ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 208
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 3070)
18 Φεβρουαρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
Α. Σ. Αγγελίδης,
για τον Εφεσείοντα.Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ
.: Οι εφεσίβλητοι (στο εξής «το Επιμελητήριο»), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990, Ν.224/90, ο οποίος, μαζί και με τους σχετικούς κανονισμούς, ρυθμίζει τις αρμοδιότητές του.Με βάση το άρθρο 35 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου (Τροποποιητικό) Νόμο του 1997, Ν.34(Ι)/97, το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε γνωστοποίηση, την Κ.Δ.Π. 183/97, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.6.1997, με την οποία καταργούνται οι διατάξεις του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου και οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του Συμβουλίου μεταβιβάζονται στο Επιμελητήριο. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου προνοούσε, μεταξύ άλλων, ότι το Επιμελητήριο μπορούσε να προβαίνει στο διορισμό, σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχετικών νόμων, οποιουδήποτε μόνιμου υπαλλήλου του Συμβουλίου σε οργανική θέση στο Επιμελητήριο, με όσο το δυνατό ανάλογα καθήκοντα με αυτά της θέσης την οποία κατείχε στο Συμβούλιο.
Με βάση τα πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι τοποθέτησαν τον εφεσείοντα από 27.6.1997, στην οργανική θέση γραφέα και τον ενέταξαν στην κλίμακα Ε7. ΄Εκτοτε εκτελούσε τα καθήκοντά του λαμβάνοντας την ανάλογη αντιμισθία, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή διαμαρτυρία μέχρι τις 16.2.1998, οπόταν και ισχυρίστηκε ότι η θέση που του προσέφερε το Επιμελητήριο δεν συνάδει με τα καθήκοντα και τη θέση που κατείχε στο Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου, ούτε και ήταν σύμφωνη με τη γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 35(1).
Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου απορρίπτοντας στις 2.4.1998 τους ισχυρισμούς του, επισήμανε ότι ο εφεσείων είχε αποδεκτεί ανεπιφύλακτα το διορισμό του στη θέση και ότι έκτοτε εκτελούσε τα καθήκοντά του αδιαμαρτύρητα.
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή με την οποία αξίωνε την ακύρωση της απόφασης η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, περιεχόταν στην επιστολή του προέδρου ημερ. 2.4.1998, καθώς και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση του Επιμελητηρίου να τον διορίσει σε θέση με καθήκοντα ανάλογα της θέσης που κατείχε στο Συμβούλιο, είναι παράνομη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, αφού κατέληξε ότι η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν εκείνη της 27.6.1997, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη, η επιστολή ημερ. 2.4.1998, αποτελούσε επιβεβαίωσή της.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη βεβαιωτικού ή πληροφοριακού χαρακτήρα, αφού δεν υπήρξε ποτέ καμιά πράξη για διορισμό του από το Επιμελητήριο. ΄Ετσι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαιωτική πράξη, ουσιαστικά ανύπαρκτης απόφασης. Ισχυρίζεται ακόμα ότι ουδέποτε αποδέκτηκε διορισμό, αλλά, αντίθετα, αντέδρασε επικαλούμενος το νόμο.
Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Ο εφεσείων διορίστηκε στη θέση γραφέα από 27.6.1997 και ουδέποτε μέχρι τις 16.2.1998 διαμαρτυρήθηκε, αμφισβήτησε ή έθεσε καν οποιοδήποτε θέμα ως προς το διορισμό του. Η απουσία σχετικού εγγράφου δεν αδυνατίζει τη θέση των εφεσίβλητων. Ο διορισμός του εφεσείοντα αποδεικνύεται από τα διάφορα παραρτήματα που έχουν κατατεθεί και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ούτε εξ άλλου υπάρχει καταγραμμένη οποιαδήποτε σχετική επιφύλαξη του εφεσείοντα, που θα δικαιολογούσε τουλάχιστον το συμπέρασμα ότι είχε αποδεκτεί το διορισμό υπό διαμαρτυρία. Αντίθετα, εκτελούσε τα καθήκοντά του αγόγγυστα και εισέπραττε τις απολαβές της θέσης ανελλιπώς.
Αναμφίβολα η προσβαλλόμενη πράξη, η επιστολή του προέδρου του Επιμελητηρίου, απλώς επιβεβαιώνει την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, ουδόλως δε δημιουργεί ή μεταβάλλει το νομικό καθεστώς.
Η νομολογία είναι σαφής. Οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. Απόφαση δε θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης πράξης όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με προεκδοθείσα πράξη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (βλέπε μεταξύ άλλων Pieris v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Larkos v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 2189). Πράξη θεωρείται βεβαιωτική εφ΄ όσον δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα, αλλά βεβαιώνει τις προκύψασες έννομες συνέπειες από προηγούμενη εκτελεστή πράξη ή απόφαση (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, 481).
Στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούνται όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Στην προσβαλλόμενη πράξη ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, όχι μόνο εμμένει στην προηγούμενη απόφαση, αλλά εκφράζει και την έκπληξή του γιατί για πρώτη φορά ο εφεσείων ήγειρε ένα τέτοιο θέμα.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.