ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 3 ΑΑΔ 314

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2728

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου,

Εφεσείοντες

- και -

Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού,

Εφεσίβλητης

---------------------------

5 Ιουνίου 2002

Για τους εφεσείοντες: Αχ. Δημητριάδης.

Για την εφεσίβλητη: Ε. Νικολαίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.

Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1, 2, 3, 8 και 10-29: Μ. Σοφοκλέους.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 4: Α. Λαδάς με Στ. Ασπρόφτα.

Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 5 και 7: Π. Πολυβίου.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 6: Τ. Παπαδόπουλος.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο 9: Γ. Τριανταφυλλίδης.

---------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας, αποτελούμενης

από τους Αρτέμη, Νικολάου, Καλλή και Κρονίδη, Δ.Δ.

θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ. Εγώ καταλήγω σε

αντίθετο αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγώ στη

ξεχωριστή μου απόφαση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες μας κάλεσαν να εξετάσουμε αυτεπαγγέλτως ζήτημα παράνομης σύνθεσης του διοικητικού οργάνου - της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού - που εξέδωσε την προσβληθείσα, με την προσφυγή, απόφαση. Εισηγούνται ότι όπως και στην περίπτωση παράνομης συγκρότησης, πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης και ότι εν προκειμένω η εξέταση καθίσταται εφικτή χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω αφού όλα τα σχετικά στοιχεία - τα πρακτικά συνεδριάσεων του οργάνου - βρίσκονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελο. Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντέτειναν ότι ενώ «μη νόμιμα συγκροτημένο όργανο θεωρείται ως αναρμόδιο και η ύπαρξη αρμοδιότητας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο» εν τούτοις η παράνομη σύνθεση «δεν είναι θέμα δημόσιας τάξης αλλά απλός λόγος ακύρωσης ο οποίος για να εξετασθεί από το Δικαστήριο πρέπει αφ΄ ενός μεν ν΄ αναφέρεται στο δικόγραφο της προσφυγής και αφ΄ ετέρου να έχει εγερθεί πρωτόδικα».

Σε αίτηση ακύρωσης το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

Στην Ελλάδα η δημόσια τάξη ορίζεται ευρύτερα. Τι είναι που καλύπτει εκτίθεται στο κατωτέρω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ι.Δ. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» Β΄ Έκδοση, σελ. 553:

«Το κριτήριο είναι περισσότερο ποσοτικό, αντί για ποιοτικό. Προσβάλλουν την δημοσία τάξη σφάλματα οφθαλμοφανή, ασυνήθη, θίγοντα την υπόσταση της αναιρεσιβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως. Έτσι, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως λόγοι αφορώντες την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου (ΣτΕ 904, 4678/1984) το ανέκκλητο της αποφάσεως που εξεδόθη επί προσφυγής ουσίας (ΣτΕ 3778/1984), την μη προηγουμένη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ 906/1984), την μη νόμιμο σύνθεση, σύσταση και συγκρότηση του δικάσαντος δικαστηρίου (ΣτΕ 4292/1984, 4806/1984), την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως (ΣτΕ 2027/1983) την εφαρμοστέα διάταξη (ΣτΕ 432-35/1982), ή την ισχύ αυτής (ΣτΕ 3256/1981), την τήρηση της αρχής της δημοσιότητος των συνεδριάσεων (ΣτΕ 2158/1981).»

 

Ας σημειωθεί επίσης ότι στην Ελλάδα, ενώ σε αίτηση αναίρεσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα δημόσιας τάξης, σε αίτηση ακύρωσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως και άλλα. Μπορεί συνοπτικά να λεχθεί ότι, όπως υποδεικνύεται στο ίδιο σύγγραμμα (στη σελ. 553), η αυτεπάγγελτη εξέταση εκτείνεται στο καθετί που αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και αποκλείονται μόνο «τα ζητήματα που δεν προκύπτουν ευθέως εκ του φακέλλου και τα οποία, ως εκ τούτου, θα έχρηζαν ειδικής ερεύνης». Άμεσα σχετική ως προς αυτό είναι η απόφαση ΣτΕ Α΄ 2607/1960, την κατάληξη στην οποία επικαλέστηκε η Δημοκρατία και μαζί τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ως αυθεντία για την άποψή τους ότι ζήτημα κακής σύνθεσης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Το γενικότερο ζήτημα αρχής το ΣτΕ το έθεσε στην εν λόγω απόφαση ως εξής:

«Κατά την έννοιαν των διατάξεων τούτων οι λόγοι ακυρότητος, εφ΄ όσον δεν καταλέγονται μεταξύ των εξ επαγγέλματος εξεταζομένων, οίοι τυγχάνουσιν οι αναγόμενοι εις την δημοσίαν τάξιν, οι προκύπτοντες αμέσως εκ της προσβαλλομένης αποφάσεως ή εκ των στοιχείων του φακέλλου, ή οι γνωστοί τω Δικαστηρίω εκ προηγηθείσης δίκης, δέον να προτείνωνται κατά την εν αυταίς διαγραφομένην ειδικήν διαδικασίαν, θεωρούμενοι άλλως ως απαράδεκτοι, τούτο δε προς εξασφάλισιν ουσιώδους προϋποθέσεως δια την ομαλήν απονομήν της Δικαιοσύνης, ήτοι του κατά νόμον αναγκαίου χρονικού διαστήματος δια την σχετικώς άνετον μελέτην και διάγνωσιν περί της βασιμότητος αυτών, προ παντός μεν υπό του Δικαστηρίου, αλλά και των τυχόν τρίτων μετεχόντων της δίκης.»

 

Ως προς δε τις ανάγκες της περίπτωσης εκείνης, το ΣτΕ κατέληξε ότι:

«Κατ΄ ακολουθίαν ο επ΄ ακροατηρίου το πρώτον προβληθείς, δια σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, πρόσθετος λόγος ακυρώσεως περί κακής συνθέσεως του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν ανακριτικού συμβουλίου συνεπεία αντικανονικής αναπληρώσεως του Προέδρου αυτού, μη ερευνόμενος κατ΄ αρχήν αυτεπαγγέλτως, ως μη προκυπτούσης αμέσως είτε εκ της αποφάσεως ταύτης, είτε εκ των στοιχείων του φακέλλου πλημμελείας τινός υποκειμένης εις τοιούτον έλεγχον, αλλ΄ αντιθέτως συνεπαγόμενον έρευναν του πραγματικού, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος.»

 

Η εν λόγω απόφαση δεν υποστηρίζει ότι ζητήματα κακής σύνθεσης δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως ούτε ακόμα, πιο συγκεκριμμένα, ότι δεν αποτελούν ζητήματα δημόσιας τάξης. Βεβαιώνει μόνο ότι τέτοια ζητήματα δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως αν τα στοιχεία που ενδιαφέρουν δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου: δεν θα αναλάβει τότε το Δικαστήριο πρωτοβουλία για να τα συγκεντρώσει. Ως προς αυτό η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διαφέρει.

Η Δημοκρατία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρέπεμψαν σε μερικά ελληνικά συγγράμματα με προοπτική αφενός μεν να υποδείξουν τη διάκριση μεταξύ συγκρότησης και σύνθεσης - μια διάκριση η οποία, όπως πρόσθεσαν, γίνεται επίσης στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/99) τον οποίο όμως δεν χρειάζεται να συζητήσουμε - αφετέρου δε να επισημάνουν πως ενώ σε δύο από τα συγγράμματα γίνεται αναφορά στην παράνομη συγκρότηση ως αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης, δεν γίνεται τέτοια αναφορά και για την περίπτωση παράνομης σύνθεσης.

Η διάκριση μεταξύ συγκρότησης και σύνθεσης είναι βέβαια δεδομένη. Την εξηγεί με σαφήνεια ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του «γενικό διοικητικό δίκαιο» τρίτη έκδοση στις σελ. 451-2:

«Νόμιμη σ υ γ κ ρ ό τ η σ η του συλλογικού οργάνου είναι η θεμελίωσή του σε έγκυρο κανόνα δικαίου και ο νόμιμος καθορισμός (διορισμός, εκλογή κλπ.) ό λ ω ν των υπό του νόμου προβλεπόμενων μελών, καθώς και του προεδρείου.

.................................. .................................................. .............................

Η σ ύ ν θ ε σ η του συλλογικού οργάνου αναφέρεται, αντιθέτως προς την συγκρότηση, όχι στο όργανο καθ΄ εαυτό και αφηρημένως, αλλά στην σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η περίπτωση λειτουργίας του5. Νομίμως συγκροτημένο όργανο δεν είναι κατ΄ αρχήν νόμιμα συντεθειμένο, αν στην συνεδρίασή του παρίστανται πρόσωπα που δεν είναι μέλη του, έστω και αν δεν μετέχουν στην ψηφοφορία, γιατί δεν μπορεί να είναι γνωστό το μέτρο της επιδράσεως που μπορούν να ασκήσουν.

Σημ. 5. Η διάκριση μεταξύ συγκροτήσεως και συνθέσεως, δεν τηρείται συνεπώς στην νομοθεσία, αλλά ούτε στην θεωρία ή την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.»

 

Στην παρατήρηση του Π.Δ. Δαγτόγλου ότι στην Ελλάδα δεν τηρείται με συνέπεια η διάκριση, προσθέτουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στην Κύπρο και αυτό επειδή πρακτικώς η εν λόγω διάκριση δεν ενέχει επιπτώσεις.

Οι δύο περιπτώσεις αναφοράς στη συγκρότηση ως ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, χωρίς ταυτόχρονα αναφορά και στη σύνθεση είναι, η μια από το «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» του Π.Δ. Δαγτόγλου όπου, στο πλαίσιο σύντομης γενικής αναφοράς στην αρμοδιότητα, κυρίως από την άποψη ταξινόμησης, περιλαμβάνεται και η δήλωση, στη σελ. 436, ότι αναρμόδιο είναι «κάθε μη νόμιμα συγκροτημένο όργανο». και η άλλη από το «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου (Ανατύπωση) (1982) (στη σελ. 306) όπου, στο πλαίσιο γενικής αναφοράς σε λόγους ακύρωσης, ξεχωρίζονται δύο, ήτοι «της αναρμοδιότητος και της μη νομίμου συγκροτήσεως του οργάνου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αφορώσα εις την δημοσίαν τάξιν».

Μας φαίνεται από τη γενικότητα και συνοπτικότητα των εν λόγω αναφορών ότι αυτές δεν προορίζονταν ως εξαντλητική θεώρηση των όσων εμπίπτουν εντός της έννοιας της δημόσιας τάξης ή των όσων πέρα από αυτήν, εξετάζονται στην Ελλάδα αυτεπαγγέλτως. Και πάντως, η νομολογία του ΣτΕ διευκρινίζει ότι ζήτημα σύνθεσης είναι ζήτημα αρμοδιότητας και ότι ως εκ τούτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως εφόσον πάντοτε, όπως αναφέραμε ενωρίτερα, τα στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Προτού αναφερθούμε στη νομολογία του ΣτΕ θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» (3η Έκδοση), στις σελ. 213-214 και 216:

«Υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ή αναρμοδιότης (ratione personae) είναι η αναρμοδιότης η επερχομένη συνεπεία αδυναμίας αυτού τούτου του ασκούντος την εξουσίαν οργάνου ν΄ ασκήση ταύτην νομίμως. Διακρίνεται της αντικειμενικής η υποκειμενική αναρμοδιότης εκ του ότι επί αντικειμενικής αναρμοδιότητος την πράξιν εκδίδει πάντοτε, έστω και εις περίπτωσιν συνδρομής και των τριών περιπτώσεων της αναρμοδιότητος ταύτης, ήτοι της καθ΄ ύλην, της κατά τόπον και της κατά χρόνον, όργανον περιβεβλημένον καθ΄ όλα νομίμως εξουσίαν. Αντιθέτως εν περιπτώσει αναρμοδιότητος υποκειμενικής ενεργεί ο μήπω διορισθείς υπάλληλος ή δια νομικώς ανυπάρκτου πράξεως διορισθείς, ο απολυθείς ή οπωσδήποτε απωλέσας την ιδιότητά του φορεύς της ανατεθείσης αυτώ εξουσίας, ο κεκτημένος νομίμως, in abstracto, την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού, αλλ΄ in concreto ουχί υπό την ιδιότητα ταύτην ενεργών ή, προκειμένου περί συλλογικής αρχής, η ουδέποτε ή μήπω συστασθείσα ή διά νομικώς ανυπάρκτου πράξεως ιδρυθείσα, η συγκεκροτημένη παρά τον νόμον, η άνευ απαρτίας ή άνευ προσκλήσεως απάντων των μελών αυτής αποφασίσασα και η αποφασίσασα συμμετοχή κωλυομένου προσώπου αρχή.

.................................. .................................................. .............................

Το Συμβούλιον της Επικρατείας, προκειμένου περί κακής συνθέσεως συμβουλίου προαγωγών, θεωρεί τον προβαλλόμενον λόγον ακυρώσεως τελείως αόριστον και ως εκ τούτου απορριπτέον, καθ΄ ό ανεπίδεκτον δικαστικής εκτιμήσεως, εφ΄ όσον εν τω δικογράφω της αιτήσεως δεν κατονομάζονται οι παρά τον νόμον συμμετασχόντες. Τούτο είναι ορθόν, μόνον εφ΄ όσον η κακή σύνθεσις δεν προκύπτει εξ αυτής ταύτης της προσβαλλομένης αποφάσεως και του φακέλλου. Εάν αντιθέτως συμβαίνη τούτο, τότε η κακή σύνθεσις, θεμελιούσα υποκειμενικήν αναρμοδιότητα, τυγχάνει αυτεπαγγέλτως εξεταστέα.»

 

Ως προς τη νομολογία του ΣτΕ επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την 1269-1273/53, η οποία περιλαμβάνεται στο 2ον Συμπλήρωμα Νομολογίας 1953-1960 (Τόμος 1ος) σελ. 559:

«Η κακή σύνθεσις άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου.»

 

Προσθέτουμε δε, ενδεικτικά, ότι στο Ευρετήριο Νομολογίας 1987-1988 (Τόμος 1ος), σελ. 109, η προσέγγιση στο ζήτημα νομιμότητος της σύνθεσης συνοψίζεται, με αναφορά στις εκεί αποφάσεις, ως εξής:

«316. - Το θέμα της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη εξετάζεται αυτεπάγγελτα από τον ακυρωτικό δικαστή, ΣτΕ 381, 1629, 2643-2645, 4340 1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.

317. - Ερευνάται αυτεπαγγέλτως η νομιμότητα της συνθέσεως της επιτροπής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ΣτΕ 3384 1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.

.................................. .................................................. .............................

320. - Λόγο ακυρώσεως σχετικά με την κακή σύνθεση συλλογικού οργάνου, μη προβαλλόμενο, εξετάζει το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, γιατί είναι γνωστός σ΄ αυτό, αφού για τον ίδιο λόγο ακύρωσε με προηγούμενη απόφασή του τις προσβαλλόμενες με την παρούσα αίτηση πράξεις ως προς άλλους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εκδικάστηκε κατά την ίδια δικάσιμο, ΣτΕ 2921/1986 Ε. ΣτΕ 1986.120.»

 

Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε. Καταλήγουμε ότι παρίσταται δυνατότητα και δικαιολογείται η εξέταση, αυτεπαγγέλτως, του υπό αναφορά ζητήματος σύνθεσης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού. Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

 

 

 

Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

Γ.Κ. Νικολάου, Δ.

 

 

Π. Καλλής, Δ.

 

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο