ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 3 ΑΑΔ 175

22 Μαρτίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Καθ'ων η αίτηση,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΝΤΕΜΕΝΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 2813)

 

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Πειθαρχική διαδικασία ― Συνοπτική εκδίκαση αδικήματος ― Ακολουθήθηκε πιστά η προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία ― Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής δεν λειτούργησε στη διαδικασία με πολλές ιδιότητες.

Πρωτόδικα η επίδικη απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο η ποινή της διακοπής της ετήσιας προσαύξησης του μισθού του για περίοδο 12 μηνών, ακυρώθηκε. Η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης αμφισβητήθηκε με την έφεση του Ιδρύματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η εισήγηση του εφεσιβλήτου ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής ενήργησε ταυτόχρονα ως παραπονούμενος, ερευνών λειτουργός, κατήγορος και δικαστής στην παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η καταγγελία υποβλήθηκε από τον Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεοράσεως, μετά την παράλειψη του εφεσιβλήτου να παρουσιασθεί για να αναλάβει καθήκοντα, σύμφωνα με οδηγίες που του είχαν δοθεί μέσα στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας του, και η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή συνήδε με τις πρόνοιες των σχετικών κανονισμών. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής δεν ενήργησε αυτόβουλα αρχικά ως καταγγέλλων και αργότερα ως κριτής, αλλά προέβηκε στις ενέργειες που ακολούθησαν κατόπιν καταγγελίας που του υποβλήθηκε από τον προϊστάμενο του εφεσιβλήτου.

Ο Αναπληρωτής Γενικός Δευθυντής έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών, το αδίκημα ενέπιπτε μέσα στον κατάλογο των αδικημάτων που εκδικάζονται με συνοπτική διαδικασία. Οι ενέργειες των εφεσειόντων που ακολούθησαν έγιναν με πλήρη συμμόρφωση προς τους σχετικούς Κανονισμούς και ιδιαίτερα προς τους Κανονισμούς 9(1) και 10(2) και (3).

Η έφεση επιτυγχάνει.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 181/97), ημερομηνίας 7/4/99, με την οποία αποδέχτηκε την προσφυγή του αιτητή και ακύρωσε την απόφασή τους για τη διακοπή της ετήσιας προσαύξησης του μισθού του εφεσιβλήτου για μια περίοδο 12 μηνών γιατί παρέλειψε να παρουσιασθεί, κατόπιν εντολής, στο γραφείο του Προϊσταμένου του για να του ανατεθούν καθήκοντα εργασίας.

Π. Πολυβίου και Α. Νικολαΐδου, Aσκούμενη Δικηγόρος, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Βραχίμη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν το κύρος της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία η απόφαση τους για τη διακοπή της ετήσιας προσαύξησης του μισθού του εφεσιβλήτου για μια περίοδο 12 μηνών γιατί παρέλειψε να παρουσιασθεί κατόπιν εντολής στο γραφείο του Προϊσταμένου του για να του ανατεθούν καθήκοντα εργασίας, κρίθηκε ως άκυρη.

(α) Τα γεγονότα και η έφεση

Ο εφεσίβλητος που κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως "τιτλέρ-μεταφραστής" στο Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου, κλήθηκε γραπτώς στις 29/10/96 από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή όπως εμφανισθεί την 1/11/96 στον Προϊστάμενο του Ανώτερο Μεταφραστή-Συντονιστή για να του αναθέσει καθήκοντα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας του. Ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί και στις 14/11/96 πληροφορήθηκε γραπτώς από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή ότι διερευνόταν το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της μη συμμόρφωσης προς νόμιμη εντολή της Διεύθυνσης κατά παράβαση του Κανονισμού 9(1)(α) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδικας) Κανονισμού του 1986 (Κ.Δ.Π. 160/86). Προς τούτο του ζητήθηκε να υποβάλει γραπτώς έκθεση παραθέτοντας οτιδήποτε ήθελε να θέσει ενώπιον της διεύθυνσης αναφορικά με την πιο πάνω παράλειψη του. Επιπρόσθετα οι εφεσείοντες τον πληροφορούσαν ότι παρέλειψε να παραδώσει έτοιμο τον "ολοκληρωμένο θεματολογικό τομέα" σύμφωνα με επιστολή του εφεσιβλήτου ημερομηνίας 21/6/96. Ο εφεσίβλητος ζήτησε εγγράφως στις 21/11/96 παράταση 15 ημερών για να απαντήσει γιατί, όπως ισχυρίστηκε, υπήρχαν νομικά θέματα για τα οποία έπρεπε να ζητήσει νομική συμβουλή, γιατί οι εφεσείοντες ήθελαν να οικειοποιηθούν την πνευματική και υλική ιδιοκτησία του, γιατί υπήρχε θέμα παράνομης επανάληψης της ίδιας πειθαρχικής δίωξης και γιατί υπήρχε θέμα τρομοκρατικής απαίτησης εκ μέρους των εφεσειόντων να τον υποβιβάσουν σε κατώτερα, εξευτελιστικά και απεχθή καθήκοντα με το πρόσχημα των όρων των σχεδίων υπηρεσίας. Οι εφεσείοντες έδωσαν στον εφεσίβλητο προθεσμία μέχρι τις 5/12/96 για την υποβολή της έκθεσης του. Ο εφεσίβλητος στις 5/12/96 υπέβαλε γραπτώς τις απόψεις του που περιορίστηκαν στην παράθεση συγκεκριμένων λόγων για την μη παράδοση του υλικού για τον "ολοκληρωμένο θεματολογικό τομέα", χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε δικαιολογία για την άρνηση του να παρουσιασθεί στον προϊστάμενο του για να του ανατεθούν καθήκοντα εργασίας.

Στις 2/1/97 ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής των εφεσειόντων πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος διέπραξε εκ πρώτης όψεως το πειθαρχικό αδίκημα της μη συμμόρφωσης προς νόμιμη εντολή της διεύθυνσης κατά παράβαση του Πειθαρχικού Κώδικα του Ιδρύματος και τον κάλεσε να εμφανισθεί στις 9/1/97 στο γραφείο του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή για να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμούσε.

Η πιο πάνω συνάντηση έγινε τελικά στις 10/1/97 στο γραφείο του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή στην οποία παρευρέθηκαν ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, ο εφεσίβλητος και ο δικηγόρος του κ. Α.Σ. Αγγελίδης. Ο τελευταίος υπέβαλε μεταξύ άλλων ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής δεν μπορούσε να ενεργεί ταυτόχρονα ως μάρτυρας και ως δικαστής, ότι ο Νόμος περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας αρ. 59/76 προστατεύει όλους τους ασχολούμενους με πνευματική ιδιοκτησία και ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής έπαυσε να είναι αμερόληπτος.

Τέσσερις μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 14/1/97, οι εφεσείοντες πληροφόρησαν γραπτώς τον εφεσίβλητο ότι,

(i) Βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της μη συμμόρφωσης προς την εντολή της Διεύθυνσης να παρουσιαστεί στο γραφείο του Προϊσταμένου του για να του αναθέσει καθήκοντα εργασίας και ότι

(ii)   Απαλλάγηκε από την κατηγορία της μη παράδοσης του "ολοκληρωμένου θεματολογικού τομέα" λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων.

Για το αδίκημα στο οποίο ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος του επιβλήθηκε η ποινή της διακοπής της παροχής ετήσιας προσαύξησης μισθού για μια περίοδο 12 μηνών.

Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για συγκεκριμένους λόγους και το Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, βρήκε ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής διεξήγαγε ο ίδιος την έρευνα και ακολούθως εκδίκασε ο ίδιος την υπόθεση, επιβάλλοντας ταυτόχρονα και ποινή. Η διαδικασία αυτή, που ερχόταν σε αντίθεση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, οδήγησε στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Με βάση την πιο πάνω κατάληξη το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιβαλλόταν η εξέταση των άλλων λόγων που είχαν προβληθεί από τον εφεσίβλητο για την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει τους Κανονισμούς 9(1) και 10(1) του Πειθαρχικού Κώδικα του Ιδρύματος, που προνοεί για τη συνοπτική εκδίκαση συγκεκριμένων αδικημάτων, όπως αυτό της παρούσας διαδικασίας.

(β) Η νομική πλευρά

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, σε περιπτώσεις που εξετάζεται η διάπραξη ενός πειθαρχικού αδικήματος η διαδικασία που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από το χαρακτήρα του αδικήματος. Αν το αδίκημα είναι ελαφράς μορφής (όπως αυτά καθορίζονται στον Πρώτο Πίνακα των Κανονισμών), το αδίκημα μπορεί να εκδικασθεί συνοπτικά. Τα αδικήματα που διαπράττονται από ένα υπάλληλο και μπορεί να εκδικαστούν συνοπτικά συμπεριλαμβάνουν τα πιο κάτω:

1. Εγκατάλειψη του τόπου εργασίας χωρίς άδεια,

2. Καθυστέρηση στην προσέλευση στον τόπο εργασίας,

3. Αμέλεια, αδιαφορία, νωθρότητα ή αδράνεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

4. Απρεπή συμπεριφορά προς ανωτέρους, συναδέλφους και το κοινό,

5. Παράλειψη ή άρνηση να συμμορφωθεί προς νόμιμη εντολή που δίνεται από ανώτερο και

6. Παράλειψη ή άρνηση να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης του.

Όταν καταγγελθεί στο Γενικό Διευθυντή ότι υπάλληλος έχει διαπράξει ένα από τα πιο πάνω αδικήματα ο Γενικός Διευθυντής μεριμνά όπως διεξαχθεί έρευνα (Κανονισμός 9). Όταν από την έρευνα ο Γενικός Διευθυντής κρίνει ότι εκ πρώτης όψεως έχει διαπραχθεί ένα αδίκημα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, ο υπάλληλος εναντίον του οποίου στρέφεται η καταγγελία ειδοποιείται για να προβάλει τις θέσεις του (Κανονισμός 10(2)).  Ακολούθως ο Γενικός Διευθυντής αφού ακούσει τον υπάλληλο και καταλήξει σε εύρημα ενοχής, μπορεί να επιβάλει μια από τις πιο κάτω ποινές (Κανονισμός 10(3)):

1. Επίπληξη,

2. Αυστηρή επίπληξη,

3.       Κατακράτηση ετήσιας προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες,

4. Διακοπή ετήσιας προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες,  και

5. Αναβολή ετήσιας προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Όταν το αδίκημα είναι σοβαρής μορφής ακολουθείται διαφορετική διαδικασία με το διορισμό ερευνώντος Λειτουργού, διεξαγωγή έρευνας από τον Ερευνώντα Λειτουργό, υποβολή της έκθεσης από τον Ερευνώντα Λειτουργό στο Διοικητικό Συμβούλιο και εκδίκαση της καταγγελίας από το Διοικητικό Συμβούλιο (Κανονισμός 11).

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι στην παρούσα περίπτωση προχώρησαν λόγω της φύσης του αδικήματος με τη συνοπτική διαδικασία, όπως προνοείται στους Κανονισμούς 9(1)(9) και 10(1) και ότι όλη η σχετική διαδικασία ήταν έγκυρη. 

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη, αφού ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής ενήργησε ταυτόχρονα ως παραπονούμενος, ερευνών λειτουργός, κατήγορος και δικαστής. Είναι η θέση του εφεσιβλήτου ότι η ανάληψη των πιο πάνω καθηκόντων από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του αποστερεί τα αναγκαία εχέγγυα αμεροληψίας και έτσι πλήττεται η εγκυρότητα της απόφασης των εφεσειόντων για τη διακοπή της ετήσιας προσαύξησης του εφεσιβλήτου.

Ο εφεσίβλητος υιοθέτησε την επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απόφασης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393, τα γεγονότα της οποίας ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν ουσιαστική διαφορά με την παρούσα περίπτωση, στην οποία ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής "διεξήγαγε ο ίδιος τη διερεύνηση της υπόθεσης και παράλληλα επέβαλε και την ποινή".

Η απόφαση Βασιλείου δεν μπορεί να ενισχύσει τις θέσεις του εφεσιβλήτου γιατί τα γεγονότα της διαφέρουν ουσιωδώς από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Στην υπόθεση Βασιλείου ο Δήμαρχος Παραλιμνίου κατάγγειλε προσωπικά το Δημοτικό Μηχανικό Χριστάκη Βασιλείου για ατασθαλίες που είχαν παρατηρηθεί σε αριθμό φακέλων οικοδομών για τους οποίους ήταν υπεύθυνος ο Δημοτικός Μηχανικός. Ακολούθως το Δημοτικό Συμβούλιο διόρισε ερευνητική επιτροπή, το αποτέλεσμα της έρευνας της οποίας οδήγησε στην καταχώριση συγκεκριμένων κατηγοριών εναντίον του Δημοτικού Μηχανικού. Ο Δήμαρχος συμμετείχε στη σύνθεση του Πειθαρχικού Σώματος που εξέτασε τις κατηγορίες και βρήκε το Δημοτικό Μηχανικό ένοχο σε δέκα από αυτές. Αφού ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του Δημοτικού Συμβουλίου ανατέθηκε στο Δήμαρχο με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, να ετοιμάσει το αιτιολογικό της απόφασης.  Η επιβληθείσα τιμωρία ήταν αναγκαστική αφυπηρέτηση.  Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι ο Δήμαρχος είχε προβεί ο ίδιος στην καταγγελία εναντίον του Δημοτικού Μηχανικού γνωστοποιώντας το Συμβούλιο ότι ο ίδιος είχε ανακαλύψει τις ατασθαλίες για τις οποίες ευθυνόταν ο Δημοτικός Μηχανικός και συμμετείχε στην πειθαρχική διαδικασία που κατέληξε σε εύρημα ενοχής του Δημοτικού Μηχανικού. Οι πιο πάνω ενέργειες του Δημάρχου θα μπορούσαν εύλογα να δημιουργήσουν την εντύπωση σε ένα τρίτο πρόσωπο ότι ο Δήμαρχος εστερείτο των εχεγγύων του αμερόληπτου κριτή αναφορικά με το θέμα της ευθύνης του Δημοτικού Μηχανικού. Η ασυμβίβαστη ιδιότητα του κατήγορου και κριτή ήταν τόσο έντονη που αποστερούσε από το Δήμαρχο το τεκμήριο της αμεροληψίας, που είναι ένα απαραίτητο προσόν για ένα κριτή σε μια πειθαρχική διαδικασία.

Η εισήγηση του εφεσιβλήτου ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής ενήργησε ταυτόχρονα ως παραπονούμενος, ερευνών λειτουργός, κατήγορος και δικαστής στην παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η καταγγελία υποβλήθηκε από τον Τμηματάρχη Προγραμμάτων Τηλεοράσεως μετά την παράλειψη του εφεσιβλήτου να παρουσιασθεί για να αναλάβει καθήκοντα, σύμφωνα με οδηγίες που του είχαν δοθεί μέσα στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας του, και η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή συνήδε με τις πρόνοιες των σχετικών κανονισμών.  Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής δεν ενήργησε αυτόβουλα αρχικά ως καταγγέλλων και αργότερα ως κριτής, αλλά προέβηκε στις ενέργειες που ακολούθησαν κατόπιν καταγγελίας που του υποβλήθηκε από τον προϊστάμενο του εφεσιβλήτου.

Ο Αναπληρωτής Γενικός Δευθυντής έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών, το αδίκημα ενέπιπτε μέσα στον κατάλογο των αδικημάτων που εκδικάζονται με συνοπτική διαδικασία. Οι ενέργειες των εφεσειόντων που ακολούθησαν έγιναν με πλήρη συμμόρφωση προς τους σχετικούς Κανονισμούς και ιδιαίτερα προς τους Κανονισμούς 9(1) και 10(2) και (3).

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Θα προχωρήσουμε στον ορισμό της έφεσης για ακρόαση των υπόλοιπων λόγων που έχουν προβληθεί από τον εφεσίβλητο για την ακύρωση της επίδικης απόφασης, που δεν είχαν εξεταστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία.

H έφεση επιτυγχάνει.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο