ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 594
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3258)
27 Οκτωβρίου, 2004
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑ ΨΑΡΑ,
Εφεσείοντα/Α ιτητή,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Εφεσιβλήτ ου/Καθ΄ου η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
___________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσλήφθηκε σε έκτακτη βάση από την 1.9.1992 στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκτελώντας καθήκοντα λειτουργού οικονομικών ερευνών. Οι όροι της πρόσληψης του αναφέρονταν σε επιστολή του τότε Προέδρου της Βουλής ημερ. 31.8.1992. Καθοριζόταν σ΄ αυτήν ότι θα πληρωνόταν φυσικά από το δημόσιο, η δε απασχόληση του θα ήταν προσωρινή και θα ανανεώνετο χρόνο με χρόνο, θα μπορούσε όμως και να τερματισθεί οποτεδήποτε αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση. Για τη δυνατότητα αυτή διατυπωνόταν ο εξής βασικός όρος:-
«6. Τερματισμός απασχόλησης: Η απασχόληση είναι προσωρινή θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο.»
Προϊστάμενος του εφεσείοντα εμφανιζόταν να ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής. Ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε αυτή τη σχέση.
Κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσείοντα η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ενέκρινε τη μερική απασχόληση του εφεσείοντα στο Τμήμα Οικονομικών του ιδιωτικού κολλεγίου Cyprus College για περίοδο δύο ετών αρχομένης από τις 19.4.1995.
Με τη λήξη της πιο πάνω άδειας φαίνεται ότι ο εφεσείων δεν τερμάτισε τις υπηρεσίες του στο Cyprus College παρά τις προειδοποιήσεις της αρμοδίας αρχής. Έτσι ο Διευθυντής της Βουλής ζήτησε από τον εφεσείοντα, με επιστολή ημερομηνίας 25.11.1999, γραπτή διαβεβαίωση ότι έχει σταματήσει να εργάζεται σε ιδιωτική βάση.
Επειδή ο εφεσείων αρνήθηκε να απαντήσει ο Διευθυντής της Βουλής με νέα επιστολή του ημερ. 13.12.1999 επανήλθε και κατέστησε σαφές στον εφεσείοντα ότι θα συνεχίσει τη διερεύνηση του θέματος και εάν η καταγγελία βεβαιωθεί (ότι εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα) τότε, προειδοποιούσε τον εφεσείοντα, θα θεωρηθεί ότι «η αναφορά αυτή επέχει και θέση γραπτής ειδοποίησης για τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών σας».
Την επομένη μέρα, 14.12.1999, με επιστολή του ο εφεσείων παραδέχθηκε την απασχόληση του σε ιδιωτική εργασία και κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να σταματήσει.
Και πάλιν την επομένη μέρα, 15.12.1999, ο Διευθυντής της Βουλής με επιστολή του προς τον εφεσείοντα τον πληροφορούσε ότι «οι αποφάσεις μου της 13.12.1999 παραμένουν αναλλοίωτες». Ο Διευθυντής εννοούσε ότι με την επιστολή της 13.12.1999 οι υπηρεσίες του εφεσείοντα ετερματίζοντο και ότι αυτή επείχε και τη θέση της γραπτής ειδοποίησης όπως η σχετική μεταξύ τους σύμβαση προνοούσε.
Στις 9.2.2000 ο Διευθυντής απέστειλε στον εφεσείοντα την εξής επιστολή:-
«Αναφέρομαι στο γνωστό θέμα της παράνομης ιδιωτικής απασχόλησής σας σε πλήρη αντιπαράθεση προς τους βασικούς όρους της υπηρεσίας σας και ειδικότερα την τελευταία επιστολή μου σε σχέση με το θέμα αυτός της 15ης Δεκεμβρίου 1999. Φαίνεται, είτε γιατί δε θέλετε να το αντιληφθείτε ή ακόμα δεν μπορείτε να το κατανοήσετε, οι θέσεις μου ήταν και παραμένουν αναλλοίωτες και έτσι σας διαβιβάστηκαν με την πιο πάνω επιστολή μου.
Γι΄ αυτό και ενασκώντας τα δικαιώματα με τα οποία με περιβάλλει το σχετικό έγγραφο της απασχόλησής σας, σας πληροφορώ ξανά ότι η αναγκαία προειδοποίηση που είμαι υποχρεωμένος να σας δώσω, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, εκπνέει στις 13 Φεβρουαρίου 2000. Συνεπώς από της ημερομηνίας αυτής τερματίζεται η απασχόλησή σας, γι΄ αυτό και εντέλλεσθε να παραδώσετε οποιοδήποτε υλικό, αναλώσιμο και μη, στο λογιστή της Υπηρεσίας κ. Γιώργο Θεοφίλου.»
Με την προσφυγή που κατέθεσε ο εφεσείων ζητά όπως κηρυχθεί άκυρη η απόφαση που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή της 9.2.2000.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως μη παραδεκτή γιατί η εργοδότηση του εφεσείοντα με βάση τη σύμβαση της 11.9.1992 ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στην πρωτόδικη απόφαση:-
«Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή. Κατά την άποψή μου, η εργοδότηση του αιτητή βάσει της σύμβασης ημερ. 11 Σεπτεμβρίου 1992 η οποία ανανεωνόταν από χρόνο σε χρόνο, προφανώς σιωπηρώς, ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το ότι ο αιτητής πληρωνόταν από το δημόσιο, το ότι βάσει της σύμβασης είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις «νομοθετικές, γενικές ή ειδικές διατάξεις, τις οδηγίες και τους κανονισμούς της Κυβέρνησης που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους» και το ότι θα είχε ορισμένα ωφελήματα από εκείνα των δημοσίων υπαλλήλων, δεν μετέβαλλε τη φυσιογνωμία της σχέσης που προέκυψε μεταξύ του αιτητή και του Προέδρου της Βουλής. Ο οποίος, βάσει του Συντάγματος, δεν ήταν δυνατόν να ασκήσει εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Ως προς τις ενέργειες του Γενικού Διευθυντή της Βουλής, θα πρέπει νομίζω να θεωρηθεί, σε αυτή την ανορθόδοξη διευθέτηση, ότι γίνονταν εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής και όχι, όπως εμφανίζονταν, από προϊστάμενο προς υφιστάμενο. Δεν διακρίνω περιθώριο για διαφορετική κατάταξη. Δεν μπορώ επομένως να προχωρήσω σε ο,τιδήποτε άλλο.»
Με δύο λόγους έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο ισχυρίζεται ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι (α) η εργοδότηση του ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και (β) ότι ορθά τον απέλυσε ο Γενικός Διευθυντής ενεργώντας εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής.
Το κριτήριο αν μια απόφαση ή πράξη ανήκει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου ή του δημοσίου είναι αντικειμενικό. Σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημήτρης Κωνσταντίνου και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3365, ημερ. 4.10.2004 έχουν τεθεί τα κριτήρια που διέπουν το θέμα. Αναφέρονται τα εξής:-
«Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι κάθε πρόσωπο που απασχολείται στο δημόσιο υπάγεται και στη δημόσια υπηρεσία. Στην περίπτωση των εργατών αυτό είναι καθαρό από το ίδιο το Άρθρο 122 το οποίο ρητά τους εξαιρεί εκτός αν συντρέχουν οι όροι τους οποίους θέτει. Αλλά και στην περίπτωση άλλων προσώπων, μη εργατών, που απασχολούνται στη δημόσια υπηρεσία, η διεύρυνση δεν εξαντλείται στο γεγονός αυτό καθ' αυτό της τέτοιας απασχόλησής τους. Παραμένει η ανάγκη διαπίστωσης κατά πόσο η απασχόλησή τους εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου, ή εντάσσεται μάλλον στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Έτσι εξετάσθηκε το θέμα στην Pantelidou v. The Republic (1963) 4 RSCC 100, στην περίπτωση βοηθού γραφέα απασχολούμενης από μήνα σε μήνα, στην Pascalidou v. The Republic (1969) 3 CLR 297, στην περίπτωση νηπιαγωγού απασχολούμενης δυνάμει σύμβασης απροσδιόριστης διάρκειας, και στην Papakyriakou v. The Health Services (1970) 3 CLR 351, στην περίπτωση μαίας απασχολούμενης σε ημερομίσθια βάση. Στην Pantelidou εκρίθη ως αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι η απασχόληση έγινε δυνάμει νόμου, υπόκειτο στους περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους, και ήταν προς ικανοποίηση των συνήθως αναγκών της εκπαιδευτικής υπηρεσίας ως μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, έστω και αν είχε συμβατική πηγή.»
Μας έχει απασχολήσει σοβαρά το θέμα που εγείρεται. Έχουμε καταλήξει ότι η θέση που εκφράστηκε στην πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Οι λειτουργίες της Βουλής είναι μεν μόνιμες και υπάγονται στον δημόσιο τομέα, αλλά όσοι εργάζονται σ΄ αυτήν για κάποιο χρονικό διάστημα που ανανεώνεται κατά διαστήματα με κοινή συμφωνία δεν μπορεί απαραιτήτως να θεωρηθούν ότι έχουν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. (Βλέπε: Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 329/97, 826/97 και 441/97, ημερ. 29.5.1998). Το γεγονός ότι ο εφεσείων πληρωνόταν από το δημόσιο και ότι με βάση τη σύμβαση είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της Κυβέρνησης που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους, όπως ορθά και το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της σχέσης που προέκυψε μεταξύ του εφεσείοντα και του Προέδρου της Βουλής.
Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, με βάση τα κριτήρια και το λόγο (ratio) της απόφασης Κωνσταντίνου και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3365, ημερ. 4.10.2004, πως διαπιστώνεται αντικειμενικά ότι ο εφεσείων εργοδοτήθηκε στη βάση ιδιωτικής διευθέτησης, έξω από τα πλαίσια του δημοσίου δικαίου.
Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Λόγω της κατάληξης μας στον πρώτο λόγο έφεσης, για έλλειψη δικαιοδοσίας να επιληφθούμε της υπόθεσης, η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης καθίσταται μη αναγκαία και ατελέσφορη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ