ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 604
19 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΥΡΑΝΙΑ ΒΑΛΑΝΙΔΟΥ,
Εφεσίουσα-Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητη-Καθ'ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3220)
Ακυρωτική Απόφαση ― Δεδικασμένο ― Απλή αναφορά στα στοιχεία υπεροχής της αιτήτριας για να κατακριθεί στην απόφαση η σύσταση του Διευθυντή, δεν δημιούργησε δεδικασμένο ως προς την υπεροχή της.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση λόγω πλημμελούς σύστασης ― Πλήρης συμμόρφωση, εφόσον η νέα σύσταση συνήδε με τις ετήσιες αξιολογήσεις ― Εκ νέου προαγωγή του συστηθέντος επικυρώθηκε.
Πρωτόδικα η απόφαση της εφεσίβλητης να προάξει αναδρομικά το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση ανώτερου λογιστή στα πλαίσια επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση, επικυρώθηκε. Η εφεσίβλητη προβάλλοντας ισχυρισμό περί παραβίασης δεδικασμένου ως προς την έκδηλη υπεροχή της, επεδίωξε παραμερισμό της δικαστικής απόφασης, κατ΄ έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται πως εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως το Συμβούλιο είχε συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση. Συγκεκριμένα, διατείνεται πως στην πρώτη απόφαση ο δικαστής είχε ουσιαστικά αποφανθεί πως η εφεσείουσα είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, την οποία προσπάθησε να ανατρέψει ο διευθυντής με τη σύσταση που έκανε στο Συμβούλιο. Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη πως ο Δικαστής Νικολάου δεν διαπίστωσε έκδηλη υπεροχή της εφεσείουσας. Σχολιάζοντας τα αξιολογικά κριτήρια, όπως τα θέτει ο Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίες) Κανονισμοί του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, διέκρινε πράγματι ελαφρά υπεροχή της εφεσείουσας στην αρχαιότητα και πολύ ελαφρά υπεροχή της στα φύλλα αξιολόγησης προσωπικού. Το κεντρικό όμως σημείο της απόφασης του, όπου εκδηλώνεται και η απολύτως αναγκαία σκέψη που οδήγησε στην τελική κρίση - δεδικασμένο - αφορούσε τη σύσταση του διευθυντή της Αρχής, η οποία είχε επηρεάσει τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, που και οι δυο λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων.
2. Η υπό διερεύνηση τώρα σύσταση συνάδει με τη νομολογία, όπως καθιερώθηκε αργότερα στην υπόθεση Ιωάννης Μοδίτης ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2852, 25.10.02. Είπε συγκεκριμένα ο πρωτόδικος δικαστής πως: «η εξέταση αυτή τη φορά δεν στηρίχθηκε στις αξιολογήσεις που αφορούσαν τις σχέσεις με το κοινό, αλλά στις άλλες ικανότητες συντονισμού και διοίκησης προσωπικού, που όντως ο ενδιαφερόμενος είχε καλύτερη αξιολόγηση». Αυτές οι ιδιότητες είναι διάχυτες στα καθήκοντα και ευθύνες του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης. Η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε ακριβώς λόγω του περιεχομένου της σύστασης, το οποίο κατά την επανεξέταση διορθώθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τη δικαστική κρίση.
Η απόφαση του Συμβουλίου είναι δεόντως αιτιολογημένη, βασισμένη σε αξιολόγηση στοιχείων που εμπίπτουν στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας να εξετάσει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ιωάννης Μοδίτης v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25.10.02.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 209/99), ημερομηνίας 15/3/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Aνώτερου Λογιστή στην A.H.K.
Α. Ταλιαδώρος, για την Εφεσείουσα.
Κ. Κακουλλή, για την Εφεσίβλητη.
Δ. Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 20.3.98 συνάδελφος δικαστής (Νικολάου, Δ.) αποδέκτηκε την προσφυγή της αιτήτριας - εφεσείουσας εδώ, και ακύρωσε την απόφαση της καθ' ης η αίτηση Αρχής - εφεσίβλητης, με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση ανώτερου λογιστή από 1.2.96. Το Συμβούλιο της Αρχής, συμμορφούμενο με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης και στις 15.12.98 προήγαγε πάλιν το ενδιαφερόμενο μέρος. Προσεβλήθη και αυτή η απόφαση. Η προσφυγή ήταν ανεπιτυχής. Ο συνάδελφος μας (Νικήτας, Δ, καθώς ήταν τότε), έκρινε πως το Συμβούλιο είχε συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που προέκυψε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση και ότι δεν υπήρξε τίποτε το μεμπτό στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, η οποία και κατέληξε σε ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης, δεύτερης δικαστικής απόφασης.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται πως εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως το Συμβούλιο είχε συμμορφωθεί με το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την πρώτη ακυρωτική απόφαση. Συγκεκριμένα, διατείνεται πως στην πρώτη απόφαση ο δικαστής είχε ουσιαστικά αποφανθεί πως η εφεσείουσα είχε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, την οποία προσπάθησε να ανατρέψει ο διευθυντής με τη σύσταση που έκανε στο Συμβούλιο. Κατά το συνήγορο, το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει πως η εφεσείουσα είχε ελαφρά υπεροχή στην αρχαιότητα, καθώς επίσης και πολύ ελαφρά, έστω, υπεροχή στη γενική αξία, ενώ ήταν και η πρώτη σύσταση του διευθυντή υπέρ της. Αντίθετη είναι η θέση της δικηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Έχουμε τη γνώμη πως ο Δικαστής Νικολάου δεν διαπίστωσε έκδηλη υπεροχή της εφεσείουσας. Σχολιάζοντας τα αξιολογικά κριτήρια, όπως τα θέτει ο Καν.23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίες) Κανονισμοί του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, διέκρινε πράγματι ελαφρά υπεροχή της εφεσείουσας στην αρχαιότητα και πολύ ελαφρά υπεροχή της στα φύλλα αξιολόγησης προσωπικού. Το κεντρικό όμως σημείο της απόφασης του, όπου εκδηλώνεται και η απολύτως αναγκαία σκέψη που οδήγησε στην τελική κρίση - δεδικασμένο - αφορούσε τη σύσταση του διευθυντή της Αρχής, η οποία είχε επηρεάσει τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, που και οι δυο λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη δικαστική απόφαση.
«Προχωρώ τώρα στη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Δεν υπάρχει πρόνοια ότι πρέπει να είναι ατιολογημένη και σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την νομολογία, δεν απαιτείται. Πάντως, κατά την άποψη μου, η βαρύτητα της δεν μπορεί παρά να συναρτάται με τα ερείσματα της. Ενόψει των όσων ανέφερα λοιπόν σε σχέση με τα άλλα στοιχεία, συμπεραίνω ότι εκείνο που απέβη καθοριστικής σημασίας στη σύσταση ήταν οι απόψεις του Διευθυντή της Αρχής. Ο οποίος προτίμησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επειδή θεώρησε πως υπερτερεί οριακά με αναφορά προς α) τις σχέσεις με το κοινό. β) το συντονισμό· και γ) τη διοίκηση προσωπικού. Παρατηρώ ωστόσο ότι, ως προς το πρώτο, η αιτήτρια στα Φύλλα Αξιολόγησης Προσωπικού έχει καλύτερες αξιολογήσεις με Α στις τελευταίες δύο - στον τομέα της «συνεργασίας» που ορίζεται ως «Η καλλιέργεια κλίματος αρμονικής συνεργασίας με τους συναδέλφους, προϊσταμένους και υφισταμένους και η ανάπτυξη καλών σχέσεων με το κοινό». Ως προς το δεύτερο και τρίτο, θα έλεγα ότι η διοίκηση προσωπικού εμπίπτει άμεσα και ο συντονισμός έμμεσα στον τομέα των διευθυντικών ικανοτήτων που στα Φύλλα Αξιολόγησης Προσωπικού ορίζονται με λεπτομέρεια κάτω από τις επικεφαλίδες «Προγραμματισμός», «Οργάνωση», «Ηγεσία» και «Έλεγχος». Σε αυτό τον τομέα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε καλύτερες αξιολογήσεις με 3Β+ και 2Β έναντι 5Β της αιτήτριας. Πάντως ιδιότητες και ικανότητες - έξω από τις αξιολογηθείσες - που να προσιδιάζουν στη θέση δεν αναφέρονται στη σύσταση. Σε σχέση με εκείνες που αναφέρονται, μοιάζει σαν να θεώρησε ο Διευθυντής πως σε όλες βρισκόταν μπροστά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενώ, όπως επεσήμανα, δεν ήταν έτσι.»
Κατά την επανεξέταση, κλήθηκε ο νέος διευθυντής της Αρχής, ο προηγούμενος είχε αποβιώσει. Η σύσταση του διευθυντή αυτή τη φορά ήταν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο συνάδελφος μας στην υπό έφεση απόφαση εντόπισε με ακρίβεια τη διαφορά της δεύτερης σύστασης από την πρώτη. Η υπό διερεύνηση τώρα σύσταση συνάδει με τη νομολογία μας, όπως καθιερώθηκε αργότερα στην υπόθεση Ιωάννης Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, 25.10.02. Είπε συγκεκριμένα ο δικαστής πως: «η εξέταση αυτή τη φορά δεν στηρίχθηκε στις αξιολογήσεις που αφορούσαν τις σχέσεις με το κοινό, αλλά στις άλλες ικανότητες συντονισμού και διοίκησης προσωπικού, που όντως ο ενδιαφερόμενος είχε καλύτερη αξιολόγηση». Αυτές οι ιδιότητες είναι διάχυτες στα καθήκοντα και ευθύνες του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης. Να υπενθυμίσουμε πως η πρώτη απόφαση ακυρώθηκε ακριβώς λόγω του περιεχομένου της σύστασης, το οποίο κατά την επανεξέταση διορθώθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τη δικαστική κρίση.
Η απόφαση του Συμβουλίου είναι δεόντως αιτιολογημένη, βασισμένη σε αξιολόγηση στοιχείων που εμπίπτουν στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας να εξετάσει.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.