ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 600
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3100
8 Νοεμβρίου, 2004
[ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
9;
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσ α- καθ΄ης η αίτηση,
ν.
ΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Εφεσίβλητ ου-αιτητή.
― ― ― ―
Κ. Στιβαρού, για την εφεσείουσα
Ι. Τυπογράφος, για τον εφεσίβλητο
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ. Ο Π. Καλλής, Δ., θα δώσει δική του απόφαση με την οποία καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την 1.4.91 η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου προήγαγε τον Γ. Τάσσου στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας της Καθ΄ης η Αίτηση Αρχής.
Ο εφεσίβλητος, που ήταν και αυτός υποψήφιος για την πιο πάνω θέση, καταχώρησε προσφυγή που απέτυχε πρωτόδικα αλλά κατ΄έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε στην ολότητά της την επίδικη πράξη (Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, Α.Ε. 1589, ημερ. 18.6.96). Ο εφεσίβλητος, την 1.8.91, ενώ κατείχε τη θέση Γραμματειακού Λειτουργού στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας - Κερύνειας - Μόρφου και ανέλαβε καθήκοντα στις 2.10.91, παραμένοντας στην εν λόγω θέση μέχρι τις 30.4.95, ημερομηνία κατά την οποία αφυπηρέτησε. Όταν ο εφεσίβλητος έπαιρνε την πιο πάνω προαγωγή, εκκρεμούσε η προσφυγή που είχε καταχωρήσει εναντίον της απόφασης προαγωγής του Γ. Τάσσου, στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών στο Γραφείο Αμμοχώστου - Λάρνακος.
Ως συνέπεια της απόφασης στη Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (πιο πάνω), στις 15.7.97 επανεξετάστηκε το θέμα και αποφασίστηκε η προαγωγή του εφεσίβλητου αναδρομικά από 1.4.91 στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, Κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακος. Ο εφεσίβλητος, που όπως αναφέραμε είχε ήδη αφυπηρετήσει από τις 30.4.95, με επιστολή του ημερομηνίας 7.10.97 αποδέχθηκε την προαγωγή και με άλλη επιστολή ημερομηνίας 27.1.98 προς το Διευθυντή Προσωπικού της Αρχής απαιτούσε την καταβολή, μεταξύ άλλων, διαφόρων επιδομάτων. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της επιστολής:
«1. (α) Επίδομα οδοιπορικό από Λάρνακα - Λευκωσία και τανάπαλι και όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.
(β) Επίδομα γεύματος για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.
(γ) Υπερωριακές ώρες εργασίας για όλες τις εργάσιμες ημέρες από 2.10.91 μέχρι 31.3.95.»
Ο Γραμματέας/Διευθυντής των Νομικών Υπηρεσιών της Αρχής απέστειλε επιστολή στον εφεσίβλητο ημερομηνίας 25.8.98, με αντίγραφο γνωμάτευσης των νομικών συμβούλων της Αρχής αναφορικά με τις απαιτήσεις του. Η κατάληξη της πιο πάνω γνωμάτευσης ήταν η εισήγηση για πληρωμή εύλογης αποζημίωσης στον εφεσίβλητο για κάλυψη των πραγματικών εξόδων μετακίνησής του από το χώρο που διέμενε στο χώρο εργασίας του, με το αιτιολογικό ότι, αν γινόταν η προαγωγή ευθύς εξ αρχής, δεν θα υφίστατο αυτά τα έξοδα. Δεν συστήνετο όμως ικανοποίηση των άλλων αιτημάτων του εφεσίβλητου. Η Αρχή πρότεινε προφορικά στον εφεσίβλητο πληρωμή ποσού £1.506 αναφορικά με τα έξοδα μετακίνησης, αλλά ο εφεσίβλητος απέρριψε την πρόταση.
Στις 14.12.98 ο Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής με επιστολή του πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι το αίτημα του για καταβολή επιδομάτων και υπερωριακή αμοιβή απορρίφθηκε.
Με την προσφυγή του ο εφεσίβλητος ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:
«α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 14.12.98 με την οποία απέρριψαν το αίτημα του αιτητή για καταβολή οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης, επιδόματος υπερωριακής αμοιβής και θέση στην Κλίμακα Α11+2, όπως σε άλλους υπαλλήλους της ΑΗΚ είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα.»
Ας σημειωθεί ότι η απαίτηση για απόρριψη του αιτήματός του για τοποθέτηση στη θέση κλίμακας Α11+2 εγκαταλείφθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Αρχή κακώς θεώρησε ότι η διεκδίκηση του εφεσίβλητου συνιστούσε αστική διαφορά, άσχετη με την υποχρέωσή της για εξέταση του θέματος με βάση το διοικητικό δίκαιο. Έκρινε, περαιτέρω, πως κακώς η Αρχή δεν προχώρησε στη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας για εντοπισμό στοιχείων στη βάση των οποίων θα μπορούσαν να διαπιστώσουν είτε το βάσιμο των διεκδικήσεων του εφεσίβλητου, ή την αιτιολόγηση απόφασης για απόρριψή τους. Κατέληξε, έτσι, πως η απόφαση λήφθηκε κάτω από καθεστώς πλάνης περί το νόμο και χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας και δέχθηκε την προσφυγή με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. Είναι εναντίον της απόφασης αυτής που καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση έφεση.
Ένα από τα θέματα που εγέρθηκαν στην έφεση και που είχε εγερθεί προφανώς και πρωτόδικα, αλλά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, ήταν το ότι, εν όψει της αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου, σύμφωνα και με την Ελληνική βιβλιογραφία και νομολογία, τα αιτήματά του ενέπιπταν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και συνιστούσαν χρηματική διαφορά και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τους επιληφθεί με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Eπί του προκειμένου η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως» 1988, σελ. 281, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν ενεργεία υπαλλήλου ή άλλων απαιτήσεων μη συνδεδεμένων με την υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλλήλου, παρατηρητέον είναι, κατ΄αρχήν, ότι υπάρχει το απαράδεκτον της αιτήσεως ακυρώσεως με τοιούτον αντικείμενο.
Τούτο συμβαίνει . . . οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν ενεργεία υπαλλήλου, π.χ. απολυθέντος ή συνταξιούχου ήδη, διότι αι εν λόγω απαιτήσεις, ως είναι φυσικόν, ούτε συνδέονται με αυτήν και μέσω αυτής με την λειτουργίαν της δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπή ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσίαν.»
Η Κυπριακή νομολογία έχει δεχθεί ότι, αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα δημοσίων υπαλλήλων, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος (Makrides v. Republic, 2 R.S.C.C., 8, Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563).
Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Γρηγόρη Φιλιαστίδη, Α.Ε. 3135, ημερ. 18.4.03, όπου ο εφεσείων-αιτητής, σε σχέση με την ίδια θέση, είχε προβάλει παρόμοια αιτήματα μαζί με τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, λέχθηκε πως το «απορρέον εκ του νόμου (κανονισμών) δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση/υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου» και το Δικαστήριο κατέληξε πως «η θέση της εφεσείουσας ότι οι ζητούμενες με την προσφυγή θεραπείες εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη». Στην υπόθεση Φιλιαστίδη επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, που ακύρωσε τη διοικητική πράξη, αφού αυτή κρίθηκε ως αναιτιολόγητη.
Έτσι, αφού αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας που δίδεται με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλληλος, όταν προβάλλει την απαίτηση, εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.
Στην παρούσα έφεση, προκύπτει από τα στοιχεία που έχουμε ενώπιόν μας, πως η αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη του αιτήματος του εφεσίβλητου ήταν εκείνη που περιέχεται στη γνωμάτευση των δικηγόρων της Αρχής, αντίγραφο της οποίας του αποστάληκε από την Αρχή. Τούτο φαίνεται είναι αποδεκτό και από τον εφεσίβλητο, αφού δεν προβάλλεται λόγος περί του αναιτιολόγητου της διοικητικής απόφασης.
Το αίτημα για υπερωριακή εργασία, όπως έχει τεθεί ενώπιον μας, βασίζεται στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος υφίστατο απώλεια χρόνου με το να ταξιδεύει από τον τόπο διαμονής του στον τόπο εργασίας του ως αποτέλεσμα της μη προαγωγής του. Όπως επισημαίνεται όμως στη γνωμάτευση των δικηγόρων της Αρχής, με αναφορά στο σχετικό κανονισμό, η υπερωριακή αμοιβή είναι αποτέλεσμα εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του εφεσίβλητου. Είναι η ουσία της αιτιολογίας της Αρχής, όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση, πως γενικά τα αιτήματα του εφεσίβλητου περιλαμβανομένων εκείνων για γεύματα και οδοιπορικά, δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Κανονισμοί. Δεν προέκυψαν οι απαιτήσεις και τα κατ΄ισχυρισμό έξοδα του από ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων εκτός του τόπου διαμονής και εργασίας του, αλλά στην ουσία αυτός απαιτεί αποζημιώσεις για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά την περίοδο που ακολούθησε την ημερομηνία έναρξης της αναδρομικής του προαγωγής. Έξοδα, τα οποία δεν θα εγίνοντο εάν η προαγωγή εδίδετο ευθύς εξ αρχής και δεν ήταν αναδρομική.
Εν όψει της μη ικανοποίησης των προϋποθέσεων που τίθενται από τους Κανονισμούς, θέση με την οποία συμφωνούμε, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη και χωρίς τη δέουσα έρευνα, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο εφεσίβλητος βάσισε την υπόθεση του στους κανονισμούς που δεν είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή του και έτσι, η Αρχή ορθά απέρριψε το αίτημά του.
Το αποτέλεσμα στην υπόθεση Φιλιαστίδη, (πιο πάνω) εξηγείται από το ότι, όπως ήδη αναφέραμε, εκεί η επίδικη απόφαση ακυρώθηκε για έλλειψη αιτιολογίας, λόγος που η ορθότητα του δεν αμφισβητήθηκε κατ΄έφεση.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.