ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
COSTAS G. PIKIS ν. REPUBLIC (MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 562
SAVVAS CHR. SPYROU AND OTHERS (NO. 1) ν. REPUBLIC (LICENSING AUTHORITY) (1973) 3 CLR 478
ANTHOUPOLIS LTD., AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 296
PARASKEVOPOULOU ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 647
Kασάπης Aνδρόνικος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 43
Aντωνίου Aντώνιος I. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 85
Χατζηγεωργίου Χριστόδουλος Χ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 23
Χατζηγεωργίου Τάκης και Άλλη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 42
Χατζηαράπης Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 64
Παπουής Χριστόδουλος και Άλλοι ν. Δήμου Λευκωσίας και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 640
Παπαγεωργίου Κώστας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648
Ανδρέας Μ. Λαΐφης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 798
Πετράκη Aνδρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 206
Aριστείδου Άριστος και Άλλοι ν. Aρχής Tηλεπικοινωνιών Kύπρου (2000) 3 ΑΑΔ 213
Θουκυδίδης Θουκής και Άλλοι ν. Δήμου Λεμεσού και/ή Άλλου (2000) 3 ΑΑΔ 432
Zαχαρίας Σταύρου Zαχαριάδης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 445
Maouris Andreas Estates Ltd ν. Kυπριακού Oργανισμού Tουρισμού (2000) 3 ΑΑΔ 550
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 ΑΑΔ 19
Μικελλίδου Γεωργία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 105
Στυλιανίδου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 124
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 90/1972 - Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972
Ν. 97(I)/1992 - Ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1992
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2002) 3 ΑΑΔ 87
15 Φεβρουαρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
SOΡRINA TRADING LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓΕIΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠAΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟY,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2944)
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Μπορούν να αφορούν μόνο ζητήματα που αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της εκκαλούμενης απόφασης.
Οδοί και Οικοδομές ― Άδεια οικοδομής ― Ανανέωση ― Διακριτική ευχέρεια ανανέωσης ― Υπό τις περιστάσεις μη συμμόρφωσης του αιτητή με τους όρους της άδειας, εύλογα απορρίφθηκε το αίτημα.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Γενικός λόγος έφεσης, πως το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει όλους τους λόγους ακύρωσης, απορρίφθηκε.
Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Δεν απαιτείται αιτιολογία, όταν εφαρμόζεται ο κανόνας.
Ο εφεσείων επεδίωξε με την προσφυγή του, την ακύρωση της απόφασης απόρριψης του αιτήματος του για ανανέωση της άδειας οικοδομής ακινήτου του, χωρίς επιτυχία και ως εκ τούτου καταχώρησε έφεση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των εφεσειόντων, υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα αναμειγνύει την διαχωρισθείσα προσφυγή 912/98 και το αιτητικό της στην υπό εξέταση. Υπέβαλε συναφώς ότι «εκάστη προσφυγή είχε ξεχωριστό αντικείμενο και δεδομένα που οδήγησαν σε προδικαστική ένσταση ότι δεν ήσαν συναφή τα δύο αιτήματα θεραπείας. Η εκ των υστέρων αντιμετώπιση είναι αντιφατική με το ίδιο το διάταγμα ή άδεια διαχωρισμού».
Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Τα όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της εκκαλούμενης απόφασης. Ούτε αποτελούν στοιχεία τα οποία έχουν επηρεάσει την κρίση του.
2. Το θέμα της ανανέωσης της άδειας οικοδομής διέπεται από το Άρθρο 5 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, το οποίο έχει εισαχθεί με το Άρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1992 (Ν.97(Ι)/92).
Εξετάστηκε προσεκτικά το λεκτικό του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 96. Οι πρόνοιες του δεν είναι επιτακτικής υφής, αλλά δυνητικής. Παρέχουν, με άλλα λόγια, διακριτική ευχέρεια στην Αρμόδια Αρχή να ανανεώσει ή να μην ανανεώσει την άδεια οικοδομής. Έπεται πως η ικανοποίηση των δύο προϋποθέσεων - πιστοποιητικό έναρξης εργασιών και παράταση της ισχύος της πολεοδομικής άδειας - που έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες, δεν επιβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή υποχρέωση να προβεί σε ανανέωση της άδειας. Αυτό συνάγεται όχι μόνο από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου 5(2), αλλά και από τις πρόνοιες του Άρθρου 5(5), το οποίο παρέχει εξουσία στην Αρμόδια Αρχή να απορρίπτει την αίτηση για ανανέωση οσάκις συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Μια από αυτές τις προϋποθέσεις είναι η μεταγενέστερη της έκδοσης - της άδειας - και ισχύουσα κατά την ανανέωση διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση.
Στην παρούσα υπόθεση κατά την ανανέωση υπήρχε ισχύουσα «διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση». Αυτή αποτελείτο από την επιστολή της Διοίκησης ημερ. 23.1.98, στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση κάμνει ειδική αναφορά. Λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας οικοδομής σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες. Η Αρμόδια Αρχή έχει ασκήσει την διακριτική της ευχέρεια εντός των πλαισίων που προδιαγράφονται από το Νόμο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ανανέωση άδειας οικοδομής μετά από διαπίστωση της Αρμόδιας Αρχής ότι δεν έχει σημειωθεί συμμόρφωση με τους όρους της άδειας, θα ισοδυναμούσε όχι μόνο με χορήγηση ασύλου στην παρανομία, αλλά με ενθάρρυνση της.
3. Με τον επόμενο λόγο της έφεσης ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι «η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει όλα τα εγερθέντα νομικά σημεία».
Ως αιτιολογία του πιο πάνω λόγου της έφεσης προβάλλεται η θέση ότι «υπήρξε μια πρωτογενής Δικαστική κρίση σε συνδυασμό με υπέρ - απλοποίηση των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων και ισχυρισμών και/ή παραγνώρισε παντελώς την παράταση της πολεοδομικής άδειας μέχρι 12.4.98, δηλαδή χρονικά μεταγενέστερα από την απορριπτική και προσβληθείσα πράξη (ημερ. 12.9.97)».
Παρατηρείται ότι η προβληθείσα αιτιολογία δεν συνιστά αιτιολογία του σχετικού λόγου της έφεσης. Η αιτιολογία έπρεπε να εξειδικεύει ποιός ή ποιοί από τους εννέα λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί στο δικόγραφο της προσφυγής δεν έχει εξεταστεί. Στην απουσία τέτοιας εξειδίκευσης το Εφετείο, στη διαδικασία της αναθεωρητικής έφεσης, δεν μπορεί να αναλάβει το ρόλο εξέτασης του καθενός από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης και να αποφαίνεται επί της εγκυρότητας του. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πάσχει από γενικότητα και δεν μπορεί να εξεταστεί.
4. Τέλος ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι «εσφαλμένα και αντισυνταγματικά υπάρχει απόφαση χωρίς αιτιολογία για να επιδικαστούν έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων». Υπέβαλε ότι «το Σύνταγμα δεν πρόβλεψε θέμα εξόδων ποτέ με κανονισμούς για τη διαδικασία του Άρθρου 146. Διαδικασία που αποβλέπει σε τομή δικαίου στο δημόσιο δίκαιο όπου δεν υπάρχει νικητής άλλος από τη νομιμότητα που διακηρύσσεται με επικύρωση ή ακύρωση». Παρόμοιος λόγος έφεσης έχει προβληθεί επανειλημμένα από τον κ. Αγγελίδη και άλλους δικηγόρους. Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εφαρμόζεται και στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία. Όταν τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, δεν χρειάζεται να δίνεται αιτιολογία. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζαντής v. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841,
Paraskevopoulou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 647,
Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,
Spyrou a.ο. v. Republic (No.1) (1973) 3 C.L.R. 478,
Anthoupolis Ltd a.ο. v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296,
Κασάπη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,
Χ''Γεωργίου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 42,
Χ''Αράπη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,
Παπουής v. Δήμου Λευκωσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 640,
Πετράκη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 206,
Αριστείδου κ.ά. v. ΑΤΗ.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 213,
Ζαχαρίας Σταύρου Ζαχαριάδη Λτδ v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 445,
Θουκιδίδης κ.ά. v. Δήμου Λεμεσού κ.ά (2000) 3 Α.Α.Δ. 432,
Andreas Maouris Estates Ltd v. K.O.T. (2000) 3 Α.Α.Δ. 550,
Παπαγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648,
Ανδρέας Μ. Λαΐφης Λτδ v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 798,
Μικελλίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105,
Στυλιανίδου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124,
Χ''Χάννας v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 331/98), ημερομηνίας 22/10/1999, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία απέρριψαν την αίτησή της για ανανέωση της άδειας οικοδομής με αρ. 21632, ημερ. 8.3.95 σε σχέση με τα τεμάχια 289, 73 και 72 στον Άγιο Tύχωνα.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες στην παρούσα διαδικασία άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία απέρριψαν την αίτηση τους για ανανέωση της άδειας οικοδομής με αρ. 21632 ημερ. 8.3.95 σε σχέση με τα τεμάχια 289, 73 και 72 στον Άγιο Τύχωνα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Μεταφέρουμε τα γεγονότα όπως αυτά έχουν συνοψισθεί στην πρωτόδικη απόφαση:
Στις 13.4.94 εκδόθηκε στους εφεσείοντες πολεοδομική άδεια για την ανέγερση 18 κατοικιών σε κτήμα στο χωριό Άγιος Τύχωνας. Η Αρμόδια Αρχή, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα, εξέδωσε την 8.5.95 σχετική άδεια οικοδομής. Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (Νόμος 90 του 1972, όπως έχει τροποποιηθεί), με όρους οι οποίοι καταγράφονται και επισυνάπτονται σ' αυτή. Η άδεια οικοδομής περιείχε ουσιαστικά ένα όρο, την τήρηση των όρων της πολεοδομικής άδειας.
Η αρμόδια διοικητική αρχή, που παρακολουθούσε την πορεία των οικοδομικών εργασιών, διαπίστωσε πως αυτές δεν διεξάγονταν σύμφωνα με τους όρους της πολεοδομικής άδειας. Έστειλε δε σχετική επιστολή, ημερ. 6.5.97, στους εφεσείοντες, στην οποία υποδείκνυε τις συγκεκριμένες παραβάσεις. Ανέφερε ειδικά, στην πιο πάνω επιστολή, πως οι κατασκευαστικές εργασίες του οδικού δικτύου, που εγκρίθηκε με την πολεοδομική άδεια, άρχισαν χωρίς να υπάρχει συμμόρφωση με τον όρο «505», ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, πως πριν από οποιαδήποτε εργασία θα έπρεπε να διευθετηθεί το θέμα των υψομέτρων, με την έγκριση του πολιτικού μηχανικού των Δημοσίων Έργων. Τούτο θα μπορούσε να γίνει μόνο εφόσον οι εφεσείοντες υπέβαλλαν σχέδια οριζοντιογραφίας και μηκοτομής του δρόμου. Ώφειλαν, επίσης, να υποβάλουν διατομές ανά 20 μ. στις περιοχές των τεμαχίων 73 και 76 που γειτνιάζουν με το οδικό δίκτυο. Στην κατάληξη της επιστολής, οι εφεσείοντες κλήθηκαν να διακόψουν τις κατασκευαστικές εργασίες και να υποβάλουν στην επαρχιακή διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών, τα πιο πάνω σχέδια για έλεγχο και έγκριση.
Οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με τις πιο πάνω υποδείξεις. Αντί αυτού προχώρησαν στη συμπλήρωση του οδικού δικτύου χωρίς να γίνει η σχετική επιθεώρηση και προτού διευθετηθούν όλα τα θέματα που είχαν εγερθεί στην πιο πάνω επιστολή της 6.5.97, και που είχαν άμεση σχέση και με τα υψομετρικά του δρόμου, τις αποχετεύσεις των ομβρύων υδάτων, και την τοποθέτηση αγωγών της Αρχής Ηλεκτρισμού, Τηλεπικοινωνιών και του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων.
Η διοίκηση επανήλθε με δεύτερη επιστολή της, στις 12.9.97. Υπέδειξε τα πιο πάνω, καθώς επίσης και το γεγονός πως οι οικοδομικές εργασίες συνεχίζονταν, ενώ η άδεια οικοδομής είχε ήδη λήξει. Γι' αυτό και οι εφεσείοντες πληροφορήθηκαν, με την ίδια επιστολή, πως η διοίκηση θα προχωρούσε στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον τους για παράβαση των όρων της άδειας οικοδομής και για τη συνέχιση των εργασιών ενώ αυτή είχε λήξει.
Σχεδόν παρόμοιου περιεχομένου γνωστοποίηση διαβιβάσθηκε στους εφεσείοντες με την επιστολή της διοίκησης ημερ. 23.1.98. Οι εφεσείοντες πληροφορήθηκαν ότι για να καταστεί δυνατή η πάρα πέρα μελέτη και προώθηση της αίτησης τους για άδεια οικοδομής θα πρέπει να υποβάλουν νέα σχέδια μηκοτομών, τα οποία να μπορούν να εγκριθούν από τον Επαρχιακό Μηχανικό Τμήματος Δημοσίων Έργων. Επίσης θα πρέπει να υποβάλουν σχέδια για τις αποχετεύσεις της προτεινόμενης ανάπτυξης, για έλεγχο και έγκριση από τους Υγειονολόγους Μηχανικούς, όπως προβλέπει ο όρος [515] [β] της πολεοδομικής άδειας με αρ. ΛΕΜ/0023/95.
Η επιστολή ημερ. 23.1.98 καταλήγει ως εξής:
«Τονίζεται ότι δεν επιτρέπεται η έναρξη/συνέχιση των οικοδομικών εργασιών προτού σας παραχωρηθεί η ζητούμενη άδεια οικοδομής που μελετάται με τον φάκελο Β449/97 και ανανεωθεί η άδεια οικοδομής, που εγκρίθηκε με το φάκελο με αρ. Β133/94. Διαφορετικά θα υποχρεωθώ να ζητήσω από το Επαρχιακό Δικαστήριο διάταγμα αναστολής των σχετικών εργασιών.»
Οι εφεσείοντες, μετά την εξασφάλιση «πιστοποιητικού έναρξης εργασιών» από την Πολεοδομική Αρχή, απευθύνθηκαν, στις 12.11.97, στους εφεσίβλητους για ανανέωση της άδειας οικοδομής. Το αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή της διοίκησης ημερ. 23.1.98, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή. Συγκεκριμένα, (α) δεν διευθετήθηκε το θέμα των υψομέτρων των προτεινόμενων δρόμων (έγινε πάλιν αναφορά στην πιο πάνω - προηγούμενη - επιστολή της διοίκησης ημερ. 23.1.98), (β) δεν υποβλήθηκε πιστοποιητικό οριοθέτησης του μελλοντικού οδικού δικτύου που εγκρίθηκε με τις σχετικές πολεοδομικές άδειες, καθώς και πιστοποιητικό εξωτερικής οριοθέτησης του τεμαχίου και (γ) δεν εξασφαλίστηκε πολεοδομική άδεια για κολυμβητικές δεξαμενές των τοίχων αντιστήριξης και άλλων εξωτερικών διαμορφώσεων, που έγιναν παράνομα, χωρίς δηλαδή να υπάρχει σχετική πολεοδομική άδεια.
Η διοίκηση κάλεσε τους εφεσείοντες να διακόψουν τις κατασκευαστικές εργασίες και να προβούν στα δέοντα για την άρση της παρανομίας, ώστε να εξεταστεί η ανανέωση της άδειας οικοδομής.
Το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής είχε δύο αιτητικά. Το πρώτο αιτητικό στρεφόταν κατά της απόρριψης της αίτησης για ανανέωση της άδειας οικοδομής ενώ το δεύτερο στρεφόταν κατά της απόρριψης της αίτησης για άδεια οικοδομής. Με άδεια του δικαστηρίου διαχωρίστηκε το δικόγραφο με αποτέλεσμα να καταχωρισθεί η προσφυγή 912/98 σε σχέση με το δεύτερο αιτητικό. Ωστόσο κατά την εξέταση του πρώτου αιτητικού το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι το αποτέλεσμα της πρώτης προσφυγής θα επηρεάσει κατά τον ίδιο τρόπο και την τύχη της προσφυγής 912/98.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή η οποία στρεφόταν κατά την απόρριψης της αίτησης για ανανέωση της άδειας οικοδομής. Έρεισμα της απόφασης του ήταν το πιο κάτω απόσπασμα από την Ζαντή ν. Επάρχου Λευκωσίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4841 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):
«Μετά την ενεργοποίηση του Ν. 90/72 η άδεια οικοδομής η οποία προβλέπεται στον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, έπαυσε να αποτελεί το θεμέλιο για την οικοδομική ανάπτυξη. Η εμβέλεια της περιορίζεται στην εκτέλεση της ανάπτυξης που εξουσιοδοτείται με την πολεοδομική άδεια και τον καθορισμό λεπτομερειών που δεν προσδιορίζονται σ' αυτή.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:
«Η Αρμόδια Αρχή, που εξέδωσε την άδεια οικοδομής, και είναι επιφορτισμένη να βεβαιώνει πως η εκτέλεση των εργασιών γίνεται σύμφωνα με τους όρους της πολεοδομικής άδειας, διαπίστωσε πως υπήρξαν σοβαρές παραβάσεις, στις οποίες έχω ήδη κάνει αναφορά. Ήταν καθήκον επομένως, της διοίκησης, και ορθά έπραξε, να εφαρμόσει το νόμο, που και οι αιτητές όφειλαν να σεβαστούν. Αφού διαπιστώθηκαν σοβαρές παραβάσεις των όρων της πολεοδομικής άδειας, μέχρι που ανηγέρθησαν και παράνομα υποστατικά όπως πισίνες, ορθά η διοίκηση αρνήθηκε την ανανέωση της άδειας οικοδομής. Η ανανέωση της άδειας θα ισοδυναμούσε με κάλυψη της παρανομίας εκ μέρους των αιτητών.»
Η έφεση.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των εφεσειόντων, υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα αναμειγνύει την διαχωρισθείσα προσφυγή 912/98 και το αιτητικό της στην υπό εξέταση. Υπέβαλε συναφώς ότι «εκάστη προσφυγή είχε ξεχωριστό αντικείμενο και δεδομένα που οδήγησαν σε προδικαστική ένσταση ότι δεν ήσαν συναφή τα δύο αιτήματα θεραπείας. Η εκ των υστέρων αντιμετώπιση είναι αντιφατική με το ίδιο το διάταγμα ή άδεια διαχωρισμού».
Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Τα όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της εκκαλούμενης απόφασης. Ούτε αποτελούν στοιχεία τα οποία έχουν επηρεάσει την κρίση του.
Ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε, επίσης, ότι εσφαλμένα «κρίθηκε ότι η τυχόν αποδοχή της αίτησης θα αποτελούσε με κάλυψη της παρανομίας (παραβίαση όρων Πολεοδομικού του έργου) από τους εφεσίβλητους». Υπέβαλε ότι η προώθηση των «εργασιών νομίμων ή μη είχε επιτραπεί μετά την Πολεοδομική άδεια παράτασης μέχρι το Δεκέμβρη του 1998 - γεγονός που παραγνώρισε και δεν αναφέρθηκε σ' αυτό καθ' όλου η Πρωτόδικη απόφαση. Δεν υπήρχαν πολεοδομικές παραβάσεις που δεν θα εκτελούντο νόμιμα μέχρι την δοθείσα παράταση». Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε, επίσης, ότι οι «προϋποθέσεις για να ικανοποιηθεί αίτημα για ανανέωση άδειας οικοδομής μετά την εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Νόμος 90/72 όπως έχει τροποποιηθεί) είναι να υπάρχουν από την Πολεοδομική Αρχή,
(α) Πιστοποιητικό έναρξης εργασιών και
(β) Παράταση της ισχύος της πολεοδομικής άδειας.
Οι εφεσείοντες - καταλήγει η εισήγηση - «συγκέντρωσαν και τα δύο αυτά έγγραφα-βεβαιώσεις πριν υποβάλουν στην Αρμόδια Αρχή αίτηση για ανανέωση της οικοδομικής άδειας. Το πιστοποιητικό έναρξης εργασιών παραχωρεί η Πολεοδομική Αρχή ως η κατά Νόμο αρμοδιότητα της και δεσμεύει την Αρμόδια Αρχή».
Το θέμα της ανανέωσης της άδειας οικοδομής διέπεται από το Άρθρο 5 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, το οποίο έχει εισαχθεί με το Αρθρο 3 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1992 (Ν. 97(Ι)/92)*.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το λεκτικό του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 96. Θεωρούμε ότι οι πρόνοιες του δεν είναι επιτακτικής υφής αλλά δυνητικής υφής. Παρέχουν, με άλλα λόγια, διακριτική ευχέρεια στην Αρμόδια Αρχή να ανανεώσει ή να μην ανανεώσει την άδεια οικοδομής. Έπεται πως η ικανοποίηση των δύο προϋποθέσεων - πιστοποιητικό έναρξης εργασιών και παράταση της ισχύος της πολεοδομικής άδειας - που έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες δεν επιβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή υποχρέωση να προβεί σε ανανέωση της άδειας. Αυτό συνάγεται όχι μόνο από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου 5(2) αλλά και από τις πρόνοιες του Άρθρου 5(5) το οποίο παρέχει εξουσία στην Αρμόδια Αρχή να απορρίπτει την αίτηση για ανανέωση οσάκις συντρέχουν ωρισμένες προϋποθέσεις. Μια από αυτές τις προϋποθέσεις είναι η μεταγενέστερη της έκδοσης - της άδειας - και ισχύουσα κατά την ανανέωση διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση.
Στην παρούσα υπόθεση κατά την ανανέωση υπήρχε ισχύουσα «διοικητικής φύσεως γνωστοποίηση». Αυτή αποτελείτο από την πιο πάνω επιστολή της Διοίκησης ημερ. 23.1.98 (παρατίθεται στη σελ. 92, πιο πάνω) στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση κάμνει ειδική αναφορά. Λαμβάνουμε υπόψη τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας οικοδομής σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες. Θεωρούμε ότι η Αρμόδια Αρχή έχει ασκήσει την διακριτική της ευχέρεια εντός των πλαισίων που προδιαγράφονται από το Νόμο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασής μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ανανέωση άδειας οικοδομής μετά από διαπίστωση της Αρμόδιας Αρχής ότι δεν έχει σημειωθεί συμμόρφωση με τους όρους της άδειας θα ισοδυναμούσε όχι μόνο με χορήγηση ασύλου στην παρανομία αλλά με ενθάρρυνση της. Θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο αν η Αρμόδια Αρχή από τη μια ανανέωνε άδεια οικοδομής για συνέχιση της εκτέλεσης του έργου, κατά παράβαση των όρων της άδειας, και από την άλλη προχωρούσε σε δίωξη του παραβάτη, δυνάμει του Άρθρου 20 (1) (β) του Κεφ. 96 για παράβαση των όρων της άδειας.
Με τον επόμενο λόγο της έφεσης ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι «η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει όλα τα εγερθέντα νομικά σημεία».
Ως αιτιολογία του πιο πάνω λόγου της έφεσης προβάλλεται η θέση ότι «υπήρξε μια πρωτογενής Δικαστική κρίση σε συνδυασμό με υπέρ - απλοποίηση των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων και ισχυρισμών και/ή παραγνώρισε παντελώς την παράταση της πολεοδομικής άδειας μέχρι 12.4.98 δηλαδή χρονικά μεταγενέστερα από την απορριπτική και προσβληθείσα πράξη (ημερ. 12.9.97)».
Παρατηρούμε ότι η προβληθείσα αιτιολογία δεν συνιστά αιτιολογία του σχετικού λόγου της έφεσης. Θεωρούμε ότι η αιτιολογία έπρεπε να εξειδικεύει ποιός ή ποιοί από τους εννέα λόγους ακύρωσης που είχαν προβληθεί στο δικόγραφο της προσφυγής δεν έχει εξεταστεί. Στην απουσία τέτοιας εξειδίκευσης το Εφετείο, στη διαδικασία της αναθεωρητικής έφεσης, δεν μπορεί να αναλάβει το ρόλο εξέτασης του καθενός από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης και να αποφαίνεται επί της εγκυρότητας του. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πάσχει από γενικότητα και δεν μπορεί να εξεταστεί.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η κρίση μας περί της εγκυρότητας του λόγου τον οποίο έχει επικαλεσθεί η διοίκηση για την επίδικη κατάληξη της, καθιστά αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης (Βλ. Paraskevopoulou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 647, 661. Βλ. και Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562, 576, Spyrou and Others (No. 1) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Anthoupolis Ltd and Another v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296, 302, 303).
Τέλος ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι «εσφαλμένα και αντισυνταγματικά υπάρχει απόφαση χωρίς αιτιολογία για να επιδικαστούν έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων». Υπέβαλε ότι «το Σύνταγμα δεν πρόβλεψε θέμα εξόδων ποτέ με κανονισμούς για τη διαδικασία του Άρθρου 146. Διαδικασία που αποβλέπει σε τομή δικαίου στο δημόσιο δίκαιο όπου δεν υπάρχει νικητής άλλος από τη νομιμότητα που διακηρύσσεται με επικύρωση ή ακύρωση».
Παρόμοιος λόγος έφεσης έχει προβληθεί επανειλημμένα από τον κ. Αγγελίδη και άλλους δικηγόρους (Βλ. ενδεικτικά Κασάπη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85, Χ''Γεωργίου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 42, Χ''Αράπη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, Παπουής ν. Δήμου Λευκωσίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 640, Πετράκη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 206, Αριστείδου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 213, Ζαχαρίας Σταύρου Ζαχαριάδη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 445, Θουκιδίδης κ.ά. ν. Δήμου Λεμεσού κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 432, Andreas Maouris Estates Ltd v. Κ.Ο.Τ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 550, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, Ανδρέας Μ. Λαΐφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 798, Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105, Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124 και Χ''Χάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19). Λέχθηκε ότι ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα εφαρμόζεται και στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία. Λέχθηκε, επίσης, ότι όταν τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα δεν χρειάζεται να δίνεται αιτιολογία. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Εν όψει της πάγιας θέσης της νομολογίας διερωτώμεθα προς τί η επανειλημμένη προβολή του ίδιου λόγου της έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.