ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 3 ΑΑΔ 741

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1023/2004)

30 Δεκεμβρίου 2004

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ASAD MOHAMMED RAHAL,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ο αιτητής είναι παρών.

---------------------------

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελείται από

εμένα και τους Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου,

Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Χατζηχαμπή,

Παπαδοπούλου και Φωτίου Δ.Δ., θα δοθεί από τον

Νικολάου, Δ. Ο Νικολαΐδης, Δ., θα δώσει διϊστάμενη

απόφαση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Γεννήθηκε το 1969 και είναι κάτοχος Συριακού διαβατηρίου με αρ. 2944857. Ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 14 Αυγούστου 1997 ως επισκέπτης και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι 30 Αυγούστου 1997. Μετά τη λήξη της άδειας παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα για σχεδόν δυόμισι χρόνια μέχρι που, στις 16 Ιανουαρίου 2000, αναχώρησε για τη χώρα του.

Αργότερα επέστρεψε παράνομα στην Κύπρο. Ο ίδιος είπε πως αφίχθη στις 17 Μαΐου 2003, την ίδια ημερομηνία κατά την οποία παρουσιάστηκε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού με άλλη ταυτότητα για να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Ισχυρίστηκε ότι ονομαζόταν Khateeb Mohammed Ahmad και ότι ήταν Παλαιστίνιος, γεννηθείς στην Τζενίν στις 10 Μαΐου 1971. Εξήγησε ότι έφθασε από τη Χάϊφα με σκάφος αγνώστων στοιχείων, στο οποίο είχε επιβιβαστεί λαθραία. Στις 22 Μαΐου 2003 κατηγορήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία. Παραδέχθηκε ενοχή αλλά δεν του επιβλήθηκε ποινή επειδή φαινόταν να κάλυπτε την περίπτωση το άρθρο 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/00 (όπως τροποποιήθηκε) σύμφωνα με το οποίο:

«7. - (1) Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.»

 

Αφέθηκε ελεύθερος και στις 3 Ιουνίου 2003 ενεγράφη επίσημα ως αιτητής ασύλου, με τα ψεύτικα στοιχεία που είχε δώσει. Στις 27 Αυγούστου 2003 του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι που να λαμβανόταν απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου. Διεξήχθη σχετική συνέντευξη στις 16 Φεβρουαρίου 2004 και του δόθηκε αρνητική απάντηση στις 20 Αυγούστου 2004.

Στο μεταξύ, στις 10 Αυγούστου 2004, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για άσυλο με το πραγματικό του αυτή τη φορά όνομα. Το ότι η νέα αίτηση και η προηγούμενη προέρχονταν από το ίδιο πρόσωπο διαπιστώθηκε τυχαία, όταν η αστυνομία βρήκε το διαβατήριο του κατά τη διερεύνηση τροχαίου ατύχηματος στο οποίο αυτός ενεπλάκη στις 20 Αυγούστου 2004. Ως αποτέλεσμα συνελήφθη και στις 30 Αυγούστου 2004 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε φυλάκιση ενός μηνός.

Κατόπιν τούτου, στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενεργώντας ως η αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε), θεώρησε τον αιτητή ανεπιθύμητο μετανάστη. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(δ):

«6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:-

.................................. .................................................. .................................................. ...................

(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης•

.................................. .................................................. .................................................. ..................»

Κατ΄ ακολουθίαν η Διευθύντρια αποφάσισε με βάση το άρθρο 14(1) και εξέδωσε εναντίον του αιτητή διάταγμα απέλασης και επικουρικά, μέχρι να καταστεί εφικτή η απέλαση του, διάταγμα κράτησης. Προβλέπεται ότι:

«14(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των όρων οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ο Διευθυντής δύναται να διατάξει οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια να παραμείνει σε αυτή για περιορισμένη περίοδο, παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται εντός της κατηγορίας που απαριθμείται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.»

Η έκδοση των διαταγμάτων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή αυθημερόν, με επιστολή στη δική του γλώσσα. Επειδή όμως εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα ασύλου, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αλλά όχι και του διατάγματος κράτησης.

Σε σχέση με το δεύτερο αίτημα ασύλου, η Υπηρεσία Ασύλου δέχθηκε τον αιτητή σε συνέντευξη στις 24 Σεπτεμβρίου 2004. Απέρριψε το αίτημα στις 11 Νοεμβρίου 2004. Στις 29 Νοεμβρίου 2004 ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, η οποία εκκρεμεί.

Στις 12 Οκτωβρίου 2004, προτού απορριφθεί για δεύτερη φορά το αίτημα για άσυλο, ο αιτητής υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus. Η αίτηση απορρίφθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2004 λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο αιτητής εκρατείτο βάσει διοικητικών αποφάσεων ο έλεγχος των οποίων εμπίπτει στην Αναθεωρητική δικαιοδοσία. Ήταν άλλωστε προφανές ότι ο χρόνος κράτησης δεν υπερέβαινε τον λογικά αναγκαίο και έτσι δεν μπορούσε να τίθετο προς συζήτηση θέμα ανεξάρτητου δικαιοδοτικού ερείσματος για habeas corpus: βλ. τις παρατηρήσεις του Χατζηχαμπή, Δ., στην Essa Murad Khlaief, Αίτηση αρ. 91/03, ημερ. 14 Οκτωβρίου 2003.

Με την παρούσα προσφυγή, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, αμφισβητείται η εξουσία της Διευθύντριας να εκδίδει διατάγματα απέλασης και κράτησης προσώπου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου. Ο αιτητής επισημαίνει ότι σύμφωνα με την επιφύλαξη η οποία προστέθηκε στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου με τον τροποποιητικό Ν. 164(Ι)/01, υπερισχύουν οι διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και επικαλείται δύο από αυτές: το άρθρο 4(α) και το άρθρο 29. Το πρώτο άρθρο αφορά στις βασικές αρχές για τη μεταχείριση προσφύγων και αιτητών ασύλου. Μια από αυτές είναι ότι:

«4(α) Πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου, λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη.»

Επισημαίνουμε όμως πως δεν υπάρχει εδώ θέμα απέλασης του αιτητή ενόσω εκκρεμεί η αίτηση του για πολιτικό άσυλο. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της αναστολής του διατάγματος απέλασης. Με επακόλουθο βέβαια τη μη πραγμάτωση της απέλασης αν το αίτημα εγκριθεί, εκτός αν προκύψουν άλλοι λόγοι που θα πρέπει να είναι το αντικείμενο άλλης διαδικασίας. Το δεύτερο άρθρο ρυθμίζει τη δυνατότητα της Δημοκρατίας να αποφασίζει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης, την απέλαση «πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ή προσώπου με καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους». Αντίθετα από ό,τι ο αιτητής φαίνεται να θεωρεί, η διάταξη δεν καλύπτει αιτητές πολιτικού ασύλου, όπως αυτός.

Αναφορικά ειδικότερα με το διάταγμα κράτησης, ο αιτητής επισημαίνει κατ΄ αρχάς ότι το αίτημα του για άσυλο, με τα πραγματικά του στοιχεία, υποβλήθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης και εισηγείται ότι εφόσον υπερισχύει ο περί Προσφύγων Νόμος, η κράτηση επιτρέπεται μόνο με δικαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 7(4) σύμφωνα με το οποίο:

«7(4)(α) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.

(β) Η κράτηση αιτητή επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και μόνο στις πιο κάτω περιπτώσεις:

(i) Για την εξακρίβωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας του, και σε περίπτωση που δεν έχει ιθαγένεια τη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, σε περίπτωση που κατέστρεψε ή απαλλάχθηκε από τα ταξιδιωτικά ή προσωπικά του έγγραφα ή χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα κατά την άφιξή του στη Δημοκρατία με στόχο να παραπλανήσει τις αρμόδιες αρχές, νοουμένου ότι δεν αποκαλύπτει τις ενέργειες του αυτές και την πραγματική του ταυτότητα κατά την υποβολή της αίτησης•

(ii) για τη διερεύνηση νέων στοιχείων που επιθυμεί να υποβάλει ο αιτητής για απόδειξη των ισχυρισμών που ως προς την αίτηση ασύλου του, σε περίπτωση που η αίτησή του απορρίφθηκε τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης.»

 

Επιπλέον, για το θέμα της κράτησης, ο αιτητής παραπέμπει σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συγκεκριμμένα στις υποθέσεις Chahal v. U.K. 22 ECHR 1831 1996-V και Ammur v. France 11 ECHR 826 1996-III επί της ερμηνείας του άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όμοιου με το Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει μεταξύ άλλων την κράτηση αλλοδαπού «καθ΄ ου εγένοντο ενέργειαι προς τον σκοπό απελάσεως ή εκδόσεως». Όμως αυτές οι αποφάσεις αφορούσαν περιστάσεις εντελώς διαφορετικές και δεν θεωρούμε πως χρειάζεται να τις συζητήσουμε.

Σε ένα άλλο επίπεδο, στο επίπεδο αρχών του διοικητικού δικαίου, ο αιτητής αμφισβητεί γενικά τη δυνατότητα της διοίκησης να αναστέλλει αποφάσεις της χωρίς νομοθετική πρόνοια για αναστολή. Στόχος του δεν είναι βέβαια η άρση της ευμενούς για τον ίδιο αναστολής του διάταγματος απέλασης ώστε να καταστεί δυνατή η απέλαση του. Στόχος του είναι η εξουδετέρωση του διατάγματος απέλασης, με τη σκέψη ότι διάταγμα απέλασης που δεν μπορεί να αναστέλλεται δεν πρέπει και να εκδίδεται ενόσω εκκρεμεί η εξέταση αιτήματος για πολιτικό άσυλο.

 

Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ΄ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed, Αίτηση αρ. 151/04, ημερ. 22 Οκτωβρίου 2004 όπου ανέφερε τα εξής:

«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»

 

Στην περίπτωση που εξετάζουμε το αίτημα για άσυλο υποβλήθηκε βεβαίως πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης αλλά αυτό δεν εκφεύγει του σκεπτικού στην απόφαση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Πρόκειται για διαφορά σε λεπτομέρεια που δεν επιδρά στο βασικό άξονα του συλλογισμού. Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσης τους και όχι τη χρονική σειρά των εξελίξεων μετά που αποκρυσταλλώθηκε η κατάσταση. Μια άλλη όψη του ιδίου στην ουσία ζητήματος εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Εφετείο, στην υπόθεση Napana Wilesinge, Ποιν. Έφ. 7789, ημερ. 5 Νοεμβρίου 2004, κατά την ερμηνεία κυρίως του προεκτεθέντος άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προστατεύει αιτητές ασύλου από τιμωρία αλλά μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι του. Επισημάναμε εκεί ότι:

«...... η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα.»

 

Νόμιμα λοιπόν εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης. Με την κατάληξη μας αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται. Πρόκειται για ευμενή γι΄ αυτόν εξέλιξη. Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης: βλ. την υπόθεση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο. Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Π.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο