ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 118
15 Φεβρουαρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ASTARTI DEVELOPMENT CO LIMITED,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΟY ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2.ΕΦOΡΟΥ ΦOΡΟΥ ΕΙΣΟΔHΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 2970)
Φορολογία Εισοδήματος ― Άρθρο 15(5) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου ― Συμψηφισμός ζημιών ― Το άρθρο δεν εφαρμόζεται λόγω μη έκδοσης κανονισμών, όπως εκεί προβλέπεται ― Υιοθέτηση της απόφασης Δημοκρατία v. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553.
Φορολογία Εισοδήματος ― Εγκύκλιοι και οδηγίες ― Υπεράνω όλων ο νόμος ― Καμία πρακτική δεν μπορεί να διαμορφωθεί υπεράνω του νόμου.
Φορολογία Εισοδήματος ― Άρθρο 23(1) ― Δυνατότητα αναθεώρησης της φορολογίας και μέχρι έξι χρόνια μετά τη λήξη του φορολογικού έτους.
Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης φορολογίας εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Επιζητείται η ανατροπή της αρχής στην Τύμβιου (ανωτέρω), με αναφορά στις αρχές που καθιερώνει η νομολογία για απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Εκκρεμούσης της ακρόασης της έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη ανάλογου ζητήματος στην Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 901, (απόφαση πλήρους Ολομέλειας - πλειοψηφίας). Αποφασίστηκε ότι ο λόγος της Τύμβιου είναι και παραμένει ισχυρός και ότι δεν παρέχεται πεδίο που να δικαιολογεί τη διασάλευση ή την απόκλιση από αυτό. Δεν καθιερώθηκε δικαίωμα συμψηφισμού των κερδών μητρικής με τις ζημιές θυγατρικής εταιρείας, από τις διατάξεις του Άρθρου 15(5) του Ν.163/87.
2. Ο νόμος είναι υπεράνω όλων. Δεσμεύει και επιβάλλει. Διαγράφει το πλαίσιο διακυβέρνησης και διοικητικής λειτουργίας. Καμιά πρακτική, όπως και να διατυπώνεται (με εγκύκλιο ή άλλως πως), δεν μπορεί να διαμορφωθεί ή να ισχύσει έξω από το πλαίσιο του νόμου. Το απρόσωπο του νόμου δεν μπορεί να συμβιβαστεί με καμιά χαριστική ρύθμιση. Σε τέτοια περίπτωση οι διοικούντες θέτουν τον εαυτό τους υπεράνω του νόμου. Η αρχή της καλής πίστης η οποία δεσμεύει τη διοίκηση στις συναλλαγές της με το διοικούμενο, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείρισή του, όχι όμως εφόσον δρα εν παρανομία.
3. Ορθή είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην αντιμετώπιση του Άρθρου 23(1) του Ν.4/78. Ευρίσκει στερεό έδαφος στη νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 311.)
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Ετ. Κ. Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553,
Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300,
P. M. Tseriotis Ltd a.ο. v. Republic (Minister of Finance) (1970) 3 C.L.R. 135,
Ayios Andronikos Co. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1176,
Hellenic Bank Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1619,
Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ.2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,
Μαυρογένης v. Βουλής κ.ά. (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 901,
Ιωνίδης v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 311.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 646/97), ημερομηνίας 18/11/99, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της φορολογίας εισοδήματος η οποία της επιβλήθηκε και της φορολογίας της για έκτακτη εισφορά για την άμυνα.
Μ. Καλλίγερου, εκ μέρους Γ. Αγαπίου, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια.
Ε. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει, ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα εταιρεία (η εφεσείουσα) αμφισβήτησε τη φορολογία που της επιβλήθηκε για το εισόδημά της και συν αυτή τη φορολογία της για έκτακτη εισφορά αναφορικά με την άμυνα για τρεις ξεχωριστούς λόγους:
(α) Παράλειψη συμψηφισμού των κερδών της με τις ζημίες θυγατρικής εταιρείας κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Άρθρου 15(5) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 163/87 - τροποποιητικό νόμο).
(β) Παράλειψη παροχής έκπτωσης για την αγορά μετοχών, επαγόμενη τη μή αφαίρεση της δαπάνης από το φορολογητέο εισόδημά της. Ακριβέστερα, ως μεμπτή προσβάλλεται η απόκλιση του Εφόρου από την πρακτική του τμήματος να δέχεται τέτοιες δαπάνες ως αποκλειστικά καταβληθείσες για την κτήση του εισοδήματός της. Η μεταβολή της πρακτικής της διοίκησης συνετελέσθη με εγκύκλιο η οποία έτυχε αναδρομικής εφαρμογής με την έννοια ότι δεν χορηγήθηκε έκπτωση για δαπάνες σε σχέση με την απόκτηση μετοχών που έγινε πριν την έκδοσή τους, ως η παρούσα περίπτωση.
(γ) Παράβαση της αρχής μή ανάκλησης διοικητικών αποφάσεων ευμενών για το διοικούμενο. Παρά την αποδοχή των λογαριασμών της για το έτος 1990 και παρεπόμενα τον καθορισμό των φορολογικών της υποχρεώσεων, τρία χρόνια αργότερα, ο Έφορος προέβη σε επαναθεώρηση τους με αναφορά στο έτος 1990, για να συμπεριλάβει στο φορολογητέο εισόδημά της κέρδος προσπορισθέν διαφοροποίησης που σημειώθηκε στην αξία συναλλάγματος στο οποίο εμπορευόταν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας κρίνοντας αβάσιμους κάθε ένα από τους τρεις προταθέντες λόγους για ακύρωση των επιδίκων αποφάσεων ή μέρος τους. Ο λόγος της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ετ. Κ.Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, βεβαιούμενος και από τη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στη Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300, θεωρήθηκε καθοριστικός για την ανυπαρξία υποχρέωσης συμψηφισμού των ζημιών θυγατρικής με τα κέρδη μητρικής εταιρείας.
Εξίσου καθοριστική για την έκβαση της προσφυγής υπήρξε και η νομολογία η οποία άπτεται του δεύτερου θέματος σχέση έχουσα με το ανύπαρκτο δικαιώματος απαλλαγής από φορολογία με έρεισμα έκνομη εγκύκλιο ή πρακτική. (Βλ. P. M. Tseriotis Ltd and Others v. Republic (Minister of Finance) (1970) 3 C.L.R. 135, 143· Ayios Andronikos Co. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1176, 1181· Hellenic Bank Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1619, 1626-1630.)
Ανυπόστατος κρίθηκε και ο τρίτος λόγος ακύρωσης με αναφορά και πάλι στη νομολογία η οποία καθορίζει ότι το άρθρο 23(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, (Ν. 4/78) παρέχει πρωτογενή εξουσία στις φορολογικές αρχές να προβαίνουν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, σε επαναθεώρηση επιβληθείσας φορολογίας εντός του φορολογικού έτους ή εντός έξη ετών από τη λήξη αυτού. Κατά συνέπεια η επανεξέταση των φορολογικών υποχρεώσεων της εφεσείουσας για το έτος 1990 δεν συνιστούσε ούτε επαγόταν ανάκληση προηγούμενης διοικητικής απόφασης, αλλά νέα αυτοτελή εκτελεστή πράξη. Ό,τι αμφισβήτησε η εφεσείουσα δεν ήταν η ύπαρξη των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 23(1) του Ν.4/78 για την έκδοση νέας διοικητικής απόφασης, αλλά ο χαρακτήρας της, ενέχων κατά την εισήγησή της, τα χαρακτηριστικά νέας εκτελεστής απόφασης.
Με την έφεση επιζητείται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης λόγω του επισφαλούς του βάθρου στο οποίο στηρίζεται. Επιζητείται η ανατροπή της αρχής στην Τύμβιου (ανωτέρω), με αναφορά στις αρχές που καθιερώνει η νομολογία για απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. (Βλ. μεταξύ άλλων, Νικολάου κ.ά. ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1338· Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315.) Εκκρεμούσης της ακρόασης της έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη ανάλογου ζητήματος στην Ακίνητα Χρίστος Χατζηκυριάκος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 901, (απόφαση πλήρους Ολομέλειας - πλειοψηφίας). Αποφασίστηκε ότι ο λόγος της Τύμβιου είναι και παραμένει ισχυρός και ότι δεν παρέχεται πεδίο που να δικαιολογεί τη διασάλευση ή την απόκλιση από αυτό. Η εφεσείουσα ήταν ενήμερη της απόφασης αυτής χωρίς να προβάλει λόγο, κατά την προφορική ακρόαση, ο οποίος να δικαιολογεί παρέκκλιση από την τελευταία μας απόφαση σε οποιοδήποτε σημείο. Θεωρούμε το θέμα λυθέν και δεν θα μας απασχολήσει άλλο. Διαπιστώνουμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν καθιερώθηκε δικαίωμα συμψηφισμού των κερδών μητρικής με τις ζημιές θυγατρικής εταιρείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15(5) του Ν.163/87.
Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης θεμελιώνονται, όπως και ο πρώτος, σε αιτιολογία όμοια με την ανεπιτυχώς προβληθείσα, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν την πρωτόδικη απόφαση σ' όλα της τα σημεία παραπέμποντας σε σωρεία αποφάσεων που καθιστούν αναπόφευκτη την απόρριψη των λόγων έφεσης 2 και 3.
Ο νόμος είναι υπεράνω όλων. Δεσμεύει και επιβάλλει. Διαγράφει το πλαίσιο διακυβέρνησης και διοικητικής λειτουργίας. Καμιά πρακτική, όπως και να διατυπώνεται (με εγκύκλιο ή άλλως πως), δεν μπορεί να διαμορφωθεί ή να ισχύσει έξω από το πλαίσιο του νόμου. Το απρόσωπο του νόμου δεν μπορεί να συμβιβαστεί με καμιά χαριστική ρύθμιση. Σε τέτοια περίπτωση οι διοικούντες θέτουν τον εαυτό τους υπεράνω του νόμου. Η αρχή της καλής πίστης η οποία δεσμεύει τη διοίκηση στις συναλλαγές της με το διοικούμενο επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείρισή του, όχι όμως εφόσον δρα εν παρανομία.
Τέλος, ορθή είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην αντιμετώπιση του άρθρου 23(1) του Ν. 4/78· ευρίσκει στερεό έδαφος στη νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Ν. Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 311.)
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.