ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπαδόπουλος Mάριος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608
Δημοκρατία της Kύπρου ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 ΑΑΔ 1037
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Aντωνίου Aντώνης και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 456
ΝΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΟΥΝΙΔΗΣ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθ εση Αρ. 606 /2003, 27 Οκτωβρίου, 2004
(2002) 3 ΑΑΔ 832
18 Δεκεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΡΓΥΡΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2932)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Σε προσφυγή κατά της επανεξέτασης ― Δεν μπορούν να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως, που δεν προβλήθηκαν στην πρώτη προσφυγή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 A.A.Δ. 695.
Μετά την επιτυχία της έφεσης της εφεσείουσας Δημοκρατίας, εξετάστηκαν από την Ολομέλεια οι λόγοι ακυρώσεως της προσφυγής, που δεν είχαν εξεταστεί από τον πρωτόδικο δικαστή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το πρώτο ζήτημα που προβλήθηκε, αφορά το κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν όλα τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ως απαιτούμενα προσόντα. Αυτό όμως δεν μπορεί εν προκειμένω να εξεταστεί, αφού θα μπορούσε να είχε τεθεί με τις πρώτες προσφυγές των εφεσιβλήτων και δεν τέθηκε. Καθώς υπέδειξε η Ολομέλεια στη Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608:
«Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα "νέα θέματα" θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφυγή αρ. 545/91.»
2. Το δεύτερο ζήτημα αφορά το κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή στην οποία η Ε.Δ.Υ., καθώς η ίδια ανέφερε, απέδωσε βαρύτητα κατά την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων, συνάδει με τις νομολογημένες αρχές όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν πρόσφατα στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695. Το σκεπτικό συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Ο Διευθυντής στήριξε τη σύστασή του σε ό,τι απέδωσε ως τις ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερομένων προσώπων με αναφορά σε δική του προσωπική γνώση και τα όσα πληροφορήθηκε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων. Ενώ σε βαθμολογημένη αξία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οι αιτητές ήταν περίπου ισοδύναμοι, όπως άλλωστε υποδείχθηκε και με τη δικαστική απόφαση στις προηγούμενες προσφυγές.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,
Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yποθέσεις Aρ. 206/98 & 224/98), ημερομηνίας 27/10/99, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή τους κατά της προαγωγής, κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης, των ιδίων ενδιαφερομένων μερών στη θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, Kτηματολογικού Λειτουργού A΄ (Kτηματολογίου), Tμήμα Kτηματολογίου και Xωρομετρίας και ακυρώθηκε η σχετική απόφαση της E.Δ.Y. για το λόγο ότι θεωρήθηκε ότι η τελευταία σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν παραδεκτή ως στοιχείο κρίσεως, ασκήθηκε έφεση και στην απόφαση της πλήρους Oλομέλειας, κρίθηκε παραδεκτή η υποβολή νεάς σύστασης, ορίστηκαν δε με την παρούσα οι προσφυγές προς εξέταση όσων θεμάτων απέμειναν.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο 1.
Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Συνοψίζουμε το ιστορικό της υπόθεσης, στο βαθμό που αφορά τις παρούσες ανάγκες, ως τη βάση για ό,τι απομένει προς εξέταση.
Σε διαδικασία για την πλήρωση πέντε μόνιμων (Τακτ. Προϋπ.) θέσεων (πρώτου διορισμού και προαγωγής) Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, με απόφαση ημερ. 22 Δεκεμβρίου 1992, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Σάββα Ευτυχίου και Λοΐζο Καμπούρη για προαγωγή σε δύο από τις πέντε. Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι συγκατελέγονταν στους υποψηφίους, προσέβαλαν την απόφαση με τις προσφυγές 327/93 (ο Παναγιώτης Αργυρού), και 369/93 (ο Χριστάκης Θεοχαρίδης). Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν με μια τρίτη. Το Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 17 Ιουλίου 1995, ακύρωσε την πράξη για τον λόγο ότι η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν είχε αιτιολογηθεί. Άλλα τεθέντα ζητήματα δεν εξετάστηκαν. Επισημαίνουμε όμως ότι σε εκείνα δεν περιλαμβανόταν και ζήτημα αναφορικά με τα προσόντα των ενδιαφερομένων προσώπων, στο οποίο θα αναφερθούμε αργότερα.
Κατά την επανεξέταση η Ε.Δ.Υ., με απόφαση ημερ. 7 Νοεμβρίου 1995, επέλεξε τους ίδιους. Οι εφεσίβλητοι με τις προσφυγές αρ. 114/96 και 132/96 αντίστοιχα προσέβαλαν, σε ό,τι αφορούσε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, και αυτή την απόφαση. Το Δικαστήριο στις 10 Οκτωβρίου 1997 ακύρωσε και τη δεύτερη απόφαση της Ε.Δ.Υ. Αυτή τη φορά επειδή διαπιστώθηκαν πλημμέλειες στην υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων σύσταση του Διευθυντή, στην οποία η Ε.Δ.Υ. είχε αποδώσει βαρύτητα.
Ακολούθησε τρίτη εξέταση κατά την οποία ο Διευθυντής κλήθηκε και προέβη σε νέα σύσταση. Ήταν και αυτή υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 27 Νοεμβρίου 1997 με την οποία επανεπιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, προσεβλήθη με τις υπό εξέταση προσφυγές.
Οι προσφυγές εξετάστηκαν αρχικά από συνάδελφο ο οποίος ακύρωσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. επειδή θεώρησε πως η τελευταία σύσταση του Διευθυντή αποτελούσε νέο στοιχείο και δεν ήταν ως εκ τούτου παραδεκτή. Επιτρέψαμε την ασκηθείσα επί αυτού του σημείου έφεση. Κρίναμε, υπό το φως και της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, παραδεκτή την υποβολή νέας σύστασης. Ορίσαμε λοιπόν τις προσφυγές για εξέταση των ζητημάτων που απέμεναν.
Απασχόλησαν εν τέλει δύο ζητήματα. Το ένα αφορά το κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν όλα τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ως απαιτούμενα προσόντα. Αυτό όμως δεν μπορεί εν προκειμένω να εξεταστεί αφού θα μπορούσε να είχε τεθεί με τις πρώτες προσφυγές των εφεσιβλήτων και δεν τέθηκε. Καθώς υπέδειξε η Ολομέλεια στη Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608:
«Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα "νέα θέματα" θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφυγή αρ. 545/91.»
Το δεύτερο ζήτημα αφορά το κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή στην οποία η Ε.Δ.Υ., καθώς η ίδια ανέφερε, απέδωσε βαρύτητα κατά την επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων, συνάδει με τις νομολογημένες αρχές όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν πρόσφατα στη Μοδίτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, (απόφαση πλειοψηφίας). Το σκεπτικό συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Ο Διευθυντής στήριξε τη σύστασή του σε ό,τι απέδωσε ως τις ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες των ενδιαφερομένων προσώπων με αναφορά σε δική του προσωπική γνώση και τα όσα πληροφορήθηκε από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων. Ενώ σε βαθμολογημένη αξία τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οι αιτητές ήταν περίπου ισοδύναμοι, όπως άλλωστε υποδείχθηκε και με τη δικαστική απόφαση στις προηγούμενες προσφυγές.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
H επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.