ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 837
18 Δεκεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΣΣΟΥΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3117)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχική ποινή ― Παράλειψη συμμόρφωσης με εγκυκλίους του Υπουργού προς τον Επιθεωρητή Πλοίων Α' αναφορικά με την κατακράτηση πλοίου ― Ισχυρισμός του αιτητή πως το καθήκον του εξαντλείτο στην απαγόρευση απόπλου, απορρίφθηκε ― Η απόφαση επικυρώθηκε ― Περιστάσεις.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ να τον καταδικάσει για πειθαρχικό αδίκημα και να του επιβάλει ως ποινή τον υποβιβασμό στην κατώτερη θέση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Όπως και πρωτοδίκως, ήταν η θέση του εφεσείοντα πως δεν προέκυπτε από το Άρθρο 7 του Νόμου καθήκον κατακράτησης του πλοίου. Το Άρθρο 7 αναφέρεται μόνο σε απαγόρευση του απόπλου του πλοίου και, συνεπώς, οι εγκύκλιοι που εισήγαγαν υποχρέωση αυτής της μορφής ήταν έκνομες αφού επέβαλαν καθήκον που δεν πρόβλεπε ο Νόμος. Στο σχετικό έντυπο ο εφεσείων είχε καταγράψει πως απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου και, με τον τρόπο αυτό, όπως εισηγείται, είχε εκπληρώσει οτιδήποτε προέκυπτε ως καθήκον του δυνάμει του Νόμου.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με την εισήγηση του εφεσείοντα. Στο πλαίσιο του Νόμου η απαγόρευση απόπλου μπορεί ευλόγως να προσδιοριστεί ως περιλαμβάνουσα τις διαδικασίες και τις ενέργειες που περιγράφει η εγκύκλιος ως κατακράτηση, ώστε αυτός να είναι αποτελεσματικός. Σημειώνεται πως ο όρος "κατακράτηση" δεν υπονοεί κάποιας μορφής φυσική ενέργεια προς ακινητοποίηση του πλοίου από τον υπεύθυνο, αλλά περιλαμβάνει όσα προσδιορίζονται στην εγκύκλιο ώστε να είναι δυνατή η διασφάλιση του μη απόπλου από την Αρχή Λιμένων, τη Λιμενική Αστυνομία και το Τελωνείο. Εξ αιτίας των παραλείψεων του εφεσείοντα δεν είχε διασφαλιστεί ο μη απόπλους του πλοίου και το γεγονός ότι στη σχετική ένδειξη "ship detained" στο σχετικό έντυπο ο εφεσείων σημείωσε "Υes", χωρίς άλλη ενέργεια εκ μέρους του, κάθε άλλο παρά συνιστά εκπλήρωση του καθήκοντός του. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη συνέχεια του πιο πάνω εντύπου, με χειρόγραφη σημείωσή του, ο εφεσείων εξήγησε πως "δεν εκδόθηκε απαγόρευση απόπλου" έπειτα από ορισμένες διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου των πλοιοκτητών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή - δημόσιο υπάλληλο στη θέση Eπιθεωρητή Πλοίων A΄ εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1455/99), ημερομηνίας 4/9/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του και επικυρώθηκε στο σύνολό της η απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχος από την E.Δ.Y. για τη διάπραξη δύο πειθαρχικών παραπτωμάτων, δηλαδή, ότι, ως δημόσιος υπάλληλος επιθεώρησε το πλοίο VALENTINA και, ενώ διαπίστωσε στο πλοίο ουσιώδεις ελλείψεις που επέβαλλαν την κατακράτησή του δεν ακολούθησε τη διαδικασία για την απαγόρευση του απόπλου του πλοίου, γεγονός το οποίο αποτελούσε αμέλεια κατά την εκτέλεση του καθήκοντος ή υποχρεώσεώς του ως δημόσιου υπαλλήλου και για τη δεύτερη κατηγορία, ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί προς εγκύκλιες διαταγές όπως προβλέπεται στο Άρθρο 60(2)(δ) των περί Δημόσιας Yπηρεσίας Nόμων του 1990 ως 1996 και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού στην αμέσως κατώτερη θέση του Eπιθεωρητή Πλοίων.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων (ο Υπουργός) ορίζεται ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των προνοιών του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978 και των Αποφάσεων MSC1 (XLV) και MSC2 (XLV) του 1981 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1985 (Ν. 77/85) (ο Νόμος). Μαζί με αυτόν, όπως προβλέπει το άρθρο 5 του Νόμου, και "οι από τον Υπουργό ειδικά κατά περίπτωση εξουσιοδοτηθέντες". Ο Υπουργός, με έγγραφό του ημερομηνίας 2.2.88 εκχώρησε, μεταξύ άλλων, στον εφεσείοντα τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου και του Κανονισμού 19 του Κεφ. Ι της αντίστοιχης Σύμβασης όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του 1978.
Δυνάμει του άρθρου 7, εφόσον κατά την επιθεώρηση πλοίου διαπιστώνεται παράβαση του Νόμου, της Σύμβασης, του Πρωτοκόλλου, των Αποφάσεων και των εις εκτέλεση αυτών Κανονισμών, προσδιορίζεται ως καθήκον της αρμόδιας αρχής η βεβαίωση της παράβασης, η σύνταξη σχετικής έκθεσης, η κλήση του πλοιάρχου σε απολογία και η απαγόρευση του απόπλου του πλοίου μέχρις ότου αποκατασταθεί η αιτία που επηρεάζει την ικανότητά του προς ασφαλή πλουν και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μέχρις ότου καταβληθεί χρηματική ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του Νόμου.
Εκδόθηκαν συναφώς, με οδηγίες του Υπουργού, δυο εγκύκλιοι ημερομηνίας 18.3.96 και 30.12.96, προσδιοριστικές της διαδικασίας επιθεώρησης, με ειδική αναφορά στις υποχρεώσεις σε περίπτωση απόφασης για κατακράτηση πλοίου. Όπως καθορίζεται, για την κατακράτηση ειδοποιείται αμέσως ο Διευθυντής του Τμήματος και στην απουσία του ο ιεραρχικά ανώτερος επιθεωρητής πλοίων που βρίσκεται στο Τμήμα. Περαιτέρω, ειδοποιούνται γραπτώς, δια χειρός ή με τηλεομοιότυπο, ο Διευθυντής του λιμανιού, ο Ανώτερος Τελώνης, η Λιμενική Αστυνομία, ο πλοίαρχος και ο πράκτορας του πλοίου. Επίσης, η τοπική ή πλησιέστερη διπλωματική ή προξενική αρχή της χώρας νηολόγησης του πλοίου με ξεχωριστή επιστολή στην οποία αναφέρονται οι λόγοι κατακράτησης. Αυτά, όπως σημειώνεται στην πρώτη εγκύκλιο, με τη χρήση σχετικών εντύπων που επισυνάπτονταν σ' αυτή.
Στο πλαίσιο πειθαρχικής δίωξης που ασκήθηκε κατά του εφεσείοντα, του αποδόθηκε η διάπραξη δυο πειθαρχικών παραπτωμάτων ως εξής:
1. Ενώ ήταν δημόσιος υπάλληλος και υπηρετούσε στη θέση Επιθεωρητή Πλοίων Α΄, επιθεώρησε το πλοίο "VALENTINA" στο λιμάνι Λάρνακας και ενώ υπήρχαν στο πλοίο ουσιώδεις ελλείψεις που επέβαλλαν την κατακράτησή του δεν είχε απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου και δεν είχε ειδοποιήσει τον πλοίαρχο του πλοίου γραπτώς για την απαγόρευση του απόπλου και ούτε του είχε επιδώσει σημείωμα για οποιαδήποτε έλλειψη.
2. Δεν συμμορφώθηκε προς τις πιο πάνω εγκυκλίους αφού παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να κατακρατήσει το πιο πάνω πλοίο, να παραδώσει στον πλοίαρχό του κατάλογο με τις ελλείψεις του πλοίου και να ειδοποιήσει αμέσως τον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, τον Διευθυντή του λιμανιού, τον Ανώτερο Τελώνη και τη Λιμενική Αστυνομία ότι κατακρατείται το πλοίο.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή, εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, διεξάχθηκε μακρά ακροαματική διαδικασία και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) κατέληξε σε διαπιστώσεις, ως εξής:
"Eξετάζοντας τις δύο κατηγορίες σε συσχετισμό με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τα δεχόμεθα, βρίσκουμε ότι, σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, ο καθ' ου η δίωξη ως δημόσιος υπάλληλος επιθεώρησε το πλοίο VALENTINA και, ενώ διαπίστωσε στο πλοίο ουσιώδεις ελλείψεις που επέβαλλαν την κατακράτησή του με τον τρόπο που εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν ακολούθησε τη διαδικασία για την απαγόρευση του απόπλου του πλοίου, γεγονός το οποίο αποτελεί κατά την κρίση μας αμέλεια κατά την εκτέλεση του καθήκοντος ή υποχρεώσεως του καθ' ου η δίωξη ως δημόσιου υπαλλήλου. Αναφερόμενοι στη δεύτερη κατηγορία, ότι δηλαδή παρέλειψε ο καθ' ου η δίωξη να συμμορφωθεί προς εγκύκλιες διαταγές οι οποίες είναι ενώπιόν μας ως τεκμήρια 4 και 5 (εγκύκλιος 5/96), βρίσκουμε ότι υπάρχει αρκετή αποδεικτική μαρτυρία. Η εγκύκλιος αυτή εκθέτει τα κριτήρια στα οποία δέον να βασίζεται μια απόφαση για κατακράτηση πλοίου και τη διαδικασία που ακολουθείται σε μια τέτοια περίπτωση. Από τα γεγονότα ενώπιόν μας βρίσκουμε ότι ο καθ' ου η δίωξη δεν ειδοποίησε τα πρόσωπα που οφείλει να ειδοποιήσει και που αναφέρονται στην παράγραφο 6 της εγκυκλίου. Είναι αναπόφευκτο συμπέρασμα συνεπώς ότι ο καθ' ου η δίωξη διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα της δεύτερης κατηγορίας της μη συμμόρφωσης με την εγκύκλιο διαταγή όπως προβλέπεται στο άρθρο 60(2)(δ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 ως 1996, στο οποίο αναλύεται η υποχρέωση του αρμόδιου δημόσιου υπαλλήλου να συμμορφώνεται με εγκυκλίους όπως στην παρούσα περίπτωση.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, βρίσκουμε ότι η αρμόδια αρχή απέδειξε και τις δύο κατηγορίες εναντίον του καθ' ου η δίωξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Επιτροπή συνεπώς τον βρίσκει ένοχο και στις δύο κατηγορίες."
Αφού άκουσε δε περαιτέρω τις δυο πλευρές επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή του υποβιβασμού στην αμέσως κατώτερη θέση, δηλαδή στη θέση του Επιθεωρητή Πλοίων.
Ασκήθηκε προσφυγή και απασχόλησαν πρωτοδίκως τρία θέματα. Υπό το πρίσμα των πραγματικών δεδομένων όπως τα διαπίστωσε η ΕΔΥ, που δεν αμφισβητήθηκαν, συζητήθηκαν:
(α) Το κατά πόσο ο Εφεσείων υπείχε καθήκον δυνάμει του άρθρου 7 του Νόμου
Κατά την εισήγηση του Εφεσείοντα, αρμόδια αρχή ήταν ο Υπουργός ο οποίος ούτε εκχώρησε ούτε είχε εξουσία εκχώρησης των σχετικών εξουσιών του προς τον εφεσείοντα. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση απέρριψε την εισήγηση υποδεικνύοντας το έγγραφο της εκχώρησης στο οποίο έχουμε αναφερθεί εξ αρχής, το άρθρο 5 του Νόμου και περαιτέρω τον περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/62). Σημείωσε συναφώς πως το γεγονός ότι το έγγραφο της εκχώρησης δεν είχε τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ κατά την ακροαματική διαδικασία δεν είχε απολύτως καμιά σημασία.
(β) Το κατά πόσο ο εφεσείων είχε δυνάμει του Νόμου εξουσία κατακράτησης του πλοίου και συναφώς το κατά πόσο οι εγκύκλιοι που αναφέρθηκαν ήταν ή όχι παράνομοι, αναλόγως
Υποδείχθηκε πρωτοδίκως η γενική εξουσία έκδοσης εγκυκλίου όπως την προβλέπει το άρθρο 60(2)(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) και η υποχρέωση συμμόρφωσης εκτός στην περίπτωση που αυτή είναι προδήλως παράνομη οπότε ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει, αναφέροντας το γεγονός αμέσως στον προϊστάμενό του. Κρίθηκε πως οι εγκύκλιοι ήταν καθ' όλα νόμιμες και σημειώθηκε πως, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής ουδέποτε είχε αμφισβητήσει τη νομιμότητά τους. Αντίθετα, όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί στην κατάθεσή του, τις είχε εφαρμόσει επανειλημμένα στο παρελθόν.
(γ) Η φύση της ποινής που επιβλήθηκε
Κατά την εισήγηση ήταν "εξαιρετικά βαρύτατη". Ο συνάδελφός μας, με αναφορά στη νομολογία, εξήγησε το δικαιοδοτικό πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου που ασκεί σε τέτοιες περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο και έκρινε πως η ΕΔΥ δεν είχε υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Επομένως, απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε τη διοικητική απόφαση στο σύνολό της.
Με τους λόγους έφεσης επαναφέρεται ουσιαστικά μόνο το δεύτερο από τα πιο πάνω θέματα. Σε σχέση με το πρώτο, χωρίς να αμφισβητείται το αποδεκτό άλλωστε γεγονός της εκχώρησης, γίνεται αναφορά στο ότι το έγγραφο της εκχώρησης δεν είχε τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ. Χωρίς όμως διατύπωση κάποιου επιχειρήματος και, ούτως ή άλλως, δεν διακρίνουμε σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος. Σε σχέση με το τρίτο, δεν διατυπώθηκαν ισχυρισμοί ουσίας. Η έφεση σε σχέση με την ποινή συναρτήθηκε αποκλειστικά προς το εσφαλμένο, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, της καταδίκης του από την ΕΔΥ.
Όπως και πρωτοδίκως ήταν η θέση του εφεσείοντα πως δεν προέκυπτε από το άρθρο 7 του Νόμου καθήκον κατακράτησης του πλοίου. Το άρθρο 7 αναφέρεται μόνο σε απαγόρευση του απόπλου του πλοίου και, συνεπώς, οι εγκύκλιοι που εισήγαγαν υποχρέωση αυτής της μορφής ήταν έκνομες αφού επέβαλαν καθήκον που δεν πρόβλεπε ο Νόμος. Στο σχετικό έντυπο ο εφεσείων είχε καταγράψει πως απαγορεύθηκε ο απόπλους του πλοίου και, με τον τρόπο αυτό, όπως εισηγείται, είχε εκπληρώσει οτιδήποτε προέκυπτε ως καθήκον του δυνάμει του Νόμου.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσείοντα. Στο πλαίσιο του Νόμου η απαγόρευση απόπλου μπορεί ευλόγως να προσδιοριστεί ως περιλαμβάνουσα τις διαδικασίες και τις ενέργειες που περιγράφει η εγκύκλιος ως κατακράτηση, ώστε αυτός να είναι αποτελεσματικός. Σημειώνουμε πως ο όρος "κατακράτηση" δεν υπονοεί κάποιας μορφής φυσική ενέργεια προς ακινητοποίηση του πλοίου από τον υπεύθυνο αλλά περιλαμβάνει όσα προσδιορίζονται στην εγκύκλιο ώστε να είναι δυνατή η διασφάλιση του μη απόπλου από την Αρχή Λιμένων, τη Λιμενική Αστυνομία και το Τελωνείο. Εξ αιτίας των παραλείψεων του εφεσείοντα δεν είχε διασφαλιστεί ο μη απόπλους του πλοίου και το γεγονός ότι στη σχετική ένδειξη "ship detained" στο σχετικό έντυπο ο εφεσείων σημείωσε "Υes", χωρίς άλλη ενέργεια εκ μέρους του, κάθε άλλο παρά συνιστά εκπλήρωση του καθήκοντός του. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη συνέχεια του πιο πάνω εντύπου, με χειρόγραφη σημείωσή του, ο εφεσείων εξήγησε πως "δεν εκδόθηκε απαγόρευση απόπλου" έπειτα από ορισμένες διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου των πλοιοκτητών.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.