν τελεσίδικη και δεσμευτική έναντι πάντων, περιλαμβανομένου και του Δήμου. Παρόλα αυτά, συνεχίζει η εισήγηση, και μέχρι τις 4.4.01 που εκδόθηκε το επίμαχο διάταγμα, ο Δήμος ούτε απέρριψε ούτε αποδέχθηκε την αίτηση για άδεια οικοδομής παρά την ύπαρξη της δεσμευτικής γι' αυτόν απόφασης του ιεραρχικά ανώτερου οργάνου. Επομένως, καθώς καταλήγει η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, ο Δήμος παρέλειψε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος και ως εκ τούτου ορθά ενεργοποιήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το άρθρο 21.
Έχουμε τη γνώμη πως οι θέσεις που πρόβαλε η δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν ευσταθούν. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά στα γεγονότα της υπόθεσης Δήμου Γεροσκήπου, που αναφέρουμε πιο πάνω, με αυτά της υπό συζήτηση.
Είναι γεγονός πως έγινε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό, βάσει του άρθρου 18 του Νόμου, ο οποίος αποφασίζοντας επ' αυτής είπε τα εξής:
«Παρακαλώ σημειώστε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το άρθρο 18 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, έχει αποδεχθεί την Ιεραρχική Προσφυγή, λαμβάνοντας υπόψη ότι:
(ι) Η λήψη ή μη των απόψεων του δήμου από την Πολεοδομική Αρχή, τόσο στο προκαταρκτικό στάδιο (προκαταρκτικές απόψεις) της εξέτασης της πολεοδομικής άδειας όσο και στο στάδιο της εξέτασης της ίδιας της αίτησης, δεν αποτελούν υπαίτιο λόγο απόρριψης της αίτησης για άδεια οικοδομής.
(ιι) Οι περισσότεροι λόγοι που επικαλείται η αρμόδια αρχή για απόρριψη της αίτησης δεν αποτελούν αντικείμενο του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, αλλά του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και έχουν κριθεί από την Πολεοδομική Αρχή κατά την εξέταση της πολεοδομικής άδειας.
(ιιι) Όσον αφορά τους λόγους απόρριψης οι οποίοι αναφέρονται στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο, όπως εξάγεται από το απόσπασμα των Πρακτικών Συνεδρίας του Δήμου Αγίου Αθανασίου ημερ. 9.10.2000, το οποίο έχετε διαβιβάσει στο Υπουργείο Εσωτερικών με την προαναφερόμενη επιστολή σας, έχουν διευθετηθεί.
(iv) Όσον αφορά το ύψος της οικοδομής (11.30μ. αντί 13.50μ.) τούτο θα μπορούσε να διευθετηθεί με υποβολή αίτησης τροποποίησης των σχεδίων της πολεοδομικής άδειας, μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής. Πληροφορούμαι όμως ότι αυτό έχει ήδη γίνει με τροποποίηση του όρου αρ.(502) της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας.
3. Διευκρινίζεται ότι με την αποδοχή της παρούσας Ιεραρχικής Προσφυγής δεν αμφισβητείται η νομιμοποίηση της αρμόδιας αρχής να απορρίψει αίτηση για άδεια οικοδομής νοουμένου ότι στηρίζει την απόρριψη της στις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και Κανονισμών.»
Είναι φανερό από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής πως εκκρεμούσε ακόμη διερεύνηση στοιχείων για την έκδοση της άδειας οικοδομής, τα οποία θα έπρεπε να λάβει υπόψη του ο Δήμος, εξ ου και εκαλείτο το ίδιο από τον Υπουργό να προχωρήσει στην έκδοση της αιτηθείσας άδειας οικοδομής, την οποία και τελικά δεν εξέδωσε.
Καταλήγουμε, επομένως, πως η επίκληση από το Υπουργικό Συμβούλιο του Άρθρου 21 του Κεφ.96 για να εκδώσει το επίμαχο διάταγμα είναι νομικά αστήρικτη. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη από το Δήμο. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία να εκδώσει προς αυτό το επίμαχο διάταγμα, το οποίο, και ως εκ τούτου, ακυρώνεται.
Αναφορικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη του άρθρου 21, επαναλαμβάνουμε αυτά που είπαμε και στην υπόθεση, Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου (δες πιο πάνω), τα οποία και ισχύουν για τους ίδιους λόγους και στην παρούσα υπόθεση.
Η προσφυγή ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή με έξοδα.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατ' επίκληση των διατάξεων του άρθρου 21, του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (ο Νόμος) ως είχαν και ως ο Νόμος ήταν διαρθρωμένος κατά το χρόνο της θέσπισης του το 1946, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο καλούσε το Δήμο Αγίου Αθανασίου, να προβεί στην έκδοση συγκεκριμένης άδειας οικοδομής, ορίζοντας συγχρόνως ότι, σε περίπτωση παράλειψης του να συμμορφωθεί, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως θα υποκαθιστούσε το Δήμο και θα προέβαινε στην έκδοση της σχετικής άδειας βαρύνοντας τους δημοτικούς συμβούλους προσωπικά με τα έξοδα.
Ο Δήμος Αγίου Αθανασίου (οι αιτητές), προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος, εξαιτούμενος την ακύρωση του διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου (καθ' ου η αίτηση 1), για το λόγο ότι προσέκρουε και έθετε υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες και αρμοδιότητες του. Έρεισμα για την προσφυγή αποτέλεσαν οι εξουσίες του Δήμου, ως της κατά νόμο αρμόδιας αρχής για την έκδοση αδειών οικοδομής. Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου προσβάλλεται ως αντινομικό προς τις εξουσίες και αρμοδιότητες του Δήμου.
Στην απόφασή μας στις 22 Οκτωβρίου 2003, που εκδόθηκε προς επίλυση του προδικαστικού ζητήματος, αφορώντος το δικαίωμα του εξαιτούμενου την άδεια οικοδομής να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία, προσδιορίσαμε το αντικείμενο της προσφυγής ως ακολούθως:
«Αντικείμενο της προσφυγής αποτελεί η εγκυρότητα της απόφασης ή της πράξης, η οποία συγκρούεται ή θέτει υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες ή τις αρμοδιότητες της προσφεύγουσας αρχής ή του προσφεύγοντος οργάνου (Άρθρο 139.5 του Συντάγματος). Ασκείται δε μέσα σε τριάντα ημέρες αφότου εγείρεται η σύγκρουση ή η αμφισβήτηση. (Άρθρο 139.4 του Συντάγματος.)»
Όμοιας φύσεως διαφορά μεταξύ Δήμου και Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντας ως αντικείμενο την εγκυρότητα διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου βάσει του άρθρου 21 του Νόμου θεωρήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389, ότι εγείρει ζήτημα σύγκρουσης και αμφισβήτησης εξουσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας, υποκείμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 139 του Συντάγματος. Στην ίδια απόφαση, επεξηγείται, υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ότι ο Δήμος συνιστά αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του Άρθρου 139, το οποίο νομιμοποιείται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο οποτεδήποτε άλλη αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας αντινομεί προς, ή αμφισβητεί τις εξουσίες και αρμοδιότητές του.
Στη Γεροσκήπου (ανωτέρω), είμαστε ομόφωνοι στην κατάληξη. Στο προοίμιο της απόφασής μας αναφέρεται: (σ. 395)
«Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα της προσφυγής. Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κρίνεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»
Διάφοροι ήσαν οι λόγοι της απόφασής μας. Ο σύνθετος λόγος της απόφασης στοιχειοθετείται από τις τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν αντίστοιχα από εμένα, από τον Αρτεμίδη, Δ., και από τον Καλλή, Δ. Σύμφωνα με τη δική μου απόφαση το άρθρο 21 του Νόμου, ατόνησε και έπαυσε να αποτελεί μέρος της νομοθεσίας της Πολιτείας με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Η θέση μου συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σ.403)
«Η διαπίστωση στην οποία αγόμεθα είναι ότι η εξουσία η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 21, προς έκδοση διαταγής σε διοικητικό όργανο για την εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος, είναι αντιφατική προς το Σύνταγμα, συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των Άρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία ενυπάρχει στο Σύνταγμα και στοιχειοθετεί τις αρμοδιότητες και το πεδίο λειτουργίας του κάθε φορέα της πολιτειακής εξουσίας.
Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται στην ολότητά του, βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»
Με την απόφασή μου ταυτίστηκαν οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης, Χρυσοστομής και Νικήτας.
Η θέση του Αρτεμίδη, Δ., συνοψίζεται στα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφασή του: (σ.406)
«Κρίνουμε πως το άρθρο 21 του Κεφ. 196 δεν παρείχε αρμοδιότητα ή εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει το υπό συζήτηση διάταγμα προς το Δήμο Γεροσκήπου. Το άρθρο αναφέρεται ρητά σε παραλείψεις της αρμόδιας αρχής να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Νόμου ή Κανονισμών. Υπογραμμίζουμε εδώ τη λέξη 'παράλειψη', και πιο πάνω όπου απαντάται στο κείμενο του άρθρου.
.......................................................................................................
Ευθυγραμμισμένη η νομολογία μας, λέγει πως το Δικαστήριο εξετάζει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς. Στην κρινόμενη υπόθεση, εν όψει της εκφρασθείσας γνώμης μας, δεν εγείρεται προς κρίση η συνταγματικότητα του άρθρου 21 του Κεφ. 96.
Η προσφυγή γίνεται αποδεκτή. Διακηρύσσεται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία μήτε αρμοδιότητα, επικαλούμενο τις διατάξεις του άρθρου 21 του Κεφ. 96, να εκδώσει το επίδικο διάταγμα προς το Δήμο Γεροσκήπου. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας στο Δήμο Γεροσκήπου.»
Με την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., ταυτίστηκαν οι Δικαστές Δημητριάδης, Αρτέμης, Νικολαΐδης, Νικολάου και Κρονίδης. Και ο Καλλής, Δ., κατέληξε ότι το άρθρο 21 του Νόμου, δεν παρείχε εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει το διάταγμα το οποίο αποτέλεσε το επίδικο θέμα της προσφυγής. Τούτου δοθέντος έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη η κρίση της συνάφειας του άρθρου 21 του Νόμου προς το Σύνταγμα. Σημείωσε όμως, ότι η προσαρμογή της ισχύουσας κατά το χρόνο ανακήρυξης της Δημοκρατίας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, βάσει του Άρθρου 188.4 του Συντάγματος, δεν ήγειρε ζήτημα συνταγματικότητας νόμου που ήταν σε ισχύ πριν τη Δημοκρατία, αλλά θέμα προσαρμογής του προς το Σύνταγμα.
Ο Κωνσταντινίδης Δ., συμφώνησε και με τις δύο αποφάσεις, Αρτεμίδη, Δ. και Καλλή, Δ.
Αρμοδιότητα για την προσαρμογή της διασωθείσας, από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, παρέχεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, προς επίλυση αστικών διαφορών ή προς διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, ή προς αναθεώρηση πράξεων ή παραλείψεων υποκείμενων στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Κατά τον ίδιο τρόπο και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν αρμόδιο για την προσαρμογή της προϊσχύουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, οποτεδήποτε ο προσδιορισμός της ήταν αναγκαίος για την επίλυση διαφορών αναγόμενων στη δικαιοδοσία του. Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας προσαρμογής της προϊσχύουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα στη Holy See of Kitium v. Municipal Council, Limassol 1, R.S.C.C. 15, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 18 του Κεφ. 96 δεν μπορούσε να συμβιβαστεί προς το Σύνταγμα. Τοιουτοτρόπως ατόνησε.
Οι αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, και στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, καθιστούν σαφές ότι η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση των εξουσιών του προς επίλυση διαφορών αναγόμενων στη δικαιοδοσία του.
Στη Σαμψών το Ανώτατο Δικαστήριο πραγματευόμενο την εφαρμογή του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286, που διατηρήθηκε σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: (σ.877)
«... Ο εξουσιοδοτικός νόμος - Κεφ. 286 - θεσπίστηκε το 1879. Όπως και κάθε άλλος νόμος που ίσχυε κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, και οι πρόνοιες του Κεφ. 286 εφαρμόζονται προσαρμοζόμενες 'καθ' ο μέτρον είναι αναγκαίον προς το Σύνταγμα' (Άρθρο 188.1 του Συντάγματος). Η προσαρμογή συνιστά αρμοδιότητα της Δικαστικής Λειτουργίας στο πλαίσιο ερμηνείας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων, Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581 και The United Bible Societies v. Χ''Κακού (1990)1 Α.Α.Δ. 395. Επομένως, οι εξουσιοδοτικές πρόνοιες του Κεφ. 286 τυγχάνουν εφαρμογής υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος και του διαχωρισμού των Πολιτειακών Εξουσιών που επιφέρει.»
Όμοιες υπήρξαν οι θέσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Λαζαρίδη. Η προσαρμογή της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, αποτελεί αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αναφύεται ζήτημα αναγόμενο στην εφαρμογή τέτοιας νομοθεσίας ή πτυχών της. Ωσαύτως διαπίστωσε ότι: (σ. 16-17)
«... Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167), που ισχύει σε σχέση με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας δεν ισχύει αναφορικά με τη νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος. Αντίθετα, το άρθρο 188 καθιστά τον έλεγχο του εναρμονισμού της ισχύουσας κατά το 1960 νομοθεσίας με το Σύνταγμα πρωτογενή δικαστική αρμοδιότητα.»
Μετά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Ανωτάτου Δικαστηρίου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο η αρμοδιότητα προσαρμογής της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, ανήκει σε κάθε δικαστήριο της χώρας που καλείται να εφαρμόσει προϋπάρχουσα νομοθεσία, ή μόνο στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, (Supreme Constitutional Court), με παραπομπή κάτω από το Άρθρο 144 του Συντάγματος, οποτεδήποτε τίθεται θέμα προσαρμογής ενώπιον άλλου δικαστηρίου.
Στη Solomos Stylianou v. The Police (1962) C.L.R. 152, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσαρμογή της αποικιακής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της χώρας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του προς επίλυση διαφορών, για τις οποίες είναι καθ' ύλη αρμόδιο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 188.4, του Συντάγματος, ως υποδεικνύεται δεν αφήνουν αμφιβολία περί τούτου, προβλέπουν:
«Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας εφαρμόζον τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου, διατηρουμένου εν ισχύι συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να εφαρμόζη αυτόν εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον μετά των αναγκαίων προσαρμογών προς συμμόρφωσιν αυτού προς τας διατάξεις του Συντάγματος περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων αυτού.»
Η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Ιωσηφίδη Δ., στη Stylianou (ανωτέρω) σ. 172:
«... it is the duty of the trial Court to modify the Law in such a way as to bring it into conformity with the provisions of the Constitution, as provided by paragraph 4 of article 188;»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«...αποτελεί καθήκον του δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόσει το νόμο με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του Συντάγματος ως προνοείται στην παράγραφο 4 του άρθρου 188·»
Στη συγκλίνουσα επί του θέματος απόφαση του Βασιλειάδη Δ., στην ίδια υπόθεση αναφέρεται: (σ. 174)
«... We have on such occasions*, stated our views as to the duty which this article 188 imposes on all Courts applying law preserved in force on the establishment of the Republic (as distinguished from law enacted by the Republic under the Constitution) to make such preserved law, subject to the provisions of the Constitution and to apply it to the facts and circumstances of each case, modified accordingly, whenever necessary.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«...... Έχουμε εκθέσει σε ανάλογες περιπτώσεις τις απόψεις μας ως προς το καθήκον το οποίο επιβάλλει το άρθρο 188 του Συντάγματος σε όλα τα Δικαστήρια που εφαρμόζουν το νόμο ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, (σε αντιδιαστολή προς νόμο ο οποίος θεσπίζεται από τη Δημοκρατία κάτω από το Σύνταγμα) να προσαρμόσουν τον διατηρηθέντα σε ισχύ νόμο προς τις πρόνοιες του Συντάγματος και να τον εφαρμόσουν στα γεγονότα και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης με τις αναγκαίες τροποποιήσεις οποτεδήποτε καθίσταται αναγκαίο.»
Αποδοκιμάστηκε στη Stylianou αντίθετη θέση που διατυπώθηκε άμεσα ή έμμεσα σε αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα συνιστά θέμα συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο έδει να αποτελεί αντικείμενο παραπομπής βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Η θέση αυτή διατυπώθηκε ευθέως από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στη The Co-operative Grocery of Vasilia and Haralambos N. Ppirou and Others 4 R.S.C.C. 12.
Η προρρηθείσα θέση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στη Stylianou και σε άλλες αποφάσεις, είναι αντινομική προς το κείμενο του Άρθρου 188.1 και 4 του Συντάγματος, που ρητά αποδίδει εξουσία προσαρμογής της διασωθείσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας στο πλαίσιο των εξουσιών του, προς επίλυση διαφορών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του.
Κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας το σύνολο του δικαίου, εκτός από το Σύνταγμα, περιεχόταν στη νομοθεσία που διασώθηκε από το Άρθρο 188 του Συντάγματος. Φυσιολογική ήταν η απόδοση αρμοδιότητας σε κάθε δικαστήριο της χώρας να προσαρμόζει το διατηρηθέν δίκαιο προς το Σύνταγμα, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του. Αυτό το έπραξε ρητά με τις διατάξεις του το Άρθρο 188.4 το οποίο ορίζει ότι αρμοδιότητα για προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα παρέχεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας, «Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας ....».
Άλλη ρύθμιση θα καθήλωνε την απονομή της δικαιοσύνης και θα συναρτούσε την επίλυση των αστικών διαφορών και την κρίση της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων, στην πρότερη διαπίστωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς το ισχύον δίκαιο. Στη Μichael Demetriou Zavos v. The Police (1963) 1 C.L.R. 57, το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), ασχολήθηκε εκ νέου με το θέμα αυτό. Επέκρινε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για υπέρβαση δικαιοδοσίας αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 188.1 και 4 του Συντάγματος. επανέλαβε ότι αποτελεί καθήκον του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας κατά την επίλυση διαφορών οι οποίες διέπονται από το προϋπάρχον δίκαιο, να προσαρμόζει το περιεχόμενο της νομοθεσίας προς το Σύνταγμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο καθιδρύθηκε το 1964, (βλ. τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964, (Ν.33/64) και The Attorney-General of The Republic v. Mustafa Ibrahim And Others (1964) C.L.R. 195), ακολούθησε την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), ότι αποτελεί καθήκον του κάθε δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόζει τον προϋπάρχοντα νόμο, (με την έννοια που ο όρος «νόμος» ενέχει στο Άρθρο 188.5.(α) του Συντάγματος), προς το Σύνταγμα και τις αρχές του. (Βλ. Μεταξύ άλλων Panayiotis Georghiou Alexandrou "Vrakas" "Patitoutsis" v. The Police (1966) 2 C.L.R. 77.)
Οι αποφάσεις στη Σαμψών και στη Λαζαρίδη (ανωτέρω), αντανακλούν την κρατούσα τάξη δικαίου.
Το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η ύπαρξη ή μη αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο να διατάσσει την αρμόδια για την έκδοση αδειών οικοδομής αρχή, το Δήμο, να εκδίδει άδειες οικοδομής. Τέτοια εξουσία παρεχόταν στον Κυβερνήτη βάσει των προνοιών του Άρθρου 21 του Κεφ. 96. Αναφορά στον «Κυβερνήτη» βάσει του Άρθρου 188.3(β) του Συντάγματος, νοείται στην προκείμενη περίπτωση, ως αναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Το πρώτο ερώτημα το οποίο τίθεται αφορά τον προσδιορισμό του περιεχομένου του Άρθρου 21 του Νόμου, εναρμονιζόμενου προς το Σύνταγμα. Αν δεν γνωρίζουμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό, δεν μπορεί να ξέρουμε αν το Άρθρο 21 του Νόμου επιβίωσε του Συντάγματος και αν ναι, σε ποιά μορφή. Η διαδικασία επίλυσης της ανά χείρας διαφοράς, καθιστά προϋπόθεση την απάντηση στο τιθέμενο ερώτημα προ παντός άλλου. Αν το Άρθρο 21 δεν επέζησε του Συντάγματος, η επίκλησή του από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορεί παρά να πέσει στο κενό της ανυπαρξίας του. Εάν το Άρθρο 21 του Νόμου ατόνησε λόγω της αντίφασής του προς το Σύνταγμα, πώς μπορεί να γίνεται λόγος για την άντληση εξουσιών από τις διατάξεις του; Σημειωτέον ότι ο όρος, προσαρμογή στο πλαίσιο του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, περιλαμβάνει και την κατάργηση του νόμου, ως ρητά ορίζεται στην παράγραφο 5(β) του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος. Μ' αυτή τη διαλεκτική αντιμετωπίσαμε το θέμα στην απόφασή μου στη Συμβούλιο Γεροσκήπου (ανωτέρω), η οποία μας οδήγησε στο συμπέρασμα: (σ.403)
«Η διαπίστωση στην οποία αγόμεθα είναι ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 21, προς έκδοση διαταγής σε διοικητικό όργανο για την εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος, είναι αντιφατική προς το Σύνταγμα, συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των Άρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία ενυπάρχει στο Σύνταγμα και στοιχειοθετεί τις αρμοδιότητες και το πεδίο λειτουργίας του κάθε φορέα της πολιτειακής εξουσίας.
Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται στην ολότητά του, βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους και στην παρούσα υπόθεση άγομαι στην ίδια κατάληξη συνεπαγόμενη, ως την υπόθεση Συμβουλίου Γεροσκήπου (ανωτέρω), την αποδοχή της προσφυγής και την ακύρωση του διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.