ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 510
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2560
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Π. ΚΑΛΛΗ,Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
1. Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου
2. Αλέκα Π. Παπακόκκινου
Εφεσειουσών/Αιτητριών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, διά του
Υπουργού Εσωτερικών
Εφεσίβλητου/Καθ΄ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 19 Ιουλίου, 2002.Για τις εφεσείουσες: Α. Παπακοκκίνου (κα) προσωπικά και για την εφεσείουσα 1.
Για την εφεσίβλητη: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα).
- - - - - -
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Μ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
M. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Οι εφεσείουσες είναι συνιδιοκτήτριες εξ αδιαιρέτου του Τεμαχίου 158/1, Φ/Σχ. L1/2, εκτάσεως 883 τ.μ., στην τοποθεσία "Λουκκάρκα" του Δήμου Πάφου. Στις 20.11.1990 υπέβαλαν στο Δήμο Πάφου αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής για την ανέγερση εστιατορίου.Η πολεοδομική ζώνη που κάλυπτε το υπό αναφορά τεμάχιο προνοούσε για ανώτατο συντελεστή δόμησης 30%, ανώτατο ποσοστό κάλυψης 20% εφόσον επρόκειτο για εγκεκριμένο οικόπεδο και 20% και 15% αντίστοιχα εφόσον επρόκειτο για τεμάχιο που δεν ήταν εγκεκριμένο οικόπεδο.
Στις 26.5.1992 ο Δήμος Πάφου απέρριψε την αίτηση των εφεσειουσών με το πιο κάτω αιτιολογικό:-
(α) ότι η ανάπτυξη προτεινόταν να γίνει σε χωράφι και όχι σε εγκεκριμένο οικόπεδο με αποτέλεσμα τα αρχιτεκτονικά σχέδια να παρουσιάζουν υπερβάσεις σε σχέση με το συντελεστή δόμησης και το ποσοστό κάλυψης,
(β) ότι το τεμάχιο επηρεαζόταν από τη διαπλάτυνση του στενού σε πλάτος δρόμου που προβλεπόταν από σχέδιο ευθυγράμμισης/βελτίωσης του οδικού δικτύου της περιοχής που εφαρμόζεται σταδιακά, και
(γ) ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και των σχετικών κανονισμών, το πλάτος του δημόσιου δρόμου με το οποίο συνορεύει το τεμάχιο των εφεσειουσών δεν εθεωρείτο ικανοποιητικό ως δημόσια προσπέλαση.
Εναντίον της απόφασης αυτής οι εφεσείουσες στις 8.7.1992 υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών βάσει του άρθρου 18. Με την προσφυγή τους στον Υπουργό ισχυρίζοντο ότι το τεμάχιο τους δεν ήταν χωράφι αλλά εγκεκριμένο οικόπεδο, ότι δεν επηρεάζετο από δεσμευτική ρυμοτομία και ότι το υφιστάμενο πλάτος του δημόσιου δρόμου, με το οποίο συνορεύει είναι ικανοποιητικό.
Ο Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή αφού δέχθηκε και υιοθέτησε το πιο πάνω αιτιολογικό του Δήμου Πάφου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, που εκδίκασε την προσφυγή, κατέληξε ότι το τεμάχιο των εφεσειουσών για το οποίο ζητούσαν άδεια οικοδομής δεν αποτελούσε εγκεκριμένο οικόπεδο αλλά χωράφι ή γη με αποτέλεσμα τα σχέδια που υποβλήθησαν να παρουσιάζουν υπερβάσεις του επιτρεπομένου ανώτατου συντελεστή δόμησης και του ποσοστού κάλυψης. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι ο Υπουργός, κρίνοντας ότι το πλάτος του δρόμου που εφάπτετο το τεμάχιο δεν ήταν ικανοποιητικό, ενήργησε μέσα στα ευλόγως επιτρεπτά όρια της διακριτικής του εξουσίας τα οποία και δεν υπερέβη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη την αιτιολογία που δίδει η αρμοδία αρχή για την απόριψη της ιεραρχικής προσφυγής που βασίσθηκε στον ισχυρισμό ότι το επίδικο τεμάχιο επηρεαζόταν από προτεινόμενο ρυμοτομικό σχέδιο, δεχόμενο προς τούτο και την εισήγηση-παραδοχή της ευπαιδεύτου δικηγόρου της Δημοκρατίας.
Εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση. Προβάλλονται 7 λόγοι έφεσης. Οι πρώτοι τρεις προσβάλλουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το επίδικο τεμάχιο ήταν χωράφι (γη) και όχι οικόπεδο. Ο τέταρτος λόγος προσβάλλει το εύρημα ότι ο Υπουργός άσκησε εύλογα τη διακριτική του εξουσία θεωρώντας το πλάτος του υφιστάμενου δημόσιου δρόμου, που εφάπτετο στο επίδικο τεμάχιο, ως μη ικανοποιητικό, χωρίς δέουσα έρευνα και επαρκή αιτιολογία.
Οι επόμενοι τρεις λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν συνοπτικά. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά την εκφώνηση της επίδικης πρωτόδικης απόφασης δεν παρίστατο η κα Αλέκα Παπακοκκίνου γιατί δεν ειδοποιήθηκε. Ο ισχυρισμός αυτός μένει αναπόδεικτος αφού στο πρακτικό του Δικαστηρίου αναφέρεται το αντίθετο. Δεν μπορεί να τίθεται τέτοιος ισχυρισμός κατ΄ αντίθεση προς τα πρακτικά του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου όμως δεν έχει επεξηγηθεί πώς ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να συνδεθεί ή να επηρεάσει τα επίδικα θέματα.
Ο έκτος λόγος είναι δυσνόητος. Αποτελεί στην ουσία επανάλειψη των προηγούμενων λόγων, οι οποίοι, κατ΄ ισχυρισμό των εφεσειουσών, έπρεπε να γίνουν δεκτοί και ως εκ τούτου η προσφυγή τους να επιτύχει που θα είχε σαν συνέπεια να καταδικασθεί η Δημοκρατία σε έξοδα. Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο με την παρούσα έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και παρά το γεγονός αυτό, δεν καταδίκασε τις εφεσείουσες σε έξοδα ασκώντας τη διακριτική του εξουσία. Τίποτε δεν έχει προταθεί από τις εφεσείουσες για ανατροπή της διαταγής για τα έξοδα.
Ο έβδομος λόγος αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη του Υπουργού να καλέσει και να ακούσει τις εφεσείουσες στα πλαίσια της διαδικασίας εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής τους. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται στις περιπτώσεις διαδικασιών πειθαρχικής φύσεως ή άλλων διαδικασιών με τις οποίες σκοπείται η λήψη μέτρων με τιμωρητικό χαρακτήρα. Η υποχρέωση της διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Βλέπε: Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 CLR 1027).
Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πράγματι το επίδικο τεμάχιο ήταν χωράφι και όχι εγκεκριμένο οικόπεδο, που ήταν και η θέση της αρμοδίας διοικητικής αρχής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 3(1)(γ) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 αποφάσισε ότι το επίδικο τεμάχιο δεν είχε προκύψει από άδεια διαχωρισμού οικοπέδων, σύμφωνα με τον πιο πάνω νόμο. Αυτό είναι πασίδηλο. Στο επίδικο όμως τεμάχιο υπήρχαν οικοδομές, ένα εργοστάσιο-βυρσοδεψείο, οι οποίες είχαν ανεγερθεί πολύ πριν από την ισχύ του Νόμου, Κεφ. 96. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πράγματι, επισημαίνει ότι τίποτε δεν υπήρχε στο φάκελο της υπόθεσης που να αποδεικνύει ότι το επίδικο τεμάχιο προέκυψε από διαχωρισμό, με βάση την παλαιότερη νομοθεσία.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας, με σχετική άδεια της Ολομέλειας, κατατέθηκε από τις εφεσείουσες, ως παραληφθέν μέρος του διοικητικού φακέλου, πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από το οποίο προκύπτει ότι το επίδικο τεμάχιο προέκυψε από διαχωρισμό μεγαλύτερου τεμαχίου. Ο διαχωρισμός αυτός έγινε το έτος 1930
πριν από την εφαρμογή του Νόμου, Κεφ. 96. Αρχικά ολόκληρο το τεμάχιο έφερε αριθμό 158. Διαχωρίσθηκε δε σε δύο τεμάχια, το 158 και το επίδικο 158/1. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό αυτό ο διαχωρισμός έγινε πριν την εφαρμογή του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (διακατοχή, εγγραφή και εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Το επίδικο τεμάχιο είναι έκτασης 883 τ.μ. και εφάπτεται δρόμου πλάτους 10 ποδών μόνο, ο οποίος υπήρχε πριν τη γενική χωρομετρία και εκτίμηση - πριν από το έτος 1930.Έχουμε καταλήξει ότι τόσο η διοικητική αρχή όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξαν σε λανθασμένο αποτέλεσμα γιατί δεν λήφθηκε υπόψη η προγενέστερη νομοθεσία, πριν από την εφαρμογή του Νόμου, Κεφ. 96. Το επίδικο τεμάχιο προέκυψε από διαχωρισμό πριν την εφαρμογή του Νόμου, Κεφ. 96 και ως εκ τούτου ήταν οικόπεδο (building site) από το έτος 1930.
Στο στάδιο αυτό της απόφασης μας τονίζουμε ότι ο αποφασιστικός λόγος για την απόρριψη της αίτησης και της ιεραρχικής προσφυγής των εφεσειουσών ήταν η θέση της αρμοδίας αρχής ότι ο τόπος στον οποίο θα ανεγείρετο η προτεινόμενη οικοδομή ήταν χωράφι (γη) και όχι εγκεκριμένο οικόπεδο. Η θέση αυτή, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω δεν κρίνεται ως ορθή. Η αρμοδία αρχή πρόσθετα και επικουρικά επικαλέσθηκε και τους άλλους δύο λόγους. Ο δεύτερος, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, δεν υποστηρίχθηκε από τη Δημοκρατία και ορθά εφόσον δεν υπήρχε δεσμευτική ρυμοτομία. Υπάρχει σαφής νομολογία επί του θέματος αυτού.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε εύλογα και ορθά ασκώντας τη διακριτική της εξουσία να θεωρήσει ότι το πλάτος των 10 ποδών του δημόσιου δρόμου που εφάπτετο το επίδικο ακίνητο δεν ήταν ικανοποιητικό για την παροχή άδειας οικοδομής. Υποστηρίζουν οι εφεσείουσες ότι η αρμοδία αρχή απεφάσισε χωρίς να προβεί στη δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της.
Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να επιτύχει για τους εξής λόγους:-
Από το φάκελο της υπόθεσης δεν φαίνεται ότι η αρμοδία αρχή προέβη στη δέουσα έρευνα, ούτως ώστε να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της. Γι΄ αυτό η παντελής έλλειψη αιτιολογίας της διοικητικής απόφασης καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Η εκ των υστέρων επίκληση του Κανονισμού 15(Β)(1) δεν διασώζει την απόφαση.
Η έρευνα της αρμοδίας αρχής ήταν ελλειπής τόσο ως προς το πραγματικό πλάτος του δρόμου όσο και ως προς την υφιστάμενη ένθεν και ένθεν του δρόμου πραγματική κατάσταση στην περιοχή. Δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία να διερεύνησε η αρμοδία αρχή, όσον αφορά άλλες οικοδομές επί του δρόμου αυτού που πιθανό να υπάρχουν
, την κατάσταση του δρόμου στην περιοχή και την κυκλοφοριακή κίνηση που παρατηρείται σ΄ αυτόν.Περαιτέρω δεν φαίνεται αν η αρμοδία αρχή εξέτασε την αίτηση των εφεσειουσών με βάση τις πρόνοιες του περί Ρύθμισης Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και ιδιαίτερα των άρθρων 3, 4Α και 9.
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι η αρμοδία αρχή παρέλειψε να προβεί στην δέουσα έρευνα και να δώσει επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ακυρώνεται επίσης και η επίδικη διοικητική απόφαση.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ