ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 793
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3080.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
ANTENNA T.V. ΛΤΔ και άλλων,
Εφεσειόντων-Αιτητών
και
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση. ___________________ _
28 Νοεμβρίου, 2002
.Για τον εφεσείοντα-αιτητή: Χρ. Χριστοφίδης.
Για την εφεσίβλητη-καθ' ης η αίτηση 1: Κ. Στιβαρού (κα.) για Γ. Κακογιάννη.
Για τους εφεσίβλητους-καθ' ων η αίτηση 2: Π. Πολυβίου με Κ. Σταυρινάκη.
_____________________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Επιβολή Εισφοράς) Νόμου του 1979 (Νόμος 14/79 όπως έχει τροποποιηθεί) «επιβάλλεται επί παντός κατόχου μετρητού καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας της Αρχής κατά διμηνίαν εισφορά υπέρ του Ιδρύματος». Απαλλάσσονται από την εισφορά η Δημοκρατία, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου, οι εκκλησίες και οι αρχές τοπικής διοικήσεως (βλ. άρθρο 3(2) του Νόμου 14/79). Η εισφορά υπολογίζεται με βάση την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλίσκεται κάθε διμηνία σύμφωνα με τις ενδείξεις του μετρητή (βλ. άρθρο 4 του Νόμου 14/79 όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 2 του Νόμου 56(Ι)/97). Το άρθρο 4 του Νόμου έχει δημιουργήσει τις πιο κάτω δύο ομάδες καταναλώσεως με διαφορετικές διμηνιαίες επιβαρύνσεις:«(α) Διατιμήσεις οικιακής χρήσεως.
(β) Πάσα ετέρα διατίμησις.»
Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου 14/79 η εισφορά που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου «συνεισπράττεται υπό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) μετά του εις αυτήν οφειλομένου αντιτίμου της καταναλώσεως της ηλεκτρικής ενέργειας και επί της διδομένης αποδείξεως καταχωρίζεται κεχωρισμένως το ποσόν της εισφοράς». Οι συνέπειες της μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς προδιαγράφονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 του Νόμου 14/79. Η Α.Η.Κ. εφαρμόζει τις κυρώσεις τις οποίες δικαιούται να επιβάλει «εις τους μη καταβάλλοντας το αντίτιμον της καταναλωθείσης ηλεκτρικής ενέργειας», ο δε λογαριασμός επιστρέφεται στο Ρ.Ι.Κ. το οποίο προβαίνει στην είσπραξη του οφειλόμενου ποσού με τον ίδιο τρόπο που εισπράττονται ποσά οφειλόμενα στη Δημοκρατία.
Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στη θέσπιση του Νόμου 14/79 φαίνονται στο προοίμιο του. 'Εχουν ως εξής:
«Επειδή το Ραδιοφωνικόν 'Ιδρυμα Κύπρου αποτελεί οργανισμόν δημοσίου δικαίου μεταξύ των λειτουργιών του οποίου περιλαμβάνεται και η λειτουργία ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής υπηρεσίας δι' εξυπηρέτησιν του κοινού.
Και επειδή η υπηρεσία αύτη αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν.
Και επειδή διά την λειτουργίαν της υπηρεσίας ταύτης το Ραδιοφωνικόν 'Ιδρυμα Κύπρου έχει ανάγκην των απαραιτήτων διά την λειτουργίαν αυτού πόρων.
Και επειδή οι πόροι του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κυρίως προερχόμενοι εκ τελών εκδόσεως αδειών ραδιοφώνων ή τηλεοράσεων είναι ανεπαρκείς διά την λειτουργίαν του Ιδρύματος και την εκπλήρωσιν της κοινωνικής αυτού αποστολής.
Και επειδή εκρίθη αναγκαία η επιβολή φορολογίας προς τον σκοπόν τούτον, καταργουμένων απάντων των μέχρι τούδε καταβλητέων τελών ραδιοφώνων και τηλεοράσεων.»
Η συνταγματικότητα του Νόμου 14/79 εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Constantinides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798 στην οποία είχαν εξεταστεί δύο ζητήματα:
(α) Κατά πόσο η εισφορά που επιβάλλεται από τα άρθρα 3, 4 και 5 του Νόμου 14/79 αποτελεί φόρο ή τέλος ή εισφορά εντός της έννοιας του άρθρου 24 του Συντάγματος.
(β) Κατά πόσο οι ταξινομήσεις που κάμνουν τα άρθρα 3 και 4 του Νόμου 14/79 παραβιάζουν την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος εν όψει της εισήγησης των συνηγόρων της Α.Η.Κ. και του Ρ.Ι.Κ. ότι το κριτήριο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας είχε υιοθετηθεί γιατί αντανακλούσε τις δυνάμεις (means) των καταναλωτών.
Η Ολομέλεια έκρινε ότι η επίδικη επιβάρυνση είναι φόρος εντός της έννοιας του άρθρου 24 του Συντάγματος και επιβλήθηκε δυνάμει Νόμου. Παραθέτουμε το σκεπτικό της απόφασης:
«The test that can be discerned from these text books and case-law is that an imposition is a tax if it is found to fulfill certain characteristics, namely, (a) it is compulsory and not optional, (b) it is imposed or executed by the competent authority, (c) it must be enforceable by law, (d) it is imposed for the public benefit and for public purposes, and (e) it must not be for a service for specific individuals but for a service to the public as a whole, a service in the public interest.
It does not matter that those who pay the tax do not receive the benefit which others paying the same tax receive, the purpose of the imposition being to help or finance an essential public service which constitutes in the words of Article 24.1 of our Constitution public burden.»
Σε μετάφραση
:«Το κριτήριο που μπορεί να διακριβωθεί από αυτή την βιβλιογραφία και τη νομολογία είναι ότι μια επιβάρυνση είναι φόρος αν κριθεί ότι ικανοποιεί ωρισμένα χαρακτηριστικά, (α) είναι υποχρεωτική και όχι προαιρετική, (β) επιβάλλεται ή εκτελείται από αρμόδια αρχή, (γ) εκτελείται με νόμο, (δ) επιβάλλεται για το δημόσιο συμφέρον και για δημόσιους σκοπούς και (ε) δεν πρέπει να επιβάλλεται για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ατόμων αλλά για εξυπηρέτηση του κοινού ως σύνολο, εξυπηρέτηση προς το δημόσιο συμφέρο.
Είναι αδιάφορο το ότι αυτοί που καταβάλλουν το φόρο δεν λαμβάνουν το όφελος το οποίο λαμβάνουν άλλοι που καταβάλλουν τον ίδιο φόρο, εφόσο η επιβάρυνση σκοπό έχει να βοηθήσει ή να χρηματοδοτήσει μια ουσιώδη δημόσια υπηρεσία η οποία συνιστά σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 24.1 του Συντάγματός μας δημόσιο βάρος.»
Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα η πλευρά του αιτητή είχε προβάλει το επιχείρημα ότι το κριτήριο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας όπως φαίνεται στο μετρητή είναι αυθαίρετο γιατί δεν υφίσταται σημαντικός συσχετισμός ανάμεσα στην καταναλωθείσα ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας και των δυνάμεων (means) του φορολογούμενου και ότι η επιλογή της ως κριτήριο για την επιβολή της επίδικης φορολογίας δεν οδηγεί σε ίση μεταχείριση.
Ενώπιον της Ολομέλειας είχε τεθεί μαρτυρία σύμφωνα με την οποία όσο πιο ψηλό ήταν το εισόδημα ενός νοικοκυριού τόσο πιο ψηλή ήταν η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας
.Η Ολομέλεια έκρινε ότι η επίδικη ταξινόμηση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από τα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος. Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας φορολογικών νόμων η Ολομέλεια κατέληξε ως εξής:
«No doubt the imposition of tax provided by section 3(1) of the law has a reasonable basis because, of the established correlation between consumption of electricity current and means and once this reasonable basis has been established, on the authorities cited it is for the State in its own judgment to make exceptions and exemptions in the light of policies which are not demonstratively proved to be oppressive.
.........................
In deciding the reasonableness of the test adopted by legislation Courts should not take the extreme examples where a man of no means may consume more electricity than a rich one who uses no electric current in his house, but the general rule - and no doubt that is the rule in our society to-day- that the richer classes consume more electric current, and undoubtedly electric consumption is connected with the comfort and the economic prosperity of the citizens, so they should proportionately have the public burdens as envisaged by Article 24 of the Constitution.
No doubt the test adopted is a safe test of means and the minor discrepancies that appear in the exemptions are rendered insignificant by the amounts involved.»
Σε μετάφραση
:«Χωρίς αμφιβολία η επιβολή φόρου που προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου έχει μια εύλογη βάση λόγω της θεμελιωθείσας συνάρτησης ανάμεσα στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και των δυνάμεων των φορολογουμένων και εφόσον έχει αποδειχθεί αυτή η εύλογη βάση εναπόκειται στην Πολιτεία κατά τη δική της κρίση να προβεί σε εξαιρέσεις και απαλλαγές υπό το φως πολιτικών οι οποίες δεν αποδεικνύονται έκδηλα ως καταπιεστικές.
.................................. .................................................. ......
'Οταν κρίνουν το εύλογο του κριτηρίου που έχει υιοθετηθεί από το Νομοθέτη τα Δικαστήρια δεν πρέπει να παίρνουν τα ακραία παραδείγματα όπου ένας άνθρωπος χωρίς δυνάμεις (means) μπορεί να καταναλώσει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από έναν πλούσιο που δεν χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του, αλλά τον γενικό κανόνα - και
χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο κανόνας στην κοινωνία μας σήμερα - ότι οι πλουσιότερες τάξεις καναλώνουν περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα, και χωρίς αμφιβολία η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος σχετίζεται με την άνεση και την οικονομική ευμάρεια των πολιτών, και επομένως πρέπει αναλογικά να επωμισθούν τα δημόσια βάρη όπως προβλέπεται από το άρθρο 24 του Συντάγματος.Χωρίς αμφιβολία το κριτήριο που έχει υιοθετηθεί είναι ένα ασφαλές κριτήριο δυνάμεων (means) και οι μικροαντιφάσεις που παρουσιάζονται στις απαλλαγές καθίστανται ασήμαντες από τα συνεπαγόμενα ποσά.»
Όλοι οι εφεσείοντες στην παρούσα έφεση είναι κάτοχοι μετρητή κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Α.Η.Κ.. Ο λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος ενός εκάστου των εφεσειόντων περιλάμβανε κονδύλι πληρωτέων εισφορών και ή πληρωτέων καθυστερημένων εισφορών για λογαριασμό και όφελος του Ρ.Ι.Κ..
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να καταβάλουν το ποσό της πληρωτέας εισφοράς προς όφελος του Ρ.Ι.Κ. και άσκησαν τις Προσφυγές 346/99 μέχρι 349/99 με σκοπό την ακύρωση της πράξης και/ή απόφασης για επιβολή της πληρωτέας εισφοράς, που κοινοποιήθηκε σ' αυτούς μέσω των προαναφερθέντων λογαριασμών.
Οι αιτητές στις Προσφυγές 346/99 και 347/99 είναι ιδιοκτήτες και λειτουργούν τηλεοπτικό σταθμό παγκύπριας εμβέλειας, γνωστό ως ΑΝΤ1, σύμφωνα με άδεια που έλαβαν στις 28.6.1993. Οι αιτητές στην Προσφυγή 348/99 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ' άλλα, ότι ως νομικό πρόσωπο δεν παρακολουθούν κανένα ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα του Ρ.Ι.Κ.. Τέλος ο αιτητής στην Προσφυγή 349/99 είναι φυσικό πρόσωπο. Ισχυρίσθηκε, ανάμεσα σ' άλλα, ότι από το 1992 «και εντεύθεν εδημιουργήθησαν και λειτουργούν πληθώρα ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών με παγκύπρια και τοπική εμβέλεια με μεγαλύτερη ακροαματικότητα και θεαματικότητα από το Ρ.Ι.Κ.».
Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση για επιβολή εισφοράς για λογαριασμό και όφελος του Ρ.Ι.Κ. λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου 14/79.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Νόμος 14/79 «είναι ή κατέστη αντισυνταγματικός» για τους πιο κάτω λόγους:
«(α) Παραβιάζει το άρθρο 24.1 του Συντάγματος επειδή επιβάλλει φορολογία ή εισφορά δυσανάλογη προς τις δυνάμεις των φορολογουμένων και επειδή η ύπαρξη και συντήρηση του Ρ.Ι.Κ. δεν αποτελεί ή και έπαυσε να αποτελεί δημόσιο βάρος ή να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον μετά τη δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών.
(β) Παραβιάζει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος επειδή δημιουργεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των αιτητών (στις προσφυγές 346/99 και 347/99) οι οποίοι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον καλύτερα και με μεγαλύτερη θεαματικότητα από το Ρ.Ι.Κ..
(γ) Παραβιάζει την αρχή της ισότητας που προστατεύει το άρθρο 28.1 του Συντάγματος διότι φορολογεί ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό υπέρ του Ρ.Ι.Κ. και δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή και ευνοϊκές συνθήκες σε οργανισμό ο οποίος φθίνει τόσο οικονομικά όσο και από άποψη θεαματικότητας και ακροαματικότητας.
(δ) Μετά από τη ψήφιση των Νόμων αρ. 120/90, 29(Ι)/92 και 7(Ι)/98 η υπόθεση
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές. 'Εκρινε ότι η
Constantinides (πιο πάνω) αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο και δεν έχει εντοπίσει στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών βάσιμο λόγο για να αποστεί από το λόγο (ratio decidenti) της ConstantinidesΑναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με τη δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε τα εξής:
«Η δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, που στο μεταξύ μεσολάβησε από της έκδοσης της απόφασης στην
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι ο Νόμος 14/79 είναι συνταγματικός και δεν εξέτασε τα άλλα ζητήματα που είχαν εγερθεί στις προσφυγές εφόσον - όπως το έθεσε - «ταύτα συμπλέκονται ή συναρτώνται με το ζήτημα της συνταγματικότητας του Νόμου 14/79».
Η έφεση.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τη συνταγματικότητα του Νόμου 14/79. Υποστήριξαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εστηρίχθη στην υπόθεση
Constantinides«(α) να εξετάσει κατά πόσον η Constantinides
(β) να εξετάσει και αξιολογήσει τα νομικά σημεία και επιχειρήματα των εφεσειόντων τα οποία δεν είχαν εγερθεί στην Constantinides.
(γ) να αξιολογήσει το επιχείρημα ότι εσφαλμένως εθεωρήθησαν οι εισφορές ως φορολογία παραγνωρίζοντας ολόκληρο το ιστορικό της σχετικής νομοθεσίας η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η 'εισφορά' αποτελεί ανταποδοτικό τέλος.
(δ) να αιτιολογήσει το συμπέρασμα του ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 24 του Συντάγματος.»
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τις προσφυγές χωρίς να εξετάσει και να αξιολογήσει τα γεγονότα και νομικά σημεία που εγέρθησαν σ' αυτές και ιδιαίτερα την νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες ο Πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει:
«(α) ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έστω και αν συνιστούν 'φορολογία', ελήφθησαν χωρίς ν' ακουσθούν ή να παρασχεθεί η ευκαιρία ν' ακουσθούν οι απόψεις των αιτητών, παραβιάζοντας έτσι την αρχή περί φυσικής δικαιοσύνης.
(β) ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν τις βασικές νομικές αρχές που παραθέτει ο Βασίλης Παπαχρίστου στο βιβλίο του 'Η Διοικητική Εκτέλεση, Θεωρία - Νομολογία' 'Εκδοση 1984.
(γ) ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζουν την αρχή της ισότητας κατά τον τρόπο και την έννοια που εκτίθεται στο βιβλίο 'Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, Εξεληκτική Μελέτη των Μεγάλων Θεμάτων' και στη νομολογία που αναφέρεται σ' αυτό.
(δ) ότι το Ρ.Ι.Κ. έπαυσε να είναι δημόσιας ωφελείας, αλλά το θεώρησε ως δεδομένο ότι επιτελεί σκοπούς οργανισμού δημόσιας ωφελείας χωρίς να αναπτύξει τους λόγους ή να παράσχει αιτιολογικό με βάση τα γεγονότα που είχε ενώπιον του, βασιζόμενος μόνον στην Constantinides.
(ε) ότι η Α.Η.Κ. στερείται εξουσίας να φορολογήσει και εισπράξει τις 'εισφορές' η οποία βασίστηκε σε άκυρες εγκυκλίους για επιβολή των εισφορών.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ανέπτυξε ταυτόχρονα τους πιο πάνω δύο λόγους της έφεσης. Συνόψισε ως εξής τα επιχειρήματα του:
Σε σχέση με την εισήγηση με αρ. (2) πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος παρουσίασε στοιχεία τα οποία - σύμφωνα με την εισήγηση του - στοιχειοθετούν την άποψη ότι οι Κύπριοι καλούνται να συνεισφέρουν στα δήμοσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους αλλά για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η φορολογία αυτή θεωρείται επαχθής και δυσανάλογη σε σύγκριση με τη φορολογία πλουσιότερων οικογενειών.
Αναφορικά με τις εισηγήσεις με αριθμό (4) και (5) πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο άρθρο 43Α του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, το οποίο έχει εισαχθεί με το Νόμο 31/79. Υποστήριξε ότι το άρθρο 43Α δεν κατέστησε την Α.Η.Κ. φορολογική Αρχή. Επομένως ούτε το Ρ.Ι.Κ. ούτε η Α.Η.Κ. είχαν δικαίωμα να φορολογήσουν. Συνεπώς - συνέχισε - η δεύτερη προϋπόθεση που είχε τεθεί στην Constantinides
Τα όσα διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης (έχει παρατεθεί στη σελ. 9, πιο πάνω) και στα επιχειρήματα με αρ. 1 και 2 (βλ. σελ. 10, πιο πάνω) έχουν επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην Constantinides
Στη Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοϊζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβληθείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.
Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας - Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:
'Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.'
Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»
Η Μαυρογένης (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2114/15.6.98 (απόφαση Κρονίδη, Δ.), Βύρωνος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 57/94/25.2.99 (αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας από Νικολαϊδη, Δ. και Νικολάου, Δ.), Re E. Mitsingas Exports Ltd, Πολιτική 'Εφεση 9561/21.9.98 (απόφαση Πική, Π.), Καλησπέρας ν. Δρυάδη, Πολιτική 'Εφεση 8922/15.5.98 (απόφαση Πική, Π.), Χ'' Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2209/23.6.99 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2357/28.5.99.
Στην Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, Πολιτική 'Εφεση 9381/6.9.99 το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές, Πολιτική 'Εφεση 8957/24.9.98. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής:
«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου. Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»
Βλ. και απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1406: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. (
Fitzleet Estates Ltd v. Cherry (1977) 3 All E.R. 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal (1983) 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R. 513). Eυχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (O΄ Brien v. Robinson (1973) 1 All E.R. 583 (H.L.)).»'Εχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων. Δεν έχουμε πεισθεί από τα όσα έθεσε ενώπιον μας ότι οι αρχές τις οποίες ενσωματώνει η απόφαση στην
Constantinides(α) Η απόφαση στην Constantinides
(β) Αναφορικά με τα στοιχεία τα οποία έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες σε συνάρτηση με την εισήγηση με αρ. 2 (βλ. σελ. 10, πιο πάνω) υπενθυμίζουμε ότι το σχετικό μέρος της απόφασης στην Constantinides
(γ) Η εισήγηση αρ. 3 (βλ. σελ. 10, πιο πάνω) φέρνει στο προσκήνιο τη μεταβολή των συνθηκών που περιβάλλουν τη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών η οποία - μεταβολή - έχει συντελεσθεί με τη θέσπιση του Νόμου 120/90. Υιοθετούμε επί του προκειμένου τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (έχουν παρατεθεί στις σελ. 8-9, πιο πάνω) σύμφωνα με τα οποία η επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς ήταν μέτρο που καθιστούσε βιώσιμη τη λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. και αποτελούσε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος όπως άλλωστε είχε επισημανθεί στην Constantinides.
Προσθέτουμε και τα εξής:
Η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών μπορεί να συμβάλλει στην πολυφωνία στον τομέα της πληροφόρησης και υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να εξασφαλίζει πραγματική άμιλλα και άνοδο της ποιότητας των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί διοικούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, στοχεύουν στο κέρδος. Στην Ελλάδα η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους (βλ. άρθρο 15.2 του Ελληνικού Συντάγματος). Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο βιβλίο του «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Α΄, παραγ. 790, επεξηγεί ότι «η συνταγματική επιταγή του άμεσου κρατικού ελέγχου δεν νοείται ως αντικείμενη στην αμεροληψία της τηλεοράσεως, αλλά ως εγγύηση της αμεροληψίας αυτής». Στη συνέχεια παρατηρεί ότι «ο άμεσος κρατικός έλεγχος δεν είναι ασυμβίβαστος με την οργάνωση της ραδιοτηλεοράσεως κατά τρόπο εγγυώμενο την αντικειμενικότητα της, αλλ' αντιθέτως πρέπει ν' αποτελεί σπουδαίο παράγοντα και εγγύηση αυτής της αντικειμενικότητας». Στην παραγ. 799 ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί ότι «η εφαρμογή των αρχών της αντικειμενικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως» δεν πρέπει, κατά το Σύνταγμα, να γίνει εις βάρος της «ποιοτικής στάθμης» των εκπομπών όπως την επιβάλλουν η «κοινωνική αποστολή της ραδιοτηλεοράσεως και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας». Τη διασφάλιση της ποιοτικής αυτής στάθμης αναθέτει το Σύνταγμα στον κρατικό έλεγχο, τον οποίο ασκεί κατά το νόμο 1866/1989 το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Το Συμβούλιο εκτιμά αν στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές «τηρούνται οι γενικές αρχές της αντικειμενικότητας, πληρότητας και επικαιρότητας της πληροφορήσεως, της πολυφωνίας, της καλής ποιότητας των εκπομπών, της διαφυλάξεως της ποιότητας της ελληνικής γλώσσας, του σεβασμού της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου του ατόμου, καθώς και της διαφυλάξεως, προαγωγής και διαδόσεως του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παραδόσεως». Στην παράγ. 903 παρατηρεί ότι η ραδιοτηλεόραση, που αντικειμενικά καλείται να υπηρετήσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό των ιδεών και των συμφερόντων αφενός, και τη δημοσιότητα του πολιτικού βίου αφετέρου, απειλεί λόγω της μονοπωλιακής της δομής να περιορίσει ή και να νοθεύσει τα συστατικά αυτά στοιχεία της δημοκρατίας. Προχωρεί δε να υποδείξει ότι η απάντηση στον κίνδυνο του συνηθισμένου πραγματικού μονοπωλίου είναι η κρατική επέμβαση.
Θεωρούμε επομένως ότι η ύπαρξη και λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στον τόπο μας, η οποία δεν αποβλέπει στο κέρδος, συνιστά μια μορφή έμμεσου κρατικού ελέγχου που στοχεύει και στην εγγύηση της αντικειμενικότητας της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης. Μια τέτοια εγγύηση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Επομένως η ύπαρξη και λειτουργία του Ρ.Ι.Κ., το οποίο αποτελεί Οργανισμό Δημόσιας Ωφελείας, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. 'Οπως δε αναφέρεται και στο προοίμιο του Νόμου 14/79 η λειτουργία του Ρ.Ι.Κ. αποτελεί εις το σύγχρονον κράτος ουσιώδη κοινωνικήν λειτουργίαν. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η ανάγκη για την εξασφάλιση πόρων οι οποίοι θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη θέσπιση του Νόμου 120/90.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις εισηγήσεις 4, 5 και 6 (βλ. σελ. 11, πιο πάνω). Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στο πιο πάνω άρθρο 43(Α) του Νόμου 3/79 (παρατίθεται στη σελ. 12, πιο πάνω) για να εισηγηθεί ότι δεν υπάρχει νομοθετημένη εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας ούτε αρμόδιο όργανο για φοροθέτηση.
Η εξουσιοδότηση επιβολής φορολογίας περιέχεται στο άρθρο 3(1) του Νόμου 14/79 το οποίο επιτρέπει την επιβολή «επί παντός κατόχου μετρητού καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας της Α.Η.Κ. κατά διμηνίαν εισφοράς υπέρ του Ρ.Ι.Κ.». Το ύψος της εισφοράς καθορίζεται από το άρθρο 4 του Νόμου 14/79. Το άρθρο 5(1) του ιδίου Νόμου εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να συνεισπράττει την εισφορά μαζί με το οφειλόμενο αντίτιμο της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας. Βλέπουμε επομένως ότι υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση για την επιβολή και είσπραξη της επίδικης εισφοράς. Η τελευταία επιβάλλεται με βάση τη διμηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Ο δε Νόμος 14/79 έχει εναποθέσει στην Α.Η.Κ. την αρμοδιότητα να προβαίνει στον υπολογισμό της εισφοράς και να την εισπράττει. Κατά συνέπεια η επίδικη εισφορά επιβάλλεται δυνάμει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης και υπολογίζεται από το Όργανο - την Α.Η.Κ. - στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την αρμοδιότητα υπολογισμού. Έπεται πως οι εισηγήσεις για μη ύπαρξη νομοθετικής εξουσιοδότησης και αρμοδίου οργάνου για φοροθέτηση δεν ευσταθούν. Το άρθρο 43Α του Νόμου 31/79, το οποίο έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία των σχετικών εισηγήσεων του. Αποτελεί μέρος του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171, ο οποίος διέπει τα της λειτουργίας της Α.Η.Κ.. Με το άρθρο 43Α ο Νομοθέτης θέλησε να εισάξει στο Νόμο, Κεφ. 171, πρόνοια που να εξουσιοδοτεί την Α.Η.Κ. να εισπράττει για λογαριασμό άλλης δημόσιας αρχής οποιοδήποτε ποσό οφείλειται σ' αυτή. Το άρθρο 43Α δεν αναιρεί την εξουσιοδότηση που έχει δοθεί στην Α.Η.Κ. από το Νόμο 14/79 να υπολογίζει και εισπράττει την εισφορά.
Αναφορικά με την εισήγηση των εφεσειόντων, η οποία σχετίζεται με τις οικονομικές οδηγίες που έχουν εκδοθεί από την Α.Η.Κ., θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί η θέση των εφεσειόντων για επιβολή φορολογίας από την Α.Η.Κ. δυνάμει οδηγιών. Ο τρόπος επιβολής και καθορισμού της εισφοράς διέπεται ρητώς από το Νόμο 14/79. Οι δε οικονομικές οδηγίες σκοπό έχουν να επεξηγήσουν τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Η επίδικη εισφορά έχει επιβληθεί δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης και όχι δυνάμει των οικονομικών οδηγιών. 'Επεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η τελευταία εισήγηση των εφεσειόντων αναφέρεται στην παραβίαση του δικαιώματος τους για προηγούμενη ακρόαση.
Έχει νομολογηθεί ότι το δικαίωμα του διοικούμενου να ακούεται πριν από την έκδοση μιας διοικητικής πράξεως που τον αφορά υπάρχει στις περιπτώσεις που το προβλέπει ο Νόμος ή όταν η επίδικη διοικητική πράξη αποτελεί στην ουσία επιβολή ποινής ή κυρώσεως ή όταν είναι τιμωρητικής ή πειθαρχικής φύσεως (Βλ. Παντελούρης κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78, 91 - Βλ. επίσης Χ'' Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2209/23.6.99
).Στην παρούσα υπόθεση είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν καθόλου οι προϋποθέσεις που υπαγορεύονται από τη νομολογία για την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.