ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 855
18 Δεκεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3111)
Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Η νομολογία δεν αποτελεί νέο νομοθετικό καθεστώς που επιφέρει κατά την επανεξέταση νέα απόφαση ― Η αλλαγή της εκτίμησης των επιπτώσεων του νόμου δεν αποτελεί νέο στοιχείο.
Η εφεσείουσα επεδίωξε με αίτημά της επανεξέταση της αίτησης της για χορήγηση σύνταξης χηρείας, μετά την κήρυξη του Άρθρου 61(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ως αντισυνταγματικού. Το αίτημα απορρίφθηκε εκ νέου. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η νέα απόφαση του εφεσίβλητου ήταν βεβαιωτική της παλαιότερης απορριπτικής του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η δεύτερη απόφαση κρίθηκε πάνω σε ένα νέο νομικό καθεστώς και κατ' επέκταση η δεύτερη απόφαση δεν ήταν επιβεβαιωτική της πρώτης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί οι παραπομπές στα Ελληνικά συγγράμματα αναφέρονται στην αλλαγή του υπάρχοντος νομικού καθεστώτος ως αποτέλεσμα νομοθετικών τροποποιήσεων και όχι στη διαφοροποίηση της νομολογίας. Όπως δε έχει τονισθεί στην υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231,
"Η αλλαγή της αντίληψης ως προς τις συνέπειες του νόμου δεν συνιστά νέο στοιχείο. Ο νόμος υφίστατο, ό,τι άλλαξε είναι η εκτίμηση των επιπτώσεων του."
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολαΐδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7,
Κληρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575,
Αγαπίου v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2075,
Ouzounian v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1182,
Παύλου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1163/99), ημερομηνίας 4/9/2000, με την οποία απορρίφθηκε, ως στρεφόμενη κατά βεβαιωτικής πράξης, η προσφυγή της κατά του περιεχομένου επιστολής ημερ. 19/7/99 με την οποία οι καθ' ων η αίτηση την πληροφόρησαν ότι το αίτημά της ημερ. 2/2/99 για χορήγηση σ' αυτήν αναδρομικής σύνταξης χηρείας απορρίπτετο επειδή σ' αυτήν επληρώνετο από 1/6/94 αυξημένη σύνταξη γήρατος με συνυπολογισμό μέρους της σύνταξης χηρείας την οποία αυτή είχε αποδεχτεί.
Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη-Καθ'ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας γιατί οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να της χορηγήσουν αναδρομικά σύνταξη χηρείας και γήρατος μετά την απόφαση Ζωή Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.
(α) Τα γεγονότα
Η εφεσείουσα υπέβαλε στις 12/10/1992 αίτηση για σύνταξη χηρείας λόγω του θανάτου του συζύγου της. Η σχετική αίτηση της εγκρίθηκε και της χορηγήθηκε σύνταξη χηρείας από τις 12/10/1992.
Δύο περίπου χρόνια αργότερα, στις 19/5/1994, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για την καταβολή σύνταξης γήρατος σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 36, 39 και 61 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων. Ο Εξεταστής Απαιτήσεων αφού τερμάτισε την πληρωμή της σύνταξης χηρείας από την 31/5/1994, ενέκρινε την πληρωμή σύνταξης γήρατος από την 1/6/1994 που ήταν μεγαλύτερη από τη σύνταξη χηρείας, σύμφωνα με τα εδάφια 6 και 7 του άρθρου 36 των σχετικών Νόμων. Στις 14/7/1994 οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν την εφεσείουσα ότι σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων δεν εδικαιούτο να λαμβάνει ταυτόχρονα σύνταξη γήρατος και χηρείας παρά μόνο τη βασική σύνταξη γήρατος από την 1/6/1994.
Επτά χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 2/2/99, μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), όπου αποφασίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 61(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (αρ. 41/80) που αποκλείει την ταυτόχρονη παροχή σε χήρα σύνταξης γήρατος και χηρείας είναι αντισυνταγματικές αφού πλήττουν την αρχή της ισότητας, η εφεσείουσα υπέβαλε νέα αίτηση με την οποία ζητούσε να της χορηγηθεί σύνταξη χηρείας αναδρομικά από τον Ιούνιο του 1994. Στη σχετική επιστολή του δικηγόρου της εφεσείουσας αναφέρονταν τα εξής:
"Η πελάτιδα μου έπαιρνε σύνταξη χηρείας από το 1992.
Τον Ιούνιο 1994 άρχισε να παίρνει σύνταξη γήρατος οπότε σταματήσατε να της παρέχετε το επίδομα χηρείας. Με την έκδοση της απόφασης στην αναθεωρητική έφεση 2148 Ζωής Νικολαΐδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας το άρθρο 61(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1990 κηρύχθηκε αντισυνταγματικό. Συνεπώς η πελάτιδά μου σας καλεί να της καταβάλλετε τη σύνταξη χηρείας από τον Ιούνιο του 1994."
Οι εφεσίβλητοι με σχετική επιστολή τους ημερομηνίας 19/7/99 απέρριψαν το αίτημα της εφεσείουσας με την πιο κάτω αιτιολογία:
"Η πελάτιδα σας στην οποία καταβάλλετο αρχικά σύνταξη χηρείας, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος στις 19.5.94 η οποία εξετάστηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 36, 39 και 61 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων. Στην πελάτιδα σας πληρώθηκε αυξημένη σύνταξη γήρατος με συνυπολογισμό μέρους της σύνταξης χηρείας. Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στην κα Μαρούλλα Χριστοδουλίδου με επιστολή του Εξεταστή Απαιτήσεων ημερ. 14.7.94.
Δεδομένου ότι μεταξύ της ημερομηνίας που λήφθηκε η πιο πάνω απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων και της επιστολής σας ημερομηνίας 2.2.99 δεν έχει προκύψει οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της απόφασης του Εξεταστή Απαιτήσεων, αυτή εξακολουθεί να ισχύει. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Εφεση με αρ. 2148 δεν συνιστά νέο στοιχείο που να δικαιολογεί αναθεώρηση της προηγούμενης απόφασης του Εξεταστή Απαιτήσεων."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη γιατί η επιστολή των εφεσιβλήτων της 19/7/1999 ήταν βεβαιωτική της προηγούμενης επιστολής της 14/7/1994, αφού λήφθηκε ως αποτέλεσμα διεξαγωγής νέας έρευνας. Το μόνο στοιχείο πάνω στο οποίο βασίστηκε η αίτηση για επανεξέταση ήταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζωή Νικολαΐδου (πιο πάνω), που δε συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο που θα δικαιολογούσε τη διεξαγωγή νέας έρευνας.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο κύριος λόγος πάνω στον οποίο στηρίζεται η έφεση είναι ότι η τελευταία απόφαση των εφεσιβλήτων της 19/7/1994, σύμφωνα με την οποία η τελευταία αίτηση της εφεσείουσας δεν περιείχε νέα στοιχεία, είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί η νέα νομική κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά την απόφαση Ζωής Νικολαΐδου δημιουργούσε νέα στοιχεία που διαφοροποιούσαν το υπόβαθρο της νέας αίτησης του 1999 σε σχέση με το υπόβαθρο της παλιάς αίτησης του 1994. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέστηκε αποσπάσματα από διάφορα ελληνικά συγγράμματα, όπως π.χ. από το σύγγραμμα του Σ. Δεληκωστόπουλου "Αι Προϋποθέσεις του Παραδεκτού της Αιτήσεως Ακυρώσεως" (1973) σελ. 244 όπου αναφέρεται ότι,
"Τα στοιχεία εξ ων προκύπτει η νέα έρευνα, δύναται να είναι και καθαρώς νομικά τοιαύτα. Ούτως, όταν ανέκυψαν νέαι νομικαί καταστάσεις δημιουργηθείσαι εκ μεταγενεστέρας νομικής ρυθμίσεως διαφόρου της πρώτης. Το Συμβούλιον της Επικρατείας ακολουθεί την άποψιν, ότι η εκδοθείσα βάσει νέου νόμου πράξις δεν είναι επιβεβαιωτική, ως επίσης ότι δεν είναι επιβεβαιωτική η εκδοθείσα επί διαφόρου νομικής βάσεως."
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι εφόσον η εφεσείουσα δεν προσέβαλε την αρχική απόφαση της 14/7/94, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικα και αμετάκλητα νόμιμη. Η δεύτερη απόφαση της 19/7/99 επιβεβαιώνει την προηγούμενη απόφαση χωρίς τη διεξαγωγή νέας έρευνας, αφού δεν έχει διαφοροποιηθεί το νομικό και πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης. Η απόφαση στην υπόθεση Ζωής Νικολαΐδου δεν δημιούργησε νέο στοιχείο που θα επέβαλλε την επανεξέταση της αίτησης, αφού η νομολογία δεν αποτελεί νέο στοιχείο. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων επικαλέστηκε την απόφαση Αλέκος Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575, όπου τονίστηκε ότι η διαφοροποίηση στη νομολογία δεν συνιστά νέο στοιχείο αφού δεν μεταβάλλει το δίκαιο, αλλά το προσδιορίζει όπως αυτό ήταν από την αρχή.
(β) Η νομική πλευρά
Το ερώτημα αν η διαφοροποίηση της νομολογίας μπορεί να αποτελέσει νέο στοιχείο που θα επέβαλλε την επανεξέταση μιας αίτησης εξετάστηκε στην υπόθεση Αλέκος Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575. Στην πιο πάνω υπόθεση ο εφεσείων που συμπλήρωσε τη συντάξιμη του ηλικία στις 12/12/92, υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης στις 15/2/95. Η αίτηση του εγκρίθηκε με αναδρομική ισχύ μόνο για τρεις μήνες από τις 15/11/94 και τούτο γιατί η παράγραφος 3 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 309/92) καθόριζε τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή τέτοιας αίτησης. Ο εφεσείων παρέλειψε να προσβάλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης που κατέστη τελεσίδικη. Αργότερα κρίθηκε στις προσφυγές Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2075 και Ouzounian v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1182, ότι η παράγραφος 3 των πιο πάνω Κανονισμών ήταν ultra vires του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (αρ. 41/80 όπως έχει τροποποιηθεί). Έτσι στις 30/10/95 ο εφεσείων ζήτησε επανεξέταση της αίτησης του με βάση το νέο νομικό καθεστώς όπως προέκυψε από την κήρυξη της παραγράφου 3 ως αντισυνταγματικής. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικρότησε την πρωτόδικη απορριπτική απόφαση. Σύμφωνα με το Δικαστή Κωνσταντινίδη που εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας,
"Η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε, εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερομηνίας 1.6.95, ήταν εκτελεστή. Η νομιμότητά της συνεπώς θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί με προσφυγή που θα ασκείτο μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Αφού δεν προσβλήθηκε παραμένει ισχυρή. Δεν επέδρασαν στο κύρος της οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε σχέση με το κύρος άλλων αποφάσεων και δεν την εξαφάνισαν. Έλεγχος και απόφανση επί της νομιμότητάς της τώρα θα σήμαινε παράκαμψη της προθεσμίας των 75 ημερών. Ορθά, λοιπόν, αυτή η δυνατότητα εξαρτήθηκε από την ύπαρξη νέου στοιχείου, νομικού στην περίπτωση, που θα συνέθετε νέα εκτελεστή πράξη. Η απόφαση στην Αδάμου και στην Ouzounian δεν συνιστούσε τέτοιο νέο στοιχείο αφού δεν μετέβαλε το δίκαιο αλλά προσδιόρισε πως αυτό ήταν από την αρχή, όπως υποδείχθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Συνοψίζουμε πως η απόφαση στη Μαρούλα Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) μας βρίσκει σύμφωνους. Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα κατ' επίκληση απόφασης της Ολομέλειας που κήρυξε αντισυνταγματική ορισμένη νομοθετική πρόνοια ενώ δεν είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση που καθόρισε τα δικαιώματά της στη βάση της ίδιας νομοθετικής πρόνοιας, μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Κρίθηκε ότι δεν παράχθηκε νέα εκτελεστή πράξη αλλά μόνο βεβαιωτική της αρχικής, ακριβώς γιατί η απόφαση της Ολομέλειας δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο το οποίο θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης."
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η δεύτερη απόφαση κρίθηκε πάνω σε ένα νέο νομικό καθεστώς και κατ' επέκταση η δεύτερη απόφαση δεν ήταν επιβεβαιωτική της πρώτης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί οι παραπομπές στα Ελληνικά συγγράμματα αναφέρονται στην αλλαγή του υπάρχοντος νομικού καθεστώτος ως αποτέλεσμα νομοθετικών τροποποιήσεων και όχι στη διαφοροποίηση της νομολογίας. Όπως δε έχει τονισθεί στην υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231,
"Η αλλαγή της αντίληψης ως προς τις συνέπειες του νόμου δεν συνιστά νέο στοιχείο. Ο νόμος υφίστατο, ότι άλλαξε είναι η εκτίμηση των επιπτώσεων του."
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.