ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΦΙΛΟΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΛΤΔ ν. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ.285/2003, 19 Οκτωβρίου, 2004
INVESTYLIA LTD ν. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3659, 3 Μαρτίου 2006
AVACOM NET SERVICES LTD ν. ΧΡΙΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 356/2003, 23 Απριλίου, 2004
Laser Investment Ltd ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 634
Investylia Ltd ν. Xρηματιστηρίου Aξιών Kύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 72
Sharelink Securities Ltd ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και Άλλης (2004) 4 ΑΑΔ 61
Andreas Coullapides Ltd ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2004) 4 ΑΑΔ 1024
(2004) 3 ΑΑΔ 48
26 Ιανουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
LORDOS HOTELS (HOLDINGS) LTD,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3623)
Ο περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001 (Ν.64(Ι)/01) ― Άρθρο 59(4)(α)(β) ― Επιβολή διοικητικού προστίμου κατά την κρίση του Συμβουλίου, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ― Η διοικητική απόφαση ολοκληρώνεται εφόσον πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις.
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου για παράλειψη ανακοίνωσης πληροφοριών ― Υπό τις περιστάσεις εύλογη η απόφαση μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογημένη.
Οι εφεσείοντες, το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, επεδίωξαν ανατροπή της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η επιβολή διοικητικού προστίμου στους εφεσίβλητους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η βασική εισήγηση των δικηγόρων της εφεσίβλητης εταιρείας, πρωτοδίκως και ενώπιον της Ολομέλειας, είναι πως οι εφεσείοντες ενήργησαν παράνομα γιατί δεν τήρησαν το Αρθρο 59(4)(α)(β) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(Ι)/01.
Ο δικαστής που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, συμφώνησε με την εισήγηση πως η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα, και λαμβάνοντας υπόψη πως η γνώμη της Επιτροπής δόθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδέκτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
Η γνώμη της Ολομέλειας είναι πως η πιο πάνω συζήτηση ήταν αχρείαστη ενόψει της καθαρής και ρητής επίμαχης διάταξης, η οποία και άπτεται μόνο της τιμωρίας του καταγγελόμενου. Η τιμωρία μπορεί να επιβληθεί από το Συμβούλιο εφόσον υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Δεν προκύπτει δηλαδή διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα πότε δίδεται η σύμφωνη γνώμη, δηλαδή πριν ή μετά από την κρίση του Συμβουλίου. Η διοικητική απόφαση επί της τιμωρίας ολοκληρώνεται εφόσον υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ακολουθεί πως το σκεπτικό στην πρωτόδικη απόφαση που λέει: «στην προκείμενη περίπτωση η γνώμη της Επιτροπής παρασχέθηκε μετά από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης .......» είναι λάθος. Δεν μπορεί να υπάρξει, διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη επ' αυτής της Επιτροπής.
2. Η έκταση της έρευνας και η αιτιολόγηση μιας διοικητικής απόφασης εξαρτώνται απόλυτα από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εδώ τα γεγονότα ήσαν απλά και παραδεκτά. Η εφεσίβλητη εταιρεία έδωσε εξηγήσεις για την παράλειψη της, για την οποία ανέφερε πως δεν ήταν εκ προθέσεως αλλά οφειλόταν σε αμέλεια. Το Συμβούλιο αναφέρεται στα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία και έλαβε υπόψη, και επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000, αφού προηγουμένως είχε και τις γραπτές παραστάσεις της εφεσίβλητης εταιρείας. Δεν διαπιστώνεται τίποτε το μεμπτό στην απόφαση η οποία και ως εκ τούτου επικυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Αρ. 471/2002) ημερομηνίας 10/4/2002, με την οποία ακύρωσε την απόφασή τους με την οποία επέβαλαν στις 31.1.2002 διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000 στην εφεσίβλητη εταιρεία γιατί η τελευταία δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Συμβούλιο του ΧΑΚ την παραίτηση του προέδρου της, που έγινε στις 28.6.00, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 60(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου 1993-01.
Α. Κουντουρή, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Αδαμίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες επέβαλαν στις 31.1.02 διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000 στην εφεσίβλητη εταιρεία γιατί η τελευταία δεν ανακοίνωσε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Συμβούλιο του ΧΑΚ την παραίτηση του προέδρου της, που έγινε στις 28.6.00, όπως προβλέπεται στο άρθρο 60(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993-01, στο οποίο μάλιστα διαλαμβάνεται πως μια τέτοια ανακοίνωση πρέπει να γίνει «χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση». Η γνωστοποίηση της παραίτησης του διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας έγινε στους εφεσείοντες στις 6.9.00.
Τα πιο πάνω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν. Η βασική εισήγηση των δικηγόρων της εφεσίβλητης εταιρείας, πρωτοδίκως και ενώπιον μας, είναι πως οι εφεσείοντες ενήργησαν παράνομα γιατί δεν τήρησαν το άρθρο 59(4)(α)(β) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(1)/01, που προβλέπει:
«(4) Πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς υποχρέωση του προς ανακοίνωση πληροφοριών κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Χρηματιστηριακών Κανονισμών -
(α) Τιμωρείται, κατά την κρίση του Συμβουλίου, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, με διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ή
(β) αν η εν λόγω παράλειψη είναι εσκεμμένη, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές».
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε συζήτηση κατά πόσο η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει γνωμοδοτικό ή εγκριτικό χαρακτήρα. Η δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε πως είναι εγκριτική, και επομένως έπεται της απόφασης του Συμβουλίου, ενώ αντίθετα ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας ότι είναι γνωμοδοτική και συνεπώς προηγείται της απόφασης του Συμβουλίου των εφεσειόντων.
Ο συνάδελφος μας, που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, συμφώνησε με τη δεύτερη εισήγηση, και λαμβάνοντας υπόψη πως η γνώμη της Επιτροπής δόθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως λέγει στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του, αποδέκτηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
Η δική μας γνώμη είναι πως η πιο πάνω συζήτηση ήταν αχρείαστη ενόψει της καθαρής και ρητής επίμαχης διάταξης, η οποία και άπτεται μόνο της τιμωρίας του καταγγελόμενου. Η τιμωρία μπορεί να επιβληθεί από το Συμβούλιο εφόσον υπάρχει και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Δεν προκύπτει δηλαδή διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα πότε δίδεται η σύμφωνη γνώμη, δηλαδή πριν ή μετά από την κρίση του Συμβουλίου. Η διοικητική απόφαση επί της τιμωρίας ολοκληρώνεται εφόσον υπάρχει η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Ακολουθεί πως το σκεπτικό στην πρωτόδικη απόφαση που λέει; «στην προκείμενη περίπτωση η γνώμη της Επιτροπής παρασχέθηκε μετά από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης .......» είναι λάθος. Δεν μπορεί να υπάρξει, όπως είπαμε πιο πάνω, διοικητική απόφαση αν δεν συνυπάρχουν η απόφαση του Συμβουλίου και η σύμφωνη γνώμη επ' αυτής της Επιτροπής.
Χάριν της ολοκλήρωσης αυτής της πτυχής της υπόθεσης να αναφέρουμε πως το Συμβούλιο, αφού εξέτασε την υπόθεση ανακοίνωσε την πρόθεση του να επιβάλει £1000 πρόστιμο στην εφεσίβλητη εταιρεία ως διοικητική τιμωρία, προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητώντας τη γνώμη της τελευταίας. Η δε Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συμφώνησε με το είδος και ύψος της τιμωρίας με επιστολή της προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 10.4.02. Είναι μετά την πιο πάνω εξέλιξη που στις 18.4.02 το Συμβούλιο ανακοίνωσε εγγράφως την απόφαση του στην εφεσίβλητη εταιρεία. Να σημειώσουμε επίσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από επανεξέταση του ζητήματος, σε συμμόρφωση με προηγούμενη ακυρωτική απόφαση του ιδίου αδελφού δικαστή στην προσφυγή 1537/00, για το λόγο ότι το Συμβούλιο του ΧΑΚ και η Επιτροπή είχαν συναποφασίσει την επιβληθείσα τιμωρία, ενώ θα 'πρεπε, κατά το συνάδελφο, να δοθεί ξεχωριστά η γνώμη της Επιτροπής.
Εφόσον επιτυγχάνει η έφεση επί του σημείου που συζητήσαμε, παραμένουν να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι στην προσφυγή της εφεσίβλητης εταιρείας που προβλήθηκαν για την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, και δεν απασχόλησαν πρωτοδίκως. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να συνοψιστούν στα εξής: Προβάλλεται ο ισχυρισμός πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα, και ότι η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επίσης πως, έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, το ύψος του προστίμου συνιστά υπέρβαση και κατάχρηση των εξουσιών των εφεσειόντων. Είναι, κατά τη γνώμη μας, αβάσιμες οι πιο πάνω εισηγήσεις. Η έκταση της έρευνας και η αιτιολόγηση μιας διοικητικής απόφασης εξαρτώνται απόλυτα από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εδώ τα γεγονότα ήσαν απλά και παραδεκτά. Η εφεσίβλητη εταιρεία έδωσε εξηγήσεις για την παράλειψη της, για την οποία ανέφερε πως δεν ήταν εκ προθέσεως αλλά οφειλόταν σε αμέλεια. Το Συμβούλιο αναφέρεται στα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία και έλαβε υπόψη, και επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000, αφού προηγουμένως είχε και τις γραπτές παραστάσεις της εφεσίβλητης εταιρείας. Δεν διαπιστώνουμε τίποτε το μεμπτό στην απόφαση η οποία και ως εκ τούτου επικυρώνεται.
Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ενώ η διοικητική απόφαση επικυρώνεται με έξοδα που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.