ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2003) 3 ΑΑΔ 287

11 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

LOGICOM LTD,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

3. ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3105)

 

Ο περί της Αποφάσεως 1/88 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ (Κυρωτικός) Νόμος του 1990 (Ν.131/90) ― Αποτελεί τελωνειακή νομοθεσία ― Επομένως, βάσει του Άρθρου 2(2) του περι Καθιδρύσεως και Συντηρήσεως Ελευθέρων Ζωνών και Περι Συναφών προς ταύτας Θεμάτων Νόμου (Ν.69/75), ο τελευταίος «ερμηνεύεται ενιαίως» με αυτόν ― Ορθά εφαρμόστηκε το Άρθρο 2 του Ν.131/90 για τον υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού για εμπορεύματα που μεταποιήθηκαν και εισάχθηκαν στην Κύπρο από την Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας.

Λέξεις και Φράσεις ― Η φράση «θα ερμηνεύεται ενιαίως» που συναντάται στα νομοθετήματα, αλλά ειδικότερα, εν προκειμένω στο Άρθρο 2(2) του Ν.69/75 ― Ενσωμάτωση των προνοιών των δύο νόμων ― Εξαιρέσεις στον κανόνα.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Δασμολογική ταξινόμηση ― Ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου ― Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του γνώμη στην κρίση του οργάνου ― Έλεγχος νομιμότητας.

Αναθεωρητική Έφεση ― Αντικείμενο ― Συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης ― Εξετάζονται ζητήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και είτε εξετάστηκαν από τον Δικαστή είτε όχι καθώς και ζητήματα που εγείρονται στην αντέφεση.

Διοικητική Πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Έννοια ― Πρέπει να εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε θέματος που σχετίζεται με το υπο εξέταση ζήτημα ― Κατά πόσο διεξήχθη δέουσα έρευνα αναφορικά με την επιβολή δασμών σε υπολογιστές που μεταποιήθηκαν σε Ελεύθερη Ζώνη και των οποίων έγινε εισαγωγή στη Δημοκρατία.

Η εφεσείουσα εταιρεία προσέβαλε πρωτοδίκως την απόφαση επιβολής μη προτιμησιακού εισαγωγικού δασμού ύψους £4.944. για ηλεκτρονικούς υπολογιστές που εισήχθησαν ως εξαρτήματα, μεταποιήθηκαν στην Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας και εισήχθηκαν στην Δημοκρατία.

Η προσφυγή απορρίφθηκε και καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι η ερμηνεία του πιο πάνω Άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75 και συγκεκριμένα του όρου «θα ερμηνεύεται ενιαίως». Στον Craies on Statute Law, 7η έκδοση, σελ. 138, υποδεικνύεται ότι αποτελεί κοινή πρακτική να περιλαμβάνονται σε ένα Νόμο πρόνοιες οι οποίες καθιστούν ορισμένους Νόμους ως ένα για σκοπούς ερμηνείας π.χ. ορισμένοι Νόμοι θα αναγιγνώσκονται μαζί με ένα άλλο Νόμο ή Νόμους. Υποδεικνύεται, επίσης, (βλ. σελ. 138) ότι το αποτέλεσμα περίληψης πρόνοιας για την ερμηνεία ενός Νόμου ενιαίως με ένα άλλο Νόμο είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύει το κάθε μέρος τέτοιων Νόμων ως εάν να περιλαμβανόταν σε ένα Νόμο, εκτός εάν υπάρχει κάποια έκδηλη αντίφαση η οποία καθιστά αναγκαίο να αποφασισθεί ότι ο μεταγενέστερος Νόμος, έχει σε κάποιο βαθμό μεταβάλει κάτι που βρίσκεται στον προγενέστερο Νόμο ή ότι από εσωτερική απόδειξη η αναφορά του μεταγενέστερου στον προγενέστερο δεν επιφέρει πλήρη ενσωμάτωση των προνοιών των δύο Νόμων.

2. Το Άρθρο 2(2) του Νόμου 69/75 αναφέρεται σε ενιαία ερμηνεία του Νόμου 69/75 με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία.  Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο ο Νόμος 131/90 συνιστά Τελωνειακή Νομοθεσία  εντός της έννοιας του Άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75. Ωστόσο πρέπει πρώτα να παρατηρηθεί ότι με το Νόμο 131/90 έχει κυρωθεί η Απόφαση 1/88 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ.  Μετά την κύρωση της η Απόφαση αποτελεί Νόμο του Κράτους με αυξημένη μάλιστα ισχύ «έναντι οιουδήποτε ημεδαπού Νόμου» (βλ. Άρθρο 169.3 του Συντάγματος). Τώρα ως προς το κύριο θέμα του Νόμου 131/90, όπως προκύπτει από το κείμενο του, η πιο πάνω απόφαση Αρ. 1/88 του «Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ» είναι απόφαση «για την τροποποίηση, λόγω της εισαγωγής του εναρμονισμένου συστήματος, του Πρωτοκόλλου αρ. 2 σχετικά με τον ορισμό της έννοιας 'καταγόμενα προϊόντα' ή 'προϊόντα καταγωγής' και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας». Η Απόφαση 1/88 περιέχει, ανάμεσα σ' άλλα, πίνακα κατεργασιών ή μεταποιήσεων στις οποίες θα υποβάλλονται οι μη καταγόμενες ύλες για να αποκτά το μεταποιημένο προϊόν το χαρακτήρα καταγωγής.  Ο Πίνακας καλύπτει 38 σελίδες και περιλαμβάνει τη δασμολογική κλάση, την περιγραφή του προϊόντος και «την επεξεργασία ή μεταποίηση επί μη καταγόμενων υλών η οποία προσδίδει το χαρακτήρα του καταγόμενου προϊόντος». Περιλαμβάνει περίπου 400 προϊόντα.

    Η κατάταξη προϊόντων σε κλάσεις για σκοπούς επιβολής δασμών σαφώς έχει σαν κύριο σκοπό τη ρύθμιση τελωνειακών θεμάτων. Κύριο θέμα επομένως του Νόμου 131/90 είναι η ρύθμιση τελωνειακών θεμάτων. Συνιστά κατά συνέπεια τελωνειακή νομοθεσία και μπορεί να ερμηνεύεται ενιαίως με το Νόμο 69/75 (βλ. Άρθρο 2(2)).  Αυτό ως  θέμα ερμηνείας σημαίνει ότι η κάθε μια από τις πρόνοιες των δύο Νόμων - 69/75 και 131/90 - μπορεί να ερμηνεύεται ως εάν να περιλαμβανόταν σε ένα Νόμο. Σημαίνει, επίσης, ότι οι πρόνοιες των δύο Νόμων έχουν ενσωματωθεί. Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 εφαρμόζονται και στην περίπτωση εμπορευμάτων που κομίζονται από τις Ελεύθερες Ζώνες σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Δημοκρατίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.  

3. Η επίδικη επιβολή μη προτιμησιακού δασμού δεν έχει αιτιολογηθεί. Ωστόσο στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει αλληλογραφία από την οποία προκύπτει ποια είναι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

    Έχει νομολογηθεί ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος.  

   

    Το Δικαστήριο εξέτασε τις νομοθετικές διατάξεις, τις οποίες επικαλέστηκε ο Διευθυντής, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά παρατίθενται στην πιο πάνω επιστολή του. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

4. Το αντικείμενο προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης και ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης.

          Το Δικαστήριο στην αναθεωρητική έφεση προσεγγίζει το θέμα με πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης, αναφερόμενο στα θέματα που εγείρονται από τον εφεσείοντα στην έφεση, ή στην έκταση που δεν είχαν αποφασιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα θέματα που εγείρονται στην αντέφεση. Ο διάδικος δικαιούται στη γνώμη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου.

5. Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.  Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.  

    Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 15 στην ένσταση, στις 7.8.96 επισκέφθηκαν το εργοστάσιο της εφεσείουσας τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Τελωνείων.

    Σύμφωνα με την επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 4.12.1996, «στην περίπτωση κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών (στην έννοια της κατασκευής δεν περιλαμβάνεται η συνένωση), πρέπει σύμφωνα με τον Ν. 131/90 (Άρθρο 3) να χρησιμοποιούνται μη καταγόμενες ύλες, όχι πέραν του 40% σε αξία της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος. Και αν ακόμη γινόταν δεκτή η θέση της κατασκευής και όχι της συνένωσης σε καμιά περίπτωση δεν προστίθεται αξία, υλών/εργασίας του ύψους του 60% της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος».

    Η θέση που διατυπώνεται στην πιο πάνω επιστολή βρίσκει έρεισμα στο Άρθρο 3 και στον Πίνακα του Παραρτήματος ΙΙΙ του Νόμου 131/90. Περαιτέρω η θέση που σχετίζεται με την εργοστασιακή τιμή βρίσκει έρεισμα στις διαπιστώσεις των τριών υπαλλήλων του Τμήματος Τελωνείων.

    Λαμβάνεται υπόψη την έρευνα που έχει διεξαχθεί από τους τρεις υπαλλήλους του Τμήματος Τελωνείων σε συνάρτηση με τις διαπιστώσεις τους.  Η έρευνα είχε επεκταθεί στη διερεύνηση κάθε θέματος που σχετίζεται με το υπό εξέταση θέμα. Τα θέματα που έπρεπε να εξεταστούν ήταν η φύση και η έκταση της επεξεργασίας και το ύψος της αξίας/υλών εργασίας. Τα δύο αυτά θέματα έχουν διερευνηθεί από την τιμελή ομάδα. Η έρευνα ήταν, επομένως, επαρκής. Αναφορικά δε με το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 4.12.96 - ότι σε καμιά περίπτωση δεν προστίθεται αξία «υλών/εργασίας» του ύψους 60% της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος - θεωρείται ότι αυτό ήταν εύλογα επιτρεπτό, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω διαπιστώσεων της τριμελούς ομάδας. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Attorney-General v. Corporation of Leicester [1910] 2 Ch. 359,

Preston and Area Rent Tribunal v. Pickavance [1953] A.C. 562,

Canada Southern Railway Co. v. International Bridge Company [1883] 8 App. Cas. 723,

Crowe (Valuation Officer) v. Lloyds British Testing Co. Ltd [1960] 1 All E.R. 411,

A. & S. Antoniades and Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 675,

Markides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584,

Pikis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 303,

Constantinides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 523,

Πανεπιστήμιο Κύπρου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

Othonos and Another v. Republic (1989) 3 C.L.R. 475,

Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433,

Δαμιανού v. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 129,

Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,

Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3. C.L.R. 189,

Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 205/98) ημερομηνίας 25/8/2000, με την οποία απέρριψε την προσφυγή της κατά της μη επιβολής προτιμησιακού συντελεστή και της επιβολής δασμού ύψους £4.944,- για την εισαγωγή και τον τελωνισμό 34 ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποιοι είχαν συναρμολογηθεί στην Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας.

Χρ. Κληρίδης , για την Εφεσείουσα.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εταιρεία Logicom (Overseas Ltd) εισάγει προϊόντα από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία συναρμολογεί στην Ελεύθερη Ζώνη στη Λάρνακα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Συγκεκριμένα η εταιρεία εισάγει τα διάφορα μέρη (84.73), εξαρτήματα (84.73), περιφερειακά (84.71) και modems (85.71) και τα συναρμολογεί σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στην Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας. Ακολούθως εξάγει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που έχουν συναρμολογηθεί με την εξής ταξινόμηση:

Ηλεκτρονικοί υπολογιστές                     84.71.10.90.00 (ατελώς)

Οθόνες                                          84.71.60.90.00 (3.9%)

Modems                                        84.17.50.90.00 (9.1%)

Μεταξύ των αγοραστών των πιο πάνω υπολογιστών συμπεριλαμβάνεται και η εφεσείουσα εταιρεία. Η τελευταία είναι Κυπριακή αδελφή εταιρεία.

Στις 22.12.97 η εφεσείουσα εταιρεία κατάθεσε διασάφιση εισαγωγής για τον τελωνισμό 34 ηλεκτρονικών υπολογιστών που είχαν συναρμολογηθεί από την Logicom (Overseas Ltd) στην Ελεύθερη Ζώνη Λάρνακας. Οι εφεσίβλητοι επέβαλαν μη προτιμησιακό εισαγωγικό δασμό ύψους £4.944. Η εφεσείουσα κατέβαλε τον πιο πάνω δασμό υπό διαμαρτυρία και άσκησε προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης. Ισχυρίσθηκε ότι ο δασμός έπρεπε να ήταν προτιμησιακός.

Το καθεστώς των Ελευθέρων Ζωνών διέπεται από τον περί Καθιδρύσεως και Συντηρήσεως Ελευθέρων Ζωνών και Περί Συναφών προς Ταύτας Θεμάτων Νόμο του 1975 (Ν. 69/75). Ο τελευταίος επιτρέπει την κήρυξη μιας περιοχής ως Ελεύθερης Ζώνης εντός της οποίας ένα πρόσωπο (που κατέχει τη σχετική άδεια που εκδίδεται από τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας) μπορεί να διεξάγει εμπορία, επιχείρηση ή μεταποίηση εμπορευμάτων (βλ. άρθρα 3 και 4 του Νόμου). Τα εμπορεύματα που κομίζονται από την Ελεύθερη Ζώνη σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Δημοκρατίας θεωρούνται ως «εισαχθέντα» (βλ. άρθρο 12(1) (α) του Νόμου).

Σε περιπτώσεις όπου διενεργείται μεταφορά εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη σε περιοχή εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας εφαρμόζονται οι πρόνοιες των περί Ελευθέρων Ζωνών Τελωνειακών Κανονισμών του 1981 (Κ.Δ.Π. 275/81) δυνάμει των οποίων τα εμπορεύματα υπόκεινται στην καταβολή εισαγωγικού δασμού. Σε περιπτώσεις εμπορευμάτων που έχουν υποστεί «αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης» επιβάλλεται ο εκάστοτε σε ισχύ χαμηλότερος συντελεστής δασμού προτίμησης.  Αυτό προβλέπεται από τον Καν. 3(γ) της Κ.Δ.Π. 275/81.

Κύριο έρεισμα της προσβαλλόμενης, με την προσφυγή, απόφασης ήταν το άρθρο 2* του περί της Αποφάσεως 1/88 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ (Κυρωτικού) Νόμου του 1990 (Ν. 131/90) το οποίο, σύμφωνα με του εφεσίβλητους, τυγχάνει εφαρμογής δυνάμει των προνοιών του άρθρου 2(2) του πιο πάνω Νόμου 69/75.

Η εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίσθηκε, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι πρόνοιες του Νόμου 69/75 πρέπει να ερμηνεύονται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου 131/90.  Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι έπρεπε να είχε επιβληθεί δασμός με τον χαμηλότερο συντελεστή γιατί οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που εισάχθηκαν από την Ελεύθερη Ζώνη έχουν «υποστεί αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης» σύμφωνα με τις πρόνοιες της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 275/81.

Περαιτέρω υποστήριξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύνδεση των δύο νομοθετημάτων 69/75 και 131/90 και τούτο γιατί οι πρόνοιες της Συμφωνίας Σύνδεσης αφορούν το εμπόριο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κύπρου σε τελωνειακά θέματα και οι κανόνες αυτοί είναι άσχετοι με το καθεστώς που διέπει τις εισαγωγές προϊόντων που μεταποιούνται σε μια Ελεύθερη Ζώνη Εμπορίου και ακολούθως εξάγονται στην Κύπρο.

Από την άλλη οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 και τούτο γιατί σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του Νόμου 69/75,

«Καθ' ην έκτασιν ο παρών Νόμος αφορά εις τελωνειακά θέματα, ούτος θα ερμηνεύεται ενιαίως μετά της εκάστοτε εν ισχύϊ τελωνειακής νομοθεσίας.»

Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι για να εφαρμοστεί ο προτιμησιακός συντελεστής θα πρέπει να υπάρχει «αλλαγή δασμολογικής κλάσης» και όχι «αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης». Υποστήριξαν ότι τα εμπορεύματα που κομίζονται από την Ελεύθερη Ζώνη σε οποιοδήποτε μέρος της Δημοκρατίας θεωρούνται ως εισαγώμενα και κατ' επέκταση εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 2 του Νόμου 131/90

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το ερώτημα «είναι κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 (οπόταν σύμφωνα με το άρθρο 2 οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές κατατάσσονται σε διαφορετική δασμολογική κλάση) ή ο Νόμος 69/75 θα πρέπει να ερμηνεύεται χωρίς το συσχετισμό του με το Νόμο 131/90 (οπόταν σύμφωνα με τον Καν. 3(γ) της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 275/81 οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θεωρούνται ότι έχουν υποστεί αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης με αποτέλεσμα να επιβάλλεται ο χαμηλότερος συντελεστής δασμού προτίμησης»). Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Η συμφωνία σύνδεσης Κύπρου-Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋπήρχε της καθιέρωσης των Ελευθέρων Ζωνών που έγινε με το Νόμο 69/75.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2(2) του  πιο πάνω Νόμου, οι πρόνοιες του Νόμου 69/75 θα ερμηνεύονται μαζί με τις πρόνοιες της εκάστοτε τελωνειακής νομοθεσίας. Ο Νόμος 131/90 αναμφίβολα είναι τελωνειακός και ανεξάρτητα από το διεθνή χαρακτήρα του, εφαρμόζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75 και στις περιπτώσεις όπου διενεργείται εξαγωγή εμπορευμάτων από την Ελεύθερη Ζώνη σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου.  Η ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75 υποδεικνύει ότι ο πιο πάνω νόμος θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Νόμου 131/90.

Έχει υποβληθεί εισήγηση ότι δεν έχει γίνει οποιαδήποτε έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση για να διαπιστώσουν αν η επεξεργασία των προϊόντων αποτελεί απλή συνένωση μερών με σκοπό τη σύσταση ενός πλήρους είδους.  Η εισήγηση είναι ανεδαφική αφού οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε μια επιτόπου εξέταση κάθε ενός προϊόντος για το οποίο καταχωρείται αίτηση διασάφησης. Οι καθ' ων η αίτηση στηρίχθηκαν στο περιεχόμενο της δήλωσης της αιτήτριας εταιρείας. Η αναζήτηση της απάντησης στα νομικά σημεία που εγέρθηκαν υποδεικνύει ότι οι καθ' ων η αίτηση είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα.»

Η έφεση.

Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης περί εφαρμογής του Νόμου 131/90 έχει αμφισβητηθεί με τον πρώτο λόγο της έφεσης.  Ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους της εφεσείουσας, υποστήριξε ότι έκδηλα οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 «αφορούν το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης» και σε καμιά περίπτωση τις εισαγωγές από ελεύθερες ζώνες στην Κύπρο στην Κυπριακή Δημοκρατία.  «Ούτως ή άλλως» - συνέχισε ο κ. Κληρίδης - ο Νόμος 131/90 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της Τελωνειακής Νομοθεσίας «εν τη εννοία του άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75».

Οι σχετικές με το υπό εξέταση ζήτημα νομοθετικές διατάξεις βρίσκονται στα άρθρα 2(2) και 12(1) (α) του Νόμου 69/75, στον Καν. 3(γ) της Κ.Δ.Π. 275/81 και στο άρθρο 2 του Νόμου 131/90.  Παραθέτουμε τις πρόνοιες τους:

Το άρθρο 2(2) του Νόμου 69/75 ορίζει ότι στην έκταση που ο παρών Νόμος αφορά εις τελωνειακά θέματα αυτός θα ερμηνεύεται «ενιαίως μετά της εκάστοτε εν ισχύει τελωνειακής νομοθεσίας».

Το άρθρο 12(1) (α) του Νόμου 69/75 ορίζει ότι εμπορεύματα που κομίζονται από τις ελεύθερες ζώνες σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Δημοκρατίας θα λογίζονται ως «εισαχθέντα» δια τους σκοπούς της εκάστοτε εν ισχύει νομοθεσίας περί εσαγωγών.

Ο Καν. 3(γ) της Κ.Δ.Π. 275/81 προβλέπει ότι οσάκις τελωνίζονται εμπορεύματα από την ελεύθερη ζώνη προς μεταφορά εντός της Δημοκρατίας κατόπιν ή άνευ επεξεργασίας, αυτά υπόκεινται στην καταβολή εισαγωγικού δασμού κατά τους συντελεστές του δασμού που ισχύουν κατά το χρόνο κατάθεσης της διασάφησης προς τελωνισμό. «Νοείται ότι επί εμπορευμάτων που έχουν υποστεί αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης επιβάλλεται ο εκάστοτε εν ισχύι χαμηλότερος συντελεστής δασμού προτίμησης».

Το άρθρο 2(2) του Νόμου 131/90 προβλέπει ότι οι μη καταγόμενες ύλες θεωρούνται επαρκώς επεξεργασμένες ή μεταποιημένες όταν το παραχθέν προϊόν κατατάσσεται σε διαφορετική δασμολογική κλάση από εκείνη στην οποία κατάσσονται όλες οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιούνται. Ο όρος «κλάση» ερμηνεύεται στο άρθρο 2(1) του Νόμου 131/90 ως ο τετραψήφιος κωδικός (τέσσερα ψηφία).

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι η ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75 και συγκεκριμένα του όρου «θα ερμηνεύεται ενιαίως». Στον Craies on Statute Law, 7η έκδοση, σελ. 138, υποδεικνύεται ότι αποτελεί κοινή πρακτική να περιλαμβάνονται σε ένα Νόμο πρόνοιες οι οποίες καθιστούν ορισμένους Νόμους ως ένα για σκοπούς ερμηνείας π.χ. ορισμένοι Νόμοι θα αναγιγνώσκονται μαζί με ένα άλλο Νόμο ή Νόμους. Υποδεικνύεται, επίσης, (βλ. σελ. 138) ότι το αποτέλεσμα περίληψης πρόνοιας για την ερμηνεία ενός Νόμου ενιαίως με ένα άλλο Νόμο είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύει το κάθε μέρος τέτοιων Νόμων ως εάν να περιλαμβανόταν σε ένα Νόμο, εκτός εάν υπάρχει κάποια έκδηλη αντίφαση η οποία καθιστά αναγκαίο να αποφασισθεί ότι ο μεταγενέστερος Νόμος, έχει σε κάποιο βαθμό μεταβάλει κάτι που βρίσκεται στον προγενέστερο Νόμο ή ότι από εσωτερική απόδειξη η αναφορά του μεταγενέστερου στον προγενέστερο δεν επιφέρει πλήρη ενσωμάτωση των προνοιών των δύο Νόμων*.

Αναφορικά με το θέμα της ενσωμάτωσης δύο Νόμων βλ. και Attorney-General v. Corporation of Leicester [1910] 2 Ch. 359, 369:

«Then s. 27 of the Electric Lighting Acts 1909, provides that that Act and the Electric Lighting Acts 'shall be construed together as one Act'. The effect of that is that every provision of one Act must be read into the other Act.»

Σε μετάφραση:

«Το άρ. 27 των Electric Lighting Acts 1909 προβλέπει ότι εκείνος ο Νόμος και οι Electric Lighting Acts 'θα ερμηνεύονται ενιαίως ως ένας Νόμος'. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κάθε πρόνοια του ενός Νόμου πρέπει να αναγιγνώσκεται μέσα στον άλλο Νόμο.»

Βλ., επίσης, Preston and Area Rent Tribunal v. Pickavance [1953] A.C. 562, 580:

«The part of section 11 on which the respondent relies as requiring such a limitation is subsection (5) which provides:

'This section shall be construed as one with the Act of 1946 ..'  In my opinion this means neither more nor less than that section 11 must be read as if it were a section in the 1946 Act. There is no difficulty about so reading it. It does not alter or amend, anything in the 1946 Act. It adds something new, which is materially different in character from anything in the 1946 Act."

Σε μετάφραση:

«Το μέρος του άρθρου 11 για το οποίο ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι απαιτεί τέτοιο περιορισμό είναι το εδάφιο (5) το οποίο προβλέπει:

'Αυτό το άρθρο θα ερμηνεύεται ενιαίως με το Νόμο του 1946 ....'. Κατά τη γνώμη μου αυτό σημαίνει ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από το ότι το άρθρο 11 πρέπει να αναγιγνώσκεται ως εάν να ήταν άρθρο του Νόμου του 1946. Δεν υπάρχει δυσκολία για μια τέτοια ανάγνωση. Δεν μεταβάλλει ή τροποποιεί οτιδήποτε στο Νόμο του 1946. Προσθέτει κάτι το νέο το οποίο είναι ουσιαστικά διαφορετικού χαρακτήρα από οτιδήποτε στο Νόμο του 1946.»

Σχετικές επί του προκειμένου είναι και οι Canada Southern Railway Co. v. International Bridge Company [1883] 8 App. Cas. 723, 727 και Crowe (Valuation Officer) v. Lloyds British Testing Co. Ltd [1960] 1 All E.R. 411, 417, 418.

Το άρθρο 2(2) του Νόμου 69/75 αναφέρεται σε ενιαία ερμηνεία του Νόμου 69/75 με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία.  Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο ο Νόμος 131/90 συνιστά Τελωνειακή Νομοθεσία  εντός της έννοιας του άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75.  Ωστόσο πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε ότι με το Νόμο 131/90 έχει κυρωθεί η Απόφαση 1/88 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ. Μετά την κύρωση της η Απόφαση αποτελεί Νόμο του Κράτους με αυξημένη μάλιστα ισχύ «έναντι οιουδήποτε ημεδαπού Νόμου» (βλ. άρθρο 169.3 του Συντάγματος). Τώρα ως προς το κύριο θέμα του Νόμου 131/90, όπως προκύπτει από το κείμενο του, η πιο πάνω απόφαση Αρ. 1/88 του «Συμβουλίου Συνδέσεως ΚΥΠΡΟΥ-ΕΟΚ» είναι απόφαση «για την τροποποίηση, λόγω της εισαγωγής του εναρμονισμένου συστήματος, του Πρωτοκόλλου αρ. 2 σχετικά με τον ορισμό της έννοιας 'καταγόμενα προϊόντα' ή 'προϊόντα καταγωγής' και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας». Η Απόφαση 1/88 περιέχει, ανάμεσα σ' άλλα, πίνακα κατεργασιών ή μεταποιήσεων στις οποίες θα υποβάλλονται οι μη καταγόμενες ύλες για να αποκτά το μεταποιημένο προϊόν το χαρακτήρα καταγωγής.  Ο Πίνακας καλύπτει 38 σελίδες και περιλαμβάνει τη δασμολογική κλάση, την περιγραφή του προϊόντος και «την επεξεργασία ή μεταποίηση επί μη καταγόμενων υλών η οποία προσδίδει το χαρακτήρα του καταγόμενου προϊόντος». Περιλαμβάνει περίπου 400 προϊόντα.

Έχουμε την άποψη πως η κατάταξη προϊόντων σε κλάσεις για σκοπούς επιβολής δασμών σαφώς έχει σαν κύριο σκοπό τη ρύθμιση τελωνειακών θεμάτων. Κύριο θέμα επομένως του Νόμου 131/90 είναι η ρύθμιση τελωνειακών θεμάτων. Συνιστά κατά συνέπεια τελωνειακή νομοθεσία και μπορεί να ερμηνεύεται ενιαίως με το Νόμο 69/75 (βλ. άρθρο 2(2)). Αυτό ως  θέμα ερμηνείας σημαίνει ότι η κάθε μια από τις πρόνοιες των δύο Νόμων - 69/75 και 131/90 - μπορεί να ερμηνεύεται ως εάν να περιλαμβανόταν σε ένα Νόμο.  Σημαίνει, επίσης, ότι οι πρόνοιες των δύο Νόμων έχουν ενσωματωθεί (βλ. Craies on Statute Law, πιο πάνω). Ορθά λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 εφαρμόζονται και στην περίπτωση εμπορευμάτων που κομίζονται από τις Ελεύθερες Ζώνες σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Δημοκρατίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Το γεγονός ότι με το Νόμο 131/90 έχει τροποποιηθεί μέρος της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-ΚΥΠΡΟΥ, η οποία - συμφωνία - ήταν ρυθμιστική του εμπορίου μεταξύ Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σημαίνει ότι οι πρόνοιες του δεν μπορεί να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Το ζητούμενο στην κρινόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο ο Νόμος 131/90 αποτελεί μέρος της τελωνειακής νομοθεσίας και κατά πόσο μπορεί να τύχει εφαρμογής οσάκις μετακομίζονται προϊόντα από τις ελεύθερες ζώνες στη Δημοκρατία.  Εφόσον, όπως έχουμε ήδη αποφανθεί, ο Νόμος 131/90 είναι μέρος της τελωνειακής νομοθεσίας και εφόσον, δυνάμει του άρθρου 2(2) του Νόμου 69/75, οι δύο Νόμοι έχουν ενσωματωθεί ορθά κρίθηκε ότι ο Νόμος 131/90 τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι το επίδικο θέμα μεταξύ άλλων ήταν κατά πόσον υπήρξε ή όχι αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης όπως αναφέρεται στον Καν. 3(γ) της Κ.Δ.Π. 275/81 κάτι το οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απήντησε αλλά περιορίστηκε μόνο στο ερώτημα κατά πόσον τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου 131/90. Ήταν η θέση του κ. Κληρίδη ότι υπήρξε αλλαγή της δασμολογικής ταξινόμησης και επομένως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του Καν. 3(γ) της Κ.Δ.Π. 275/81 έπρεπε να είχε επιβληθεί προτιμησιακός συντελεστής. Υπέβαλε ότι η θέση του Τελωνείου ότι έπρεπε να υπάρχει αλλαγή της δασμολογικής κλάσης για να επιβληθεί προτιμησιακός συντελεστής ήταν εσφαλμένη.  Επομένως - συνέχισε - «και εάν ακόμα εφαρμόζεται ο Νόμος 131/90 τούτος δεν επηρεάζει την συγκεκριμένη ορολογία του Καν. 3(γ), ο οποίος ρητά προνοεί για αλλαγή της δασμολογικής ταξινόμησης για να επιβληθεί ο προτιμησιακός δασμός, η οποία και υπήρξε στην συγκεκριμένη περίπτωση».

Η επίδικη επιβολή μη προτιμησιακού δασμού δεν έχει αιτιολογηθεί. Ωστόσο στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει αλληλογραφία από την οποία προκύπτει ποια είναι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Συγκεκριμένα:  Ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων με επιστολή του προς την εφεσείουσα ημερ. 12.9.1996 αφού κάμνει αναφορά σε όλες τις πιο πάνω Νομοθετικές Διατάξεις καταλήγει ως εξής:

«Από το συνδυασμό της πιο πάνω Κ.Δ.Π. με το Άρθρο 2 του Νόμου 131/90 συνάγεται ότι για να τυγχάνουν εφαρμογής οι προτιμησιακοί συντελεστές θα πρέπει οι μη καταγόμενες ύλες να υφίστανται τέτοια επεξεργασία ή μεταποίηση, ώστε το παραχθέν προϊόν να κατατάσσεται σε διαφορετική δασμολογική κλάση από εκείνη στην οποία κατατάσσονται όλες οι μη καταγόμενες ύλες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του [Ν 131/90, Άρθρο 2(2)].

Προκύπτει επίσης ότι ο όρος 'κατατάσσεται' αναφέρεται στην κατάταξη ενός προϊόντος σε δεδομένη κλάση, 'κλάση' δε σημαίνει την κλάση (τετραψήφιοι κωδικοί) του εναρμονισμένου συστήματος [Ν 131/90, Άρθρο 2(1)].

Εκτός όμως των πιο πάνω υπάρχει και η πρόνοια του Ν. 131/90 Άρθρο 2(2) (στ) που  ορίζει ότι, απλή συνένωση μερών ειδών με σκοπό τη σύσταση ενός πλήρους είδους θεωρείται πάντοτε ανεπαρκής για να προσδώσει το χαρακτήρα καταγόμενου προϊόντος, είτε έχει μεταβληθεί η δασμολογική κλάση είτε όχι.

Ενόψει των πιο πάνω λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για τελωνισμό των συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών από την Ελεύθερη Ζώνη με προτιμησιακό συντελεστή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.»

Σχετική επί του προκειμένου είναι και η επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 4.12.1996 στην οποία αναλύεται η νομική θέση σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης (μέρος της παρατίθεται στη σελ. 304, πιο κάτω, σε συνάρτηση με τον τέταρτο λόγο της έφεσης).

Έχει νομολογηθεί (βλ. Στ.Ε. 479/1938 και 564/1949) ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Βλ. και A & S Antoniades and Co. v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 675, 680:

"In matters of classification of goods, such as the present Case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decisions of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but, of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also whether it was reached through any misconception and cognate matters."

Σε μετάφραση:

«Σε θέματα ταξινόμησης αγαθών το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ. Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας 479/38, 564/49) αλλά πρέπει να εξετάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά πόσο έχει ληφθεί κάτω από οποιαδήποτε πλάνη και συναφή θεμάτα.»

Βλ., επίσης, Makrides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, 601.

Έχουμε εξετάσει τις νομοθετικές διατάξεις τις οποίες επικαλείται ο Διευθυντής σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως αυτά παρατίθενται στην πιο πάνω επιστολή του. Έχουμε την άποψη πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αποφασίσει κατά πόσον η εφαρμογή των κανόνων προέλευσης δηλ. του Νόμου 131/90 μπορεί να γίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά εξαγωγή από την ελεύθερη ζώνη στην Κυπριακή Δημοκρατία και να αιτιολογήσει την απόφαση του. Άρα το Δικαστήριο έσφαλλε με το να ερμηνεύσει γενικά και αόριστα το άρθρο 2(2) του Νόμου 69/75 χωρίς να αιτιολογήσει συγκεκριμένα πως και γιατί ο Νόμος 131/90 επηρεάζει τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη το θέμα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσον και αν ακόμα για σκοπούς της Νομοθεσίας για ελεύθερες ζώνες ισχύει η σύμβαση τελωνειακής ένωσης Κύπρου-ΕΟΚ αυτή δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τις εξαγωγές από την ελεύθερη ζώνη στην Κυπριακή Δημοκρατία οι οποίες είναι άσχετες με τις πρόνοιες της τελωνειακής ένωσης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συμπλήρωσε - δεν έδωσε «δικαιολογία και την επαρκή δικαιολογία γιατί ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση οι πρόνοιες του Νόμου 131/90 και πως».

Έχουμε παραθέσει την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 294-295, πιο πάνω). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Νόμος 131/90 «εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου διενεργείται εξαγωγή εμπορευμάτων από την ελεύθερη ζώνη σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου». Η ορθότητα της κρίσης εκείνης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει επικυρωθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της έφεσης.  Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το αντικείμενο προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης και ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης (βλ. Pikis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 303, 305, 306, George Constantinides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 523, Miltiades Papadopoullos v. Republic (1970) 3 C.L.R. 169, Republic v. Savvas Pericleous (1972) 3 C.L.R. 63, 68 και Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145, 159).

Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι το Δικαστήριο στην αναθεωρητική έφεση προσεγγίζει το θέμα με πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης, αναφερόμενο στα θέματα που εγείρονται από τον εφεσείοντα στην έφεση, ή στην έκταση που δεν είχαν αποφασιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα θέματα που εγείρονται στην αντέφεση. Ο διάδικος δικαιούται στη γνώμη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (βλ. Republic v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Othonos and Another v. The Republic (1989) 3 C.L.R. 475, Πανεπιστήμιο Κύπρου (πιο πάνω), Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433, 439 και Δαμιανού ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 129).

Ανεξάρτητα λοιπόν από την επάρκεια της αιτιολογίας της πρωτόδικης κρίσης εφόσον αυτή έχει επικυρωθεί για τους λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω δεν παρίσταται ανάγκη για περαιτέρω εξέταση του θέματος. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Τέλος - με τον τέταρτο λόγο της έφεσης - ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε επιτόπια εξέταση καθενός προϊόντος για να διαπιστώσουν την επεξεργασία του είναι λανθασμένη όπως λανθασμένο είναι και το συμπέρασμα ότι υπήρξε η δέουσα έρευνα. Σύμφωνα με τον κ. Κληρίδη οι εφεσίβλητοι όφειλαν να διαπιστώσουν κατά πόσο η επεξεργασία την οποία υπέστησαν τα τελικά προϊόντα ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε αλλαγή δασμολογικής ταξινόμησης και/ή κλάσης.   Μας παρέπεμψε στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 5.6.96 (Παράρτημα 5 στην ένσταση) σύμφωνα με την οποία, με βάση το Νόμο 131/90, «τελειωμένο προϊόν τυγχάνει προτιμησιακής μεταχείρισης όταν η αξία όλων των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών (μη καταγόμενων υλών) δεν υπερβαίνει το 40% της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος». Ο κ. Κληρίδης τόνισε ότι οι εφεσίβλητοι «όφειλαν να ερευνήσουν στην πράξη κατά πόσο τα συγκεκριμένα προϊόντα πληρούσαν αυτή την προϋπόθεση ή όχι - του 40% - κάτι το οποίο έκδηλα δεν έπραξαν». Περαιτέρω ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι δεν έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσο «η επεξεργασία των προϊόντων αποτελεί απλή συνένωση μερών, ειδών, με σκοπό την σύσταση ενός πλήρους είδους». Κάλεσε την εφεσίβλητη να παρουσιάσει το σχετικό φάκελο με βάση τον οποίο ελήφθη η σχετική απόφαση για να διαπιστωθεί τί είδους έρευνα έγινε για να αποφασισθεί η επιβολή της φορολογίας με το σκεπτικό ότι δεν υπάρχει αλλαγή στην ταξινόμηση των προϊόντων κατά παράβαση του Νόμου και Κανονισμών για τις ελεύθερες ζώνες.

Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).

Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 15 στην ένσταση (βλ. σελ. 46 των πρακτικών) στις 7.8.96 επισκέφθηκαν το εργοστάσιο της εφεσείουσας τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Τελωνείων.  Παραθέτουμε τις διαπιστώσεις τους:

«Κατά τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας διαπιστώθηκε ότι το τελικό προϊόν κατασκευάζεται με απλή συνένωση μερών. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο συνολικός χρόνος που χρειάζεται για την συνένωση ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ανέρχεται στις 2 ώρες χειρονακτικής εργασίας από 1 άτομο περίπου.

Κατά την άποψή μου το τελικό προϊόν το οποίο κατατάσσεται στη Δ.Κ. 84711090.00 δεν μπορεί να τύχει προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης, και πρέπει κατά τον τελωνισμό του να εφαρμόζονται οι γενικοί συντελεστές δασμού.

Η πιο πάνω παραγωγική διαδικασία όχι μόνον δεν πληροί τους όρους των κανόνων καταγωγής, αλλά ούτε και τον γενικό κανόνα (όρο) της απλής αλλαγής δασμολογικής κλάσης (καθ' ότι τρία τουλάχιστον συναρμολογημένα μέρη ανήκουν στη Δ.Κ. 8471.»

Σύμφωνα με την επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 4.12.1996 (σελ. 69-70 των πρακτικών) «στην περίπτωση κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών (στην έννοια της κατασκευής δεν περιλαμβάνεται η συνένωση) πρέπει σύμφωνα με τον Ν 131/90 (άρθρο 3) να χρησιμοποιούνται μη καταγόμενες ύλες όχι πέραν του 40% σε αξία της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος.  Και αν ακόμη γινόταν δεκτή η θέση της κατασκευής και όχι της συνένωσης σε καμιά περίπτωση δεν προστίθεται αξία, υλών/εργασίας του ύψους του 60% της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος».

Η θέση που διατυπώνεται στην πιο πάνω επιστολή βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 3 (βλ. και την πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 12.9.96 προς την εφεσείουσα - έχει παρατεθεί στις σελ. 299-300, πιο πάνω) και στον Πίνακα του Παραρτήματος ΙΙΙ του Νόμου 131/90 (βλ. σελ. 1484 του Νόμου 131/90). Περαιτέρω η θέση που σχετίζεται με την εργοστασιακή τιμή βρίσκει έρεισμα στις πιο πάνω διαπιστώσεις των τριών υπαλλήλων του Τμήματος Τελωνείων.

Λαμβάνουμε υπόψη την έρευνα που έχει διεξαχθεί από τους τρεις υπαλλήλους του Τμήματος Τελωνείων σε συνάρτηση με τις διαπιστώσεις τους. Έχουμε την άποψη πως η έρευνα είχε επεκταθεί στη διερεύνηση κάθε θέματος που σχετίζεται με το υπό εξέταση θέμα.  Τα θέματα που έπρεπε να εξεταστούν ήταν η φύση και η έκταση της επεξεργασίας και το ύψος της αξίας/υλών εργασίας. Τα δύο αυτά θέματα έχουν διερευνηθεί από την τιμελή ομάδα. Η έρευνα ήταν, επομένως, επαρκής. Αναφορικά δε με το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 4.12.96 - ότι σε καμιά περίπτωση δεν προστίθεται αξία «υλών/εργασίας» του ύψους 60% της εργοστασιακής τιμής του προϊόντος - θεωρούμε ότι αυτό ήταν εύλογα επιτρεπτό λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω διαπιστώσεων της τριμελούς ομάδας. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο