ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 390
5 Ιουνίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤIΝΑ ΠAΛΛΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3011)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική διαδικασία ― Ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ― Ισχυρισμός πως ενόψει της εκδίκασης υπόθεσης εναντίον της εφεσείουσας η υπόθεση θα έπρεπε να επανανοίξει μετά την επιφύλαξη της ποινής για να ληφθούν υπόψη τα αδικήματα δεύτερης υπόθεσης εναντίων της, υπό τις περιστάσεις απορρίφθηκε.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Πειθαρχική διαδικασία ― Ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ― Αιτιολογία ― Δόθηκε υπό τις περιστάσεις ― Δεν απαιτείτο επανάληψη της αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας στο κείμενο της απόφασης.
Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η εφεσείουσα, η οποία μετά την παραδοχή της σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον της καταδικάστηκε στην ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, προσέβαλε με την προσφυγή της, η οποία απορρίφθηκε, την απόφαση αυτή.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Δεν διακρίνεται οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε.Υ. προσήγγισε το έργο της. Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την άποψη της εφεσείουσας ότι η Ε.Ε.Υ. θα έπρεπε να επανάνοιγε την πρώτη υπόθεση στην οποία είχε επιφυλάξει την απόφασή της και να ειδοποιούσε την εφεσείουσα ότι στο μεταξύ ξεκίνησε δεύτερη, για τη διερεύνηση της οποίας άλλωστε η εφεσείουσα γνώριζε και δεν προέβη η ίδια σε διάβημα που λογικά δεν θα αναμενόταν να ήταν άλλο από αίτημα να ληφθούν υπόψη τα αδικήματα της πρώτης υπόθεσης, της λιγότερο σοβαρής, στην επιμέτρηση της ποινής για τα αδικήματα της δεύτερης, της σοβαρότερης υπόθεσης, όχι αντιστρόφως. Αλλά και πάλι η εφεσείουσα δεν θα είχε νομικό δικαίωμα να απαιτήσει μια τέτοια αντιμετώπιση η οποία εναπόκειται στη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής και την κρίση του εκδικάζοντος οργάνου. Υπήρξε λοιπόν εν προκειμένω τήρηση των προδιαγεγραμμένων δικονομικών διατάξεων. Παρατηρείται επιπλέον και ότι, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος της Δημοκρατίας, η Ε.Ε.Υ. δεν φαίνεται να αναφέρθηκε στην προηγούμενη καταδίκη, με τρόπο που να υποδήλωνε ότι ενόψει αυτής θα επιδείκνυε λιγότερη επιείκεια.
2. Ως προς την αιτιολογία, φαίνεται πως δεν χρειαζόταν η επανάληψη στην ίδια την απόφαση των όσων ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας είχε με την αγόρευσή του εκθέσει και πως εν προκειμένω, παρόλον που δεν εξειδικεύεται στην ίδια την απόφαση η επίδραση των επί μέρους στοιχείων και παραγόντων, η κατάληξη εξηγείται επαρκώς από το ότι δεν θα μπορούσε λογικά να είχε επιβληθεί επιεικέστερη ποινή.
3. Αναφορικά με τα έξοδα η εκδοθείσα διαταγή ήταν, βάσει μακράς τώρα σειράς αποφάσεων της Ολομέλειας, η ενδεδειγμένη: βλ. ενδεικτικά την Tasni Trading Co. Ltd v. Α.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 242, όπου γίνεται αναφορά στη νομολογία που εξηγεί τη ρύθμιση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Tasni Trading Co. Ltd v. A.H.K. (2001) 3 Α.Α.Δ. 242.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 104/98), ημερομηνίας 10/2/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής σ' αυτήν της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης για πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχη ενόσο υπηρετούσε ως Eκπαιδεύτρια στην A΄ Tεχνική Σχολή Λευκωσίας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν Εκπαιδεύτρια Αργυροχοΐας-Χρυσοχοΐας, τοποθετημένη στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας. Στις 6 Αυγούστου 1998 η Ε.Ε.Υ. της επέβαλε χρηματική ποινή £2.500 στην Πειθαρχική Υπόθεση αρ. 1/98 κατόπιν παραδοχής σε δύο κατηγορίες η μια από τις οποίες, η πιο σοβαρή, ήταν για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας κατά παράβαση του άρθρου 63(1)(α) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε). Το αδίκημα είχε διαπραχθεί μεταξύ 17 Σεπτεμβρίου 1996 και 14 Οκτωβρίου 1996 και συνίστατο στην καταδολίευση τριών μαθητριών της, από τις οποίες απέσπασε με ψευδείς παραστάσεις ποσό £180.=. Αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1998, στην Πειθαρχική Υπόθεση αρ. 6/98, η Ε.Ε.Υ. επέβαλε στην εφεσείουσα ποινή αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η υπόθεση αφορούσε οκτώ κατηγορίες για αδικήματα ενέχοντα έλλειψη τιμιότητας και τρεις για αδικήματα αφορώντα συμπεριφορά μη συνάδουσα προς τη θέση της και την εκπαιδευτική υπηρεσία. Με τα επτά από τα οκτώ αδικήματα έλλειψης τιμιότητας η εφεσείουσα απέσπασε δολίως χρηματικό ποσό συνολικού ύψους £1.120 από μαθητές και γονείς, ενώ με το άλλο η εφεσείουσα προσπορίστηκε οικονομικό όφελος από δάνειο ύψους £3.500 το οποίο ο πατέρας μαθήτριας συνήψε διευκολυντικώς από κοινού μαζί της ένεκα υποσχέσεών της για εξασφάλιση υποτροφίας και δωρεάν διαμονής της κόρης του στην Ιταλία. Τα περισσότερα από τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 1996/1997 και δύο το 1994. Όπως και στην πρώτη υπόθεση, η εφεσείουσα παραδέχθηκε τις κατηγορίες.
Ας σημειωθεί ότι ο φάκελος της πρώτης υπόθεσης διαβιβάστηκε στην Ε.Ε.Υ. στις 11 Φεβρουαρίου 1998, η Ε.Ε.Υ. απέστειλε στην εφεσείουσα το κατηγορητήριο στις 23 Φεβρουαρίου 1998 και η υπόθεση ορίστηκε για τις 10 Μαρτίου 1998 αλλά αναβλήθηκε δύο φορές, μια επειδή δεν επιδόθηκε στη Νομική Υπηρεσία και άλλη με αίτημα της εφεσείουσας. Στις 11 Μαίου 1998 η εφεσείουσα παραδέχθηκε ενοχή και κατόπιν δύο ακόμα αναβολών, που η ίδια ζήτησε, στις 10 Ιουνίου 1998 αγόρευσε ο τότε συνήγορός της προς μετριασμό της ποινής. Η απόφαση επιφυλάχθηκε και στις 6 Αυγούστου 1998 επιβλήθηκε ποινή. Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκε και ο φάκελος της δεύτερης υπόθεσης η οποία διαβιβάστηκε στην Ε.Ε.Υ. στις 15 Ιουνίου 1998, μετά δηλαδή που επιφυλάχθηκε η απόφαση στην πρώτη. Το κατηγορητήριο στάληκε στην εφεσείουσα στις 19 Αυγούστου 1998 και η υπόθεση ορίστηκε για τις 7 Σεπτεμβρίου 1998. Κατ' εκείνη την ημερομηνία καταχωρήθηκε μη παραδοχή, με δήλωση όμως του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι κατόπιν μελέτης θα υπήρχε το ενδεχόμενο αλλαγής απάντησης. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1998, αφού μεσολάβησαν με αίτημα της εφεσείουσας δύο αναβολές, αγόρευσε ο συνήγορός της. Επιφυλάχθηκε η απόφαση και στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 επιβλήθηκε η ποινή.
Με την προσφυγή η εφεσείουσα ζητούσε:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση ημερ. 16.10.98 με την οποία έκρινε την αιτήτρια ένοχη και ή επέβαλε στην αιτήτρια, την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Στη γραπτή αγόρευσή του ο συνήγορος της εφεσείουσας διευκρίνισε όμως πρωτόδικα πως η προσφυγή αφορούσε «την βαρύτατη ποινή στη δεύτερη πειθαρχική δίκη». Άλλωστε, σε ό,τι αφορά την ενοχή στις κατηγορίες, όπως ήδη αναφέραμε η εφεσείουσα τις είχε παραδεχθεί ενώπιον της Ε.Ε.Υ. Απέμεινε λοιπόν το παράπονο για την επιβληθείσα ποινή. Σε σχέση με την οποία η Ε.Ε.Υ. ανέφερε τα εξής:
«Όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα όσα ο ευπαίδευτος δικηγόρος της καθ' ης η δίωξη ανάφερε και το γεγονός ότι η καθ' ης η κατηγορία έχει καταδικαστεί στην πειθαρχική υπόθεση 1/98. Θεωρεί όμως ότι οι κατηγορίες ιδιαίτερα η 1η, 2η, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η και 9η αποτελούν πολύ σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα. Η Επιτροπή κρίνει ότι υπό τις περιστάσεις η αρμόζουσα ποινή είναι εκείνη της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Η Επιτροπή αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 74(3) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων από το ποσό το οποίο έχει αποκοπεί από τις απολαβές της κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς της (19 Αυγούστου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 98) να της επιστραφεί το ½.»
Απασχόλησαν πρωτόδικα δύο κύρια ζητήματα. Το πρώτο ήταν ότι η Ε.Ε.Υ. προχώρησε σε διεκπεραίωση της πρώτης πειθαρχικής υπόθεσης χωρίς να πληροφορήσει την εφεσείουσα ότι στο μεταξύ προωθήθηκε και η δεύτερη. Προβλήθηκε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα «μεθόδευσης» από μέρους της Ε.Ε.Υ. ώστε στη δεύτερη υπόθεση η εφεσείουσα να έχει πειθαρχικό προηγούμενο το οποίο θα δικαιολογούσε βαρύτερη ποινή η δε Ε.Ε.Υ. εν τέλει, όπως η ίδια ανέφερε, το έλαβε υπόψη. Ο συνήγορος της εφεσείουσας έθεσε το ζήτημα ως εξής:
«Ισχυρίζομαι ότι η αιτήτρια είχε το φυσικό δικαίωμα να γνωρίζει πριν την συμπλήρωση και επιβολή της πρώτης ποινής ότι είχε να αντιμετωπίσει και δεύτερη ομάδα παρομοίων υποθέσεων και ότι εδικαιούτο να ζητήσει να συνυπολογιστούν για σκοπούς ποινής στην πρώτη υπόθεση και οι κατηγορίες της δεύτερης.
Έτσι δεν θα υπήρχε ήδη η πρώτη καταδίκη με περαιτέρω συνέπεια να μην θεωρείται στη δεύτερη δίκη ως ήδη βεβαρυμένη με ποινή.
Ειδικά θα ισχυριστώ ότι στερήθηκε της δυνατότητάς για δίκαιη δίκη ενώπιον της ΕΕΥ, γιατί η ΕΕΥ ενώ γνώριζε τη δεύτερη ομάδα υποθέσεων, μεθόδευσε την μη άμεση προώθησή τους (οπότε θα το εμάθαινε η αιτήτρια) ώστε να προηγηθεί η επιβολή ποινής στην πρώτη ομάδα κατηγοριών.»
Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε την αιτιολογία για την ποινή. Η εφεσείουσα προέβαλε ότι δεν δόθηκε εξήγηση γιατί η αναγκαστική αφυπηρέτηση θεωρήθηκε ως η αρμόζουσα ποινή. Εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να γινόταν, μεταξύ άλλων, ρητή αναφορά στο ότι τα χρήματα επιστράφηκαν και τα θύματα δεν είχαν πια παράπονο.
Ο συνάδελφος που επιλήφθηκε της περίπτωσης πρωτόδικα υπέδειξε, σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, ότι η εφεσείουσα ήδη γνώριζε ότι διερευνούνταν και τα αδικήματα της δεύτερης υπόθεσης για τα οποία είχε δώσει καταθέσεις και ότι ο φάκελος της δεύτερης υπόθεσης διαβιβάστηκε στην Ε.Ε.Υ. μετά που επιφυλάχθηκε η απόφαση στην πρώτη, ενώ η εφεσείουσα είχε τη δυνατότητα, αν το επιθυμούσε, να τα παραδεχόταν έγκαιρα και να ζητούσε να λαμβάνονταν υπόψη στην πρώτη υπόθεση. Κατέληξε ότι δεν υπήρχε «οτιδήποτε το μεμπτό στην πειθαρχική διαδικασία που να παραβιάζει το δικαίωμα της (εφεσείουσας) για δίκαιη δίκη». Ως προς το δεύτερο ζήτημα, ο συνάδελφος θεώρησε την απόφαση δεόντως αιτιολογημένη. Απέρριψε λοιπόν την προσφυγή με έξοδα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης στα αναφερθέντα δύο ζητήματα, προστίθεται δε και τρίτο το οποίο αφορά τη διαταγή για έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Επαναλήφθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης η ίδια επιχειρηματολογία με ορισμένες εξειδικεύσεις αναφορικά κυρίως με την προώθηση της δεύτερης πειθαρχικής υπόθεσης, και έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόδειξη πρωτόδικα ότι η εφεσείουσα ήδη γνώριζε ότι διεξαγόταν έρευνα για τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο συνήγορος της εφεσείουσας εξήγησε σχετικά πως παρόλον που η εφεσείουσα γνώριζε για τη διεξαγωγή έρευνας εντούτοις δεν γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε δίωξη και για εκείνα. Η συνήγορος της Δημοκρατίας αντέτεινε ότι η αιτήτρια θα έπρεπε να ανέμενε, ενόψει της ακόμα μεγαλύτερης σοβαρότητας της δεύτερης υπόθεσης, πως θα κατηγορείτο και για εκείνα τα αδικήματα. ότι, επιπλέον, ενόψει της σοβαρότητάς τους δεν θα δικαιολογείτο εν πάση περιπτώσει να λαμβάνονταν υπόψη στην πρώτη υπόθεση. και ότι η Ε.Ε.Υ. δεν είχε υποχρέωση να εκδικάσει τις δύο υποθέσεις μαζί ούτε και να πληροφορήσει την εφεσείουσα για την εκκρεμότητα της δεύτερης υπόθεσης. Ως προς δε το ζήτημα της αιτιολογίας, προέκυψε κατά τη συζήτηση της έφεσης και η εξής διάσταση. Ενώ η εφεσείουσα θεωρούσε πως η καταδίκη στην πρώτη υπόθεση λήφθηκε υπόψη ως προηγούμενο που επιβάρυνε τη θέση της, η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε πως, όσο και αν έμοιαζε παράξενο, η Ε.Ε.Υ. αναφέρθηκε στην προηγούμενη καταδίκη όχι ως παράγοντα που δικαιολογούσε λιγότερη επιείκεια αλλά ως παράγοντα για μετριασμό της ποινής σε σχέση με την οποία εννοούσε πως συνυπολόγισε και τη χρηματική τιμωρία την οποία η εφεσείουσα είχε ήδη υποστεί.
Δεν διακρίναμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε.Υ. προσήγγισε το έργο της. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη της εφεσείουσας ότι η Ε.Ε.Υ. θα έπρεπε να επανάνοιγε την πρώτη υπόθεση στην οποία είχε επιφυλάξει την απόφασή της και να ειδοποιούσε την εφεσείουσα ότι στο μεταξύ ξεκίνησε δεύτερη, για τη διερεύνηση της οποίας άλλωστε η εφεσείουσα γνώριζε και δεν προέβη η ίδια σε διάβημα που λογικά δεν θα αναμενόταν να ήταν άλλο από αίτημα να ληφθούν υπόψη τα αδικήματα της πρώτης υπόθεσης, της λιγότερο σοβαρής, στην επιμέτρηση της ποινής για τα αδικήματα της δεύτερης, της σοβαρότερης υπόθεσης, όχι αντιστρόφως. Αλλά και πάλι η εφεσείουσα δεν θα είχε νομικό δικαίωμα να απαιτήσει μια τέτοια αντιμετώπιση η οποία εναπόκειται στη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής και την κρίση του εκδικάζοντος οργάνου. Υπήρξε λοιπόν εν προκειμένω τήρηση των προδιαγεγραμμένων δικονομικών διατάξεων. Παρατηρούμε επιπλέον και ότι, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος της Δημοκρατίας, η Ε.Ε.Υ. δεν φαίνεται να αναφέρθηκε στην προηγούμενη καταδίκη με τρόπο που να υποδήλωνε ότι ενόψει αυτής θα επιδείκνυε λιγότερη επιείκεια. Η εν λόγω αναφορά, μαζί με τα όσα ο συνήγορος της εφεσείουσας εξέθεσε υπέρ της ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες, που περιλάμβαναν και τις περιστάσεις της προηγούμενης υπόθεσης, αντιδιαστάληκαν αμέσως μετά, στην επόμενη πρόταση της απόφασης - σχετική είναι η λέξη «όμως» - με τη σοβαρότητα των κατηγοριών ιδιαίτερα ορισμένων από αυτών.
Ως προς την αιτιολογία, μας φαίνεται πως δεν χρειαζόταν η επανάληψη στην ίδια την απόφαση των όσων ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας είχε με την αγόρευσή του εκθέσει και πως εν προκειμένω, παρόλον που δεν εξειδικεύεται στην ίδια την απόφαση η επίδραση των επί μέρους στοιχείων και παραγόντων, η κατάληξη εξηγείται επαρκώς από το ότι δεν θα μπορούσε λογικά να είχε επιβληθεί επιεικέστερη ποινή.
Τέλος, αναφορικά με τα έξοδα η εκδοθείσα διαταγή ήταν, βάσει μακράς τώρα σειράς αποφάσεων της Ολομέλειας, η ενδεδειγμένη: βλ. ενδεικτικά την Tasni Trading Co. Ltd v. Α.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 242, όπου γίνεται αναφορά στη νομολογία που εξηγεί τη ρύθμιση.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.