ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390
Αντωνίου Ιάκωβος και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 669
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2003) 3 ΑΑΔ 110
31 Ιανουαρίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΩ ΚΩΣΤΑ,
2. ΙΩΑΝΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
3. ΔΕΣΠΩ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ,
Εφεσείουσες-Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΙΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3116)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Έννομο Συμφέρον ― Στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την απόρριψη αιτήματος για προαγωγή τους στην συνδυασμένη μισθολογική κλίμακα Α7, οι υπάλληλοι που δεν κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα για τέτοια ανέλιξη.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες, αιτήτριες στην προσφυγή, επεδίωξαν την ανατροπή της εκκαλούμενης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε αποφασιστεί η έλλειψη εννόμου συμφέροντος τους να προσβάλουν την απόρριψη αιτήματός τους, να προαχθούν στην συνδυασμένη μισθολογική κλίμακα Α7, λόγω μη κατοχής των προσόντων που προβλέπονταν στο σχέδιο υπηρεσίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το σχέδιο υπηρεσίας σε ισχύ πριν την ψήφιση του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 8(ΙΙ)/96, που επέφερε αλλαγή στην ονομασία της θέσης και στην εφαρμογή συνδυασμένων κλιμάκων Α4-Α7, απαιτούσε το ίδιο απαραίτητο προσόν για προαγωγή με αυτό που απαίτησε και το νέο σχέδιο υπηρεσίας (μετά την ψήφιση του πιο πάνω νόμου). Οι εφεσίβλητες δεν κατείχαν το προσόν αυτό και ως εκ τούτου στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης στην προσφυγή απορριπτικής στο αίτημά τους, απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Γεωργίου κ.ά., Α.Ε. 2779 κ.ά., ημερ. 21/6/01,
Αντωνίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3047, ημερ. 18/10/2002,
Ιωάννου κ.α. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390.
Έφεση.
Έφεση από τις αιτήτριες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1097/99) ημερομηνίας 4/9/2000 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόρριψης του αιτήματός τους να ενταχθούν στην κλίμακα Α7 της θέσης Στενογράφου Δικαστηρίου ελλείψει των απαιτούμενων προσόντων.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η γνώση - και παράθεση - των γεγονότων θα αναδείξει το θέμα το οποίο καλούμαστε να επιλύσουμε. Αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα των εφεσειουσών για τη μισθολογική προαγωγή τους στη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου και την ένταξη τους στη μισθοδοτική κλίμακα Α7. Ας σημειωθεί ότι αποτελούν με την Α4 συνδυασμένες κλίμακες.
Δύο από τις εφεσείουσες (1 και 3) προσλήφθηκαν ως Στενογράφοι Δικαστηρίου 2ης τάξης στις 2/1/87, ενώ η δεύτερη (Ιωάννα Μιχαηλίδου) στις 15/2/88. Η θέση ήταν συνδυασμένη με την ομώνυμη θέση 1ης τάξης για την οποία ίσχυε η μισθολογική κλίμακα Α7. Προϋπόθεση προαγωγής στην τελευταία ήταν η επιτυχία σε εξετάσεις, που διεξάγει ή αναγνωρίζει το Υπουργείο Παιδείας, στην αγγλική και ελληνική δακτυλογραφία με ταχύτητα, όπως είχε προβλέψει το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (παράρτημα ΙΙ στην ένσταση), 45 λέξεις το λεπτό (λ.τ.λ.) στην κάθε περίπτωση.
Οι εφεσείουσες 1 και 3 έχουν επίδοση μόνο 40 λ.τ.λ. στην ελληνική δακτυλογραφία, ενώ η εφεσείουσα 2 έχει την ίδια επίδοση (40) στην αγγλική δακτυλογραφία. Ας σημειωθεί ότι η σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας παράρτημα ΙΙ δεν τις βοηθά. Δεν μπορούσε να ενταχθούν στη θέση 1ης τάξης με βάση προγενέστερο σχέδιο υπηρεσίας, εφόσον διορίστηκαν στη δημόσια υπηρεσία μετά τις 6/6/85, που το σχέδιο αυτό υπηρεσίας (1ης τάξης) είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 8(ΙΙ)/96 επέφερε, από 16/2/96, κάποιες αλλαγές. Η θέση μετονομάστηκε σε Στενογράφο Δικαστηρίου. Και εγκρίθηκε η μισθοδοσία με βάση τις Συνδυασμένες Κλίμακες Α4 έως Α7. Μεταγενέστερα, στις 24/7/98, καταρτίστηκε και εγκρίθηκε νέο σχέδιο υπηρεσίας, στο οποίο ενσωματώθηκαν οι παραπάνω αλλαγές (βλ. παράρτημα 3). Είναι αξιοσημείωτο ότι διατηρήθηκε ως είχε η πρόνοια σε σχέση με τη δυνατότητα ανέλιξης του υπαλλήλου, ύστερα από επιτυχία σε εξετάσεις στην ελληνική και αγγλική δακτυλογραφία. Μόνο έτσι ήταν δυνατή η ανέλιξη από τη χαμηλή στη ψηλότερη συνδυασμένη κλίμακα.
Το Μάρτιο του 1996 οι εφεσείουσες ενημερώθηκαν (η καθεμιά χωριστά) για την αλλαγή ότι, δηλαδή, η θέση Στενογράφου Δικαστηρίου 2ης τάξης (Κλ. Α4), που κατείχαν, αντικαταστάθηκε από 16/2/96 με τη θέση Στενογράφου Δικαστηρίου. Στις 25/11/98 ο Αρχιπρωτοκολλητής ειδοποίησε τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στο οποίο υπηρετούσαν, ο οποίος στη συνέχεια, κατατόπισε τις εφεσείουσες, ότι αυτές δεν κατείχαν τα προβλεπόμενα από το νέο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Και ότι, επομένως, δεν ήταν δυνατή η ένταξη τους στην Κλίμακα Α7.
Η λυδία λίθος της υπόθεσης δεν ήταν, όπως λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως, αν οι αιτήτριες-εφεσείουσες ήταν προσοντούχες με βάση το νέο σχέδιο που καταρτίστηκε μετά τη ψήφιση του νόμου. Το ζήτημα ήταν, κατά την περαιτέρω εισήγηση του δικηγόρου τους, να απαντήσει το δικαστήριο αν ο νόμος δημιούργησε την ανάγκη καταρτισμού νέου σχεδίου υπηρεσίας. Αν έθετε στον εαυτό του το σωστό ερώτημα, θα αποφάσιζε ότι κακώς έγινε το νέο σχέδιο, οπόταν «οι αιτήτριες θα ήταν προσοντούχες για προαγωγή». Ο νόμος απλώς αντικατέστησε τον τίτλο και τις κλίμακες των ήδη υφισταμένων θέσεων.
Η διοίκηση τελούσε υπό πλάνη αφού θεώρησε ως προϋπόθεση εφαρμογής του νόμου, τη δημιουργία νέου σχεδίου. Εφαρμόζοντας τέτοια σχέδια, που ήταν ultra vires του νόμου, ματαίωσε το δικαίωμα που αυτές είχαν για προαγωγή. Γιαυτό και ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση για έλλειψη έννομου συμφέροντος να αξιώσουν οι εφεσείουσες την ένταξή τους στην κλίμακα Α7, οφειλόμενη στην έλλειψη απαιτούμενου προσόντος.
Το παρακάτω απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση περιέχει και τις αιτιολογικές της σκέψεις:
«Το βασικό ερώτημα το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί στην παρούσα περίπτωση των τριών αιτητριών είναι κατά πόσο οι αιτήτριες κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για να θεωρηθούν ως υποψήφιες για ένταξη στη θέση της στενογράφου Δικαστηρίου (Κλίμακα Α7). Δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι αιτήτριες δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για να ανελιχθούν στην προηγούμενη θέση της Στενογράφου Δικαστηρίου 1ης Τάξης και τώρα στη νέα θέση της Στενογράφου Δικαστηρίου (Κλίμακες Α4-Α7). Ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 δεν μπορεί να καταργήσει προς όφελος τους την ικανότητα δακτυλογραφικής ταχύτητας 45 λ.α.λ. και να τις καταστήσει υποψήφιες. Από την άλλη ο πιο πάνω νόμος υιοθετεί ότι τα προσόντα ανέλιξης θα είναι όπως και εκείνα για την προηγούμενη θέση και τούτο εξυπακούει ότι τα συμφέροντα των αιτητριών δεν έχουν επηρεαστεί δυσμενώς. Οι ίδιες οι αιτήτριες αποδέχονται ότι ο Νόμος 8(ΙΙ)/96 ουδεμία μεταβολή έχει επιφέρει εκτός από την μετονομασία των θέσεων και την μετατροπή των συνδυασμένων θέσεων σε συνδυασμένες κλίμακες. Όμως επειδή οι αιτήτριες δεν κατέχουν τα προσόντα που καθορίζονται από το σχέδιο υπηρεσίας, εξυπακούεται ότι δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την πιο πάνω απόφαση.»
Μας διαφεύγει ειλικρινά πώς είναι δυνατό να ικανοποιηθεί το αίτημα των τριών αυτών στενογράφων για την αναρρίχηση τους στη ψηλότερη κλίμακα. Θα θυμίσουμε ότι ο συνήγορος τους είχε την άποψη ότι αν εφαρμοζόταν άμεσα το υφιστάμενο τότε σχέδιο υπηρεσίας θα τύγχαναν προαγωγής. Δεν μας εξήγησε ωστόσο με ποιο τρόπο. Και δεν βλέπουμε πώς συσχετίζονται και βοηθούν ή δικαιώνουν τις εφεσείουσες οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2779 κ.ά., Κυπριακή Δημοκρατία ν. Δαυίδ Γεωργίου κ.ά., ημερ. 21/6/01 και Α.Ε. 3047, Ιάκωβος Αντωνίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 18/10/2002, στις οποίες παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης. Αφορούσαν διαφορετικές θέσεις και συνθήκες.
Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείουσες δεν είχαν το προσόν της δακτυλογραφίας είτε με το υφιστάμενο τότε σχέδιο υπηρεσίας, που διατείνονται πως ίσχυε στην περίπτωση τους, είτε με το νέο, λόγω ακριβώς έλλειψης του προσόντος της δακτυλογραφίας, που ήταν το αυτό και στα δύο σχέδια υπηρεσίας. Είναι η κλασσική περίπτωση έλλειψης εκ μέρους των προσφευγουσών έννομου συμφέροντος να ασκήσουν προσφυγή (βλ. Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390).
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα θα καταβάλουν οι εφεσείουσες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.