ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 3445
(
Υπόθεση Αρ. 181/01)26 Μαΐου 2003
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΟΤΙΜΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΒΑΡΩΝ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση,
ν.
ΣΟΥΖΗΣ ΚΕΦΑΛΑ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
-------------------------
Α.Σ.Αγγελίδης
για τους εφεσείοντες.Μ. Καλλιγέρου για την Εφεσίβλητη.
------------------------
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Συμβουλίου των εφεσειόντων, ημερομηνίας 11.12.00, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Έλενα Χαραλάμπους και ΄Ελενα Μαρκαρή διορίστηκαν στη θέση Γενικού Γραφέα. Η εφεσίβλητη (αιτήτρια) αμφισβήτησε το κύρος των διορισμών και επειδή, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, το σχέδιο υπηρεσίας ήταν "παράνομο ως ultra vires", αυτοί ακυρώθηκαν. Η έφεση που άσκησε το Συμβούλιο έγινε δεκτή αφού κρίναμε πως δεν υπήρξε στην πραγματικότητα τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας ώστε να τίθεται ζήτημα περαιτέρω έγκρισής του από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το σχέδιο υπηρεσίας, όπως είχε εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, πρόβλεπε διαζευκτικά προσόντα, παρείχε τη δυνατότητα προσδιορισμού των κατά περίπτωση απαιτουμένων ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και αυτό ήταν που έγινε. (Βλ. Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Σούζης Κεφάλα ΑΕ 3445 ημερομηνίας 24.1.03). Επομένως, κατά τα καθιερωμένα, επιληφθήκαμε των ισχυρισμών της αιτήτριας σε σχέση με το κατ΄ουσίαν έγκυρο των διορισμών.
Μεταξύ άλλων η αιτήτρια είχε υποστηρίξει πως, εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο θα έπρεπε να είχε αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του σε σχέση με τον προσδιορισμό των αναγκών της υπηρεσίας στην περίπτωση. Δεν μπορούμε να δούμε ποιας άλλης αιτιολόγησης επιδεχόταν το πράγμα, πέρα από τον καθορισμό των αναγκών της υπηρεσίας τις οποίες, όπως σημειώσαμε και στην απόφαση που εκδώσαμε στις 24.1.03, "καθορίζει η αρμόδια αρχή".
Αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου. Αυτοί δεν αφορούν στις κρίσιμες συνεδρίες κατά τις οποίες αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι αλλά, απροσδιορίστως, σε κάθε προηγούμενη συνεδρία του Συμβουλίου. Αυτά, χωρίς εξειδίκευση κάποιου συγκεκριμένου λόγου καθιστώντος τη σύνθεση παράνομη αλλά επειδή στα αποσπάσματα των πρακτικών που περιλήφθηκαν στο φάκελο που προσκομίστηκε, δεν υπήρχε αναφορά στους συμμετασχόντες. Χωρίς αναζήτηση, προς τεκμηρίωση κάποιας ατέλειας, του συνόλου των πρακτικών. Ούτως ή άλλως, χωρίς εξήγηση οποιασδήποτε μορφής αναφορικά με το γιατί εξ αιτίας καθ΄ υπόθεση παράνομης σύνθεσης τότε, επηρεαζόταν το κύρος της ληφθείσας απόφασης. Επισημαίνουμε πως όλες οι ουσιώδεις αποφάσεις λήφθηκαν ή επιβεβαιώθηκαν κατά τις δυο τελευταίες συνεδρίες για τις οποίες δεν υποβάλλεται παράπονο και ό,τι απέμεινε αφορούσε στα διαδικαστικά, ουσιαστικά σε σχέση με τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης, το αποτέλεσμα της οποίας η αιτήτρια, ως η πρώτη κατά σειρά επιτυχίας, επικαλείται. Οπότε, απαραδέκτως θα το αποδοκίμαζε.
Τα υπόλοιπα ζητήματα αφορούν στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν. 6(Ι)/98), που καλύπτει και νομικά πρόσωπα ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου που έχουν ιδρυθεί ή ιδρύονται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον (ο Νόμος). Με το άρθρο 3 του Νόμου εισάγεται σύστημα αριθμητικής αποτίμησης, το αποτέλεσμα της οποίας καθορίζει τον διορισθησόμενο, ως ακολούθως:
"3(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία και τηρουμένου του περί Προσλήψεως Εκπαιδευμένων Τυφλών Τηλεφωνητών στη θέση Τηλεφωνητή στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ειδικαί Διατάξεις) Νόμου και χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή και νοουμένου ότι δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων και την
πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:(α) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες.
(β) Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 10 μονάδες.
(γ) Προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονέκτημα: 0 έως 7 μονάδες.
(δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες.
(ε) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:
Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό."
Δεν προβλεπόταν από το Νόμο, Κανονισμό ή σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ακαδημαϊκό προσόν ως πλεονέκτημα, και το Συμβούλιο αποφάσισε πως δεν θα δίδονταν μονάδες σε σχέση με το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου. Παρανόμως, όπως εισηγείται η αιτήτρια. Το σχέδιο υπηρεσίας πρόβλεπε ως πλεονέκτημα την "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης" και αυτή ήταν "προσόν" με την έννοια του άρθρου 3(1)(γ). Οπότε, θα έπρεπε να δοθούν μονάδες γι΄αυτή, επιπρόσθετες προς τις μονάδες που δόθηκαν για "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης" δυνάμει του άρθρου 3(1)(ε). Κατά την άποψή της, θα έπρεπε να προσδιοριστούν ορισμένα χρόνια πείρας ως αντιστοιχούντα στο "πλεονέκτημα" και για όσα χρόνια θα απέμεναν, (η ίδια είχε πείρα διάρκειας 17 ετών) να δίδονταν επιπρόσθετες μονάδες, ως ανωτέρω.
Επικαλέστηκε συναφώς νομολογία, κατά την εισήγησή της αναγνωριστική της δυνατότητας διάσπασης αυτής της μορφής. (Βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47, Μιχάλης Παρέλλης ν. Δημοκρατίας κ.α. Προσφυγή 1033/97 κ.α. ημερομηνίας 30.12.99, Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 496/97 ημερομηνίας 21.3.00 και σχετικά τη Μιχάλης Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος ΑΕ 2861 ημερομηνίας 30.11
.01). Αλλά εδώ το θέμα αφορά στην έννοια του όρου "προσόντα" στο πλαίσιο του άρθρου 3(1)(γ) και ενώ είναι ορθό πως το σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται στο πλεονέκτημα της πείρας κάτω από την επικεφαλίδα "προσόντα", δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αυτό μπορεί να έχει ερμηνευτική βαρύτητα. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν αποτελεί βοήθημα για την ερμηνεία του Νόμου. Η ερμηνεία των νόμων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου, είναι το σχέδιο υπηρεσίας το οποίο, αναλόγως, ερμηνεύεται με αναφορά στο Νόμο και δεν ισχύει το αντίστροφο.Ο όρος "προσόντα" στον τομέα του υπαλληλικού δικαίου είναι αμφίσημος.
Μπορεί να σημαίνει βέβαια τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας στο σύνολό τους, περιλαμβανομένου κατά περίπτωση και εκείνου της πείρας. Μπορεί όμως και να σημαίνει και τα "προσόντα" ως κριτηρίου επιλογής του καταλληλότερου μαζί με τα υπόλοιπα, εκείνα της αξίας στην οποία με αυτή την έννοια εντάσσεται και η πείρα, και στις περιπτώσεις προαγωγής, της αρχαιότητας. (βλ. συναφώς Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 214, Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων, (1993) 3 ΑΑΔ 153).Θεωρούμε ότι είναι με τη δεύτερη από τις πιο πάνω έννοιες που χρησιμοποιείται ο όρος στο άρθρο 3. Το άρθρο 3 σαφώς υπερακοντίζει την κλασσική προσέγγιση σε σχέση με τη σημασία του "πλεονεκτήματος". Στο πλαίσιο συστήματος αριθμητικής αποτίμησης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι καθοριστικό, το "πλεονέκτημα" αυξάνει τις διεκδικήσεις κατά την έκταση των μονάδων η κατοχή του οποίου δικαιολογεί ενόψει των προνοιών του Νόμου. Και εν προκειμένω, ο Νόμος σε σχέση με την "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης" εισάγει ειδική ρύθμιση, εξαντλητική της σημασίας της, χωρίς δηλαδή περιθώριο για υπαγωγή ακριβώς του ίδιου, ρητά καθοριζομένου στοιχείου, και σε άλλο κεφάλαιο. Το άρθρο 3(1)(δ) που ακολουθεί το επιβεβαιώνει. Καθορίζει τις μονάδες για "άλλα ακαδημαϊκά προσόντα" κατ΄αντιδιαστολή δηλαδή προς τα προηγούμενα, τα ακαδημαϊκά προσόντα του άρθρου 3(1)(γ). Την ίδια αντιδιαστολή βρίσκουμε και στο άρθρο 3(1) το οποίο αναφέρεται στα "προσόντα των υποψηφίων και την πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης".
Η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει 76.05 μονάδες στη γραπτή εξέταση, περισσότερες από όλες τις υπόλοιπες υποψήφιες. Η Ε. Χαραλάμπους κατετάγη δεύτερη με 75.85 μονάδες και η Ε. Μαρκαρή τρίτη με 73.80 μονάδες. Στην προφορική εξέταση απέδωσαν καλύτερα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Η αιτήτρια εξασφάλισε 8 μονάδες, η Ε. Χαραλάμπους 8.83 και η Ε. Μαρκαρή 8.91 και δεν έχουν διατυπωθεί ισχυρισμοί σε σχέση με αυτές τις δυο αξιολογήσεις. Τα θέματα που ήγειρε η αιτήτρια ως προς την εφαρμογή του Νόμου, αφορούν στις μονάδες που αποδόθηκαν με αναφορά στα "άλλα ακαδημαϊκά προσόντα" του άρθρου 3(1)(δ) και στην "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης", έστω υπό το πρίσμα του άρθρου 3(1)(ε).
Τα άλλα ακαδημαϊκά προσόντα
.Το Συμβούλιο πήρε δυο αποφάσεις σχετικές. Κατά την πρώτη ως άλλα ακαδημαϊκά προσόντα "θα θεωρηθούν Διπλώματα και Πτυχία που απονέμουν Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εγγεγραμμένες κατά τη σχετική νομοθεσία". Κατά τη δεύτερη, επιπρόσθετα πιστοποιητικά στενογραφίας και δακτυλογραφίας "θεωρούνται επαγγελματικά και όχι ακαδημαϊκά προσόντα".
Ό,τι ακολούθησε ήταν απόδοση ατομικά, δηλαδή από το κάθε ένα από τα δώδεκα μέλη του Συμβουλίου ξεχωριστά, μονάδων κατά την κρίση του, εν είδει ψηφοφορίας. Χωρίς δηλαδή εξήγηση από οποιονδήποτε, οποιασδήποτε μορφής, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους προέβαινε στην αποτίμησή του. Στην Ε. Χαραλάμπους και στην Ε. Μαρκαρή, όλα τα μέλη έδωσαν τρεις βαθμούς και δυο βαθμούς αντιστοίχως. Στην περίπτωση της αιτήτριας οκτώ μέλη δεν έδωσαν βαθμό ενώ τέσσερα μέλη την πίστωσαν με ένα βαθμό και, βεβαίως, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι υπολογίστηκε και με ποιό σκεπτικό. Ο περαιτέρω χειρισμός σε σχέση με την αιτήτρια ήταν ακόμα πιο παράδοξος. Εξάχθηκε το ποσοστό στο οποίο αντιστοιχούσαν οι τέσσερις μονάδες και η αιτήτρια πιστώθηκε με 0.33 της μονάδας. Η αιτιολογία που λείπει, για την οποία δικαιολογημένα παραπονείται η αιτήτρια, δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί στην περίπτωση από το περιεχόμενο των φακέλων ιδίως όταν, όπως ευστόχως υποδεικνύει η αιτήτρια, εκείνο για το οποίο ενδεχομένως δόθηκαν μονάδες στην Ε. Μαρκαρή (δίπλωμα του Εnglish Tutorial Centre) το είχε και η ίδια. ΄Εχουμε προσέξει συναφώς πως στο έγγραφο που ετοιμάστηκε ως σύνοψη των στοιχείων της κάθε υποψήφιας, δεν αναφέρεται αυτό το δίπλωμα ως προσόν της.
Στοιχειοθετείται κατά τα ανωτέρω λόγος ακυρότητας αλλά προσθέτουμε πως αξιολογούμε ως βάσιμο και το επιχείρημα της αιτήτριας αναφορικά με τον περιορισμό που αποφασίστηκε σε σχέση με το επίπεδο των ακαδημαϊκών προσόντων τα οποία θα εντάσσονταν ως έλκοντα μονάδες στο άρθρο 3(1)(δ). Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ως βασικό ακαδημαϊκό προσόν το Απολυτήριο Σχολής Μέσης Παιδείας και δεν δικαιολογείται είτε από το Νόμο είτε ως θέμα διακριτικής εξουσίας, τα ακραία όρια της οποίας θεωρούμε ότι το Συμβούλιο υπερέβη, να απαιτείται για την απόδοση μονάδων για "άλλα ακαδημαϊκά προσόντα" πτυχίο ή δίπλωμα επιπέδου κατ΄ανάγκην ανώτερου από το βασικό. Διευκρινίζουμε πως δεν διακρίναμε ισχυρισμούς στις γραπτές αγορεύσεις της αιτήτριας σε σχέση με το εύλογο της απόφασης για μη απόδοση μονάδων σε σχέση με όσα κρίθηκαν ως "επαγγελματικά" και όχι "ακαδημαϊκά" προσόντα. Οπότε και οι επικρίσεις σε σχέση με το γεγονός ότι αυτή λήφθηκε στο τελικό στάδιο, μάλιστα κατά διαφοροποίηση προηγούμενης, δεν αναδεικνύεται ως σημασίας.
Η Πείρα
.Την πρόνοια του άρθρου 3(1)(ε) την έχουμε παραθέσει. Το Συμβούλιο αποφάσισε "όπως για κάθε έτος πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, προστίθεται 1(μία) μονάδα βαθμολογίας με ανώτατο βαθμό τις πέντες μονάδες." Κατά τα στοιχεία τουλάχιστον των αιτήσεών τους, η αιτήτρια είχε 17 χρόνια πείρα (από το 1983) η Ε. Χαραλάμπους 7 (από το 1993) και η Ε. Μαρκαρή 6 (από το 1994). Επομένως, δόθηκαν πέντε μονάδες στην κάθε μια, κατά πρόδηλη εξουδετέρωση της υπεροχής της αιτήτριας σ΄αυτό τον τομέα. Μάλιστα, ενώ σύμφωνα με την επιφύλαξη στο άρθρο 3(1)(ε) οι μονάδες για την πείρα "απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας....".
Δεν χωρούσε στην περίπτωση προκαθορισμός του είδους που έγινε. Οι πέντε μονάδες ήταν το ανώτατο όριο και η απόδοση μονάδων κατά περίπτωση στο πλαίσιο της διάταξης θα έπρεπε να αντανακλά την πραγματική πείρα της κάθε υποψήφιας αλλά και τη διαφορά της, έστω στο βαθμό που αυτή θα ήταν ουσιαστική, με την πείρα των άλλων. Συνεπώς στοιχειοθετείται και ως προς αυτά λόγος
ακυρότητας.Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της.
Πικής, Π.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολαΐδης, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Κραμβής, Δ.
/ΜΣιC:\My Documents\2003\part3\3445.doc