ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 3 ΑΑΔ 98

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση αρ. 374/2001)

(Ημερομηνία, 30 Ιανουαρίου, 2004)

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές.

 

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

< I>Αιτητών,

- ν -

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

< I>Καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

 

Μ. Καλλίγερου, (κα), για τους αιτητές.

Μ. Μαλαχτού, (κα), για τους καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατ΄ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 21, του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (ο Νόμος) ως είχαν και ως ο Νόμος ήταν διαρθρωμένος κατά το χρόνο της θέσπισης του το 1946, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο καλούσε το Δήμο Αγίου Αθανασίου, να προβεί στην έκδοση συγκεκριμένης άδειας οικοδομής, ορίζοντας συγχρόνως ότι, σε περίπτωση παράλειψης του να συμμορφωθεί, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως θα υποκαθιστούσε το Δήμο και θα προέβαινε στην έκδοση της σχετικής άδειας βαρύνοντας τους δημοτικούς συμβούλους προσωπικά με τα έξοδα.

Ο Δήμος Αγίου Αθανασίου (οι αιτητές), προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 139.1 του Συντάγματος, εξαιτούμενος την ακύρωση του διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου (καθ΄ ου η αίτηση 1), για το λόγο ότι προσέκρουε και έθετε υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες και αρμοδιότητες του. Έρεισμα για την προσφυγή αποτέλεσαν οι εξουσίες του Δήμου, ως της κατά νόμο αρμόδιας αρχής για την έκδοση αδειών οικοδομής. Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου προσβάλλεται ως αντινομικό προς τις εξουσίες και αρμοδιότητες του Δήμου.

Στην απόφασή μας στις 22 Οκτωβρίου 2003, που εκδόθηκε προς επίλυση του προδικαστικού ζητήματος, αφορώντος το δικαίωμα του εξαιτούμενου την άδεια οικοδομής να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία, προσδιορίσαμε το αντικείμενο της προσφυγής ως ακολούθως:

«Αντικείμενο της προσφυγής αποτελεί η εγκυρότητα της απόφασης ή της πράξης, η οποία συγκρούεται ή θέτει υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες ή τις αρμοδιότητες της προσφεύγουσας αρχής ή του προσφεύγοντος οργάνου (Άρθρο 139.5 του Συντάγματος). Ασκείται δε μέσα σε τριάντα ημέρες αφότου εγείρεται η σύγκρουση ή η αμφισβήτηση. (Άρθρο 139.4 του Συντάγματος.)»

Όμοιας φύσεως διαφορά μεταξύ Δήμου και Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντας ως αντικείμενο την εγκυρότητα διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου βάσει του άρθρου 21 του Νόμου θεωρήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημ. Συμβ. Γεροσκήπου κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996)3 Α.Α.Δ. 389, ότι εγείρει ζήτημα σύγκρουσης και αμφισβήτησης εξουσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας, υποκείμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 139 του Συντάγματος. Στην ίδια απόφαση, επεξηγείται, υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ότι ο Δήμος συνιστά αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του Άρθρου 139, το οποίο νομιμοποιείται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο οποτεδήποτε άλλη αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας αντινομεί προς, ή αμφισβητεί τις εξουσίες και αρμοδιότητές του.

Στη Γεροσκήπου (ανωτέρω), είμαστε ομόφωνοι στην κατάληξη. Στο προοίμιο της απόφασης μας αναφέρεται: (σ. 395)

«Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα της προσφυγής. Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κρίνεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»

Διάφοροι ήσαν οι λόγοι της απόφασής μας. Ο σύνθετος λόγος της απόφασης στοιχειοθετείται από τις τρεις αποφάσεις που εκδόθηκαν αντίστοιχα από εμένα, από τον Αρτεμίδη, Δ., και από τον Καλλή, Δ. Σύμφωνα με τη δική μου απόφαση το άρθρο 21 του Νόμου, ατόνησε και έπαυσε να αποτελεί μέρος της νομοθεσίας της Πολιτείας με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Η θέση μου συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σ.403)

«Η διαπίστωση στην οποία αγόμεθα είναι ότι η εξουσία η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 21, προς έκδοση διαταγής σε διοικητικό όργανο για την εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος, είναι αντιφατική προς το Σύνταγμα, συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των Άρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία ενυπάρχει στο Σύνταγμα και στοιχειοθετεί τις αρμοδιότητες και το πεδίο λειτουργίας του κάθε φορέα της πολιτειακής εξουσίας.

Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται στην ολότητά του, βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»

Με την απόφασή μου ταυτίστηκαν οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης, Χρυσοστομής και Νικήτας.

Η θέση του Αρτεμίδη, Δ., συνοψίζεται στα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφασή του: (σ.406)

«Κρίνουμε πως το άρθρο 21 του Κεφ. 196 δεν παρείχε αρμοδιότητα ή εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει το υπό συζήτηση διάταγμα προς το Δήμο Γεροσκήπου. Το άρθρο αναφέρεται ρητά σε παραλείψεις της αρμόδιας αρχής να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Νόμου ή Κανονισμών. Υπογραμμίζουμε εδώ τη λέξη ΄παράλειψη΄, και πιο πάνω όπου απαντάται στο κείμενο του άρθρου.

.................................. .....

Ευθυγραμμισμένη η νομολογία μας, λέγει πως το Δικαστήριο εξετάζει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς. Στην κρινόμενη υπόθεση, εν όψει της εκφρασθείσας γνώμης μας, δεν εγείρεται προς κρίση η συνταγματικότητα του άρθρου 21 του Κεφ. 96.

Η προσφυγή γίνεται αποδεκτή. Διακηρύσσεται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε εξουσία μήτε αρμοδιότητα, επικαλούμενο τις διατάξεις του άρθρου 21 του Κεφ. 96, να εκδώσει το επίδικο διάταγμα προς το Δήμο Γεροσκήπου. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας στο Δήμο Γεροσκήπου.»

Με την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., ταυτίστηκαν οι Δικαστές Δημητριάδης, Αρτέμης, Νικολαϊδης, Νικολάου και Κρονίδης. Και ο Καλλής, Δ., κατέληξε ότι το άρθρο 21 του Νόμου, δεν παρείχε εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδώσει το διάταγμα το οποίο αποτέλεσε το επίδικο θέμα της προσφυγής. Τούτου δοθέντος έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη η κρίση της συνάφειας του άρθρου 21 του Νόμου προς το Σύνταγμα. Σημείωσε όμως, ότι η προσαρμογή της ισχύουσας κατά το χρόνο ανακήρυξης της Δημοκρατίας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, βάσει του Άρθρου 188.4 του Συντάγματος, δεν ήγειρε ζήτημα συνταγματικότητας νόμου που ήταν σε ισχύ πριν τη Δημοκρατία, αλλά θέμα προσαρμογής του προς το Σύνταγμα.

Ο Κωνσταντινίδης Δ., συμφώνησε και με τις δύο αποφάσεις, Αρτεμίδη, Δ. και Καλλή, Δ.

Αρμοδιότητα για την προσαρμογή της διασωθείσας, από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, παρέχεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, προς επίλυση αστικών διαφορών ή προς διαπίστωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, ή προς αναθεώρηση πράξεων ή παραλείψεων υποκείμενων στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Κατά τον ίδιο τρόπο και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν αρμόδιο για την προσαρμογή της προϊσχύουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, οποτεδήποτε ο προσδιορισμός της ήταν αναγκαίος για την επίλυση διαφορών αναγόμενων στη δικαιοδοσία του. Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας προσαρμογής της προϊσχύουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα στη Holy See of Kitium v. Municipal Council, Limassol 1, R.S.C.C. 15, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 18 του Κεφ. 96 δεν μπορούσε να συμβιβαστεί προς το Σύνταγμα. Τοιουτοτρόπως ατόνησε.

Οι αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991)1 Α.Α.Δ. 858, και στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992)2 Α.Α.Δ. 8, καθιστούν σαφές ότι η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση των εξουσιών του προς επίλυση διαφορών αναγόμενων στη δικαιοδοσία του.

Στη Σαμψών το Ανώτατο Δικαστήριο πραγματευόμενο την εφαρμογή του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286, που διατηρήθηκε σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: (σ.877)

«... Ο εξουσιοδοτικός νόμος - Κεφ. 286 - θεσπίστηκε το 1879. Όπως και κάθε άλλος νόμος που ίσχυε κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, και οι πρόνοιες του Κεφ. 286 εφαρμόζονται προσαρμοζόμενες ΄καθ΄ ο μέτρον είναι αναγκαίον προς το Σύνταγμα΄ (Άρθρο 188.1 του Συντάγματος). Η προσαρμογή συνιστά αρμοδιότητα της Δικαστικής Λειτουργίας στο πλαίσιο ερμηνείας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων, Diagoras Development v. National Bank (1985)1 C.L.R. 581 και The United Bible Societies v. Χ"Κακού (1990)1 Α.Α.Δ. 395. Επομένως, οι εξουσιοδοτικές πρόνοιες του Κεφ. 286 τυγχάνουν εφαρμογής υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος και του διαχωρισμού των Πολιτειακών Εξουσιών που επιφέρει.»

Όμοιες υπήρξαν οι θέσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Λαζαρίδη. Η προσαρμογή της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, αποτελεί αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αναφύεται ζήτημα αναγόμενο στην εφαρμογή τέτοιας νομοθεσίας ή πτυχών της. Ωσαύτως διαπίστωσε ότι: (σ. 16-17)

«... Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966)3 C.L.R. 640 και Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967)1 C.L.R. 167), που ισχύει σε σχέση με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας δεν ισχύει αναφορικά με τη νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος. Αντίθετα, το άρθρο 188 καθιστά τον έλεγχο του εναρμονισμού της ισχύουσας κατά το 1960 νομοθεσίας με το Σύνταγμα πρωτογενή δικαστική αρμοδιότητα.»

Μετά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Ανωτάτου Δικαστηρίου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο η αρμοδιότητα προσαρμογής της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, ανήκει σε κάθε δικαστήριο της χώρας που καλείται να εφαρμόσει προϋπάρχουσα νομοθεσία, ή μόνο στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, (Supreme Constitutional Court), με παραπομπή κάτω από το 'Αρθρο 144 του Συντάγματος, οποτεδήποτε τίθεται θέμα προσαρμογής ενώπιον άλλου δικαστηρίου.

Στη Solomos Stylianou v. The Police (1962) C.L.R. 152, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσαρμογή της αποικιακής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της χώρας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του προς επίλυση διαφορών, για τις οποίες είναι καθ΄ ύλη αρμόδιο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 188.4, του Συντάγματος, ως υποδεικνύεται δεν αφήνουν αμφιβολία περί τούτου, προβλέπουν:

«Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας εφαρμόζον τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου, διατηρουμένου εν ισχύι συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να εφαρμόζη αυτόν εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον μετά των αναγκαίων προσαρμογών προς συμμόρφωσιν αυτού προς τας διατάξεις του Συντάγματος περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων αυτού.»

 

Η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Ιωσηφίδη Δ., στη Stylianou (ανωτέρω) σ. 172:

«... it is the duty of the trial Court to modify the Law in such a way as to bring it into conformity with the provisions of the Constitution, as provided by paragraph 4 of article 188;»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

«...αποτελεί καθήκον του δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόσει το νόμο με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του Συντάγματος ως προνοείται στην παράγραφο 4 του άρθρου 188.»

Στη συγκλίνουσα επί του θέματος απόφαση του Βασιλειάδη Δ., στην ίδια υπόθεση αναφέρεται: (σ. 174)

«... We have on such occasions, stated our views as to the duty which this article 188 imposes on all Courts applying law preserved in force on the establishment of the Republic (as distinguished from law enacted by the Republic under the Constitution) to make such preserved law, subject to the provisions of the Constitution and to apply it to the facts and circumstances of each case, modified accordingly, whenever necessary.»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

«...... Έχουμε εκθέσει σε ανάλογες περιπτώσεις τις απόψεις μας ως προς το καθήκον το οποίο επιβάλλει το άρθρο 188 του Συντάγματος σε όλα τα Δικαστήρια που εφαρμόζουν το νόμο ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, (σε αντιδιαστολή προς νόμο ο οποίος θεσπίζεται από τη Δημοκρατία κάτω από το Σύνταγμα) να προσαρμόσουν τον διατηρηθέντα σε ισχύ νόμο προς τις πρόνοιες του Συντάγματος και να τον εφαρμόσουν στα γεγονότα και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης με τις αναγκαίες τροποποιήσεις οποτεδήποτε καθίσταται αναγκαίο.»

Αποδοκιμάστηκε στη Stylianou αντίθετη θέση που διατυπώθηκε άμεσα ή έμμεσα σε αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα συνιστά θέμα συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο έδει να αποτελεί αντικείμενο παραπομπής βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Η θέση αυτή διατυπώθηκε ευθέως από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στην The Co-operative Grocery of Vasilia and Haralambos N. Ppirou and Others 4 R.S.C.C. 12.

Η προρρηθείσα θέση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Stylianou και σε άλλες αποφάσεις, είναι αντινομική προς το κείμενο του Άρθρου 188.1 και 4 του Συντάγματος, που ρητά αποδίδει εξουσία προσαρμογής της διασωθείσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας στο πλαίσιο των εξουσιών του, προς επίλυση διαφορών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του.

Κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας το σύνολο του δικαίου, εκτός από το Σύνταγμα, περιεχόταν στη νομοθεσία που διασώθηκε από το Άρθρο 188 του Συντάγματος. Φυσιολογική ήταν η απόδοση αρμοδιότητας σε κάθε δικαστήριο της χώρας να προσαρμόζει το διατηρηθέν δίκαιο προς το Σύνταγμα, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του. Αυτό το έπραξε ρητά με τις διατάξεις του το Άρθρο 188.4 το οποίο ορίζει ότι αρμοδιότητα για προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα παρέχεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας, «Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας ....».

Άλλη ρύθμιση θα καθήλωνε την απονομή της δικαιοσύνης και θα συναρτούσε την επίλυση των αστικών διαφορών και την κρίση της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων, στην πρότερη διαπίστωση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς το ισχύον δίκαιο. Στη Μichael Demetriou Zavos v. The Police (1963) 1 C.L.R. 57, το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), ασχολήθηκε εκ νέου με το θέμα αυτό. Επέκρινε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για υπέρβαση δικαιοδοσίας αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 188.1 και 4 του Συντάγματος. επανέλαβε ότι αποτελεί καθήκον του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας κατά την επίλυση διαφορών οι οποίες διέπονται από το προϋπάρχον δίκαιο, να προσαρμόζει το περιεχόμενο της νομοθεσίας προς το Σύνταγμα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο καθιδρύθηκε το 1964, (βλ. τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964, (Ν.33/64) και The Attorney-General of The Republic v. Mustafa Ibrahim And Others (1964) C.L.R. 195), ακολούθησε την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), ότι αποτελεί καθήκον του κάθε δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόζει τον προϋπάρχοντα νόμο, (με την έννοια που ο όρος «νόμος» ενέχει στο Άρθρο 188.5.(a) του Συντάγματος), προς το Σύνταγμα και τις αρχές του. (Βλ. Μεταξύ άλλων Panayiotis Georghiou Alexandrou "Vrakas" "Patitoutsis" v. The Police (1966)2 C.L.R. 77.)

Οι αποφάσεις στη Σαμψών και στη Λαζαρίδη (ανωτέρω), αντανακλούν την κρατούσα τάξη δικαίου.

Το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η ύπαρξη ή μη αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο να διατάσσει την αρμόδια για την έκδοση αδειών οικοδομής αρχή, το Δήμο, να εκδίδει άδειες οικοδομής. Τέτοια εξουσία παρεχόταν στον Κυβερνήτη βάσει των προνοιών του Άρθρου 21 του Κεφ. 96. Αναφορά στον «Κυβερνήτη» βάσει του Άρθρου 188.3(β) του Συντάγματος, νοείται στην προκείμενη περίπτωση, ως αναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Το πρώτο ερώτημα το οποίο τίθεται αφορά τον προσδιορισμό του περιεχομένου του Άρθρου 21 του Νόμου, εναρμονιζόμενου προς το Σύνταγμα. Αν δεν γνωρίζουμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό, δεν μπορεί να ξέρουμε αν το Άρθρο 21 του Νόμου επιβίωσε του Συντάγματος και αν ναι, σε ποιά μορφή. Η διαδικασία επίλυσης της ανά χείρας διαφοράς, καθιστά προϋπόθεση την απάντηση στο τιθέμενο ερώτημα προ παντός άλλου. Αν το Άρθρο 21 δεν επέζησε του Συντάγματος, η επίκλησή του από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορεί παρά να πέσει στο κενό της ανυπαρξίας του. Εάν το Άρθρο 21 του Νόμου ατόνησε λόγω της αντίφασής του προς το Σύνταγμα, πώς μπορεί να γίνεται λόγος για την άντληση εξουσιών από τις διατάξεις του; Σημειωτέον ότι ο όρος, προσαρμογή στο πλαίσιο του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, περιλαμβάνει και την κατάργηση του νόμου, ως ρητά ορίζεται στην παράγραφο 5(β) του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος. Μ΄ αυτή τη διαλεκτική αντιμετωπίσαμε το θέμα στην απόφασή μου στη Συμβούλιο Γεροσκήπου (ανωτέρω), η οποία μας οδήγησε στο συμπέρασμα: (σ.403)

«Η διαπίστωση στην οποία αγόμεθα είναι ότι η εξουσία, η οποία παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 21, προς έκδοση διαταγής σε διοικητικό όργανο για την εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος, είναι αντιφατική προς το Σύνταγμα, συγκρούεται άμεσα με τις διατάξεις των Άρθρων 146.1 και 155.4 του Συντάγματος και παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών, η οποία ενυπάρχει στο Σύνταγμα και στοιχειοθετεί τις αρμοδιότητες και το πεδίο λειτουργίας του κάθε φορέα της πολιτειακής εξουσίας.

Το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, κηρύσσεται εξ υπαρχής άκυρο και ακυρώνεται στην ολότητά του, βάσει του Άρθρου 139.5 του Συντάγματος.»

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους και στην παρούσα υπόθεση άγομαι στην ίδια κατάληξη συνεπαγόμενη, ως την υπόθεση Συμβουλίου Γεροσκήπου (ανωτέρω), την αποδοχή της προσφυγής και την ακύρωση του διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο