ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 498
19 Ιουλίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤEΦΑΝΟΣ ΦΡAΓΚΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ ΤΟΥ
ΕΦOΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝHΤΩΝ ΟΧΗΜAΤΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2985)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Ρητή αναφορά ότι έγινε επανεξέταση βάσει των στοιχείων του ουσιώδους χρόνου ― Ισχυρισμός περί του αντιθέτου απορρίφθηκε.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Πρέπει να περιλαμβάνονται στην έφεση και να μην εισάγονται για πρώτη φορά στο περίγραμμα αγόρευσης.
Μηχανοκίνητα Οχήματα ― Ανάκληση εγγραφής αυτοκινήτου και άδειας κυκλοφορίας του ― Αρμόδιο όργανο ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων ― Εκχώρηση εξουσιών δυνατή ― Δεν τηρήθηκαν οι όροι της εκχώρησης ― Η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Ο εφεσείων επεδίωξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης ανάκλησης της εγγραφής του αυτοκινήτου του και της άδειας κυκλοφορίας του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη διοικητική απόφαση φέρει όλα τα στοιχεία της επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της. Η Διοίκηση επανεξέτασε την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 21.9.1992.
Στην επιστολή της Διοίκησης προς τον εφεσείοντα σαφώς αναφέρεται ότι έγινε επανεξέταση.
2. Στο περίγραμμα του εφεσείοντα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του επεκτείνεται και σε ισχυρισμούς ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν μπορούν να εξετασθούν γιατί δεν καλύπτονται από τον πρώτο λόγο έφεσης. Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ισχυρισμοί που δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης και προβάλλονται, εμφανώς, ως νέοι λόγοι δεν τυγχάνουν εξέτασης από την Ολομέλεια.
3. Στο διοικητικό φάκελο, υπάρχει έγγραφο, μη αρχειοθετημένο, με δυσανάγνωστη ημερομηνία του τότε Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων κ. Γ. Τομπάζου με το οποίο όρισε όλους τους υπαλλήλους που υπηρετούν εκάστοτε στο Τμήμα Χερσαίων Μεταφορών ως Βοηθούς Αναπληρωτές Εφόρους για να ασκούν τις αρμοδιότητες του ως Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 27/75, σύμφωνα με τις εκάστοτε δεδομένες σε αυτούς οδηγίες του Διευθυντή Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, Αναπληρωτού Εφόρου.
Το έγγραφο όμως αυτό του Υπουργού, που όρισε όλους τους υπαλλήλους ως Βοηθούς Αναπληρωτές Εφόρους, δεν διασώζει την παρούσα υπόθεση. Πρώτον γιατί ελλείπουν από το φάκελο οποιεσδήποτε οδηγίες του Αναπληρωτή Εφόρου προς τους υπαλλήλους του και δεύτερο γιατί η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τρεις υπαλλήλους από κοινού, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το διορισμό τους.
Με τα δεδομένα αυτά η επίδικη διοικητική απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως από τρεις υπαλλήλους, του Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, χωρίς να λάβει γνώση ο Αναπληρωτής Έφορος ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες σ' αυτούς. Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Φράγκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 494/98), ημερομηνίας 17/1/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης ανάκλησης, κατόπιν επανεξέτασης, της εγγραφής του αυτοκινήτου του και της άδειας κυκλοφορίας του.
Λ. Κληρίδης, για τον Eφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου υπ' αρ. εγγραφής WP262. Ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων αποφάσισε την ανάκληση της εγγραφής του αυτοκινήτου και της άδειας κυκλοφορίας του. Η απόφαση του Εφόρου γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 21.9.1992.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Εφόρου ασκήθηκε προσφυγή από τον εφεσείοντα, η οποία όμως απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι η διοικητική απόφαση ήταν αναιτιολόγητη. Παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε τη διοικητική πράξη της 21.9.1992. (Βλέπε: Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Η Διοίκηση, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό δεδικασμένο επανεξέτασε την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία που λήφθηκε η ακυρωθείσα διοικητική απόφαση και κοινοποίησε τη νέα απόφαση της στον εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 28.4.1998.
Ο εφεσείων προσέφυγε και πάλι με προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της νέας διοικητικής απόφασης προβάλλοντας δύο νομικούς λόγους. Πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν προϊόν επανεξέτασης και δεύτερον ότι λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία στην προσφυγή και οι δύο πιο πάνω νομικοί λόγοι δεν έγιναν δεκτοί και η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα. Η διοικητική δε απόφαση επικυρώθηκε.
Εναντίον της απόφασης αυτής ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας τους ίδιους λόγους, όπως στην προσφυγή, ως λόγους εφέσεως. Τους παραθέτουμε αυτούσιους:-
"1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο επιχείρημα των δικηγόρων του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν εις την επανεξέταση της υποθέσεως του εφεσείοντα
........................................................................................................
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο νομικό συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο διοικητικό όργανο ......................................................................"
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και πρέπει να απορριφθεί. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η επίδικη διοικητική απόφαση φέρει όλα τα στοιχεία της επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της. Η Διοίκηση επανεξέτασε την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 21.9.1992.
Στην επιστολή της Διοίκησης προς τον εφεσείοντα σαφώς αναφέρεται ότι έγινε επανεξέταση. Η επιστολή αυτή αρχίζει ως εξής:-
"Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 2 Απριλίου 1998 για την πιο πάνω Έφεση και σας πληροφορώ ότι η προσβληθείσα απόφαση ημερομηνίας 21.9.1992 επανεξετάσθηκε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψεως της."
Στο περίγραμμα του εφεσείοντα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του επεκτείνεται και σε ισχυρισμούς ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν μπορούν να εξετασθούν γιατί δεν καλύπτονται από τον πρώτο λόγο έφεσης. Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ισχυρισμοί που δεν καλύπτονται από τους λόγους έφεσης και προβάλλονται, εμφανώς, ως νέοι λόγοι δεν τυγχάνουν εξέτασης από την Ολομέλεια.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπως αναφέρεται πιο πάνω, προσβάλλει ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αρμόδιο διοικητικό όργανο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής επί του θέματος:-
"Την επιστολή ημερομηνίας 28.4.1998, η οποία περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπογράφει εκ μέρους του Διευθυντή Χερσαίων Μεταφορών λειτουργός του οικείου τμήματος. Αυτό διαπιστώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και είναι παραδεκτό από τον αιτητή. Με την Ατομική Διοικητική Πράξη 1032 που δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα Τρίτο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας αρ. 1322 ημερομηνίας 23.12.76 ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων κατά την ενάσκηση των εκ του νόμου παρεχόμενων εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 3(2) του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμου του 1975 (Ν. 27/75) όρισε ως Αναπληρωτή Έφορο τον Διευθυντή Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών για να ασκεί καθορισμένες αρμοδιότητες οι οποίες ρητά περιγράφονται στη συγκεκριμένη ατομική διοικητική πράξη, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται και το θέμα της παρούσας προσφυγής. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ανεδαφικός."
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα αναπτύσσοντας στο περίγραμμα του τον λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι (α) δεν καθορίζεται στην επιστολή ημερ. 28.4.1998 ποιά ήταν η ιδιότητα του Διευθυντή εκ μέρους του οποίου ενήργησε η κα Τουμάζου που την υπογράφει και (β) ότι ο Διευθυντής ως Έφορος Χερσαίων Μεταφορών δεν είχε το δικαίωμα να μεταβιβάσει σε άλλους τις αρμοδιότητές του.
Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμου αρ. 27/75 έχει ως εξής:-
"'Έφορος Χερσαίων Μεταφορών' ή 'Έφορος' σημαίνει τον Υπουργόν Συγκοινωνιών και Έργων, περιλαμβάνει δε τον Αναπληρωτήν Έφορον και Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον οριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου."
Και το εδάφιο 2 του άρθρου 3 αναφέρει:-
"(2) Ο Έφορος δύναται να ορίση οιονδήποτε πρόσωπον ως Αναπληρωτήν Έφορον ή Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον και να μεταβιβάση εις τοιούτον πρόσωπον οιασδήποτε των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτού."
Με την ατομική διοικητική πράξη 1032 που δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας αρ. 1322 ημερομηνίας 23.12.76 ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων κατά την ενάσκηση των εκ του νόμου παρεχομένων εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 3(2) του πιο πάνω νόμου όρισε ως Αναπληρωτή Έφορο τον Διευθυντή του Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών για να ασκεί καθορισμένες αρμοδιότητες ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται και εξουσία ως προς την επίδικη απόφαση.
Από την εξέταση του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην πρωτόδικη διαδικασία, προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τρεις λειτουργούς του Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, οι οποίοι και την υπογράφουν. Φέρει δε ημερομηνία 27.4.1998. Καμιά απόδειξη ή έστω ένδειξη δεν υπάρχει στο φάκελο ότι η απόφαση αυτή λήφθηκε ή τουλάχιστον περιήλθε σε γνώση του Αναπληρωτή Εφόρου, Διευθυντή Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, τον οποίο όρισε ως τέτοιο ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων με τη Διοικητική Πράξη 1032.
Στο διοικητικό φάκελο, υπάρχει έγγραφο, μη αρχειοθετημένο, με δυσανάγνωστη ημερομηνία του τότε Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων κ. Γ. Τομπάζου με το οποίο όρισε όλους τους υπαλλήλους που υπηρετούν εκάστοτε στο Τμήμα Χερσαίων Μεταφορών ως Βοηθούς Αναπληρωτές Εφόρους για να ασκούν τις αρμοδιότητες του ως Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 27/75, σύμφωνα με τις εκάστοτε δεδομένες σε αυτούς οδηγίες του Διευθυντή Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, Αναπληρωτού Εφόρου.
Το έγγραφο όμως αυτό του Υπουργού, που όρισε όλους τους υπαλλήλους ως Βοηθούς Αναπληρωτές Εφόρους, δεν διασώζει την παρούσα υπόθεση. Πρώτον γιατί ελλείπουν από το φάκελο οποιεσδήποτε οδηγίες του Αναπληρωτή Εφόρου προς τους υπαλλήλους του και δεύτερο γιατί η επίδικη απόφαση λήφθηκε από τρεις υπαλλήλους από κοινού χωρίς τούτο να προβλέπεται από το διορισμό τους.
Με τα δεδομένα αυτά καταλήγουμε ότι η επίδικη διοικητική απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως από τρεις υπαλλήλους, του Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών χωρίς να λάβει γνώση ο Αναπληρωτής Έφορος ή να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες σ' αυτούς.
Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.