ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 534
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Aναθεωρητική Έφεση αρ. 3385.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Εφεσειόντων-Καθ΄ ων η αίτηση,
- ν -
Ελένης Κωνσταντίνου, από τη Λευκωσία,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
- - -
Ημερομηνία
: 26 Σεπτεμβρίου, 2002.Για τους εφεσείοντες: Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
μαζί με Ευγ. Καρακάννα (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας.
Για την εφεσίβλητη: Π. Κυπριανού εκ μέρους Α. Παπαχαραλάμπους.
- - -
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Η απόφαση που ακολουθεί αντανακλά το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν όλοι οι Δικαστές εκτός από το Νικολαϊδη, Δ. Με το σκεπτικό της απόφασης ταυτίζονται όλοι οι Δικαστές της πλειοψηφίας εκτός από τον Αρτεμίδη, Δ., που εκθέτει το σκεπτικό του σε ξεχωριστή απόφαση. Ο Νικολαϊδης Δ., εκθέτει τους λόγους που τον οδηγούν στη διαφορετική κατάληξή του σε ξεχωριστή απόφαση.- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) στο Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τα οποία κατείχαν, όπως και η εφεσίβλητη, τα προσόντα για προαγωγή επελέγησαν κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (Ν.55(1)/97) και τροποποιητικός Νόμος Ν.100(1)/98 (ο Νόμος), που προβλέπουν ότι ποσοστό 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πληρούται από προσοντούχους υποψηφίους που ανήκουν στην καθοριζόμενη τάξη. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων.Μέχρι του καθοριζόμενου ποσοστού διορίζονται ή προάγονται, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιωματικά υποψήφιοι που προέρχονται από την τάξη αυτή ανεξάρτητα από τη συγκριτική τους αξία έναντι των άλλων υποψηφίων. Συγκριτικά στοιχεία αξίας για διορισμό ή προαγωγή προσμετρούν μόνο μεταξύ των μελών της τάξης αυτής εφόσον οι δικαιούχοι υπερβαίνουν το ποσοστό του 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων - άρθρο 3 του Νόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το Νόμο αντισυνταγματικό λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει καθολικά την ισότητα ενώπιον του Νόμου και την ίση μεταχείριση των πολιτών από τη Διοίκηση αποκλειομένης κάθε διάκρισης.
Στην απόφαση που εξετάζουμε κατ' έφεση γίνεται αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επεξηγηματικές της ερμηνείας και του πεδίου εφαρμογής του Άρθρου 28 (Argiris Mikrommatis and The Republic (Minister of Finance and Another) 2 R.S.C.C. 125. Republic (Ministry of Finance) v. Nishan Arakian and Others (1972)3 C.L.R. 294. Τομάζου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2935. Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 1956 - 23.1.1998. Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 1855 - 15.9.1998. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2023 - 28.12.1998).
Η νομολογία διασαφηνίζει ότι κοινό παρονομαστή της ισότητας αποτελεί η ομοιογένεια των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου αποκλειομένης της εξίσωσης μεταξύ των ανομοίων ή της διάκρισης μεταξύ των ομοίων. Πρόκειται για την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που έχει ως δείκτη ταξινόμησης την κατ΄ ουσία ομοιότητα των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους αντιστοιχία - (βλ.
Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940, 941. Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332. Pavlou ν. Returning Officer & Others (1987) 1 C.L.R. 252, 273, 274. Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. (Ε) 127).Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με το επιχείρημα ότι η τάξη των παθόντων και των εγκλωβισμένων αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία ατόμων λόγω των δεινών που τους έπληξαν, η θέση των οποίων διακρίνεται από εκείνη των άλλων πολιτών της Δημοκρατίας. Η διαφορά αυτή τους διακρίνει από τους άλλους πολίτες της Δημοκρατίας
, αφενός, και δικαιολογεί την ταξινόμησή τους σε ξεχωριστή ομάδα, στην οποία μπορεί να παραχωρηθούν ιδιαίτερα δικαιώματα για ένταξη στη Δημόσια Υπηρεσία, αφετέρου. Προς νομική θεμελίωση της διάκρισης η οποία γίνεται, ο Γενικός Εισαγγελέας μας παρέπεμψε σε άλλη πρόσφατη πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χ" Ρούσου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 462/00 - 27.5.02, στην οποία το δικαστήριο έκρινε τη διάκριση που γίνεται από το Νόμο παραδεκτή καταλήγοντας σε διαφορετικό συμπέρασμα απ΄ ότι ο πρωτόδικος δικαστής σ΄ αυτή την υπόθεση ως προς τη συνταγματικότητα του Νόμου. Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν το δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη να κρίνει το Νόμο ως συνάδοντα προς το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος είναι:(α) «...δεν θα πρέπει οι δημόσιοι υπάλληλοι να εκλαμβάνονται ως ενιαία τάξη. Δεν μπορούν να θεωρούνται ως ομοιογενή υποκείμενα του δικαίου και δεν δικαιούνται αδιακρίτως προαγωγής.»
(β) «... η διάκριση που γίνεται δικαιολογείται απόλυτα για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν τη διαφορετική αντιμετώπιση των υποστάντων θυσίες κατά τις δύσκολες στιγμές του τόπου ή των στενών συγγενών τους.»
Η διαπίστωση (α) ανωτέρω, δεν παρέχει κανένα στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εξ ορισμού είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του δημοσίου με αποστολή την εκπλήρωση των σκοπών της Δημόσιας Υπηρεσίας. Τόσο τα υπό της νομοθεσίας (περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/90) και τροποποιήσεις), προβλεπόμενα καθήκοντα, η αποστολή, όσο και οι συνθήκες λειτουργίας των υπαλλήλων του δημοσίου, τους εξομοιώνουν σε βαθμό που να στοιχειοθετούν την ομοιογενή τάξη των δημοσίων υπαλλήλων. Σε σχέση με τα καθήκοντα των δημοσίων υπαλλήλων και την εκπλήρωσή τους δε χωρεί καμιά διάκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων. Το
ίδιο ισχύει και για όσους επιδιώκουν την ένταξή τους στη Δημόσια Υπηρεσία. Κοινό παρονομαστή των επιδιώξεών τους αποτελεί η δυνατότητα και η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα αυτά.Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ατόμων αφενός και στο πεδίο που επενεργούν αφετέρου, που στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας, έγκειται στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να κριθεί η (β) διαπίστωση στην υπόθεση για να αποφασιστεί αν μπορεί να
διασπαστεί η εξ αντικειμένου εμφαινόμενη ομοιογένεια μεταξύ των υποψηφίων που διεκδικούν θέση στο δημόσιο. Τα δικαιώματα των υποψηφίων είναι τα ίδια. δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τις προσωπικές τους ιδιαιτερότητες. Ο κοινός παρονομαστής ομοιογένειας στοιχειοθετείται από το ενιαίο μέτρο κρίσης των διεκδικούντων θέση ή προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία που είναι η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσης.Στην Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας Υπ. Αρ. 534/97 κ.ά. - 23.12.1999, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τη συνταγματικότητα του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1996, (Ν.107(1)/96), ο οποίος περιόριζε κατ΄ ουσία το διορισμό σε θέσεις του δημοσίου σε υπαλλήλους που υπηρετούσαν εκτάκτως στη Δημόσια Υπηρεσία. Επρόκειτο για μεγάλο αριθμό ατόμων 1061, μερικοί των οποίων υπηρετούσαν επί προσωρινής βάσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός διότι προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος και λόγω της αντίθεσής του προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Διακηρύττεται στην απόφαση ότι:
«Η αρχή της ισότητας εξυπακούει την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο.» (σελ. 26.)
Στην συνέχεια επεξηγείται σε σχέση με πρώτους διορισμούς στη Δημόσια Υπηρεσία ότι:
«Μόνο με την προκήρυξη των θέσεων και την πρόσκληση προς κάθε πολίτη της Δημοκρατίας, που κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισμό, να διεκδικήσει τη θέση, εκπληρούται η επιτακτική υποχρέωση της πολιτείας προς εξασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης των πολιτών
Άλλη προσέγγιση καθώς υποδεικνύεται:
«...θα εξανέμιζε το δικαίωμα της ισότητας, που περιεκτικά κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 και προσδίδει έρεισμα στην προβολή διεκδικήσεων για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και, γενικά, καθεστώτος ισονομίας στους πολίτες της χώρας.» (σ.20.)
Η ομοιογένεια, όπως και η ανομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή μεταξύ ατόμων και συνακόλουθα η ομαδοποίηση τους για σκοπούς ίσης μεταχείρισης καθορίζεται με βάση τη φύση των πραγμάτων ή την αντικειμενική κατάσταση των προσώπων σε συνάρτηση πάντα με τη λειτουργική τους σημασία στον κοινωνικό χώρο. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Σεργίδης
(ανωτέρω), που απηχεί τις θέσεις οι οποίες υιοθετήθηκαν σε προγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας, Πρόεδρος της Δημοκ. ν. Βουλής (Αρ. 2) (1989)3 Α.Α.Δ. 1931, 1938, είναι αποκαλυπτικό για τον προσδιορισμό των παραμέτρων της ομοιογένειας:«Η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων ή της θέσης ή της κατάστασης ατόμων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης δεν προσδιορίζεται μικροσκοπικά ή σχολαστικά αλλά με γνώμονα την ουσιαστική συνάφεια μεταξύ τους. Όταν η ομοιογένεια μεταξύ πραγμάτων, της θέσεως ή των περιστάσεων ατόμων είναι τόσο μεγάλη ώστε να συνθέτουν ομάδα ατόμων ή υποκειμένων με βάση κοινό παρονομαστή ομοιογένειας ο νομοθέτης έχει τη διακριτική ευχέρεια να ταξινομήσει τα πράγματα ή τα υποκείμενα του δικαίου σε ξεχωριστή κατηγορία και να προβεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις διάφορες από εκείνες που ισχύουν για άλλες συγγενικές αλλά όχι ομοιογενείς κατηγορίες προσώπων ή πραγμάτων. Τόσο η συμπερίληψη πραγμάτων ή ατόμων σε ομοιογενή κατηγορία όσο και οι διακρίσεις που γίνονται στα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις ατόμων πρέπει να έχουν, όπως ορίζει η νομολογία, λογικό έρεισμα το οποίο να πηγάζει από την ομοιότητα ή διαφορές μεταξύ των πραγμάτων ή των φορέων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.» (σ.130)
Της απόφασης στην Ηλία προηγήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Μενελάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996)3 Α.Α.Δ. 370, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία είναι διαφωτιστικό για τις επιταγές της ισότητας στο πλαίσιο της στελέχωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας:
«Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης από τις διοικητικές αρχές και όργανα του κράτους αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πολίτη - Άρθρο 28 - και αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει αποτελεσματικά - Άρθρο 35. Η προκήρυξη θέσεων στο δημόσιο επιβάλλεται γενικότερα, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, για την αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.» (σ.384)
Δεν θα αναφερθούμε στην ελληνική νομολογία σχετικά με διακρίσεις που έγιναν δεχτές σε ορισμένες περιπτώσεις από την Ελληνική Δικαιοσύνη ως επαγόμενες ευμενείς ρυθμίσεις υπέρ ατόμων τα οποία θεωρήθηκαν ότι ευρίσκοντο σε μειονεκτική θέση. Θα σημειώσουμε μόνο ότι οι διατάξεις περί ισότητας στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν είναι ταυτόσημες με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι η νομολογία επί του θέματος παρουσιάζει διακυμάνσεις όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει το Δικαστήριο στη Χ" Ρούσου (ανωτέρω) Σ.τ.Ε. 2314/1968, Σ.τ.Ε. 2216/1975, Σ.τ.Ε. 1456/66 και 227/58. Στο σύγγραμμα του Αριστόβουλου Ι.
Μάνεση - Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979 ασκείται αυστηρή κριτική στις αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας που υιοθετούν τη θέση ότι χωρεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας για λόγους «γενικότερου συμφέροντος». Ο συγγραφέας διατυπώνει τη θέση: (σελ. 325)«Δεν είναι καν νοητόν ο κοινός νομοθέτης να εισάγη και ο δικαστής να αναγνωρίζη παρεκκλίσεις από της καθιερούσης την αρχήν ταύτην συνταγματικής διατάξεως, οιοσδήποτε λόγος και αν συντρέχη.»
Ανάλογη είναι η θέση η οποία υιοθετείται από τον Π.Δ.
Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του - Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα - Τόμος Β - 1991, Παρ. 1409 όπου τονίζεται ότι:«Η προνομιακή πρόσληψη ορισμένων κατηγοριών πολιτών (επιφύλαξη ορισμένου αριθμού, ευνοϊκότερη βαθμολόγηση, διορισμός ως υπεραρίθμων κ.ο.κ.) δεν επιτρέπεται κατ΄ αρχήν, γιατί μια τέτοια προνομιακή μεταχείριση αποτελεί ακριβώς άρνηση της αρχής του άρθρου 4 παρ. 4.»
Δεν θα επεκταθούμε σε περαιτέρω θεώρηση της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Θα υπογραμμίσουμε μόνο ότι εφόσον υφίσταται ομοιογένεια μεταξύ τάξης ατόμων, δεν χωρεί καμιά διάκριση μεταξύ τους.
Βάσει των ρητών διατάξεων της παραγράφου 2, του Άρθρου 28 του Συντάγματος αποκλείεται κάθε διάκριση για οποιοδήποτε λόγο, μη ρητά προβλεπόμενη από το Σύνταγμα. Αντίθετα προς άλλα άρθρα του Συντάγματος τα οποία επίσης διασφαλίζουν θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου (βλ. Άρθρα, 15.2, 17.2, 19.3, 23.3), το Άρθρο 28, δεν παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής του για κανένα λόγο. Περιορισμοί θεμελιώδους δικαιώματος χάριν του δημοσίου συμφέροντος μπορεί να γίνουν δεκτοί μόνο εφόσον το δημόσιο συμφέρον εξειδικεύεται, όπως στην περίπτωση του Άρθρου 25.3 του Συντάγματος, ως λόγος για τον οποίο μπορεί να περιοριστεί κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου. Αλλά και δυνατότητα να παρεχόταν περιορισμού του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης χάριν του δημοσίου συμφέροντος, η διάκριση που γίνεται από το Νόμο δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει. Ο διορισμός, όπως και η προαγωγή των πλέον άξιων και ικανότερων υποψηφίων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το κοινό καλό. Η άρτια στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας προάγει άμεσα το συμφέρον του δημοσίου. Αναξιοκρατικά κριτήρια για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας όχι μόνο δεν προάγουν αλλά πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.
Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική γωνία από την οποία οράται το ζήτημα, εξίσου καθοριστική για τη λύση του θέματος. Αυτή προσδιορίζεται από το δικαίωμα των άλλων υποψηφίων για προαγωγή για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση. Το δικαίωμα του ατόμου προς ίση μεταχείριση εξυπακούει διαγωνισμό για την κατάκτηση θέσης στο δημόσιο επί ίσοις όροις. Το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος σε παθόντες και εγκλωβισμένους δεν αποβλέπει στην παροχή βοήθειας, εκπαιδευτικής ή άλλης, προς γεφύρωση της ανισοσκέλειας που επήλθε από τα δεινά που τους έπληξαν έναντι τρίτων ώστε να είναι σε θέση να διαγωνιστούν ισότιμα με αυτούς. Το δικαίωμα που τους παρέχεται θεμελιώνεται στον εκτοπισμό του δικαιώματος για ίση μεταχείριση παντός ετέρου που διεκδικεί θέση στο δημόσιο, διάκριση που δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το αναφαίρετο των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαίωμα που παρέχεται από το Νόμο συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος παντός τρίτου για ίση μεταχείριση από τη Διοίκηση. Δυσπραγούσα ή ζημιωθείσα τάξη πολιτών μπορεί να τύχει βοήθειας αποβλέπουσας στη θεραπεία ή άμβλυνση των δεινών που τους έπληξαν. Δεν είναι παραδεκτό, όμως, η βοήθεια αυτή να θεμελιώνεται στην άρνηση του αναφαίρετου δικαιώματος για την ισότητα των συμπολιτών τους.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ως αντισυνταγματικό το άρθρο 3 του Νόμου, και απορρίπτουμε την έφεση με έξοδα.
Πικής, Π.
Νικήτας, Δ.
Αρτέμης, Δ.
Κωνσταντιν ίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Καλλής, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Κραμβής, Δ.
Γαβριηλίδη ς, Δ.
Χατζηχαμπή ς, Δ.
/ΑυΦ.