ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 3 ΑΑΔ 430

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2973

Υπ. Aρ. 734/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

1. Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και

2. Υπουργού Υγείας,

Εφεσείοντε ς-καθ΄ων η αίτηση,

και

Σωτήρης Χαραλάμπους,

Εφεσίβ λητος-αιτητής.

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5.6.02

Για τους εφεσείοντες: κα Θ. Μαυρομουστάκη εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Π. Αρτέμη, Δ.

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ. Τον Ιούνιο του 1997 οι αιτητές αποπειράθηκαν να εκτελωνίσουν προϊόντα που περιείχαν ως συστατικό τους την ουσία ginseng, κάτι που προκάλεσε την παρέμβαση των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και με απόφαση που λήφθηκε από το Συμβούλιο Φαρμάκων θεωρήθηκε ότι τα προϊόντα αυτά ήταν «ελεγχόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα» και ως αποτέλεσμα απαγορεύτηκε η εκτελώνισή τους.

Καταχωρήθηκε ακολούθως προσφυγή που αφορούσε την πιο πάνω απόφαση, καθώς και την απαγόρευση της εκτελώνισής τους. Ας σημειωθεί ότι, ένα χρόνο περίπου ενωρίτερα, οι εφεσίβλητοι-αιτητές είχαν εισαγάγει ποσότητα των ίδιων προϊόντων που είχαν καταταγεί ως τρόφιμα και εκτελωνίστηκαν για ελεύθερη διάθεση στην αγορά.

Οι εφεσείοντες-καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν πρωτόδικα ότι το Συμβούλιο Φαρμάκων ήταν το αρμόδιο όργανο το οποίο έπρεπε να αποφασίσει ένα ζήτημα τεχνικής φύσης και να κρίνει επί του προκειμένου και να κατατάξει ανάλογα τα προϊόντα. Έρεισμα για την πιο πάνω θέση τους ήταν, όπως υπέβαλαν, οι αποφάσεις Health & Diet Food Centre v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2756 και Health & Diet Food Centre v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1529.

Η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου Φαρμάκων λήφθηκε κατ΄επίκληση του Περί Φαρμάκων (Έλεγχος Ποιότητος, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 1967 (Ν. 6/67) και του Διατάγματος 274/70. Και οι δύο πλευρές δέχθηκαν πως η πιο πάνω πράξη ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, κάτι με το οποίο συμφώνησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Στην απόφαση του το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, ως συνέπεια της κατάταξης που έκανε το Συμβούλιο Φαρμάκων, απαγορεύθηκε η εκτελώνιση των προϊόντων από τις ίδιες Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας χωρίς να προβεί ο Διευθυντής Τελωνείων σε οποιαδήποτε ενέργεια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού με μεγάλη προσοχή και λεπτομέρεια ανέλυσε τις νομικές πρόνοιες και τα γεγονότα της υπόθεσης, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την πράξη καθορισμού των προϊόντων ως ελεγχόμενα φάρμακα, στην οποία είχε προβεί το Συμβούλιο Φαρμάκων, θεωρώντας το αναρμόδιο να πράξει τούτο και κατ΄επέκταση ακύρωσε και την απαγόρευση εκτελώνισης των προϊόντων.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, με την οποία, αφού εγκαταλείφθηκε ο λόγος 1, οι εφεσείοντες-καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν ότι (α) ήταν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες απαγόρευσαν τον τελωνισμό των προϊόντων, (β) εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφασίστηκε ότι το Συμβούλιο Φαρμάκων ενήργησε αναρμοδίως και (γ) εσφαλμένα το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι το διάταγμα του Υπουργού θα έπρεπε να περιέχει τις συγκεκριμένες ουσίες που θεωρούνται ελεγχόμενες.

Σύμφωνα με το Νόμο «. . .ελεγχόμενον φαρμακευτικόν σκεύασμα σημαίνει οιονδήποτε φαρμακευτικόν σκεύασμα όπερ ήθελε περιλαμβάνεται εν τω Πίνακι Ελεγχομένων Φαρμακευτικών Σκευασμάτων, περιλαμβανομένων και των απηγορευμένων φαρμακευτικών σκευασμάτων, ως και παν φαρμακευτικόν σκεύασμα λογιζόμενον ως τοιούτο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου»

Το Συμβούλιο Φαρμάκων εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου 6/67 και από τον ίδιο Νόμο (δέστε άρθρο 4) καθορίζονται και οι αρμοδιότητές του. Σύμφωνα με το άρθρο 4, το Συμβούλιο Φαρμάκων ετοιμάζει και υποβάλλει στον Υπουργό Υγείας «Πίνακα περιέχοντα πάσαν ουσίαν, ήτις ήθελε λογίζεται ελεγχόμενον φαρμακευτικόν σκεύασμα δια τους σκοπούς του Μέρους τούτου του παρόντος Νόμου». Ακολούθως, ο αρμόδιος υπουργός οφείλει να εξετάσει τον Πίνακα και να τον επικυρώσει, είτε ως έχει, ή τροποποιημένο, όποτε κρίνει τούτο σκόπιμο, με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο Πίνακας αυτός μπορεί και μεταγενέστερα να τροποποιηθεί μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Φαρμάκων με Διάταγμα και πάλιν του Υπουργού.

Το επίδικο διάταγμα 274/70 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.3.70, αφού προηγήθηκε υποβολή Πίνακα από το Συμβούλιο Φαρμάκων προς τον Υπουργό. Στον Πίνακα αυτό περιλήφθηκαν και καθορίστηκαν τα πιο κάτω σκευάσματα ως ελεγχόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα:

«Αντιδιαβητικά από του στόματος.

Αντιβιοτικά,

Αντιπηκτικά.

Βιταμίναι.

Δεξτράνη.

Εμβόλια, περιλαμβανομένων τοξινών, ανατοξινών, ταξινοειδών και αντιγόνων. Ορροί περιλαμβανομένων και αντιτοξινών.

Νέα Φαρμακευτικά Σκευάσματα.

Ορμόναι, περιλαμβανομένων και συνθετικών τοιούτων.

Σουλφαμίδαι.

Ψυχοτρόπα Φάρμακα:

(α) Ηρεμιστικά.

(β) Αντικαταθλιπτικά.

(γ) Νευροληπτικά.

(δ) Ψυχοδιεγερτικά.

(ε) Υπνωτικά.»

Είναι προφανές ότι, αφού σε κάποιο στάδιο το Συμβούλιο Φαρμάκων ασχολήθηκε με την ουσία ginseng που περιεχόταν στα εισαχθέντα προϊόντα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ουσία αυτή καλυπτόταν και μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην κατηγορία «Νέων Φαρμακευτικών Σκευασμάτων» και «Ψυχοτρόπων Φαρμάκων»

Ο πρώτος λόγος έφεσης των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση, με τον οποίον προσβάλλουν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες που απαγόρευσαν την εκτελώνιση, θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι καθαρό από δηλώσεις που έγιναν κατόπιν προτροπής του πρωτόδικου Δικαστή ενώπιόν του, πως ουδέποτε υπήρξε επέμβαση και απόφαση περί μη εκτελώνισης από τις αρχές του Τελωνείου αλλά αντίθετα, όταν το Συμβούλιο Φαρμάκων κατέταξε τα προϊόντα στην κατηγορία των ελεγχομένων οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες δεν επέτρεψαν την εκτελώνιση τους ως τρόφιμα και δεν μπορούσε ο εφεσίβλητος να τα εκτελωνίσει ως τέτοια. Κατ΄ακολουθία θα έπρεπε να υποβάλει αίτημα για να του δοθεί άδεια εκτελώνισής τους ως ελεγχομένων φαρμάκων, κάτι που δεν έπραξε. Είναι έτσι προφανές ότι, στην ουσία, απαγορεύθηκε η εκτελώνισή τους από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, και αυτή ήταν η έννοια της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή.

Έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή το σκεπτικό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έχουμε καταλήξει στο αβίαστο συμπέρασμα ότι τούτο είναι απόλυτα ορθό και το υιοθετούμε στην ολότητά του. Με βάση τα πιο πάνω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση των εφεσειόντων ότι η εξέταση των εισαχθέντων προϊόντων και η κατάταξή τους στη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων ήταν κάτι που ήταν εντός της δικαιοδοσίας του Συμβουλίου Φαρμάκων και ότι το τι έκαμε ήταν απλά να διαπιστώσει και να γνωματεύσει ότι τα πιο πάνω προϊόντα ήσαν προϊόντα που ενέπιπταν σε συγκεκριμένη κατηγορία του Διατάγματος. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Αποκλειστικός στην περίπτωση δείκτης των ουσιών που καλύπτονται, μπορεί να είναι μόνο το Διάταγμα του Υπουργού . . . το Διάταγμα πρέπει να προσδιορίζει τις συγκεκριμένες ουσίες που καθορίζονται ως ελεγχόμενες . . . δεν παρέχεται στο Συμβούλιο Φαρμάκων αρμοδιότητα εξειδίκευσης ουσιών, οι οποίες κατά την εκ των υστέρων κρίση του, κατά την ενάσκηση διακριτικής εξουσίας όπως λέγουν οι καθ΄ων η αίτηση, ή πολιτικής όπως λέγει το ίδιο το Συμβούλιο Φαρμάκων, καλύπτονται από το Διάταγμα».

Επίσης, κατ΄ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος έφεσης που αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα θα έπρεπε να περιέχει τις συγκεκριμένες ουσίες που θεωρούνται ελεγχόμενες. Η θέση αυτή προκύπτει σαφώς από τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που παραθέσαμε πιο πάνω και το επιχείρημα των εφεσειόντων πως το Διάταγμα αυτό καθόριζε σαφέστατα ποιές ουσίες εκάλυπτε, δεν φαίνεται να ευσταθεί, αφού στο Διάταγμα περιγράφονταν κατηγορίες φαρμάκων και όχι συγκεκριμένες ουσίες, όπως προνοείται από το άρθρο 4 του Νόμου 6/67.

Κατά συνέπεια των πιο πάνω απορρίπτουμε την έφεση με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

Π. Δ. Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο