ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 303
29 Μαΐου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜAΡΙΟΣ Χ"ΠEΤΡΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ, ΜEΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜOΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3001)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αρχικός διορισμός και τοποθέτηση υπαλλήλου, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ― Εκπρόθεσμη η επιδίωξη προσβολής της τοποθέτησης, η οποία είχε γίνει αποδεκτή, υπό τον μανδύα προσβολής της απόφασης της Ε.Δ.Υ, σε νέο αίτημα ― Επρόκειτο για βεβαιωτική απόφαση.
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή ― Η φύση της ως τέτοιας προσδιορίζεται από τα χαρακτηριστικά της και όχι από τις αντιλήψεις των μερών ― Ζήτημα δημόσιας τάξεως.
Ο εφεσείων που είχε υποβάλει αίτημα για αναδρομική τοποθέτησή του στην κλίμακα Α5 συν δύο προσαυξήσεις, χωρίς να έχει προσβάλει την αρχική του τοποθέτηση στην κλίμακα Α2, προσέβαλε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση την απόρριψη του αιτήματός του από την Ε.Δ.Υ.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο αρχικός διορισμός και η τοποθέτηση του εφεσείοντα στη χαμηλότερη κλίμακα συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που ουδέποτε προσεβλήθη. Το νέο αίτημα του εφεσείοντα δεν είχε στη βάση του νέα στοιχεία αλλά απέβλεπε στην αναθεώρηση όσων στήριξαν την αρχική τοποθέτηση. Τώρα δε, υπό τον μανδύα της κρίσης της ΕΔΥ, κατ' ουσίαν επιδιώκεται έλεγχος της νομιμότητας της αρχικής τοποθέτησης, βεβαίως αφού εξέπνευσε εδώ και χρόνια η προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα. Η προσβληθείσα απόφαση της ΕΔΥ είναι, στην πραγματικότητα, βεβαιωτική της αρχικής και δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο. Επομένως δεν υπήρχε και δικαιοδοτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήταν νοητή η συζήτηση της αρχής της καλής πίστης. Η φύση μιας πράξης ως εκτελεστής προσδιορίζεται από τα χαρακτηριστικά της και δεν αλλοιώνεται εν όψει της όποιας αντίληψης των μερών ή των όποιων ενεργειών τους μετά την έκδοσή της. Και, βεβαίως, το γεγονός ότι η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μπατίστα v. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614,
Δήμος Λευκωσίας v. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191,
Κληρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575,
Παναγίδης κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 191.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 779/98), ημερομηνίας 26/1/2000, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή του κατά της απόρριψης του αιτήματός του για αναδρομική και εξυπαρχής τοποθέτησή του στη δεύτερη βαθμίδα της κλίμακας A5 λόγω επιτυχίας του σε εξετάσεις, στη θέση Tεχνικού (Hλεκτρονικής - Tηλεπικοινωνιών) του Yπουργείου Άμυνας, την οποία κατείχε.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι Τεχνικοί (Ηλεκτρονικής-Τηλεπικοινωνιών) στο Υπουργείο Άμυνας, σύμφωνα με το Σχ. Υπηρεσίας της θέσης, κατά τον αρχικό διορισμό τους τοποθετούνταν στη δεύτερη βαθμίδα της κλίμακας Α5 ή στην κλίμακα Α2, ανάλογα με τη φύση των προσόντων τους. Στην πρώτη περίπτωση, όσοι κατείχαν δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, όσοι κατείχαν απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης στην ειδικότητα ή απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης του Συνδυασμού 2, μαζί με τριετή τουλάχιστον πείρα στην ειδικότητα. Με περαιτέρω δυνατότητα, όμως, ως εξής: Όσοι τοποθετούνταν στην κλίμακα Α2 θα δικαιούνταν τοποθέτησης στη δεύτερη βαθμίδα της κλίμακας Α5 αφότου θα αποκτούσαν το αντίστοιχο προσόν της. Εν πάση περιπτώσει, θα προχωρούσαν στην κλίμακα Α5, αφού προηγουμένως εξαντλούσαν την κλίμακα Α2, νοουμένου ότι, μέσα σε προθεσμία που τασσόταν, θα επιτύγχαναν σε εξετάσεις με περιεχόμενο που καθοριζόταν στο Σχ. Υπηρεσίας.
Ο εφεσείων διορίστηκε από τις 16.8.93 στην κλίμακα Α2, πράγμα βεβαίως που αποδέχτηκε. Και αφού μεταγενεστέρως πέτυχε στις αναφερθείσες εξετάσεις, τοποθετήθηκε, από τις 29.9.94, στην κλίμακα Α5. Το είχε αποδεχτεί και αυτό αλλά περίπου δυο χρόνια μετά, στις 22.5.96, διεκδίκησε αναδρομική, εξ αρχής δηλαδή, τοποθέτηση στη δεύτερη βαθμίδα της κλίμακας Α5. Δεν κρίθηκε τότε απαραίτητο να τεθεί αυτό το αίτημα ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ως της αρμόδιας, και ασκήθηκε προσφυγή με αντικείμενο επιστολή από το Γραφείο της ΕΔΥ σύμφωνα με την οποία τα προσόντα του αιτητή δεν ήταν ισότιμα διπλώματος του ΑΤΙ. Το δέχθηκε και η Δημοκρατία πως το θέμα θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ για λήψη απόφασης και η προσφυγή αποσύρθηκε.
Ακολούθησε η εξέταση του θέματος από την ΕΔΥ και η απόφαση της, ημ. 1.6.98, πως πράγματι ο αιτητής δεν είχε τέτοιο ισότιμο προσόν, αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής που κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση. Δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως η ουσία. Η προσφυγή θεωρήθηκε απαράδεκτη γιατί, όπως κρίθηκε, αφού ο αιτητής είχε αποδεχτεί ανεπιφυλάκτως την τοποθέτησή του ως ανωτέρω, εστερείτο έννομου συμφέροντος. Απορρίφθηκε συναφώς και η εισήγησή του πως η δήλωση της Δημοκρατίας που προκάλεσε την απόσυρση της πρώτης προσφυγής, δημιούργησε σχέση εμπιστοσύνης που απέκλειε την εξέταση του θέματος από την πιο πάνω σκοπιά. Υποδείχθηκε επί του προκειμένου από το συνάδελφό μας πώς το ζήτημα της νομιμοποίησης για άσκηση προσφυγής ήταν δημόσιας τάξης. Και πως, εν πάση περιπτώσει, η στάση της Δημοκρατίας δεν δημιούργησε σχέση που να ενεργοποιούσε τις αρχές της καλής πίστης.
Δεν συζητείται με τους λόγους έφεσης το γεγονός της αποδοχής εκ μέρους του εφεσείοντα της αρχικής του τοποθέτησης. Δεν είναι η θέση του πως δεν είχε αποδεχτεί διορισμό στην κατώτερη κλίμακα, βεβαίως στη βάση της αντίληψης πως τα προσόντα του, όπως αποτιμήθηκαν τότε, δεν ανταποκρίνονταν στα απαιτούμενα για τη ψηλότερη. Θεωρεί ο εφεσείων ότι αφού υπέβαλε αίτημα, όπως το ταξινομεί δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, ουσιαστικά για άρση της αδικίας που του προκλήθηκε, σε σχέση με το δημόσιο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της μισθοδοσίας του σύμφωνα με το Νόμο, εναντίον του οποίου ίσχυε αντίστοιχη διαχρονική υποχρέωση της διοίκησης, εδικαιούτο σε κρίση επί της ουσίας. Αυτή η κρίση πράγματι έγινε και αφού η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ, πως τα προσόντα του δεν ανταποκρίνονταν, συνιστούσε νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, είχε έννομο συμφέρον να την προσβάλει, με βάση τις αρχές της υπόθεσης Μπατίστα v. K.O.T. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614, την οποία είχε επικαλεστεί και πρωτοδίκως. Επαναφέρει δε ο εφεσείων και το ζήτημα της σχέσης εμπιστοσύνης που, όπως εισηγείται, δημιουργήθηκε.
Είναι σαφώς ανύπαρκτο το υπόβαθρο πάνω στο οποίο δομήθηκαν οι λόγοι έφεσης. Ο αρχικός διορισμός και η τοποθέτηση του εφεσείοντα στη χαμηλότερη κλίμακα συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που ουδέποτε προσεβλήθη. Το νέο αίτημα του εφεσείοντα δεν είχε στη βάση του νέα στοιχεία αλλά απέβλεπε στην αναθεώρηση όσων στήριξαν την αρχική τοποθέτηση. Τώρα δε, υπό τον μανδύα της κρίσης της ΕΔΥ, κατ' ουσίαν επιδιώκεται έλεγχος της νομιμότητας της αρχικής τοποθέτησης, βεβαίως αφού εξέπνευσε εδώ και χρόνια η προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα. Η προσβληθείσα απόφαση της ΕΔΥ είναι, στην πραγματικότητα, βεβαιωτική της αρχικής και δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο. (βλ. Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191 και συναφώς Αλέκος Ν. Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 575 και Παναγιώτης Α. Παναγίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 191). Επομένως δεν υπήρχε και δικαιοδοτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήταν νοητή η συζήτηση της αρχής της καλής πίστης. Σημειώνουμε πώς η φύση μιας πράξης ως εκτελεστής προσδιορίζεται από τα χαρακτηριστικά της και δεν αλλοιώνεται εν όψει της όποιας αντίληψης των μερών ή των όποιων ενεργειών τους μετά την έκδοσή της. Και, βεβαίως, το γεγονός ότι η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.