ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 213
12 Φεβρουαρίου, 2003
(Ημερομηνία κυκλοφορίας 21 Μαρτίου, 2003)
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ - ΡΙΚ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3575)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής ― Δεν υφίστανται δικαιοδοσία έκδοσης προστακτικού διατάγματος ― Εξ ίσου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσωρινού διατάγματος η παράλειψη καθώς και η αρνητική απόφαση της διοίκησης ― Η επίδικη περίπτωση αναστολής που ζητήθηκε σε σχέση με ισχυριζόμενες παραλείψεις, με βάση τον περι Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμο, Κεφ. 300Α (όπως τροποποιήθηκε ειδικά από τον Ν.212/87).
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη των εκλογών για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας ― Κριτήρια που τίθενται από τον περι Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμο, Κεφ. 300Α, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 212/87, ως προς τη θεώρηση διεκδικητή του αξιώματος του Προέδρου ως «Υποψηφίου Προέδρου», για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης ενδιάμεσης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της άνισης μεταχείρισής του, ως υποψηφίου Προέδρου σε σχέση με άλλους υποψηφίους και για σκοπούς δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής προβολής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο Νόμος θέτει τα κριτήρια για τη θεώρηση διεκδικητή του αξιώματος του Προέδρου ως «Υποψηφίου Προέδρου» για τους σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Δικαίωμα για τέτοια κάλυψη γεννάται από απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ ότι ο υποψήφιος ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Ό,τι προσβάλλεται με την προσφυγή είναι κατ' ουσία η μη θεώρηση ή μη μεταχείριση του εφεσείοντος ως «Υποψήφιου Προέδρου» κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου.
2. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο κρίσιμο πεδίο δικαιοδοσίας αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής, εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή, δηλαδή ζημία η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση της δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
3. Αντικείμενο της δικαιοδοσίας που διέπει την έκδοση προσωρινού διατάγματος είναι η διασφάλιση της υφιστάμενης, πριν την έκδοση της απόφασης της οποίας επιδιώκεται η αναστολή, κατάστασης πραγμάτων, γνωστής με τη λατινική ορολογία status quo. Αδράνεια ή ηθελημένη παράλειψη, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος. Η αναστολή της αφήνει αμετάβλητο το status quo. Το ίδιο ισχύει και για αρνητική απόφαση της Διοίκησης. Η αναστολή και όχι η ανάπλαση ή η αναμόρφωση είναι το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος. Το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος πρέπει να είναι δεκτικό αναστολής. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο παροχής προσωρινού διατάγματος δεν είναι άσχετο προς τον ακυρωτικό χαρακτήρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών στην οποία θεμελιώνεται η πολιτειακή λειτουργία βάσει του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Artemiou v. Republic (No. 2) (1966) 3 C.L.R. 562,
Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583,
Trykomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403,
Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,
Δημοκρατία v. Κουκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου, Υπ. αρ. 1061/94, ημερ. 30.6.1995,
Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 212/95 κ.ά., ημερ. 31.1.1997,
Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203,
Georghiades v. C.B.C (1987) 3 C.L.R. 2000,
Παγκύπριο Κόμμα Προσφύγων και Πληγέντων (ΠΑΚΟΠ) κ.ά. v Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992,
Μαυρογένης v. Ρ.Ι.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 186.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή, ο οποίος στις 2/12/2002 εξήγγειλε υποψηφιότητα για το Προεδρικό αξίωμα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 118/03) ημερομηνίας 7/2/03, με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του, στα πλαίσια της πιο πάνω προσφυγής, για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της άνισης μεταχείρισής του σε σχέση με άλλους υποψηφίους στην προβολή των θέσεών του ραδιοτηλεοπτικώς και για έκδοση διαταγμάτων προστακτικού χαρακτήρα με τα οποία να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να μεταδώσουν, σε ώρες υψηλής ακροαματικότητας, τις δημοσιογραφικές διασκέψεις που έδωσε ο ίδιος στις 2/12/2002 και 31/1/2003 και περαιτέρω όπως θεραπεύσουν την ανισοσκέλεια που σημειώθηκε μέχρι τούδε στην προβολή των θέσεων των υποψηφίων με την παροχή σ' αυτόν πρόσθετου χρόνου για την ανάπτυξη των δικών του θέσεων.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: O περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμος (Κεφ. 300Α όπως τροποποιήθηκε επί του προκειμένου από το Ν.212/87) - ο Νόμος - προβλέπει τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη, των θέσεων και δραστηριοτήτων των υποψηφίων για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η υποχρέωση άρχεται έξι μήνες πριν τη λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας, η πρώτη περίοδος, και εκτείνεται για επτά ακόμη ημέρες, η δεύτερη περίοδος σε περίπτωση επαναληπτικής εκλογής. Ποίος θεωρείται ως υποψήφιος Πρόεδρος για τους σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης ορίζεται στο Άρθρο 2* του Νόμου.
Ο εφεσείων εξήγγειλε την υποψηφιότητά του για το Προεδρικό αξίωμα στις 2.12.2002. Παραπονείται ότι το Ρ.Ι.Κ., οι εφεσίβλητοι, αφενός, παρέλειψαν να προβάλουν τις θέσεις του κατ' αντίθεση προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Νόμος, και αφετέρου ότι παραβίασαν το δικαίωμά του για ίση μεταχείριση με άλλους υποψηψίους. Με προσφυγή που άσκησε στις 5 Φεβρουαρίου, 2003, επιζητεί (ο εφεσείων) όπως η παράλειψη εφαρμογής στην περίπτωσή του των προνοιών των άρθρων 2, 3, 4, και 5(α) έως 5(ι), του Νόμου και διαζευκτικά «και/ή» - η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μή του παράσχουν την ίδια προβολή συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος του και επομένως «είναι άκυρη/παράνομη και ό,τι παν το παραληφθέν έδει να είχε εκτελεσθεί». Οι θεραπείες «2» και «3» έχουν επικουρικό χαρακτήρα προς τη θεραπεία «1» και αποβλέπουν στη θεραπεία της ίδιας, κατ' ισχυρισμό, παρανομίας.
Στα γεγονότα που στοιχειοθετούν το αίτημα δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη «απόφαση» προς την οποία ο εφεσείων να συσχετίζει τη θεραπεία την οποία επιζητεί. Και είναι όντως παραδεκτό από αυτόν ότι δεν είχε υπόψη του, κατά την καταχώρηση της προσφυγής, οποιαδήποτε απόφαση των εφεσιβλήτων επί του προκειμένου. Γνώση για την ύπαρξη τέτοιας απόφασης απέκτησε από τα γεγονότα που εκτέθηκαν στην ένσταση των εφεσιβλήτων στο διάβημα του για προσωρινό διάταγμα με αιτητικό:
«(α) την άμεση αναστολή της άνισης μεταχείρισης του αιτητή ως υποψηφίου προέδρου από το καθ' ου η αίτηση, ιδιαίτερα σε σχέση με τη μεταχείριση των υποψηφίων Προέδρων κ.κ. Κληρίδη, Παπαδόπουλου και Μαρκίδη.»
Εκτός από τη θεραπεία που επιζητούσε κάτω από την παράγραφο «α» ο εφεσείων επεδίωξε την έκδοση και δύο άλλων διαταγμάτων στοιχειοθετουμένων στην αίτησή του κάτω από το τις παραγράφους «β» και «γ», προστακτικού χαρακτήρα με τα οποία να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να μεταδώσουν, σε ώρες υψηλής ακροαματικότητας, τις δημοσιογραφικές διασκέψεις που έδωσε ο ίδιος στις 2.12.2002, και 31.1.2003, και περαιτέρω όπως θεραπεύσουν την ανισοσκέλεια που σημειώθηκε μέχρι τούδε στην προβολή των θέσεων των υποψηφίων με την παροχή σ' αυτόν πρόσθετου χρόνου για την ανάπτυξη των δικών του θέσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το αίτημα απορριπτέο για το λόγο ότι το προσωρινό διάταγμα που επιζητείται κείται εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατά την ακρόαση της έφεσης έγινε κατανοητό ότι δύο από τα τρία αιτήματα το «β» και «γ» εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, και εγκαταλείφθηκαν. Και τούτο γιατί δεν υφίσταται δικαιοδοσία έκδοσης ενδιάμεσου προστακτικού διατάγματος. Αντικείμενο της δικαιοδοσίας είναι η αναστολή θετικής απόφασης που αποτελεί το επίδικο θέμα της προσφυγής, με άλλα λόγια η μή εφαρμογή της, εκκρεμούσης της κρίσης της εγκυρότητάς της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί στην απόφασή του ότι δεν χωρεί η αναστολή, με προσωρινό διάταγμα, αρνητικής απόφασης ή η έκδοση προστακτικού διατάγματος για το τί δέον γενέσθαι. Παραπέμπει προς τούτο σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτει ότι οι αρχές αυτές είναι νομολογιακά καθιερωμένες, Artemiou v. Republic (No.2) (1966) 3 C.L.R. 562, 569· Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583· Trykomou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 403· Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη και επιδιώκει, (α) την αναστολή απόφασης των εφεσιβλήτων, η οποία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας ως υφιστάμενη και σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων δεν θεωρείται ως «Υποψήφιος Πρόεδρος» για τους σκοπούς του Νόμου, και (β) την έκδοση διατάγματος ή και οδηγιών για το καθήκον των εφεσιβλήτων να προβάλουν τις θέσεις του εφεσείοντος ως νομιμοποιούμενου σε μεταχείριση «Υποψήφιου Προέδρου».
Υποδείξαμε στον εφεσείοντα ότι η συγκεκριμένη απόφαση (14.1.2003), δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής του όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το συσχετισμό της θεραπείας η οποία επιζητείται και των γεγονότων τα οποία την στοιχειοθετούν. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598· Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπ. αρ. 1061/94 - 30.6.1995· Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 212/95 κ.ά. - 31.1.1997.)
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η προσφυγή του στρέφεται και κατά «απόφασης» λόγω της διάζευξης που γίνεται στη θεραπεία 1, της προσφυγής, έστω και αν αυτή δεν προσδιορίζεται. Και αυτή η παραχώρηση να γινόταν το αίτημα για προσωρινό διάταγμα περιορίζεται ευθέως στην άρση παράλειψης ή παραλείψεων επαγόμενων θετικές ενέργειες διοικητικής αρχής.
Ο εφεσείων υπέβαλε ότι η στάση των εφεσιβλήτων και η μεταχείριση της οποίας έτυχε και τυγχάνει από το κρατικό Ραδιοφωνικό Ίδρυμα, παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματά του τα οποία του εξασφαλίζουν τα Άρθρα 6, 28, 29, 31, και 35 του Συντάγματος και οι αντίστοιχες πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό, εισηγήθηκε πρέπει, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε δικαιοδοτικό κώλυμα να κινητοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην έκδοση οδηγιών προς το Ρ.Ι.Κ. να άρει την αδικία που συντελείται και να θεραπεύσει την έκδηλη παρανομία εις βάρος του.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Επιχειρηματολόγησαν, ότι δεν παρέχεται δυνατότητα, όπως αποκαλύπτει η νομολογία, αναστολής παράλειψης ή αρνητικής απόφασης με προσωρινό διάταγμα. Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας εξηγούνται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, την οποία οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν όπως και μεταγενέστερες πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκαν, όπου εξετάστηκαν αιτήματα συναφή προς τα επίδικα θέματα της παρούσας διαδικασίας - Georghiades v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 2000· 1. Παγκύπριο Κόμμα Προσφύγων και Πληγέντων (ΠΑΚΟΠ) κ.ά. ν. 1. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992 και τη Μαυρογένη ν. Ρ.Ι.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 186.
Ο Νόμος θέτει τα κριτήρια για τη θεώρηση διεκδικητή του αξιώματος του Προέδρου ως «Υποψήφιου Προέδρου» για τους σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Δικαίωμα για τέτοια κάλυψη γεννάται από απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ ότι ο υποψήφιος ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Ό,τι προσβάλλεται με την προσφυγή είναι κατ' ουσία η μη θεώρηση ή μη μεταχείριση του εφεσείοντος ως «Υποψήφιου Προέδρου» κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου.
Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή, δηλαδή ζημία η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση της δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Αντικείμενο της δικαιοδοσίας που διέπει την έκδοση προσωρινού διατάγματος είναι η διασφάλιση της υφιστάμενης, πριν την έκδοση της απόφασης της οποίας επιδιώκεται η αναστολή, κατάστασης πραγμάτων, γνωστής με τη λατινική ορολογία status quo. Αδράνεια ή ηθελημένη παράλειψη δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος. Η αναστολή της αφήνει αμετάβλητο το status quo. To ίδιο ισχύει και για αρνητική απόφαση της Διοίκησης. Η αναστολή και όχι η ανάπλαση ή η αναμόρφωση είναι το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος. Το αντικείμενο προσωρινού διατάγματος πρέπει να είναι δεκτικό αναστολής. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο παροχής προσωρινού διατάγματος δεν είναι άσχετο προς τον ακυρωτικό χαρακτήρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών στην οποία θεμελιώνεται η πολιτειακή λειτουργία βάσει του Συντάγματος.
Καταλήγουμε ότι η απόρριψη του αιτήματος για προσωρινό διάταγμα ήταν αναπόφευκτη, όπως αναπόφευκτη είναι και η απόρριψη της έφεσης.
«Δικαστήριο προς κ. Πολυβίου: Διεκδικείτε έξοδα ή όχι.
Πολυβίου: Δεν διεκδικώ έξοδα.»
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.