ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 600
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3100)
8 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Εφεσίβλητος.
____________________
Κ. Στιβαρού (κα.) , για την Εφεσείουσα.
Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Συμφωνώ όπως επιτραπεί η έφεση. Στη συνέχεια θα εξηγήσω τους λόγους της κατάληξης μου οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους της απόφασης της πλειοψηφίας.
Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των εφεσειόντων, ημερ. 14.12.98, με την οποία απέρριψαν το αίτημα του εφεσίβλητου για «καταβολή οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης και επιδόματος υπερωριακής αμοιβής».
Ήταν παραδεκτό ότι κατά το χρόνο της υποβολής του επίδικου αιτήματος - στις 27.1.1998 - και κατά το χρόνο της εξέτασης και απόρριψης του - στις 14.12.98 - ο εφεσίβλητος δεν βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων. Αφυπηρέτησε στις 30.4.1995. Η προσφυγή ασκήθηκε μετά την αφυπηρέτηση του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα παρέλειψε να επιληφθεί της προδικαστικής ένστασης 1(β) που αφορά στο απαραίτητο έννομο συμφέρον». Σύμφωνα με την εν λόγω προδικαστική ένσταση «ο αιτητής στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος αφενός λόγω του ότι δεν φέρει πλέον την ιδιότητα του υπαλλήλου της καθ΄ ης η αίτηση και η απαίτηση του δεν συνδέεται με την υπηρεσιακή του κατάσταση και αφετέρου λόγω του αλυσιτελούς του παρόντος ένδικου μέσου». Οι απαιτήσεις του εφεσίβλητου - συνέχισε η ευπαίδευτη συνήγορος - δεν συνδέονται με την υπηρεσιακή του κατάσταση, ούτε καν επηρεάζουν τη συνταξιοδοτική του κατάσταση. Αποτελούν χρηματικές απαιτήσεις μη εν ενεργεία υπαλλήλου, ως αποτέλεσμα της αναδρομικής του προαγωγής.
Στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» (Ανατύπωση 1988) στο οποίο μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων επιχειρείται διάκριση μεταξύ προσφυγών που σχετίζονται με χρηματικές διαφορές εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων και παρόμοιων προσφυγών μη εν ενεργεία υπαλλήλων. Στην περίπτωση των πρώτων υποδεικνύεται (βλ. σελ. 279) ότι «κατ΄ εξαίρεσιν από τον κανόνα δυνάμει του οποίου αι χρηματικαί διαφοραί υπάγονται εις τα πολιτικά δικαστήρια, είναι παραδεκτή αίτησις ακυρώσεως με αντικείμενον χρηματικάς απαιτήσεις του υπαλλήλου, συνδεδεμένας με την υπηρεσιακήν του κατάστασιν». Η θέση αυτή επεξηγείται ως εξής στη σελ. 279:
«Αι περί των μισθών, επιδομάτων και αποδοχών εν γένει διαφοραί των εν ενεργεία υπαλλήλων, μη εντοπιζόμεναι εις απλήν διεκδίκησιν συγκεκριμένου μόνον χρηματικού ποσού, ανάγονται εις το υπηρεσιακόν των καθεστώς, το οποίον αποτελεί αδιαίρετον μέρος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως και συνιστούν στοιχείον αντικειμενικών και απροσώπων νομικών καταστάσεων ρυθμιζομένων υπό κανονιστικού καθεστώτος προς όφελος όχι του προσωπικού συμφέροντος των υπαλλήλων, αλλά προς εξασφάλισιν της ομαλής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών.»
Σε σχέση με τους μη εν ενεργεία υπαλλήλους υποδεικνύεται ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 281-282:
«... οσάκις πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων μη εν ενεργεία υπαλλήλου, π.χ. απολυθέντος ή συνταξιούχου ήδη, διότι αι εν λόγω απαιτήσεις, ως είναι φυσικόν, δεν έχουν επιπτώσεις επί της υπηρεσιακής καταστάσεως του δημοσίου υπαλλήλου, ούτε συνδέονται με αυτήν και μέσω αυτής με την λειτουργίαν της δημοσίας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπή ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσίαν. Εις αυτάς τας περιπτώσεις η αίτησις ακυρώσεως κρίνεται απαράδεκτος με διαφόρους εκάστοτε αιτιολογίας μεταξύ των οποίων και ο λόγος της παραλλήλου προσφυγής.»
Οι πιο πάνω θέσεις της ευπαιδεύτου συγγραφέως βρίσκουν έρεισμα στην Ελληνική Νομολογία. Στην Υπόθεση 608/1965 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας κρίθηκε παραδεκτή προσφυγή λόγω του ότι η πράξις συνδεόταν «προς την δημοσιοϋπαλληλική σχέση». Παραθέτω το σκεπτικό της απόφασης:
«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις διώκει την ακύρωσιν πράξεων, αίτινες εξεδόθησαν κατά διοικητικήν διαδικασίαν (άρθρον 15 Β.Δ. 29 Μαϊου) 12 Ιουνίου 1959 'περί νοσοκομειακής περιθάλψεως των τακτικών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων κλπ.' (φ. 113) και συνδέονται προς την δημοσιοϋπαλληλικήν σχέσιν, ήτις τελεί υπό κανονιστικόν καθεστώς διεπόμενον υπό των κανόνων του διοικητικού δικαίου, η τήρησις των οποίων είναι ανατεθειμένη εις την Διοίκησιν. Κατ΄ ακολουθίαν η δια της υπό κρίσιν αιτήσεως αγομένη, προς επίλυσιν διαφορά δεν είναι αμιγής χρηματική διαφορά του αστικού δικαίου, δι΄ ην αποκλειστικώς αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, και ως εκ τούτου το Συμβούλιον της Επικρατείας είναι αρμόδιον προς εκδίκασιν της αιτήσεως ταύτης (πρβλ. Σ.τ.Ε 2226/1963).
Επειδή εκ των κατά τ΄ ανωτέρω προσβαλλομένων πράξεων η τελευταία, ήτοι η απόφασις της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, ήτις μετερρύθμισε τας προηγουμένας, έχει εκτελεστόν χαρακτήρα. Όθεν, η υπό κρίσιν αίτησις, εμπροθέσμως κατ΄ αυτής ασκηθείσα είναι τύποις δεκτή.»
Αντιθέτως η Απόφαση 373/1956 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί παράδειγμα προσφυγής η οποία κρίθηκε απαράδεκτη λόγω του ότι ο αιτητής έπαυσε να έχει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου:
«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις, ασκουμένη παρά προσώπου, όπερ έπαυσε να έχη την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου από της 6 Αυγούστου 1954, αφ΄ ης εγένετο δεκτή η από της υπηρεσίας παραίτησις του αιτούντος, διώκουσα δε κατ΄ ουσίαν την εις τον αιτούντα καταβολήν αποδοχών δεδουλευμένων, ως ισχυρίζεται, καθ΄ ον χρόνον ούτος ετέλει δημόσιος υπάλληλος, απαραδέκτως ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, άτε μη σχετιζομένη με την λειτουργίαν της δημοσίας υπηρεσίας, αλλ΄ αναγομένη εις καθαρώς χρηματικήν κατά της Πολιτείας αξίωσιν προσώπου μη φέροντος πλέον την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, εφ΄ ης αξιώσεως η κρίσις και απόφασις ανήκει εις την καθ΄ όλην αρμοδιότητα των αστικών δικαστηρίων.»
Βλ. επίσης την Απόφαση 1749/1950 (της Ολομέλειας):
«Επειδή η υπό κρίσιν αίτησις, διώκουσα την ακύρωσιν της αρνήσεως της Διοικήσεως, όπως καταβάλη τω αιτούντι, τέως διοικητικώ υπαλλήλω, τους αξιουμένους υπ΄αυτού μισθούς, δια τον χρόνον καθ΄ ον ούτος ετέλει εισέτι, ως ισχυρίζεται, εν υπηρεσία ειναι απορριπτέα, ως απαράδεκτος, καθ΄ όσον η επιδίωξις της τοιαύτης παροχής, καθαρώς χρηματικής, υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων.»
Στη δική μας νομολογία το κριτήριο για το παραδεκτό της προσφυγής είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση εντός της σφαίρας του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου. Απόφαση εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου είναι, ανάμεσα σ΄ άλλα, απόφαση η οποία έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημοσίου σκοπού (a decision having as it primary object the promotion of a public purpose) (βλ. Valana v. Republic, 3 R.S.C.C., 91 και Registrar of Co-Operative Societies v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, 172).
Η Νομολογία έχει υιοθετήσει ένα πρακτικό κριτήριο για την οριοθέτηση του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου. Το κριτήριο αυτό έχει τεθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Republic v. M.D.M. (1982) 3 C.L.R. 642. Έχει δε υιοθετηθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342 στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Antoniou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, 626, 627:
"The Supreme Court was alive to the conceptual difficulties inherent in drawing the dividing line between acts of administration in the domain of public law on the one hand and in the domain of private law on the other. In one sense the public is interested in every decision of the administration. Underlying the above decisions is the appreciation by the Court that the degree of interest on the part of the public in actions of the administration varies in proportion to the extent to which such decisions are likely to affect the public or sections of it. The Supreme Constitutional Court adopted a practical test to chart the line of demarcation between decisions in the domain of public and private law. It revolves round the primary object of the act or decision. If the decision is primarily aimed to promote a public purpose if falls in the domain of public law; otherwise in that of private law. Naturally the public has a livelier interest in public purposes."
Σε μετάφραση:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αντίληψη των εννοιολογικών δυσκολιών που είναι σύμφυτες όταν σύρεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πράξεων της Διοίκησης εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου αφενός και της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου αφετέρου. Υπό μια έννοια το κοινό ενδιαφέρεται για κάθε απόφαση της Διοίκησης. Αυτό που υπογραμμίζουν οι πιο πάνω αποφάσεις είναι η εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος του κοινού στις πράξεις της Διοίκησης διαφέρει αναλόγως της έκτασης κατά την οποία τέτοιες αποφάσεις ενδεχομένως επηρεάζουν το κοινό ή τμήματα του. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε ένα πρακτικό κριτήριο για να σύρει την γραμμή διαχωρισμού μεταξύ αποφάσεων εντός της σφαίρας του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου. Περιστρέφεται γύρω από τον πρωταρχικό σκοπό της πράξης ή απόφασης. Αν πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η προαγωγή δημοσίου σκοπού αυτή εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. διαφορετικά εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου. Είναι φυσικό ότι το κοινό διατηρεί ένα πιο ζωντανό ενδιαφέρον στους δημόσιους σκοπούς.»
Το πιο πάνω κριτήριο υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια και στην Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, 696:
«Η διαχωριστική γραμμή, μεταξύ του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου, που είναι το επόμενο θέμα που θα μας απασχολήσει, σύρεται με γνώμονα το ενδιαφέρον του δημοσίου στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας. Το συμφέρον του δημοσίου ή μέρους του είναι, εκ των πραγμάτων, ζωηρό, ανάλογα με το αν προάγεται με την απόφαση δημόσιος σκοπός (βλ. Antoniou v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342). Ανάλογα με το συμφέρον του δημοσίου στην προαγωγή του σκοπού για τον οποίο παρέχεται η εξουσία, από την άσκηση της οποίας εκπηγάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, οριοθετείται το πεδίο του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου.»
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη τη φύση των επίδικων επιδομάτων. Θεώρηση του υπό εξέταση θέματος υπό το πρίσμα της Ελληνικής Νομολογίας καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη. Πρόκειται σαφώς για χρηματικές απαιτήσεις μη εν ενεργεία υπαλλήλου, οι οποίες δεν έχουν επιπτώσεις επί της υπηρεσιακής κατάστασης του ούτε συνδέονται με αυτή και μέσω αυτής με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι έχει διακοπεί ο σύνδεσμος του υπαλλήλου προς την υπηρεσία (βλ. Θεοχαροπούλου, πιο πάνω, σελ. 281-282). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω με βάση τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από την Κυπριακή Νομολογία για την οριοθέτηση του πεδίου του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου. Θεωρώ ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε ενδιαφέρον του κοινού στην άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας ήτοι την άρνηση χορήγησης κατά το έτος 1998 «οδοιπορικού επιδόματος, επιδόματος συντήρησης και επιδόματος υπερωριακής αμοιβής» σε αφυπηρετήσαντα από το έτος 1995 υπάλληλο Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου. Πρόσθετα δεν βλέπω να προάγεται με την προσβαλλόμενη απόφαση οποιοσδήποτε δημόσιος σκοπός. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Η έφεση επιτρέπεται γι΄ αυτό το λόγο.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.