ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβου Λτδ (1994) 3 ΑΑΔ 553
Kαραολής Γεώργιος ν. Συμβουλίου Eγγραφής Kτηματομεσιτών (1998) 3 ΑΑΔ 616
Μουζουρίδης Γεώργιος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 189
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2003) 3 ΑΑΔ 152
13 Φεβρουαρίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 952/97,
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 953/97,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ,
ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3118)
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Ισχυρισμός περί «άρνησης δικαιοσύνης» εκ μέρους πρωτόδικου Δικαστηρίου, λόγω αποδοχής προδικαστικής ένστασης ― Σύσταση Δικαστηρίου περί αποφυγής τέτοιων χαρακτηρισμών.
Έξοδα ― Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου ― Σταθερή νομολογία, ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Συμβούλιο Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων ― Άρθρο 15(γ) και (δ) του περι Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμου αρ. 31(1)/96 ― Προϋποθέσεις εγγραφής στο Μητρώο ― Μη πλήρωση των προϋποθέσεων καθιστά υποχρεωτική την απόρριψη του αιτήματος από το Συμβούλιο ― Η αίτηση εξετάζεται στη βάση των πληροφοριών και στοιχείων που υποβάλλουν οι αιτητές ― Καμία υποχρέωση για περαιτέρω έρευνα εκ μέρους του Συμβουλίου ή για κλήση των αιτητών σε ακρόαση.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Μόνο για ζητήματα που προβλήθηκαν ή εξετάστηκαν πρωτοδίκως.
Υπουργικό Συμβούλιο ― Εξουσιοδότηση σε Νόμο για έκδοση Κανονισμών ― Η άσκηση της εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν είναι υποχρεωτική.
Οι εφεσείουσες επεδίωξαν με την έφεσή τους την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή τους κατά της απόφασης του εφεσίβλητου Συμβουλίου να αρνηθεί την εγγραφή τους στον Ειδικό Κατάλογο Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Διατυπώθηκε παράπονο (1ος λόγος έφεσης) ότι ο πρωτόδικος δικαστής αγνόησε όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, που τελικά δέχθηκε, πράγμα που ισοδυναμεί με άρνηση δικαιοσύνης. Είναι καλό τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όταν μάλιστα στο τέλος κρίνονται ανυπόστατοι, να αποφεύγονται.
2. Παρατηρείται ότι ούτε στο περίγραμμα, που κατέθεσε ο προηγούμενος συνήγορος των εφεσειόντων, αλλ' ούτε και κατά τη σύντομη συζήτηση στο Εφετείο έγινε οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα των εξόδων. Γι' αυτό και θεωρείται ότι ο λόγος αυτός εγκαταλείφθηκε, ενόψει της πλούσιας και σταθερής νομολογίας στο θέμα, ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, κατά την κρίση του δικαστηρίου.
3. Οι εφεσείοντες στις αντίστοιχες αιτήσεις τους, ανέφεραν τα στοιχεία τους. Διαπιστώνεται από μια ματιά των στοιχείων αυτών, ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου, όπως κατοπτρίζεται στην επίδικη απόφαση τουλάχιστο ήταν λογικά εφικτή. Ορθότερα δε, ότι φαίνεται να ήταν η μόνη δυνατή με βάση την πληροφόρηση που οι ίδιοι οι εφεσείοντες περιέλαβαν στις αιτήσεις τους. Οι ισχυρισμοί για κατοχή των απαιτούμενων προσόντων, έμειναν ατεκμηρίωτοι. Δεν έμεινε οτιδήποτε που έπρεπε να διερευνηθεί. Η συνάντηση δεν είναι από το νόμο επιβεβλημένη. Και εδώ δεν υπήρχε λόγος για το αχρείαστο αυτό διάβημα του Συμβουλίου. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
4. Αναφορικά με την ανάμειξη του Άρθρου 28, πρέπει να λεχθεί ότι τέτοιο θέμα δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Παρόλο που μπορεί να είναι εξόφθαλμο το θεμιτό της διάκρισης για αυτοεργοδοτούμενους που πρέπει να έχουν την ευθύνη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εντούτοις το θέμα δεν είναι, με βάση τη νομολογία, συζητήσιμο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την ανακίνηση θέματος αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης πράξης.
5. Όπως προκύπτει από τη νομολογία η άσκηση της εξουσίας για θέσπιση κανονισμών, που παρέχει το Άρθρο 26 του νόμου, στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωτική. Όμως το Άρθρο 14 του νόμου προβλέπει ρητά για τη διαδικασία αίτησης. Οι εφεσείοντες δεν συνάντησαν οποιαδήποτε δυσκολία να αποταθούν ούτε υπέδειξαν με ποίο τρόπο επηρεάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος από την έλλειψη κανονιστικής ρύθμισης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μουζουρίδης v. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 189,
Μπεκρής v. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 743/96, ημερ. 7/11/97,
Γεωργίου v. Ε.Τ.Ε.Κ., Προσφ. Αρ. 401/92, ημερ. 24/5/94,
Καραολή v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1998) 3 Α.Α.Δ. 616,
Δημοκρατίας v. Εταιρείας Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553,
The Cypriom Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 334/02, ημερ. 7/1/03.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 952/97 και 953/97) ημερομηνίας 18/8/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης του αιτήματος, το οποίο υπέβαλαν για εγγραφή τους στο μητρώο εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Παπαδόπουλος, για το Εφεσίβλητο Συμβούλιο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Υπάρχει μια σύγχρονη τάση, που εκδηλώνεται και στη χώρα μας, ο νομοθέτης να διευρύνει τον κύκλο επαγγελμάτων, ιδιαίτερα εκείνων με επιστημονική ή τεχνική κατάρτιση, των οποίων την οργάνωση και λειτουργία αναλαμβάνει να ρυθμίσει. Γενικά οι ρυθμίσεις αφορούν τη σύσταση Συμβουλίου, απαρτιζόμενου βασικά από ομότεχνους, των συγκεκριμένων επαγγελματιών, ψηλού επιπέδου, το οποίο έχει την εποπτεία και εφαρμογή του νόμου. Είναι σημαντικό ότι το Συμβούλιο ασκεί και την πειθαρχική εξουσία στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Ο νόμος περιέχει επίσης πρόβλεψη για ελάχιστα προσόντα και για την εγγραφή, στην περίπτωση που ο αιτητής τα κατέχει, σε Μητρώο, που αποτελεί προϋπόθεση για την αδειοδότηση του. Ιδιαίτερη πρόνοια γίνεται για την εισδοχή όσων κατά και/ή προ της ψήφισης του νόμου ασκούσαν για ορισμένο χρονικό διάστημα παραδοσιακά το επάγγελμα τους. Παράλληλα με την κατοχύρωση ενός επαγγέλματος και την παρεμπόδιση αθέμιτου συναγωνισμού, μεταξύ των μελών του, προστατεύεται το ευρύ κοινό ποικιλοτρόπως από την εκμετάλλευση.
Το 1996 ο νομοθέτης, ακολουθώντας την κοινωνικά χρήσιμη αυτή ροπή, ψήφισε τον περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμο αρ. 31(1)/96, που αποτελεί το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητήθηκαν οι δύο χωριστές, με αρ. 952/97 και 953/97, αλλά συνεκδικασθείσες, προσφυγές των εφεσειόντων, που φυσιολογικά διέπει και την έφεση. Μία σύντομη διευκρίνιση του, θα είναι χρήσιμη. Το άρθρ. 2 περιέχει ερμηνευτικές διατάξεις. Διακρίνει μεταξύ «διαιτολόγου» και «διαιτολόγου εξ επαγγέλματος».
Η τελευταία αυτή φράση σημαίνει «πρόσωπο που εγγράφεται στον ειδικό κατάλογο» σύμφωνα με το άρθρ. 13. Το άρθρ. 13 εξουσιοδοτεί την τήρηση τέτοιου καταλόγου για την εγγραφή, μεταξύ άλλων, «διαιτολόγου εξ επαγγέλματος». Είναι μια πρόνοια που παρέχει δικαίωμα εγγραφής στην κατηγορία αυτή διαιτολόγων υπό τον όρο ότι κατέχουν τα προσόντα τα οποία ορίζει το άρθρ. 15.
Οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου είναι το κλειδί της υπόθεσης. Παραθέτουμε το μέρος που ενδιαφέρει άμεσα:
«Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13 και 14, κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στον Ειδικό Κατάλογο, αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
(α)..................................................................................................
(β) έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Επιστήμης Τροφίμων ή της Διαιτολογίας, ανάλογα με την περίπτωση, και αν το Συμβούλιο ικανοποιηθεί γι' αυτό κατά τη μελέτη της αίτησης και/ή συνάντησης με τον ενδιαφερόμενο:
Νοείται ότι εξαιρούνται περιπτώσεις αιτητών που κατέχουν δίπλωμα ή πτυχίο μη πανεπιστημιακού επιπέδου, τουλάχιστο διετούς φοίτησης, στη Διαιτολογία ή στην Επιστήμη Τροφίμων ή στην Τεχνολογία Τροφίμων·
(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε με καλή πίστη και για ίδιον αυτού λογαριασμό ως αυτοεργοδοτούμενος το επάγγελμα του επιστήμονα τροφίμων ή του διαιτολόγου, ανάλογα με την περίπτωση·
(δ) ασκούσε αυτό το ειδικό επάγγελμα για δύο συνεχή τουλάχιστο χρόνια αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.»
Σημασία έχει και το άρθρ. 14 με το οποίο κλείνουμε το νομικό πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης. Αντικείμενο του είναι η αίτηση για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, που υποβάλλεται μέσα σε τέσσερεις μήνες από τη θέση σε ισχύ του νόμου που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η 29/3/96, ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα. Ορίζει ότι:
«14. Κάθε πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να εγγραφεί δυνάμει του παρόντος Νόμου στον Ειδικό Κατάλογο μπορεί, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από το καθορισμένο τέλος και όλες τις αποδείξεις και στοιχεία που υποστηρίζουν την αίτηση του.»
Ας σημειωθεί ότι το άρθρ. 26 του Νόμου εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονιστικές διατάξεις, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό: (α) τελών εγγραφής, και (β) της διαδικασίας για την υποβολή αίτησης στο Μητρώο, που τηρείται σύμφωνα με το άρθρ. 5(1), ή στον Κατάλογο.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν χωριστές αιτήσεις σε έντυπο που, προφανώς, προμηθεύθηκαν από το Συμβούλιο, για εγγραφή τους στον Ειδικό Κατάλογο Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος, στις 14/2/97. Οι αιτήσεις συνοδεύθηκαν από κάποια στοιχεία. Το Συμβούλιο τις απέρριψε για ταυτόσημους λόγους, οι οποίοι σημειώθηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης ημερ. 27/5/97 (παράρτημα Γ). Σε κάθε φάκελο υπάρχει επιστολή προσωπικής κοινοποίησης στον κάθε εφεσείοντα, ημερ. 30.7.97, που αντανακλά πιστά τους λόγους της απόφασης.
Χρειάζεται να παραθέσουμε τους λόγους αυτούς. Χρησιμοποιούμε αυτούσια τη διατύπωση του Συμβουλίου:
«(1) Δεν ικανοποιούνται στην περίπτωση σας οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για Εγγραφή σας στον Ειδικό Κατάλογο.
(2) Περαιτέρω ή/και ειδικότερα το Συμβούλιο παρατηρεί ότι εν πάση περιπτώσει στην αίτηση σας δεν περιλαμβάνονται στοιχεία που να αποδεικνύεται ή να δικαιολογείται η εγγραφή σας στον Ειδικό Κατάλογο στην Ειδικότητα του Διαιτολόγου εξ επαγγέλματος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται στα εδάφια (β), (γ) και (δ) του άρθρου 15 του νόμου.
(i) Επισημαίνουμε ειδικότερα ότι το Συμβούλιο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι έχετε γνώσεις στον κλάδο της διαιτολογίας, αφού από τα στοιχεία που επισυνάπτονται στην αίτηση σας δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Το Συμβούλιο σημειώνει ακόμη ότι η βεβαίωση μονοετούς φοίτησης σε Γενική-Αισθητική Διαιτολογία, μ' ένα μόνο μάθημα στη διαιτολογία δεν μπορεί να ικανοποιεί την πιο πάνω νομοθετική προϋπόθεση.
(ii) Κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου δεν ασκούσατε για ίδιον λογαριασμό και ως αυτοεργοδοτούμενος το επάγγελμα του διαιτολόγου αφού όπως εσείς ο ίδιος σημειώνετε στην αίτηση σας είστε υπάλληλος σε εταιρεία.
(iii) Δεν ασκούσατε αυτό το ειδικό επάγγελμα του διαιτολόγου τροφίμων για τα δύο συνεχή τουλάχιστον χρόνια πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου.
(3) Εν πάση περιπτώσει η αίτηση σας υποβλήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης του Νόμου (άρθρο 14) και πρέπει να θεωρείται εκπρόθεσμη.»
Θα προσθέταμε ότι στο δικόγραφο των ενστάσεων αναφέρεται πως η παραπάνω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των εφεσειόντων με επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 8/9/97, στην οποία επισυνάπτεται η παραπάνω επιστολή της 30/7/97. Παρενθετικά, ας ειπωθεί ότι παρέμεινε σκοτεινό το ζήτημα της έγκαιρης αποστολής της επιστολής αυτής. Ούτε συζητήθηκε πρωτοδίκως. Έτσι, λόγω των αμφιβολιών που δημιουργεί η έλλειψη πληροφόρησης ή/και οποιασδήποτε μαρτυρίας, το παίρνουμε σαν δεδομένο πως η απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 8/9/97, χωρίς να εξετάζουμε αν η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε στις 29/9/97 αναθεώρηση της απόφασης. Δεν έστειλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Είχε λεχθεί μόνο ότι, αν το Συμβούλιο θα επέμενε στην απόφαση που πήρε, θα στερούσε την οικογένεια των εφεσειόντων από τα εισοδήματα της, αφού δεν είχε άλλο μέσο βιοπορισμού. Αυτός φυσικά είναι παράγων άσχετος με τα νομικά δεδομένα εγγραφής. Όντως το Συμβούλιο ενέμεινε στην απόφασή του, όπως σαφώς προκύπτει από την απάντηση του ημερ. 17/11/97, χωρίς να προβεί σε νέα έρευνα, αφού δεν είχε τίποτε νέο ή πρόσθετο να εξετάσει.
Ο κάθε αιτητής-εφεσείων πρόσβαλε με την προσφυγή του την απόφαση που, όπως το Συμβούλιο φαίνεται να δέχθηκε, κοινοποιήθηκε στις 8/9/97 και με το ίδιο δικόγραφο πρόσβαλε το περιεχόμενο της επιστολής του Συμβουλίου ημερ. 17/11/97. Ο χειρισμός αυτός έδωσε λαβή για την πρώτη προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου ότι επί προσβολής με το ίδιο δικόγραφο των επίδικων πράξεων, εξετάζεται μόνο η προσφυγή ως προς την προτασσόμενη και απορρίπτεται ως προς το δεύτερο αίτημα θεραπείας, που αφορά, εν πάση περιπτώσει, πράξη επιβεβαιωτική.
Όμως ο πρωτόδικος δικαστής δεν εξέτασε το ζήτημα. Απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενος την άλλη προδικαστική ένσταση ότι οι εφεσείοντες δεν ενομιμοποιούντο να προσβάλουν με προσφυγή την απόφαση. Βασιζόμενος στην Μουζουρίδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 189, ανέφερε:
«Στην παρούσα περίπτωση είναι φανερό από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν ότι οι αιτητές δεν ικανοποιούσαν τις δύο βασικές προϋποθέσεις των άρθρων 15(γ) και 15(δ) του Νόμου 31(1)/96, ότι δηλαδή ασκούσαν για δικό τους λογαριασμό ή ως αυτοεργοδοτούμενοι το επάγγελμα του Διαιτολόγου και ότι ασκούσαν αυτό το επάγγελμα για δύο συνεχή χρόνια πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου (δηλαδή πριν από τις 29/3/96).
Η πιο πάνω μη ικανοποίηση των νομοθετικών προϋποθέσεων αναφορικά με τα προσόντα που έπρεπε να κατέχουν οι αιτητές δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα παρά την απόρριψη της αίτησης. Η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων ήταν δεσμευμένη. Η μη ικανοποίηση των νομοθετικών προνοιών από τους αιτητές δεν παρείχε στο Συμβούλιο οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια από τα νομοθετηθέντα. Έπεται ότι η απόρριψη των αιτημάτων ήταν υποχρεωτική.»
Διατυπώθηκε παράπονο (1ος λόγος έφεσης) ότι ο πρωτόδικος δικαστής αγνόησε όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, που τελικά δέχθηκε, πράγμα που ισοδυναμεί με άρνηση δικαιοσύνης (βλ. εφετήριο). Είναι καλό τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όταν μάλιστα στο τέλος κρίνονται ανυπόστατοι, να αποφεύγονται.
Το επόμενο παράπονο, που συνδέεται με το προηγούμενο, είναι ότι λανθασμένα έγινε δεκτή τέτοια ένσταση. Οι λέξεις «ως εργοδοτούμενος» έπρεπε να ερμηνευθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες (δεν μας τις προσδιόρισαν οι συνήγοροι) των εξ επαγγέλματος διαιτολόγων και όχι μόνο των αυτοεργοδοτουμένων. Τέτοια ερμηνεία προσκρούει στις διατάξεις του άρθρ. 28 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας. Γιαυτό και η πρόνοια εκείνη του νόμου, όπως καταλήγει το επιχείρημα, έπρεπε να αγνοηθεί.
Το τρίτο στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου δικαστή ότι οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν τις δύο βασικές προϋποθέσεις του άρθρ. 15(γ) και (δ) του νόμου. Το τέταρτο αφορά την καταδίκη τους στα έξοδα της προσφυγής, τα οποία διατάχθηκαν να πληρώσουν «αναρμόδια και έξω από το άρθρ. 146 (4) του Συντάγματος και τις εξ αυτού εξουσίες». Παρατηρούμε ότι ούτε στο περίγραμμα, που κατέθεσε ο προηγούμενος συνήγορος των εφεσειόντων, αλλ' ούτε και κατά τη σύντομη συζήτηση στο Εφετείο έγινε οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα των εξόδων. Γιαυτό και θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός εγκαταλείφθηκε, ενόψει της πλούσιας και σταθερής νομολογίας μας στο θέμα, ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, κατά την κρίση του δικαστηρίου που, επιτέλους, κατανοήθηκε για να μην εγείρεται κάθε φορά ή τόσο συχνά.
Αναφέρουμε στη συνέχεια συνοπτικά τα βασικά επιχειρήματα από το περίγραμμα των εφεσειόντων και όσα προφορικά έθεσε ο δικηγόρος τους. Επιμένουν πως είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Και ψέγουν το Συμβούλιο για παράλειψη να διενεργήσει έρευνα ή να διευθετήσει συνάντηση με τους εφεσείοντες, όπως επιβάλλει το 15(β), για να διερευνηθεί και το θέμα επάρκειας των γνώσεων τους. Επίσης δεν ερευνήθηκε η συμμετοχή των αιτητών σε εταιρεία «στην οποία (οι εφεσείοντες) ήταν οι μόνοι μέτοχοι», που δε σημαίνει «υπαλληλική σχέση εταίρων και εταιρείας». Έτσι η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν πλάνης οφειλόμενης σε έλλειψη έρευνας. Επρεπε να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες έρευνας, αφού επρόκειτο για επιβίωση μιας οικογένειας.
Περαιτέρω, είναι η υπόθεση των εφεσειόντων ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του νόμου και χωρίς να έχουν εκδοθεί οι κανονισμοί που ρυθμίζουν τα θέματα του άρθρ. 26 (β), (στ) και (ζ). Οι υποπαράγραφοι αφορούν αντίστοιχα το καθορισμό της διαδικασίας, για την υποβολή αίτησης εγγραφής στο Μητρώο ή στον Κατάλογο οποιουδήποτε ζητήματος το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού (στ) και για την καλύτερη εφαρμογή του νόμου (ζ). Ο κ. Δράκος, σε σχέση με το θέμα της έρευνας, παρέπεμψε στην απόφαση του Κρονίδη Δ., στην Προσφυγή με Αρ. 743/96, Στέλιος Μπεκρής ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, ημερ. 7/11/97, η οποία αφορούσε εγγραφή χρηματιστή σύμφωνα με το νόμο. Και την Προσφ. Αρ. 401/92, Δαυίδ Γεωργίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ., ημερ. 24/5/94.
Ας διευκρινιστεί πρώτα πως η βαθύτερη ουσία της απόφασης Γεωργίου, ανωτέρω, είναι ότι μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση των απαιτούμενων προσόντων με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα. Δεν αρκεί η αμφισβήτηση από μόνη της. Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξη σ' αυτή την περίπτωση ήταν αποτέλεσμα εξέτασης όλων των εγειρομένων θεμάτων από το δικαστήριο. Και ένα σύντομο σχόλιο για την υπόθεση Μπεκρή, ανωτέρω. Τα γεγονότα της ήταν διαφορετικά. Δε διερευνήθηκε από το αρμόδιο όργανο προτού απορρίψει αίτημα εγγραφής στοιχείο που έδωσε ο εφεσείων, που έπρεπε να τύχει περαιτέρω εξέτασης και διαλεύκανσης. Στην Γεώργιος Καραολή v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1998) 3 Α.Α.Δ. 616, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο συνήγορος, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι τα νέα στοιχεία που έστειλε ο εφεσείων, σχετικά με τη 10ετή πείρα του, ενώ έπρεπε, δε διερευνήθηκαν.
Οι εφεσείοντες στις αντίστοιχες αιτήσεις τους ανέφεραν τα στοιχεία τους. Μεταξύ άλλων, ότι εργοδοτήθηκαν από δύο εταιρείες (η μία από αυτές είναι την Ελλάδα στην οποία εργάστηκαν και οι δύο, η εφεσείουσα απασχολούμενη μόνο τις απογευματινές ώρες). Επίσης επισύναψαν πτυχίο μονοετούς φοίτησης της Σχολής Ariette «Εργαστήρια Ελεύθερων Σπουδών Αισθητικής». Διαπιστώνεται από μια ματιά σ' αυτό ότι η Διαιτολογία είναι ένα από 10 άλλα και διαφορετικά μαθήματα. Η αξιολόγηση του Συμβουλίου, όπως κατοπτρίζεται στην επίδικη απόφαση τουλάχιστο ήταν λογικά εφικτή. Θα λέγαμε, ορθότερα, ότι φαίνεται να ήταν η μόνη δυνατή με βάση την πληροφόρηση που οι ίδιοι οι εφεσείοντες περιέλαβαν στις αιτήσεις τους. Οι ισχυρισμοί για κατοχή των απαιτούμενων προσόντων έμειναν ατεκμηρίωτοι. Δεν έμεινε οτιδήποτε που έπρεπε να διερευνηθεί. Η συνάντηση δεν είναι από το νόμο επιβεβλημένη. Και εδώ δεν υπήρχε λόγος για το αχρείαστο αυτό διάβημα του Συμβουλίου. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με την ανάμειξη του άρθρ. 28, πρέπει να λεχθεί ότι τέτοιο θέμα δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Παρεμπίπτουσα αναφορά έγινε μόνο στο δικαίωμα εργασίας χωρίς και στην περίπτωση εκείνη να προβληθεί αντισυνταγματικότητα. Παρόλο που μπορεί να είναι εξόφθαλμο το θεμιτό της διάκρισης για αυτοεργοδοτούμενους που πρέπει να έχουν την ευθύνη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εντούτοις το θέμα δεν είναι, με βάση τη νομολογία μας, συζητήσιμο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την ανακίνηση θέματος αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης πράξης. Παρόλο που δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να πούμε ότι πρόκειται για ένα συμπαγές κείμενο, που ανταποκρίνεται πλήρως στην υποχρέωση αιτιολόγησης.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία (βλ. λ.χ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Της Εταιρείας Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ. (1994) 3 Α.Α.Δ. 553) η άσκηση της εξουσίας για θέσπιση κανονισμών, που παρέχει το άρθρ. 26 του νόμου, στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωτική. Όμως το άρθρ. 14 του νόμου προβλέπει ρητά για τη διαδικασία αίτησης. Οι εφεσείοντες δεν συνάντησαν οποιαδήποτε δυσκολία να αποταθούν ούτε υπέδειξαν με ποιό τρόπο επηρεάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος από την έλλειψη κανονιστικής ρύθμισης. Την ίδια θέση υιοθέτησε ο Καλλής Δ., στην Υπόθεση Αρ. 334/02, The Cypriom Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 7/1/03. Ούτε το επιχείρημα αυτό πείθει.
Η έφεση, για τους παραπάνω λόγους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.