ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 652
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3393)
10 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Α.Σ. Αγγελίδης, γι' αυτόν Ξ. Ευγενίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η Ε.Δ.Υ.) προήγαγε, ύστερα από επανεξέταση, τα ενδιαφερόμενα μέρη (ε.μ.) Κυθραιώτη Γιάγκο και Ταπακούδη Χριστάκη στη θέση Επιθεωρητή Νοσοκομειακού Εργαστηρίου, αναδρομικά από 15/8/1996.
Προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της αναδρομικής αυτής προαγωγής απορρίφθηκε και η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε με την παρούσα.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν τη σύσταση του Διευθυντή, την παραγνώριση της αρχαιότητας, παρά την ύπαρξη δεδικασμένου, και τέλος, την έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας από την Ε.Δ.Υ. Ουσιαστικά, οι λόγοι έφεσης αφορούν όσα και πρωτόδικα αναπτύχθηκαν ως λόγοι ακύρωσης και απορρίφθηκαν. Συγκεκριμένα, υποστηρίχθηκε ότι η σύσταση του Διευθυντή, η οποία κρίθηκε αιτιολογημένη και στην οποία στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, η Ε.Δ.Υ., δεν είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και, επομένως, είναι αναιτιολόγητη, συμπαρασύρουσα έτσι σε ακυρότητα και την απόφαση της Ε.Δ.Υ. Για το ζήτημα των συστάσεων διαβάζουμε από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. τα εξής:-
«Ο Κυθραιώτης Γιάγκος εργάζεται στο Αιματολογικό Τμήμα των Κλινικών Εργαστηρίων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, διεκπεραιώνοντας την εργασία του κατά εξαιρετικό τρόπο. ΄Εχει έφεση προς μάθηση και ανανέωση, παρακολουθεί συνέδρια και σεμινάρια αναφορικά με την εργασία του και μεταδίδει αυτά που μελετά στους ανθρώπους που συνεργάζονται μαζί του. Πρόκειται περί ενός υπαλλήλου συνεπή, μεθοδικού, πρακτικού και πολύ αποτελεσματικού στην εργασία του. Διεκπεραιώνει γρήγορα και με επιτυχία ό,τι του ανατεθεί. Λειτουργεί σωστά και ενεργεί και δρα πάντοτε μέσα σε πνεύμα ομαδικότητας. Εκτιμάται από συνεργάτες, προϊσταμένους και κοινό, με τους οποίους συνεργάζεται και επικοινωνεί σωστά. Χειρίζεται ευαίσθητα και πολύπλοκα μηχανήματα, ο βαθμός λειτουργικότητας των οποίων είναι πολύ σημαντικός για την παραγωγή αξιόπιστων αποτελεσμάτων/αναλύσεων. Ο συστηνόμενος παρακολουθεί και ελέγχει σωστά τα μηχανήματα αυτά και φροντίζει να βρίσκονται σε καλή λειτουργία. Αξιοποιεί το χρόνο του καθώς και των υφισταμένων του για το καλό της υπηρεσίας. Είναι το πρόσωπο αναφοράς για ενδοϋπηρεσιακούς και εξωϋπηρεσιακούς ανθρώπους του επαγγέλματος.
Σ' όλες αυτές τις ιδιότητες και ικανότητες υπερέχει των μη συστηνόμενων υποψηφίων.»
Τα ίδια, περίπου, ο Διευθυντής παρέθεσε, για να καταλήξει στη σύσταση και για το ε.μ. Ταπακούδη, με την προσθήκη ότι:-
«... αφιέρωσε και αφιερώνει πολύ από τον ελεύθερό του χρόνο στην Εθελοντική Αιμοδοσία και είναι ένας από τους πρωτεργάτες της. Η συμβολή του σε αυτόν τον τομέα είναι πάρα πολύ μεγάλη.»
Ο εφεσείων προβάλλει μεμπτότητα της σύστασης, επικαλούμενος τα όσα αναλύθηκαν στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2852, 25/10/02. Η σύσταση, εισηγήθηκε, συνιστά επανάληψη, με διαφορετική φραστική διατύπωση, από το Διευθυντή των ιδιοτήτων και ικανοτήτων, που διαχρονικά αξιολογήθηκαν στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Η επανάληψη δεν είναι δυνατό να αναγάγει τα όσα αναφέρθηκαν ως ιδιότητες σε στοιχεία υπεροχής, ώστε να αποκτά η σύσταση την απαιτούμενη αιτιολογία.
Αντίθετα, η συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε, με παραπομπή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λοϊζίδη, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2678, 30/4/01, ότι οι επισημάνσεις των ιδιοτήτων και ικανοτήτων, που ο Διευθυντής πίστευε ότι διέκριναν τα ε.μ., έστω και αν ορισμένες περιλαμβάνονταν ως επί μέρους στοιχεία στις ετήσιες εκθέσεις, δεν καθιστούσαν τρωτή τη σύσταση.
Εφεσείων και ε.μ. κρίθηκαν στις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες και αντικατοπτρίζουν την επαγγελματική αξία των υποψηφίων, ισοδύναμοι. Σε όλα τα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης των υπηρεσιακών εκθέσεων βαθμολογήθηκαν για το έτος 1991 «Πολύ ικανοποιητικά» ενώ για τα έτη 1992-1995 «Εξαίρετοι».
Μελέτη των υπηρεσιακών εκθέσεων και των όσων ο Διευθυντής εξειδίκευσε για το κάθε ένα από τα ε.μ. ως ιδιότητες και ικανότητες που τα καθιστούσαν, συγκριτικά με τον εφεσείοντα, καταλληλότερα, αποκαλύπτει ότι τα στοιχεία, στα οποία ο Διευθυντής αναφέρθηκε, ήταν στοιχεία που διαχρονικά βαθμολογήθηκαν στις εμπιστευτικές εκθέσεις και δε δικαιολογούσαν την κρίση του για υπεροχή των ε.μ. Εμφάνιζε η σύσταση τα ε.μ. να διαθέτουν ιδιότητες, που τους έδιδαν προβάδισμα και υπεροχή έναντι του εφεσείοντα, ενώ για τις ίδιες ιδιότητες στις υπηρεσιακές εκθέσεις ήταν ισοδύναμοι.
Η μορφή αυτή της σύστασης αποδοκιμάζεται από τη νομολογία. Στην υπόθεση Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, για το ζήτημα της διαμόρφωσης υπεροχής με τη σύσταση, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 632)
«Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.»
Επίσης, στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, για το ίδιο ζήτημα, διαβάζουμε τα εξής:-
«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τι από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.
.................................. .................................................. ..........................
΄Οσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ' ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. ΄Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2037, ημερομηνίας 20.11.98). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δυο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997. Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης. Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα.»
Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι η σύσταση συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, αφού εμφανίζει τα ε.μ. να υπερτερούν σε τομείς, στους οποίους τα στοιχεία των φακέλων δεν τα εμφανίζουν να υπερτερούν.
Ενόψει της κατάληξης σε σχέση με τη σύσταση, κρίνουμε ότι καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του ζητήματος του δεδικασμένου και της αιτιολογίας.
Η έφεση επιτυγχάνει.
΄Εξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Γ. Νικολάου, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ